ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗΣ (Voice Over): Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας που γεννήθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 30, είναι οι τελευταίοι θεματοφύλακες αναμνήσεων του Ιταλοελληνικού Πολέμου και της Γερμανικής κατοχής που ακολούθησε. Αναμνήσεις που καταγράφηκαν μέσα απ’ το φίλτρο των παιδικών τους ματιών, διαμόρφωσαν και σκληραγώγησαν τις προσωπικότητές τους, στιγματίζοντας την ενήλικη ζωή τους. Αναμνήσεις τόσο έντονες και καθοριστικές, που ακόμα κι αν καμιά φορά ξεχνάνε τι μέρα είναι, τι έφαγαν χθες ή μπορεί στιγμιαία να μπερδευτούν και να φωνάξουν το εγγόνι τους με άλλο όνομα, εκείνες τις μνήμες τις κουβαλάν ατόφιες και όταν τις μοιράζονται το μυαλό και η γλώσσα δε σκοντάφτει πουθενά.
Αυτό το podcast επιθυμεί να διαφυλάξει αυτές τις αναμνήσεις πριν ξεθωριάσουν για πάντα. Σε κάθε επεισόδιο επισκεπτόμαστε και ένα διαφορετικό μέρος της ελληνικής επικράτειας όπου ένα παιδί του τότε, αφηγείται σκηνές από το μεγάλωμά του στην Ελλάδα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Είμαι ο Χρήστος Γεωργουδάκης και ακούτε την νέα σειρά του istorima «Η Κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της».
ΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΕΙΡΑΣ (Διάφορες φωνές):
Πεινάσαμε μπορώ να πω στην οικογένεια. Ό,τι τους άρεσε τους Γερμανούς το ‘παιρναν. Δεν έχω παίξει στη ζωή μου. Εγώ από μικρή δουλεύω. Πολύ παίζαμε, ξυπόλητες, παπούτσια δεν είχαμε. Το πρώτο γράμμα που έμαθα, ήταν το γράμμα Κ. Ερχόταν επίσκεψη στο χωριό κι εγώ τους τραγουδούσα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Βέροια 1940. Χτισμένη στους πρόποδες του όρος Βέρμιο. Λίγα χιλιόμετρα μακριά απλώνονται τα μυστικά του πλέον αποξηραμένου μεγάλου Βάλτου, γνωστού στο ευρύ κοινό από το έργο της Πηνελόπης Δέλτα. Ο Τριπόταμος διασχίζει την εβραϊκή συνοικία της Μπαρμπούτας προσφέροντας εύκολη πρόσβαση σε νερό. Λίγα μέτρα πάνω απ’ το ποτάμι και πλησίον της κεντρικής οδού της πόλης, μεγαλώνει η 7χρονη Φανούλα.
ΦΑΝΟΥΛΑ ΤΣΙΚΕΡΔΑΝΟΥ-ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ: Φανούλα, έτσι; Όχι Φανή και… Φανούλα Τσικερδάνου Μπουκουβάλα. Γεννήθηκα το 1933.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η πρόγονος της σημερινής πρωτεύουσας του νομού Ημαθίας, ελάχιστες ομοιότητες έχει με την σύγχρονη αστική της εικόνα. Μακεδονικές, νεοκλασικές και προσφυγικές μονοκατοικίες εύπορων αρχόντων της περιοχής συνυπάρχουν με φτωχικά σπίτια πολυμελών οικογενειών της εργατικής τάξης. Η Φανούλα και η οικογένειά της ζει σε ένα από αυτά.
