Ήμαστε μεγάλη οικογένεια. Ήμαστε εφτά αδέρφια κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου, ήμαστε εννιά συνολικά. Μέναμε σε καλύβι. Εκεί είχαμε το μαντρί, τέλος πάντων, εκεί ήταν η ζωή μας.
Το καλύβι ήτανε χτισμένο με τσιμεντόλιθους, το οποίο είχε ένα παράθυρο και μία πόρτα. Τζάκι μέσα. Ο τζάκης ήταν χειροποίητος, όχι όμως με πέτρα, δεν ήταν με πέτρα, ήταν χειροποίητο με απλή λάσπη για να μπορούμε να ζεσταινόμαστε τον χειμώνα και να μπορεί η μάνα μου να μαγειρεύει. Δεν είχαμε γκάζι, μπουκάλες και τέτοια, έπρεπε να ανάψουμε φωτιά. Αυτό ήτανε, δηλαδή δεν ξέραμε κάτι άλλο.
Εγώ ξεκίνησα να βαράω στρούγκα από πέντε χρονών. Από πέντε χρονών ξεκίνησα να σηκώνομαι 5 η ώρα, να με σηκώνει ο πατέρας μου. Όταν εννοούμε στρούγκα… ένας κάθεται πίσω, δηλαδή εγώ που ήμουν πιο μικρός καθόμουν πίσω μ’ ένα ματσούκι, μ’ ένα ξύλο, και βάραγα τα πρόβατα για να περάσουνε, για να τα αρμέξουνε, που ήταν τα αδέρφια μου πιο μεγάλα κι ο πατέρας μου, να πάρουμε το γάλα, να το πάει ο πατέρας μου στο γαλατά να το δώσει.
Μετά από αυτό πηγαίναμε να πάρουμε τον καρπό να πάμε τον ρίξουμε στις ταΐστρες, να ταϊστούν τα ζωντανά. Και μετά μας έβαζε ο πατέρας μας γάλα μέσα στο κακάβι. Ανάβαμε φωτιά στο τζάκι, ζεσταίναμε το γάλα, το έβραζε ο πατέρας μας, και καθόμασταν και τα εφτά αδέρφια γύρω-γύρω από το κακάβι με ζυμωτό ψωμί, το οποίο το ζύμωνε η μάνα μου στον ξυλόφουρνο, και τρώγαμε όλα τα αδέρφια μας, όλοι μαζί. Κι από εκεί και μετά, ο καθένας έπαιρνε τη δουλειά του.
Πήγαιναν στα πρόβατα για να τα βοσκήσουνε. Εγώ που ήμουν πιο μικρός, έπρεπε να πάω σχολείο. Ενώ είχα ξυπνήσει από τις 5 η ώρα για να κάνουμε όλη αυτή τη διαδικασία, εγώ έπρεπε να φύγω απ’ το μαντρί, απ’ το καλύβι, για να πάω στο χωριό στο σχολείο, με τα πόδια. Περίπου μιλάμε για έξι χιλιόμετρα για να πάω και να έρθω, δηλαδή περίπου στις δύο ώρες.
Κατεβαίναμε, πηγαίναμε στο σχολείο… Τώρα η άλλη έφερνε, δηλαδή, το παιδί της στο σχολείο με το χεράκι. Εμείς ερχόμασταν με τα πόδια, τι να καταλάβουμε. Με σχισμένα παπούτσια τώρα, έτσι; Καμιά φορά σχισμένα παντελόνια… Αυτό είχαμε, αυτό φοράγαμε. Μέχρι αυτό μπορούσαν οι γονείς μας, αυτό μποράγανε.
