Σαν αγόρι δε θέλω να τα θυμάμαι, δε θέλω να τα θυμάμαι! Τι καταπίεση ένιωσα…
Από μωρό, από μωρό. Πάντοτε φορούσα φουστανάκια, η μαμά μου, μου τα έβγαζε. Εγώ τα φορούσα πάλι, το ήξερε η μαμά μου. Κι άρχισα να υποψιάζομαι. Αυτό πολύ με ταλαιπώρησε, μέχρι τα δεκαοχτώ μου.
Μετά άρχισα να βγαίνω, να πηγαίνω να διασκεδάζω στην Πλάκα. Βλέπω κάποια στιγμή μια ωραία, καλλίγραμμη κοπέλα και τη φλερτάρανε. Λέω κι εγώ: «Πωπω! Τι ωραία κοπέλα!» Κι ακούω κάποιον και λέει: «Ήταν πρώην άντρας».
Θαύμασα εγώ την ομορφιά της και την πήρα από πίσω. Και βλέπω πάει σ' ένα μαγαζί, το οποίο λεγόταν «Ροκαμβόλ» απ' έξω. Εκεί μέσα γινόταν ένας χαμός! Πολλά κορίτσια, αυτού του είδους, και χορεύανε. Με το που μπαίνω, μου κάνει μία: «Καλώς τηνα! Ποια είσαι εσύ;» Είμαι ακόμα ένα θηλυπρεπής αγοράκι. Εγώ κοκκίνισα και δε μίλησα. «Έλα μη ντρέπεσαι, ποια είσαι εσύ; Καινούργια;» «Να 'ρχεσαι», λέει, «Να σε κεράσουμε ένα ποτάκι;» Λέω: «Όχι». Το ποτό μου ήτανε fruit punch πάντοτε, χωρίς αλκοόλ παρήγγελνα. «Πώς σε λένε;» Λέω το αρρενωπό. Και μου λέει: «Από τώρα θα σε λέμε Τάνια». Και με βάφτισε Τάνια. Λέει: «Είναι ωραία η ζωή, μην είσαι κορόιδο, μου λέει, «η ζωή είναι λίγη!»
Την άλλη μέρα, μετά τη δουλειά μου, ξεκίνησα και πήγα στο μπαράκι. Άρχισα λίγο να βάφω το μάτι μου, άρχισα… το μαλλί μου το είχα μακρύ πάντοτε, γιατί στο μαλλί μου μού βάζανε δέκα με τόνο. Φορούσα τακούνι δώδεκα πόντων, δε τα 'βγαζα ποτέ.
Πηγαίναμε στην Πλάκα στο μπαρ, αγοράκια μπερδεμένα. Μισό-γυναίκα, όχι τελειοποιημένα. Με τη χούντα, ήταν δράμα! Σταματούσανε επί χούντας, την ταυτότητά σου κι αν έβλεπαν θηλυπρεπή και ταυτότητα αρρενωπή, ξύλο, ξύλο, ξύλο! Λέω, μωρέ θα γίνω γυναίκα και θα σας εκδικηθώ!
Μετά από χρόνια, η εμφάνισή μου ήταν τελείως θηλυπρεπής. Είχα κάνει τις ορμόνες μου, το οποίο έγινε το σώμα μου τέλειο, τέλειο. Αφού περπατούσα και με φλερτάρανε και με πειράζανε στο Σύνταγμα, που πήγαινα για καφέ και λέγανε: «Πω πω! Ρε κορίτσι μου, σεισμό κατάπιες;»
Είχα κάποια δουλειά προς την Ελευσίνα και στο δρόμο, βλέπω σε μία στάση έναν νεαρό και μου κάνει ωτοστόπ. Αυτός ήτανε φαντάρος, απ' τα ΛΟΚ έβγαινε. Σταμάτησα, λέω: «Εγώ πάω προς Αθήνα», λέω. «Εγώ», λέει, «θέλω Ομόνοια.» Λέω πω πω, τι ωραίος άντρας! Κι ήτανε αξιωματικός, με τον πράσινο μπερέ, με κάτι ωραία μάτια... Τέλος πάντων, τον πάω στην Ομόνοια και του δίνω το τηλέφωνό μου. Τι να σου πω, βγήκε και μου φίλησε το χέρι. Απ' τη χαρά μου, δάκρυσα.