ΦΑΝΟΥΛΑ: 12 παιδιά. 3 πεθάναν μικρά και 9 μεγαλώσαμε. Το ένα πέθανε πολύ μωρό. Η μαμά μου ήταν 17 χρονών όταν το γέννησε. Το θήλασε με το στήθος της που ήταν πρησμένο και ίσως δηλητηριάστηκε το μωρό και πέθανε το πρώτο. Τα αλλά δυο, ο μπαμπάς μου είχε κάνει μια μεγάλη σόμπα μέσα σε ένα δωμάτιο που ανέβαζε μπορώ να σου πω και 50 βαθμούς θερμοκρασία. Βγαίνοντας από κει, πάθαν πνευμονία φαίνεται. Το σπίτι ήταν ανοιχτό δεν ήταν όπως είναι τώρα περιορισμένο. Κρυολόγησαν αυτά τα δυο και ύστερα αρχίσαμε εμείς, η μεγαλύτερη αδερφή μου, εγώ και πάμε ως τη μικρή που είναι η δωδέκατη. 7 κορίτσια και 2 αγόρια. Στρωματσάδα κοιμόμασταν όλοι, κάτω στο πάτωμα έβαζε η μαμά μου, μας σκέπαζε. Μεγαλώσαμε όμως πολύ αγαπημένα όλα τα αδέλφια δηλαδή..
ΧΡΗΣΤΟΣ: Κύρια πηγή εισοδήματος για τους εργάτες της πόλης η γεωργία και η ελαφριά βιομηχανία. Ο Βάλτος προσφέρει ιδανικές συνθήκες για σπορά σιταριού, καλαμποκιού και άλλων καλλιεργειών. Όσοι έχουν χωράφια θα δουν καλές σοδιές φέτος. Ο καιρός τον Απρίλη και το Μάη καθώς και όλο το καλοκαίρι είναι βροχερός και τα στάχυα ολοένα και ψηλώνουν. Παράλληλα, τα νηματουργία και τα εκκοκκιστήρια ιδιοκτησίας κυρίως Μικρασιατών προσφύγων αναζητούν συνεχώς νέα εργατικά χέρια ενώ σουσαμόμυλοι καλύπτουν τις ανάγκες του πληθυσμού της πόλης και των γύρω περιοχών σε λάδι.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Ο μπαμπάς μου μόνο δούλευε, τόσα άτομα που ήμασταν. Κλώστης. Στην εταιρία στο Βέρμιο το εργοστάσιο. Η μαμά σπίτι. Πηγαίναμε σχολείο, θυμάμαι ούτε και γάντια. Έβραζε κάστανα το πρωί και μας τα έβαζε στις τσέπες, βάζαμε και τα χέρια μας μέσα στις τσέπες.
Είχε και μια αγελάδα, έβγαζε γάλα, εμάς μας φρόντιζε, έπλεκε μαλλί, να το κάνει κλωστή, να μας πλέξει φουστανάκια να φοράμε… Απ’ τη μια πήγαινε στην παρακάτω το φόρεμα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το καλοκαίρι του 40 φεύγει όμως οι βροχές συνεχίζουν μέχρι τον Οκτώβρη κάνοντας αδύνατη την σπορά των χωραφιών. Όταν οι βροχοπτώσεις σταματούν είναι πλέον αργά. Οι περισσότεροι άντρες έχουν ήδη φύγει μαζί με τα άλογά τους και μάχονται στο Αλβανικό μέτωπο κατά των Ιταλικών δυνάμεων.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Ο μπαμπάς μου είπε ότι θα πάω να πάρω ένα γαϊδουράκι και λέει η μαμά μου: «Ε, κανένα κουτσό ή κανένα γκαβό θα βρει.». Ό,τι βρει μπροστά του δηλαδή. Δεν έψαχνε, δεν ήταν τύπος να ψάχνει. Έρχεται το βράδυ ο μπαμπάς μου με το γαϊδουράκι σαν να ήρθε με την Τζάγκουαρ. Τέτοια χαρά εμείς που κάναμε για το γαϊδουράκι που ήρθε. «Σιγά» λέει «απ’ το ένα μάτι δε βλέπει!», ήταν μονόφθαλμο. Και το ονόμασε ένας γείτονας μας Λεωνίδα. Μ’ αυτόν, τον είχα εγώ σου λέω, πήγαινα στην αγορά καβάλα να μας δώσουν μια οκά ντομάτες μια οκά πιπεριές, ανέβαινα όρθια απάνω στο σαμάρι και με πήγαινε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η σπορά ολοκληρώνεται πρόχειρα και είναι βέβαιο ότι η επόμενη σοδιά δε θα θυμίζει σε τίποτα την περσινή. Οι μερίδες στο μεσημεριανό τραπέζι είναι πιο μικρές όταν τα πρώτα Ιταλικά βομβαρδιστικά πετάνε πάνω από την πόλη.