Όταν τελείωνα το σχολείο έπρεπε να φύγω πάλι από εκεί και να πάω πάλι στο μαντρί, το οποίο ήταν άλλα έξι χιλιόμετρα. Δηλαδή στην ουσία τέσσερις ώρες, δύο να ‘ρθείς και δύο να πας. Με τα πόδια, έτσι; Έφτανα μεσημέρι, κοντά απόγευμα, για να φτάσω εκεί. Πήγαινα, έτρωγα στο καλύβι, που είχε μαγειρέψει η μητέρα μου. Εκεί που τυροκομάγαμε, εκεί μαγείρευε. Τα πιο πολλά ήταν μακαρόνια, ρύζι, φακές, καμιά φασολάδα, πατάτες, κανένα κρεμμύδι… δηλαδή κάτι που ήταν για ψυγείο δεν γινόταν, έπρεπε να φαγωθεί εκείνη την ώρα. Δεν γινόταν. Εντάξει, κι ο πατέρας μου καμιά φορά, κάπου-κάπου, μας έφερνε και καμιά σοκολάτα. Κι αυτή λιωμένη μεν μέχρι να έρθει, αλλά εντάξει τώρα, εμείς από την πείνα μας κι από την χαρά μας που βλέπαμε σοκολάτα μία στο τόσο, ήταν λες και ήτανε μέσα στο ψυγείο.
Κι από εκεί πήγαινα κοντά στα ζώα που ήταν και τα άλλα αδέρφια μου, για να τους βοηθήσω στις δουλειές. Κι εμένα σαν πιο μικρό με αφήνανε στα πρόβατα να τα φυλάω για να μην πάνε στις ζημιές και αυτά, κι έπρεπε να γυρίσουν πίσω σαν πιο μεγάλοι να ετοιμάσουνε τη στρούγκα πάλι, να φτιάξουνε το μαντρί, να κόψουνε σκίντο για να φτιάξουν σάρωμα για να σκουπίσουμε τα φουσκιά και αυτά, για να είναι καθαρά τα μαντριά. Γιατί υπήρχε περίπτωση από αυτό τα πρόβατα να πιάνανε αρρώστια και να θυμώνανε. Το θύμωμα, τι εννοώ; Μπορεί το μαστάρι της προβατίνας να πάθει μία ζημιά, να ξεκινήσει, να αρχίζει να βγάζει νερό και μετά να αρχίζει να σφίγγει και δεν ξαναβγάζει γάλα.
Πάντα εγώ ήμουν τσοπάνης. Σηκωνόμασταν από τις 5 η ώρα, μέχρι τις 7μισι το βράδυ ήμουν κοντά στα πρόβατα. Βροχές... δηλαδή να βρέχει και να είσαι έξω και να βοσκάς τα πρόβατα. Να μην τολμάς να πας να πεις του πατέρα σου π.χ. «Ξέρεις, πατέρα, να πάω να βάλω τα πρόβατα μέσα, βρέχει». Αυτό δεν υπήρχε. Εκεί είχες φάει κατακέφαλο, είχες γυρίσει ανάποδα και καθόσουν και έκλαιγες κιόλας, κι έτρωγες και το νερό! Και δε μίλαγες και μιλιά.
Προς βραδάκι πήγαινα τα πρόβατα στο μαντρί, ξεκινάγαμε, τα βάζαμε στη στρούγκα όλα μαζί μέσα, έκλεινα πίσω την πόρτα, κι η διαδικασία ήταν ίδια πάλι: εγώ καθόμουνα πίσω, το ξύλο μου για να βαράω να περνάνε μπροστά, για να αρμέξουνε.
Στο καλύβι η αδερφή μου η Διαμάντω βόηθαγε τη μάνα μου να μαγειρέψει, να ζυμώσει, να πλύνει τις καρδάρες… Τα ρούχα μας όλα -φαντάσου- ότι είχαμε κρεμάσει ένα ξύλο από εδώ, ένα ξύλο από εκεί. Ένα σκοινί στη μέση ή σύρμα ούγια, για να απλώνουμε τα ρούχα. Και δεν αλλάζαμε κάθε μέρα, όπως αλλάζουν τώρα, που λέει: «Πάω σπίτι ν’ αλλάξω, για να βγω πάλι στην πλατεία». Τώρα -φαντάσου- ότι κάναμε τρεις μήνες για να βγάλουμε τα ίδια ρούχα.
Στο καλύβι καταρχάς είχαμε λυχνάρι. Δεν είχαμε λάμπα. Δεν είχαμε τίποτα τέτοιο, ούτε ρεύμα. Δεν ξέραμε τι πάει να πει μπαταρία. Έφτανα εγώ π.χ. 10 η ώρα τη νύχτα και τώρα 10 η ώρα να κάτσεις να φας με το λυχνάρι, όχι με φώτα. Όταν λέμε φαΐ, τώρα να φας τυρί και ψωμί και ντομάτα. Και το κρεβάτι να είναι δίπλα και να σε περιμένει. Δηλαδή, να πέσεις ξερός από την κούραση.