Με παίρνει μια μέρα καθώς χιόνιζε, έριχνε ένα χιονόνερο, και με παίρνει τηλέφωνο. Τον συναντάω... Παναγία μου, λέω, ακόμα πιο ωραίος! Πάμε στις… πίσω στου Φιλοπάππου, στα προσφυγικά από πίσω, μ' αγκαλιάζει και με σέβεται. Δε με φιλάει. Τα χέρια... εγώ τρίβομαι, εκεί, κάνω, πεθαίνω! Και με φιλάει στο λαιμό. Και γίνεται ο χαμός! Δεν το προχωράω πιο κάτω. Αφού δεν έχω κάνει εγχείρηση…
Κρατάει έναν χρόνο, το '78 πρέπει να 'τανε, δε θυμάμαι, με τις ημερομηνίες δεν τα 'χω καλά. Προσπαθούσαμε να βγαίνουμε κι εγώ πάντοτε ήμουν συγκρατής. Πάντοτε συγκρατής. Δε με πίεζε, ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. «Τι έχεις ρε παιδάκι μου;» «Τι έχεις ρε μωράκι μου;» -ξέρω ‘γω- «Τι έχεις;» Δεν του λέω τι έχω. Κάποια στιγμή, του λέω: «Εγώ έχω κάποιο πρόβλημα, πρέπει να φύγω στο εξωτερικό, να κάνω κάποια εγχείρηση γυναικολογική». «Τι είναι αυτό; Θα σου δώσω εγώ τα λεφτά!» Μου δίνει 300.000, 300.000 τότε ήτανε λεφτά.
Και με βάζουνε στο αεροπλάνο και φεύγω για Μαρόκο, Καζαμπλάνκα. Πάω στην Καζαμπλάνκα, παίρνω ένα ταξί, αλλά φοβόμουνα, μου λέγανε: «Μην τυχόν και δείξεις χρήματα, γιατί σκοτώνουνε, νύχτα είναι πάρε ένα ταξί και πάνε σ' αυτό το νοσοκομείο». Το οποίο λέγεται Clinique du Parc.
Πάω βλέπω μία, έτσι σαν πανσιόν, χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα, βγαίνει μια μαύρη, αραπίνα. Λέω: «Please, θέλω Dr. Burou». Ήταν ένας Γάλλος, ο οποίος τον είχαν διώξει απ' τη Γαλλία κι έκανε εκεί την κλινική γι' αυτές τις δουλειές, για να κάνει διόρθωση φύλου. «ΟΚ, ΟΚ», μου λέει.
Με βάζει σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου και την ίδια ημέρα, μου κάνουν εξέταση αίματος, όλα- όλα, καρδιολογικά και κατευθείαν, καλέ, με βάζουν στο χειρουργείο. Κατευθείαν με βάλαν στο χειρουργείο, μάλιστα! Μου λέγαν οι άλλες: «Εάν δεν ξυπνήσεις, σε πετάν στο φούρνο και σε καίνε», μου λέγανε. «Το ρισκάρεις;» Λέω: «Το ρισκάρω!» Κατάλαβες; «Το ρισκάρω», λέω. Τόση ήταν η επιθυμία μου, για να το κάνω.
Μετά, δεν ξέρω, από πόσες ώρες, αρκετές ώρες, ξύπνησα και μου κάνει η αραπίνα «OK! OK! Woman!» ότι είμαι γυναίκα. Εγώ χαρά, αλλά κοιτάω δεμένη, χέρια, πόδια, όλα ήτανε δεμένα, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Συνεχώς μου κάνανε ενέσεις, για να μην πονάω. Και σε δεκαπέντε μέρες, μου ετοιμάζουν τα χαρτιά να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Ναι. Αλλά μες στο αεροδρόμιο λιποθύμησα! Είχα χάσει αίμα φαίνεται, είχα αδυναμία, λιποθύμησα. Κάπου με συνεφέρανε, μπαίνω στο αεροπλάνο. «Αχ», λέω, «Χριστέ μου, τι έγινε!»
Έρχομαι στο αεροδρόμιο, το ανατολικό τότε ήτανε, το ανατολικό αεροδρόμιο και ήταν εκεί ο δεσμός μου και με περίμενε. Χαρά, χαρά μ' αγκάλιασε. «Πώς είσαι τώρα;» «Καλά είμαι, αλλά είμαι εξαντλημένη», λέω, «είμαι για να λιποθυμήσω», του λέω. Και με παίρνει αγκαλιά, με βάζει στο αμάξι και με φέρνει. Ζήσαμε, έζησα μαζί του, τι να σου πω!
Όταν ήταν η πρώτη επαφή, τρελάθηκα, τρελάθηκα! Αχ, λέω, τι θα γίνει τώρα; Προσπαθούσα να έρθω σε οργασμό κι εγώ νόμιζα δε θα 'ρθω ποτέ… Και μια φορά, χωρίς να το καταλάβω, απότομα μου ήρθε. Πωπω, λέω, να το! Λέω, ήρθε ο οργασμός! Εκείνη την ώρα… τι ευτυχία! Σαν αγόρι ποτέ δεν ήρθα σε οργασμό, το ξέρεις;
'78-'88-γύρω στα '96, να θέλει να παντρευτούμε. Με πίεσε πολύ. Εγώ όλο αυτό τον καιρό τον πιπίλαγα: «Βρες μια γυναίκα, παντρέψου. Βρες...» «Γιατί, εσύ τι είσαι;» Τίποτα. «Εγώ δεν κάνω παιδιά, δε στο 'πα;» του λέω. «Δεν πειράζει». Ήταν μοναχογιός...