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τώρα έλεγε ο αδερφός μου τώρα θα φωνάξουν οι σειρήνες! Φωνάζαν οι σειρήνες και ερχόταν όλη η αγορά, όλος ο κόσμος κάτω στο ποτάμι εδώ που είχε μια μεγάλη σπηλιά για καταφύγιο. Εκεί μέσα κόσμος! Κόσμος! Φεύγαν τα αεροπλάνα, ξανά οι σειρήνες ότι φεύγουν τα αεροπλάνα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Βέροια στέκεται τυχερή και δε βομβαρδίζεται. Κύριος στόχος των δυνάμεων του Άξονα είναι η γειτονική Θεσσαλονίκη. Τον Φεβρουάριο του ’41 τα ιταλικά αεροπλάνα σταματούν τις ενέργειές τους. Την ίδια στιγμή, οι Βεροιώτες υποδέχονται απορημένοι Αγγλικά στρατεύματα δίχως να γνωρίζουν τον λόγο της παρουσίας τους στην πόλη. Νοικιάζουν το καφενεδάκι «Παράδεισος» κοντά στο σημερινό πάρκο της Εληάς και το μετατρέπουν σε εστιατόριο. Τα γεύματά τους πολυετή για την εποχή και τα παιδιά της γειτονιάς περιμένουν πότε θα σηκωθούν απ’ το τραπέζι για να τρέξουν να αρπάξουν κατιτίς απ’ τα αποφάγια. Τρεις μήνες μετά, οι Γερμανοί κηρύττουν τον πόλεμο στην Ελλάδα και το καφενείο «Παράδεισος» ερημώνει. Οι Άγγλοι φεύγουν μαζί με τους Έλληνες στην Καστανιά για να κατασκευάσουν χαρακώματα και πολυβολεία. Το απόγευμα της 11ης Απριλίου, μόλις 5 μέρες μετά την κήρυξη της εισβολής, γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην πόλη.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Μπορώ να σου πω ότι ακόμη εγώ νομίζω ότι ακούω τα βήματα των Γερμανών στο καλντερίμι που είχαμε -- γκραπ-γκραπ, γκραπ-γκραπ -- σαν να τ’ ακούω ακόμη. Μικρή ήμουν δηλαδή ήμουν 8 χρονών; 9; Τόσο.
Είχαν ρίξει προκηρύξεις οι Εγγλέζοι και έπεσε ένα δέμα ολόκληρο. Το πήρα εγώ το ‘βαλα μπροστά στο σαμάρι στον Λεωνίδα μου, ανέβηκα στους στρατώνες -- τότε μόλις είχαν έρθει οι Γερμανοί γιατί θυμάμαι και σαν τώρα ένα Γερμανό με μια πετσέτα στο λαιμό, μεσημέρι πρέπει να ήταν -- και πήγα και τις έριξα εκεί στο άγαλμα στην πίσω πόρτα όπως είναι οι στρατώνες. Ήρθα εδώ… «Α, Λάκη», λέει ο ξάδερφος του μπαμπά μου, «έριξαν, λέει, οι Εγγλέζοι προκηρύξεις “να διαβαστούν απ’ τους Γερμανούς”! Το μόνο ελληνικό που έγραφε.» «Ναι», λέω εγώ «τις πήγα!». «Που;» Το που δεν ήταν καλό. «Στις στρατώνες!». «Στις στρατώνες;» Αμάν, νόμιζαν έρχονται οι Γερμανοί από πίσω να μας μαζέψουν. «Όχι», λέω «μετά πήγα πήρα ντομάτες και γύρισα!». «Βρε κορίτσι μου, βρε θα μας κάψουν, θα μας μαζέψουν, θα μας πάνε στη Γερμανία. Αλλά τόσο μ’ έκοβε και μένα… Πώς δε πήγα να τους τα δώσω και στο χέρι. Έτσι, για να διαβαστούν απ’ τους Γερμανούς που έλεγε και εγώ πήγα τα έριξα εκεί να διαβαστούν απ΄ τους Γερμανούς.