Πέφταμε νωρίς για ύπνο πάντα, ούτε τηλεόραση είχαμε, περίπου το πολύ 8μισι ώρα-9 ήμασταν στα κρεβάτια μας. Κρεβάτια μας… δηλαδή δύο κρεβάτια ήταν όλα κι όλα. Ένα που κοιμότανε η μάνα μου κι ο πατέρας μου, κι ένα που κοιμόμασταν εμείς όλοι. Εφτά αδέρφια σ’ ένα κρεβάτι. Και σε κρεβάτι ξύλινο, έτσι; Από εκείνα τα παλιά με τα σύρματα. Φανταστείτε ότι, εντάξει, το βράδυ άκουγες τα ποντίκια, ρε παιδί μου, που τριγυρνάγανε. Και το πρωί ξυπνάγαμε πάλι την ίδια ώρα για να κάνουμε τις ίδιες δουλειές κι εγώ να πάω στη βάση μου, στο σχολείο. Κι όπως είπα, με τα πόδια, έτσι;
Μέσα Φλεβάρη, αρχές Μάρτη, ξεκίναγαν οι κούροι για τα αιγοπρόβατα. Ο κούρος, δηλαδή, ο κουλόκουρος, δηλαδή κουρεύαμε την κοιλιά του προβατιού και τα μπούτια, τα μπούτια και την ουρά. Μαζεύαμε κόσμο, κάλαγε ο πατέρας μου άτομα, πήγαινε κι αυτός βόηθαγε σε άλλους κούρους. Εντάξει, εγώ σαν πιο μικρός μάζευα τα μαλλιά. Έπαιρνα τα τσουβάλια δηλαδή από τους καρπούς που είχαμε, μάζευα τα μαλλιά κι ο πατέρας μου μου έλεγε ότι: «Εσύ ό,τι μαλλιά μάσεις κι ό,τι μάσεις, όταν θα έρθει αυτός που παίρνει τα μαλλιά, εσύ θα πάρεις τα λεφτά. Αυτά είναι δικά σου τα λεφτά» Πάντα είχαμε νόμους εκεί.
Στο μεταξύ μετά η μάνα μου μαγείρευε για όλο αυτόν τον κόσμο. Βάζαμε μια προβατίνα π.χ. ψητή, βραστή. Τρώγανε, καθόντουσαν να πουν τα αστεία τους… γλεντάγανε. Δηλαδή και στον κούρο, γλεντάγανε. Και τραγούδια… απ’ όλα. Κι όταν μιλάμε γλεντάγανε, όχι ουίσκι, ξέρεις να πιουν ουίσκι και μπύρες. Κρασί, κρασί… και μιλάμε για κρασί τώρα! Δηλαδή, μιλάμε για πεντόκιλα χάμω.
Μετά περίπου από είκοσι μέρες, μέσα Απρίλη, ετοιμαζόμασταν για να φύγουμε, να κάνουμε μετακίνηση των αιγοπροβάτων για να ‘ρθούμε στον Κοσμά Κυνουρίας. Το χειμώνα μένουμε στο Βρονταμά Λακωνίας και το καλοκαίρι ερχόμαστε στον Κοσμά Αρκαδίας.
Πηγαίναμε στην τοποθεσία Κορομπηλιά, που είναι έξω από το χωριό. Είναι περίπου απ’ το χωριό, είναι περίπου στα δέκα χιλιόμετρα. Εκεί όμως το τρακτέρ πήγαινε σε ένα σημείο. Από εκεί και πέρα είχε μονοπάτι όμως, που έπρεπε να κουβαλήσουμε όλα τα πράγματα: κουβέρτες, λεβέτζες... Κι έπρεπε να το κουβαλήσουμε με το άλογο, αλλιώς δεν γινότανε. Έπρεπε να κουβαλήσουμε τις καρδάρες που ήταν για άρμεγμα, τις γαλούσες, το καζάνι… όταν λέω το καζάνι είναι αυτό που τυροκομάμε το μεγάλο, για να φτιάξουμε το τυρί. Τις βεζιές… η βεζιά είναι ένα στρογγυλό πράγμα το οποίο φτιάχνουμε το κεφαλοτύρι.