Κι έτσι αναγκάστηκα, λέω αναγκάστηκα, δεν ήθελα να του το πω εγώ. «Εγώ», του λέω, «γεννήθηκα αγόρι», του λέω, «αυτή την εγχείρηση έκανα». «Ρε τον μαλάκα και δεν το κατάλαβα εγώ! Και δεν το κατάλαβα εγώ!» Και μου ρίχνει μια σφαλιάρα! Τι να σου πω! «Φτου σου ρε ο μαλάκας!» Και σηκώνεται και φεύγει. Τρελάθηκα απ' τη στεναχώρια μου.
Και τελικά, παντρεύεται αυτός και μετά από δύο μέρες, εγώ είμαι στο εξοχικό που χτίσαμε μαζί, και μου 'ρχεται τη νύχτα! Και να κλαίει και να μ' αγκαλιάζει… «Δεν είμαι ευτυχισμένος», λέει. «Να ευτυχήσεις!» του λέω, «Δε μ’ ενδιαφέρει!» Ήρθε μερικές φορές, μετά το ξέκοψα εγώ. Του λέω: «Δε γίνεται», λέω, «δε θέλω να 'χω και τύψεις. Κι η άλλη κρίμα δεν είναι η κοπέλα;» Μικρή!
Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Δεν έχω ξανακάνει έρωτα με κανέναν άλλον. Δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσα, γιατί σύγκρινα συνεχώς. τέτοια αγάπη, τέτοια χαρά…
Η μαμά μου, ήταν στη Γερμανία. Μου λέει: «Έλα στη Γερμανία, έλα στη Γερμανία». Λέω κι εγώ: «Βρε μάνα, δεν μπορώ να έρθω». Δεν το ξέραν οι γονείς μου ότι είχα τελειοποιηθεί, ότι έκανα αυτό κι αυτό. «Έλα βρε, έλα, έλα...» «Αχ, βρε μαμά, έχω… δεν είμαι, έχω μακριά μαλλιά» «Δεν πειράζει, κι οι χίπις έχουν μακριά μαλλιά». «Αχ βρε μάνα», της λέω, «και τα στήθια μου, φαίνεται τρώμε πολύ κοτόπουλο!» Της είπα της μάνας μου: «Μη φέρεις κανένα συγγενή, μόνη σου θα 'ρθεις στο σταθμό». Τα γράμματα, τότε τα γράμματα, δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Έκανε ένα μήνα να πάει το γράμμα.
Και σαν να της είπα: «Φέρε όλο το σόι!» Και βλέπω ότι έφερε όλο το σόι η μάνα μου! Πού να με γνωρίσουν εμένα; Κι έρχεται η μάνα μου και με παίρνει. «Αχ τι θα κάνω τώρα, πώς θα σε πάω στο σπίτι; Τα κουτσομπολιά...» Και λέει ο πατέρας μου: «Δεν τους ενδιαφέρει κανέναν. Το παιδί μας θα το υποστηρίξουμε κι ας σκάσουν όλοι». Και βγαίνει ο πατέρας μου, μαζεύονται όλοι και τους λέει: «Δε θέλω κιχ! Κιχ δε θέλω!»
Όλοι το σεβαστήκανε και ξέρεις πώς όλο το σόι μ' αγαπάει! Κι εδώ η γειτονιά μας, ένας γάμος να γίνει, στα πρώτα τραπέζια έχουνε κι εμένα και τα αδέλφια μου μαζί. Η αγάπη δε λέγεται.
Πέρασα πάρα πολύ ωραία, είμαι ευχαριστημένη, δούλεψα, δούλεψα το ταξάκι μου, κανείς δε με γνώρισε, κανείς δεν κατάλαβε, όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα λόγια: «Αχ τι καλός άνθρωπος είσαι», «Είσαστε η πρώτη γυναίκα ταξί που μου τυχαίνει». Ήμουνα εγώ κι άλλη μία. Πήρα τη σύνταξη απ' το ταξί, έκατσα όλο το αυτό… τριάντα έξι χρόνια στο ταξί δούλευα. Δεν έδωσα δικαιώματα, ποτέ, ποτέ μα ποτέ. Εγώ έβγαινα τις νύχτες, έβγαινα διασκέδαζα, πήγαινα στην Πλάκα, στα μπαράκια, στα δικά μας, διασκέδαζα, πέρναγα ωραία. Σηκωνόμασταν, χορεύαμε, τα τραπέζια φεύγανε… Πολύ ωραία πέρασα, πάρα πολύ ωραία. Ευχαριστημένη απ' τη ζωή μου.
Άπειρες φορές θα έκανα τη διόρθωση φύλου, άπειρες φορές. Αλλαγή δεν έχω κάνει, γιατί ήμουνα ίδια. Μια διόρθωση, γενετικό λάθος, τίποτα άλλο. Πέτυχα; Αγαπήθηκα; Δούλεψα τίμια; Είμαι χορτάτη, πάρα πολύ ωραία.