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ο δρόμος από τα Τέμπη δεν υπάρχει ακόμα. Μόνος τρόπος των Γερμανών να φτάσουν στην Αθήνα είναι περνώντας από την οδό Κεντρικής, κοντά στο σπίτι της Φανούλας, με κατεύθυνση την Κοζάνη και από κει συνεχίζοντας προς Ελασσόνα και Λάρισα. Είναι φανερό ότι η Βέροια αποτελεί στρατηγικό κόμβο. Οι Γερμανοί επιτάσσουν τα στρατόπεδα της πόλης, διάφορα κτήρια, σπίτια ώστε να εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη. Στη συνέχεια σε αναζήτηση εργατικών χεριών μαζεύουν τους άντρες της πόλης στους Στρατώνες.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Είχαν μαζέψει όλους τους άντρες επάνω στους στρατώνες. Τους διάλεγαν ποιους θέλαν, τους κοιτούσαν. Κάτω ήταν όλο γυναικόπαιδα περίμεναν να ‘ρθούν οι γονείς τους να βγουν. Εγώ όμως στην πρώτη γραμμή. Και ήρθε ένας δίπλα μου ένας Γερμανός και είχε πιστόλι εδώ στο παντελόνι του. Εκπυρσοκροτεί, τον παίρνει στο πόδι, με τρυπάει το παπούτσι και τη σόλα, χτυπάει κάτω στην άσφαλτο και μια γυναικά τη χτύπησε στο πόδι η σφαίρα. Κατεβαίνω υστέρα εγώ περνάω απ’ την άκρη να μη με δει η μαμά μου γιατί τις έτρωγα και με λέει μια φίλη μου: «Ξέρεις ζεστό δε πονάει.» Κάθομαι κάτω στο δρόμο, βγάζω το παπούτσι, η κάλτσα μου δεν είχε πάθει τίποτα, το παπούτσι έτσι, το είχε τρυπήσει η σφαίρα αλλά η κάλτσα μου τίποτα, βγάζω και την κάλτσα εγώ μήπως το πόδι μου…. Δεν είχε τίποτα! Και το φορούσα μετά μπαλωμένο.
Τέτοιο παιδί ήμουν, βρισκόμουν παντού. Παντού σκάλιζα, όλα. Πολύ ατίθαση.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όσο προετοιμασμένοι και να είναι οι κάτοικοι για την επικείμενη πείνα λόγω των δύσκολων συνθηκών σπορά του προηγούμενου φθινοπώρου, η κατάσταση την άνοιξη του ’41 αποδεικνύεται πολύ χειρότερη. Οι ντόπιοι έχουν ήδη κάνει πλιάτσικο στις αποθήκες του ελληνικού στρατού και του σιδηροδρομικού σταθμού αδειάζοντάς τες πριν προλάβουν να τις κατασχέσουν οι Γερμανοί. Όμως, οι Γερμανοί έχουν πάρει το περισσότερο σιτάρι της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και στην πόλη φτάνουν μαυραγορίτες που, μαθαίνοντας ότι ο Βάλτος της Ημαθίας έχει πολύ σιτάρι και καλαμπόκι, τρέχουν να προμηθευτούν όσο βρουν για να το πουλήσουν αισχροκερδώς στα μεγάλα αστικά κέντρα.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Πεινάσαμε μπορώ να πω στην οικογένεια, ο μπαμπάς μου φοβόταν να χρεωθεί, να πάρει σιτάρι. Τον λέγαν δικοί μας άνθρωποι εδώ «πρέπει να πάρεις, έχεις παιδιά». Πώς θα το ξεχρεώσει φοβόταν.