Φτάναμε στην «ψαήλα». Η ψαήλα, λοιπόν, η ψαήλα τι είναι. Είναι δυο καλυβάκια, τα οποία είναι χτισμένα με πέτρα, χωρίς λάσπη τελείως, καθόλου λάσπη, που είδα τον πατέρα μου να τη φτιάχνει, που ήταν στο τελείωμα. Οι πέτρες ήταν όλες ανοιχτές, δηλαδή χωρίς λάσπη, έβλεπες. Δηλαδή το πρωί που έβγαινε ο ήλιος, πέρναγε ο ήλιος μια μεριά στην άλλη. Κι από πάνω, στην πάνω μεριά ρε παιδί μου, από πάνω για να το καλύψει ο πατέρας μου είχε βάλει κέδρα από ξύλα και με τσίγκο από πάνω. Ξέρεις τώρα να βρέχει και να στάζει μέσα;
Κι όταν πηγαίναμε εκεί πάνω κόβουμε τα κομμάτια απ’ τα ελάτια, τα μαλακά άκρα του ελατιού. Έπρεπε να στρώσουμε πρώτα τα ελάτια χάμω, τις λεβέτζες, απάνω τις κουβέρτες, για να μην τρυπιόμαστε. Μετά ξεκίναγε η μετακόμιση των αιγοπροβάτων.
Η μετακόμιση των προβάτων, τι εννοώ. Από τον Βρονταμά Λακωνίας έπρεπε να σηκωθούμε 2 η ώρα τη νύχτα, να τα βγάλουμε απ’ το μαντρί, να τα περάσουμε μέσα από το χωριό του Βρονταμά, με τα πόδια βέβαια όλα αυτά, με φακούς, και ξεκινάγαμε από τις 2 η ώρα και φτάναμε στις 11 η ώρα το πρωί. Οπότε μόλις πηγαίναμε εκεί πάνω, κατευθείαν βάζαμε τα πρόβατα για άρμεγμα, κατευθείαν, για να ‘χουμε την υπόλοιπη ημέρα να φτιάξουμε τα πράγματα. Πριν πέσει ο ήλιος ξεκινάγαμε και τυροκομάγαμε.
Τα πρόβατα ήταν έξω, ελεύθερα, και το πρωί έπρεπε να σηκωθούμε πολύ πρωί, δηλαδή πιο νωρίς από ότι σηκωνόμασταν στο Βρονταμά Λακωνίας από τις 5, για να φραγκουστούμε, δηλαδή να ακούσουμε, να ακούσουμε τα τροκάνια από τα πρόβατα. Γιατί αν δεν ξυπνάγαμε νωρίς, θα ‘χανε σκαρίσει τα πρόβατα. Τι εννοούμε θα έχουν σκαρίσει; Θα είχαν φύγει. Δηλαδή, να φέρεις μόνο τα μισά για άρμεγμα. Κι αυτό άμα γινότανε, τα άλλα μισά θα καιγόντουσαν, θα καιγόντουσαν τα μαστάρια τους και θα πάθαιναν ζημιά, δηλαδή, το θύμωμα που σας είπα πιο πριν.
Οπότε σηκωνόμασταν πρωί για να τα μαζέψουμε. Ανεβαίναμε, δηλαδή, κάθε δύο μέρες, δέκα χιλιόμετρα, δέκα χιλιόμετρα να πας και δέκα χιλιόμετρα να έρθεις. Τρεις ώρες να κάνεις να ανέβεις το βουνό, έτσι; Για να βρεις που είναι. Αυτό ήταν άλλο καπέλο, τώρα. Μπορεί να φύσαγε και να σου ‘ρχόντουσαν βοές από παντού και να μην μπορείς να τα βρεις. Δηλαδή, να πηγαίνεις από τη μια μεριά και να ακούγεται από την άλλη μεριά, ακριβώς αντίθετα. Και να μην είναι πάλι… Σε πολλές περιπτώσεις να ‘χω γυρίσει όλο το βουνό και να μη τα βρίσκω δηλαδή, λόγω του αέρα, γιατί τις πιο πολλές φορές φύσαγε.
