Εγώ είμαι γιος αστυνομικού που σκοτώθηκε για την πατρίδα. Τον πατέρα μου τον πρόδωσαν και τον σκοτώσανε οι Ιταλοί, γιατί τροφοδοτούσε Εγγλέζους. Εμείναμε πέντε παιδιά ορφανά, χωρίς περιουσία, χωρίς τίποτα. Η γιαγιά μου είχε κάτι καστανιές εδώ, λίγες καρυδιές, καστανιές κι έναν κήπο που βάζαμε λίγη πατάτα και λίγα κολοκυθοφάσουλα. Αυτή ήταν η περιουσία μας όλη-όλη.
Ήτανε το δεύτερο αντάρτικο εδώ. Υπήρχε ένα μίσος εδώ, στο χωριό. Δεν ξέρω πού βρέθηκε αυτή η κακία, τόση κακία, να έχει χωριστεί ο κόσμος, να έχουν χωριστεί τα καφενεία, να έχουν χωριστεί οι ανθρώποι. Δεν ήσουνα με το κόμμα τους, ήσουνα προδότης.
Εγώ δεν είχα ανακατευτεί με κανέναν, ούτε με τους δεξιούς, ούτε με τους αριστερούς. Αφού είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου, δεν ήθελα να μπλέξω με κόμματα και με αντάρτικα και με Χίτικα. Έμεινα ανεξάρτητος. Εδούλευα σκληρά για να μπορέσω να βοηθήσω την οικογένειά μου, αλλά ήτανε ο κόσμος άνω-κάτω.
Σου ‘λέγαν: «Καθάρισε τη θέση σου, με ποιον θα πας; Με ποιον θα είσαι;» Ερχόντουσαν οι αντάρτες, μας λέγανε: «Γιατί κάτσατε εδώ, γιατί δεν εφύγατε; Είσαστε προδότες!»
Φεύγαμε, μας πιάναν οι άλλοι: «Πού ήταν οι αντάρτες; Πού είναι, πες μας, πού είναι;»
«Δεν ξέρουμε», τους λέγαμε, «πού να ξέρουμε πού είναι ο καθένας».
Τρώγαμε ξύλο. Υποφέραμε πολύ και από τις δύο παρατάξεις, δεν ήξερες με ποιον να είσαι.
Από τους Μανιάτες έχω φάει ξύλο. Ήρθαν και μου είπαν αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια. Τους λέω: «Δεν ξέρω αν είναι». Και πράγματι, δεν ήξερα. Ο Παυλάκος μου λέει: «Θα πηγαίνεις μπροστά εκατό μέτρα και δε θα γυρίζεις να κοιτάζεις πίσω».
Ένα παιδί από το Φιλήσι με πλησιάζει σιγά-σιγά από πίσω και μου λέει: «Τίνος είσαι ρε;» Του είπα τίνος είμαι.
Μου λέει: «Με το Λαμπρέικο, τι σόι έχετε;»
Λέω: «Η γιαγιά μου ήταν Λαμπροπούλα».
Μου λέει: «Έχουμε συγγένεια. Πήδα», μου λέει, «εδώ και φύγε, γιατί θα σε σκοτώσει», μου λέει, «αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια».
Μου το ‘πε τρεις φορές. Εγώ έλεγα μήπως μου το λέει να φύγω, να με ντουφεκίσει αυτός; Μου λέει: «Θα κάνω πως σε ντουφεκάω εγώ», μου λέει, «αλλά μη φοβάσαι», μου λέει. «Πήδα, φύγε!» μου λέει. «Θα σε σκοτώσει! Άμα είναι αντάρτες, που θα είναι», μου λέει, «στον Αϊ-Λια αντάρτες, θα σε σκοτώσει!»
Έναν πήδο από κάτω... Κάνει ότι με ντουφεκάει αυτός. Από εδώ πέρασα και πήγα απάνω σε ένα σπίτι εδώ και κρύφτηκα στον φούρνο μέσα. Εν τω μεταξύ, μόλις φτάσανε εδώ απάνω στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησούλα, βάλαν οι αντάρτες με το πολυβόλο απ’ τον Αϊ-Λια. Ο πρώτος που θα την έτρωγε, θα ήμουν εγώ. Ή από τον Παυλάκο, ή από εκείνωνε. Βάρβαροι ανθρώποι και από τις δυο μεριές. Βαρβαρότητες, βαρβαρότητες.
Εδούλευα σε ένα τσαγκαράδικο. Είχε σκόνη πολύ, τα λεφτά που παίρναμε ήταν λίγα, τριάντα οκτώ δραχμές την ημέρα. Σιγά-σιγά αρρώστησα. Είχα δέκατα, είχα πάθει μια αδενοπάθεια και ο γιατρός μου είχε δώσει χαρτί να τρώω καλά, να ξεκουράζομαι και τα λοιπά. Αλλά δεν υπήρχε φαΐ, δεν υπήρχε τίποτα. Και αν δεν έβγαινε τότε η στρεπτομυκίνη και η πενικιλίνη, εγώ θα ήμουνα φυματικός, θα είχα πεθάνει.