Το κάθε άτομο της οικογένειας έπαιρνε από ένα κομμάτι. Πήγαινα στο φούρνο και μας δίναν τη μια μέρα ένα κομμάτι ψωμί σιταρένιο. Ωραία, το’ τρωγα. Το παίρνε η μεγάλη αδερφή μου μες στο δωμάτιο και το έκοβε με το διαβήτη να μην αδικήσει κανέναν. Την άλλη μέρα δίνουν καλαμποκίσιο που ήταν μέσα αλεσμένα και τα κουκούτσια και εκείνο δε το ήθελα, έκλαιγα, δεν ήθελα να το φάω καθόλου.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Η μαμα μου, ήταν πολύ δραστήρια. Εδώ κάτω, στον κήπο μας που είχε βγάλει χόρτα, μάζευε χόρτα και μια μέρα συγκεκριμένα να σας πω, πήγε μάζεψε μια κατσαρόλα χόρτα και είχε και λίγο αλεύρι με πίτουρα μαζί. Και τους δίναν και τον μπαμπά μου λάδι σπορέλαιο στο εργοστάσιο που δούλευε και έγινε μία πίτα! Την ανέβασε πάνω και την έβαλε κάτω από το κρεβάτι. Το κρεβάτι που είχαν το ζεύγος. Έρχονται οι αδερφές μου, ήταν πιο μεγάλες τότε πήγαιναν βόλτα στην πλατεία Ωρολογίου. Εκεί γινόταν η βόλτα. Και έρχονται. «Αχ, ο καημένος μου!», ανεβαίνει ο ένας αδερφός μου πεινούσε: «Πεινάω!». Ανεβαίνει η αδερφή μου, επίσης «αχ, πεινάω». «Δε σας φτάνει η νησκοσύνη», βεροιώτικη λέξη «δε σας φτάνει η νησκοσύνη, πηγαίνετε και βόλτα!», η μαμά μου. Τελευταίος ανεβαίνει ο αδερφός μου, ο μεγαλύτερός. «Αχ, ο καημένος μου!». «Τι μυρίζει μαμά τι μυρίζει;» Και βλέπει! «Πω, πω», έλεγαν «τι ωραίο είναι αυτό το φαγητό που έκανες μάμμα! Να μας το κάνεις στην καλή εποχή με καλό υλικό». Και είχαμε βγάλει και τραγούδι: «Αχ, ένα μπακλαβά που όσο και αν στοιχίζει ακριβά, αχ, πόσο επιθυμώ ακόμα και τα ρούχα μου πουλώ.» Ναι, τραγουδούσαν!
Αργότερα, ο μπαμπάς μου από τη δουλειά του, το αφεντικό του τον είχε πάρει ένα ραδιόφωνο. Πω, πω, σαν να μας είχαν χαρίσει ολόκληρο βασίλειο! Όλη τη νύχτα να παίζει. Ερχόταν η μαμά μου να το σβήσει «μη!», ξυπνούσα αμέσως, ήταν το δικό μου το πράγμα. Μουσική, τραγούδια, όλα! Και τη μεγάλη εβδομάδα, θυμάμαι που έπαιζε Μπαχ, Μπετόβεν και τέτοια πράγματα, αμάν-αμάν δεν μου άρεσε καθόλου γιατί ήθελα τα τραγούδια εγώ να παίξει. Και είχε ένα σημείο που σήκωνες ένα μικρό κουμπάκι για να βάλεις πικάπ και ο αδερφός μου που ήταν πιο μεγάλος πήγε και το σήκωσε αυτό και: «Αμάν, αμάν! Τι έπαθε το ραδιόφωνο; Το ραδιόφωνο!». Να μην πάθει τίποτα! Πω, πω, πω, πολύ ωραίο πράγμα είναι να το αγαπάς! Τώρα έχουμε τηλεοράσεις και χίλια δυο πράγματα, τότε μ’ αυτό. Το έχω, το έχω κρατημένο!