Φεύγαν τα πρόβατα, φτάνανε στο χωριό Καρίτσα, κι από εκεί έπρεπε να πάμε εμείς με τα πόδια, τώρα σας μιλάω για περίπου είκοσι-είκοσι πέντε χιλιόμετρα. Μόνο να πας, όχι να ‘ρθείς. Το πρωί να πας εκεί πέρα, μέχρι να τα φέρεις, να νυχτώσεις. Να κατέβεις 9 και 10 η ώρα το βράδυ. Ξέραμε το μονοπάτι, ξέραμε τα πάντα, γιατί εκεί είχαμε ζήσει κι είχαμε μεγαλώσει. Και τη νύχτα βλέπαμε πιο πολύ το καλοκαίρι, γιατί είχε φεγγάρι. Και στο φεγγάρι εμείς είχαμε συνηθίσει. Ούτε λάμπα είχαμε, ούτε τίποτα.
Άλλα παιδιά στην ηλικία μου παίζανε στην πλατεία. Είχανε ποδήλατα… Εμείς, τα παιχνίδια μας; Παίζαμε πετροπόλεμο. Δηλαδή π.χ. κρυβόμασταν πίσω από το σκίντο. Το σκίντο τι είναι; Ένα μεγάλο κλαρί που το τρώνε και τα πρόβατα αυτό. Και καθόμασταν, ρε παιδί μου, τώρα ο ένας από την μία μεριά, ο άλλος από την άλλη και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον, και τώρα πετάγαμε πέτρες και όποιος πετύχει ποιον. Και δεν είχαμε την αίσθηση του φόβου, ξέρεις θα βαρέσει, θα πονέσει. Ή τι άλλο, πηγαίναμε μέσα στο μαντρί και παίζαμε με τα αρνιά, π.χ. μπαίναμε μέσα και παίζαμε με τις αρνάδες, τις κυνηγάγαμε. Εντάξει, καμιά φορά μας αγρίευε κι ο πατέρας μας, γιατί εμείς κακώς πηγαίναμε, κουραζόντουσαν τα αρνιά και εμείς εκεί. Τρίλιζα παίζαμε… τρίλιζα με τις πέτρες, έτσι; Χάμω στο χώμα κάναμε σχεδιάκια και παίζαμε τρίλιζα. Ντάξει, πού να ξέρεις τώρα εσύ τι θα πει το ποδήλατο, τι θα πει το κρυφτό, τι θα πει το κινητό. Εμείς δεν τα ξέραμε αυτά. Εμείς ξέραμε τα γνήσια τα παιχνίδια, δηλαδή να παίξουμε αυτά. Δηλαδή, καμιά φορά βλέπαμε κανένα παιχνίδι που έφερναν άλλοι φίλοι μας στο σχολείο, δηλαδή εκπλαγιόμασταν, και καμιά φορά δε φεύγαμε κιόλας!
Γιατί ήμασταν σκληρά παιδιά. Δεν θέλαμε κιόλας να πάμε και σχολείο. Παρόλα αυτά, οι γονείς μας δε μας άφησαν. Γιατί άμα είσαι και ξύλο απελέκητο, καθόλου; Άμα έρθει ένας να πουλήσεις ένα αρνί π.χ. και σου πει τόσα και του πεις τόσα είναι και σε έχει κλέψει, τι να το κάνεις; Τουλάχιστον στην Γ’ Δημοτικού έμαθα τουλάχιστον την προπαίδεια, δηλαδή το καλό που μου έκανε…
Ντάξει, η ζωή μου εμένα αυτή ήταν. Τουλάχιστον με έβγαλε σκληρό αυτή η ζωή, ξέρω να ανταπεξέλθω στη ζωή. Και να μαγειρεύω ξέρω, και να ζυμώνω ξέρω, και να πλένω ρούχα ξέρω… ή έχω πλυντήριο ή δεν έχω, το ίδιο πράγμα είναι για μένα. Πες ότι μείνουμε από ρεύμα; Δεν έχω πρόβλημα. Τώρα, ένα παιδί άμα το ρωτήσεις ότι εγώ έμενα στο καλύβι, θα σου πει: «Δε σε πιστεύω, τι μου λες τώρα;» Που μακάρι να τα μάθαιναν αυτά, για να δούνε τι θα πει ζωή. Γιατί πλέον δεν υπάρχει ζωή. Δεν υπάρχει κάτι το ουσιώδες.
Τι άλλο να σας διηγηθώ;