Με βούταγαν οι αντάρτες να πάω σύνδεσμος, να πάω στο Νιοχώρι, να πάω εδώ, να πάω εκεί. Τους έδειχνα το γράμμα, με πλάκωναν στις κλωτσιές. Μου λέει: «Βρήκατε το κόλπο ότι είσαστ’ άρρωστοι», λέει, «και δε θέλετε να εξυπηρετήσετε τον λαϊκό στρατό».
Την πρώτη είπαν όλοι, είχανε γραφτεί από δω, για να ελευθερώσουμε την Ελλάδα. Αλλά αυτοί μετά το γύρισαν στον κομμουνισμό και ο κόσμος αποτραβήχτηκε, την έφυγαν οι καλοί, έφυγαν. Έμειναν αυτοί που πείναγαν την καλή εποχή. Και πήγανε στο αντάρτικο για να φάνε. Και ερχόταν στο σπίτι και σου ‘λεγε: «Θέλω τώρα δύο καρβέλια, τώρα να μου δώκεις και δυο κοτόπουλα να μου τα μαγειρέψεις και να μου τα φέρεις εκεί». Εμείς δεν είχαμε μπουκιά ψωμί και ήρθανε, χτύπησαν τη μάνα μου, δύο κλωτσιές, για να τους πάει δύο κοτόπουλα ψημένα και δέκα καρβέλια. Τίποτα δεν τους ενδιέφερε.
Εζήσαμε πολλά, πολλά-πολλά κακά. Έχω ιδεί μπροστά μου τουλάχιστον δεκαπέντε σκοτωμένους. Και λέγαμε τι μέλλον να έχουμε εδώ πέρα, σ’ αυτόν τον κόσμο που είμαστε, σ’ αυτό το χωριό;
Ήμουνα δεκαέξι χρονών. Έρχεται ένας αντάρτης και μου λέει: «Απόψε θα πάρουνε δεκαεφτά από δω, απ’ το χωριό και σ’ έχουνε μέσα», μου λέει. «Σήκω φύγε!» μου λέει. «Εγώ έμπλεξα που έμπλεξα», μου λέει. «Έχεις τρεις αδερφές, έχεις τη μητέρα σου, να μη σκοτωθείς», μου λέει, «δε θέλω. Και να μη με προδώσεις», μου λέει.
Σηκώθηκα και έφυγα, πήγα στο Λεωνίδιο. Δεν είχα ταυτότητα και δε μου δίνανε χαρτί απ’ το Λεωνίδιο η αστυνομία να μπω στο καράβι. Και βρέθηκε κάποιος εκεί πέρα από δω, Κοσμίτης, που ήταν στο ταχυδρομείο δούλευε και παρακάλεσε τον αστυνόμο και μου ‘δωσε άδεια και μπήκα στο καράβι και έφυγα.
Στην Αθήνα που βγήκα, πήγα στη θεία μου. Σε τρεις ημέρες κάνουνε μπλόκο η αστυνομία και με πιάνουνε χωρίς ταυτότητα. Με πάνε στο 2ο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας. Ο πατέρας μου υπηρετούσε σ’ αυτό το τμήμα.
Έφαγα εκεί κάτι κλοτσιές… Λέει: «Απ’ τον Κοσμά είσαστε όλοι κομμουνισταί, εκεί πέρα!»
Του λέω: «Εσείς τους κάνετε τους ανθρώπους κουμμουνιστές! Δεν είμαι κομμουνιστής», του λέω, «εγώ είμαι γιος αστυνομικού», του λέω, «που σκοτώθηκε για την υπηρεσία», λέω, «για την πατρίδα».
Έβγαλε ένα χαρτί και λέει: «Ονοματεπώνυμο».
«Μέρμηγκας Γεώργιος του Ιωάννου».
Με κοιτάει, μου λέει: «Έναν Γιάννη Μέρμηγκα, τι τον είχες;» μου λέει, «απ’ τον Κοσμά;»
Λέω: «Πατέρας μου είναι. Αυτός εκεί, που τον έχετε φωτογραφία».
Μου λέει ο άνθρωπος: «Ήμασταν πολύ φίλοι με τον πατέρα σου», μου λέει, «και τον έκλαψα όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε».
Και φωνάζει έναν χωροφύλακα, αυτόν που με κλώτσησε, του λέει: «Πάρ’ τον να του βγάλεις δυο φωτογραφίες και να του βγάλετε ταυτότητα τώρα. Το παιδί έχει υποφέρει πολλά». Του λέει: «Αυτόν που χτύπησες», του λέει ο χωροφύλακας, «είναι γιος αστυνομικού», του λέει, «αυτουνού εκεί». Συγκινούμαι όταν τα θυμάμαι.
Έχω γλιτώσει τρεις φορές από ντουφέκι, τρεις φορές. Να μην ξαναγυρίσει τέτοια κατάσταση. Έφτασα ενενήντα χρονών και λέω ό,τι πει ο Θεός, τίποτ’ άλλο. Αυτή είναι η ζωή μου.