ΧΡΗΣΤΟΣ: Με ευρηματικότητα και προσαρμοστικότητα ο δύσκολος χειμώνας περνάει. Στις αρχές του 1943 ξεκινάνε παντού συσσίτια, οι μαυραγορίτες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σταματούν τις επισκέψεις τους στην πόλη και στο Βάλτο ξεκινάει και καλλιέργεια βαμβακιού. Ο πληθυσμός ανακάμπτει. Καθοριστική και η συνεισφορά των ιδιοκτητών των σουσαμόμυλων Γιώργου Σαράφογλου, Κώστα Μαλούτα και Σταύρου Κανδύλα που θέτουν προτεραιότητα την επιβίωση του τόπου έναντι του κέρδους και αρνούνται να πουλήσουν το λάδι τους σε μαυραγορίτες προσφέροντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στην σωτηρία του ντόπιου πληθυσμού.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Υποφέραμε, ας πούμε την πρώτη χρονιά. Ύστερα σας λέω, βγάλαμε το καλαμπόκι το δικό μας, ο αδερφός μου πήγε πάνω στους Σαρακατσαναίους και έκανε το δάσκαλο, για λίγο καιρό πήρε λεφτά ο αδερφός μου κάτω στο βάλτο, πήγαινε φόρτωνε καρπούζια, πεπόνι και έφερνε… Γιατί το εργοστάσιο τους έδινε μεροκάματο… τίποτα. Πήγε και η μαμά μου σε έναν ξάδερφό της και του λέει θέλω να μου δώσεις σιτάρι να ταΐσω τα παιδιά μου, που είχε εκείνος, και θα στο δώσω εγώ σε σταφύλια. Είχαμε αμπέλι ωραίο πάνω στην Καλογριά και δε μας άφηνε να μπούμε μέσα στο αμπέλι μας καθόλου, να δώσει τα σταφύλια πρώτα που χρωστούσε σ αυτόν τον ξάδερφό της και ύστερα να… Αυτά που θυμάμαι… Ε, και από ‘κει, μεγαλώναμε…
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ντόπιοι, Βλάχοι, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Εβραίοι και πολλοί άλλοι συνυπάρχουν εδώ και χρόνια στη Βέροια. Ένα χρόνο πριν στο πολυπολιτισμικό κράμα του πληθυσμού προστίθενται Δραμινοί πρόσφυγες, που αφήνουν την πόλη τους μην αντέχοντας την καταπίεση των Βούλγαρων, στων οποίων τα χέρια έχει παραδώσει η Γερμανία την πόλη. Αρχικά κοιμούνται στους δρόμους. Αυτό όμως τον Μάιο του 43 έμελλε ν’ αλλάξει.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τραγικό, τους πήραν, τους βάλουν στο τρένο. Είχε πολλούς Εβραίους, όλες τις δουλειές τις είχαν στα χέρια τους. Κοντά, στο σπίτι μου απέναντι, ήταν μια οικογένεια Εβραίων, κοπέλες που αγαπούσαν και τη μαμά μου και δεν είχαμε νερό εμείς εδώ στο σπίτι και πήγαινε εκεί η μαμά μου, ξέβγαζε τα ρούχα και της τα παίρναν της τα κουβαλούσαν μέχρι εδώ. Και τις θυμάμαι που τους είχαν βάλει αυτό το αστέρι εδώ στο στήθος. Κι αυτές τις πήραν και μέσα στη χάβρα ότι σπίτια ήταν τα πήραν.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Οι Εβραίοι απομακρύνονται από τα σπίτια τους και τις επιχειρήσεις τους και διασχίζουν πεζοί τη Βέροια με αφετηρία την συναγωγή τους, τη Χάβρα, λίγα μόνο λεπτά μακριά από το σπίτι της Φανούλας. Τελικός προορισμός, ο σιδηροδρομικός σταθμός έξω απ’ τα σύνορα της πόλης. Το ημερολόγιο γράφει 1η Μάιου 1943. Η μακραίωνη παρουσία τους στην πόλη τερματίζει, καθώς ελάχιστοι κατάφεραν να διαφύγουν είτε διασχίζοντας το ποτάμι του Αλιάκμονα και βρίσκοντας καταφύγιο από αντάρτες σε βουνά είτε με τη βοήθεια συντοπιτών τους. Στα άδεια σπίτια τους μετακομίζουν οι άστεγοι Δραμινοί.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Λίγους μήνες πριν έχει ήδη ξεκινήσει η αντίσταση των κατοίκων της Βέροιας κατά των Γερμανών. Οι μεγάλοι οργανώνονται στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, οι νέοι στην ΕΠΟΝ, ενώ τα μικρότερα παιδιά στα αποκαλούμενα Αετόπουλα, μικρές ομάδες που τα βράδια μοιράζουν προκηρύξεις.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Έκανα μια ομάδα, Αετόπουλα που τα λέγαμε τότε. Και το σπουδαίο ήταν που ο πατέρας μου εργαζόταν στο Βέρμιο και είχανε κάτι ετικέτες που βάζανε πάνω στα πακέτα στα νήματα. Και ήταν κάτι λιοντάρια και εγώ την παρέα μου εδώ στη γειτονιά που είχα τους είχα από ένα τέτοιο. Όταν βγαίναμε όμως έξω τους έλεγα βγάλτε το να μην διαβάσουν ότι είναι από νηματουργείο, πήγαινε μέχρι το μυαλό μου.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όταν πρωτοήρθαν στην πόλη οι Γερμανοί, ήταν ακόμα φιλικοί προς τους κατοίκους και τα παιδιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατασκευή εξέδρας στο πάρκο της Ελιάς όπου φιλοξενούνται γερμανικά συγκροτήματα, ακροβατικά και θεατρικά προς διασκέδαση τόσο των ίδιων όσο και των ντόπιων.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Θυμάμαι μια μέρα που ο αδερφός μου ο μικρός καθόταν στο γαϊδουράκι. Ψηλός όπως ήταν τα πόδια του σχεδόν έφταναν και εμένα με είχε πίσω στην ουρά. Ο Γερμανός στους στρατώνες μας σταματάει, τον κατεβάζει τον αδερφό μου, με παίρνει εμένα με βάζει στο σαμάρι, τον δίνει το σκοινί, να το τραβάει. Γιατί είχε αυτός και με είχε πίσω. Τον δίνει το σκοινί να πάει.
Τον αδερφό μου αυτόν τον μικρό, ήμουν κοντά του. Εκείνος έπαιζε ακορντεόν ωραίο, που δεν είχε δικό του και το ‘παιρνα κι εγώ. Μου άρεσε και μένα λίγο. Το ‘παιρνα, ανέβαινα σε ένα δέντρο στον κήπο μας, επάνω στο δέντρο με το ακορντεόν τώρα να σκεφτείς να ανεβαίνω, και εκεί επάνω έπαιζα το “Βαγγελιώ, κυρά Βαγγελιώ” και χόρευαν τα κορίτσια. Αυτός που το είχε το πούλησε και το θυμάμαι που τον είπε ο αδερφός μου «γιατί βρε δε με ρώτησες και το πούλησες; Θα το κρατούσα για την αδερφή μου, που της αρέσει». Ε, δεν είχαμε τότε τη δυνατότητα να…
Τα 2 αδέρφια μου και αυτοί ήταν πολύ αγαπημένοι και όπως εμείς τα κορίτσια και αυτοί. Παίζανε σκάκι, τα βράδια και μόλις ο μεγάλος κέρδιζε, έπαιρνε την κιθάρα και μας ξυπνούσε. Έπαιζε την κιθάρα απ’ τη χαρά, ο άλλος πήγαινε και κοιμόταν. Ήταν πιο ήσυχος.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όμως, η ολοένα και πιο αυξημένη αντιστασιακή δραστηριότητα των κατοίκων τους μήνες πριν και μετά τον ξεριζωμό των Εβραίων εξαφανίζει σιγά σιγά το ευγενικό προσωπείο των και γίνονται πιο επιφυλακτικοί και εχθρικοί με τους κατοίκους.
Τον Ιούνιο του ‘44 η πόλη της Βέροιας γεμίζει ξαφνικά Γερμανούς στρατιώτες. Μπαίνουν σε σπίτια και αρπάζουν όλους τους άντρες ηλικίας 20 με 40 ετών και τους οδηγούνε στους στρατώνες. Εκεί ένας καταδότης κουκουλοφόρος περνάει ανάμεσα απ’ τα πλήθη και δείχνει με το δάχτυλο του τους υπόπτους αντιστασιακούς. Αμέσως οι καραμπινιέροι τους πιάνουν και τους μεταφέρουν στο διπλανό στρατόπεδο για ανάκριση. Λέγεται ότι άλλοι θα σταλούν στην Γερμανία για εργάτες και άλλοι στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Συλλαμβάνονται περίπου 100 Βεροιώτες.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τα 2 αδέρφια μου που δουλεύανε επάνω στο εργοστάσιο, τα είχαν μπλέξει λίγο με το αντάρτικο εκεί που πηγαίναν. Τον αδερφό μου τον έπιασαν, τον ένα τον μικρότερο και τον δέρνανε, τον χτύπησαν και στο κεφάλι τον είχαν κάνει… Ύστερα πέθανε και από ανεύρυσμα 51 χρονών, ίσως να ήταν η αιτία…
Κάθε πρωί παίρνανε μια ομάδα απ’ τη φυλακή, 5 άτομα ξέρω ‘γώ, τους βάζαν σε ένα αυτοκίνητο και τους βάζαν μπροστά γιατί βάζαν νάρκες οι αντάρτες στο δρόμο και να σκοτωθούν αυτοί πρώτα και από πίσω να περάσει ο στρατός κι ό,τι θέλαν να περάσει. Παίρναν εσένα ας πούμε. Σηκωνόταν ο αδερφός μου έλεγε «τι; Όχι, αυτός έχει παιδιά, εγώ θα πάω!». Και πήγαινε εκείνος, έμπαινε στο αυτοκίνητο και πήγαινε πρώτος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει έναν που είχε οικογένεια.
Θυμάμαι την διαφωνία που είχε ο πατέρας μου με τη μάνα μου και έλεγε «εγώ τα κορίτσια τα προστάτευσα, δεν τα άφησα να πάνε σε οργανώσεις να ανακατευτούν. Εσύ Λάκη, δεν πρόσεξες τα παιδιά επάνω στο Βέρμιο» που ήταν.
Κάποιον είχαν πιο σημαίνον πρόσωπο εκεί μες στις φυλακές και κατέβηκαν το βράδυ εκείνο οι αντάρτες και χτύπησαν τις φυλακές εδώ, τους πήραν και πήραν και τον αδερφό μου, τον πήραν προς τα πάνω στο βουνό. Μάλιστα δεν είχε και τα γυαλιά του και είχε μυωπία, πολύ μεγάλη μυωπία και δεν μπορούσε να περπατήσει και τον άφησαν κάπου πιο ψηλά, γιατί τους πήρε και το χάραμα περίπου. Αλλά τον γλίτωσαν, την άλλη μέρα μας λέγανε ότι θα τον πήγαιναν… θα τους στέλναν στη Γερμανία.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πολλά είναι τα αιματηρά γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη το 1944 και πολλά ακολουθούν της αποχώρησης των Γερμανών από την πόλη τον Σεπτέμβριο του 44 καθώς ένα νέο μαύρο κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Μη γνωρίζοντας όμως τα μελλούμενα, η Φανούλα και οι κάτοικοι της πόλης ξέρουν ένα πράγμα: η γερμανική κατοχή τελειώνει.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Όπως θα ερχόταν ο στρατός, οι αντάρτες τότε, πήγαιναν ο κόσμος και έβαζε λουλούδια στα όπλα τους επάνω, ναι. Και συγκεκριμένα θυμάμαι έναν που έσπαζε μια αφίσα, ένα σηματοδότη. Και του λέει ένας στρατιώτης: «Συνάδελφε, σύντροφε μη το σπας αυτό θα μας χρειαστεί.» «Θα κάνουμε καινούργια!», αυτός, αυτή τη λέξη τη θυμάμαι, ε; Σαν τώρα. «Θα κάνουμε καινούργια!».
Μένω στο σπίτι που γεννήθηκα, τ’ άφησε ο πατέρας μου σε μένα, στη διαθήκη του δηλαδή να μένω εγώ. Παντρεύτηκα, έφυγα για Αθήνα λίγο καιρό, όταν πέθανε ο άντρας μου επέστρεψα εδώ και μένω εδώ τώρα πάλι σε αυτό το σπίτι. Δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα εδώ.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ακούσατε το πρώτο επεισόδιο της νέας σειράς του Ιστόρημα «Η Κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της». Αν θέλετε να μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο ακολουθείστε μας στο Spotify, τα Google, ή τα Apple podcast, ενώ για περισσότερες προφορικές αφηγήσεις επισκεφτείτε τον ιστότοπό μας www.Istorima.org. Μέχρι την επόμενη φορά, μη ξεχνάτε να μοιράζεστε και να ακούτε ιστορίες. Μια ιστορία, αλλάζει πολλές.