ΤΖΟΓΟΣ, ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ
ΤΖΟΓΟΣ, ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ
Description
Σκηνές και ιστορίες από τον παλιό Ιππόδρομο, όπως τις έζησε ένας τακτικός θαμώνας του.
Tags
Credits
Field Reporter
- Peny Basilakh
Interviewee
- Apostolhs Basilakhs
Podcast Producer
- Stayros Blaxos
Sound Designer
- Dhmhtrhs Palaiogiannhs
Sound Editor
- Spyros Lymperopoulos
Video Director
- Stefanos Mpertakhs
Εγώ λέγομαι Βασιλάκης Αποστόλης. Γεννήθηκα το 1961 στον Πειραιά, μεγάλωσα στον Κορυδαλλό, δέκα με έντεκα χρονών έφυγα και πήγα στις Τζιτζιφιές. Μετακομίσαμε απ’ τον Κορυδαλλό γιατί ο πατέρας μου ήτανε ναυτικός και ταξίδευε κι η μάνα μου ήθελε να είναι κοντά στους συγγενείς της, οι οποίοι μένανε στην Αμφιθέα. Μου άρεσε πάρα πολύ ο αθλητισμός, να παίζω ποδόσφαιρο, έπαιξα για τέσσερα χρόνια σε μια ερασιτεχνική ομάδα. Επίσης, ασχολήθηκα και με άλλα σπορ… όπως ήταν ο Ιππόδρομος, η πόκα κι ενίοτε ρίχναμε και τους πεσσούς.
Εκεί όλη η περιοχή ήτανε «φίλιπποι», κοινώς… αλογουμούρηδες. Τότε ήταν ο Ιππόδρομος στις Τζιτζιφιές. Από μικρά παιδιά τα άλογα περνάγανε μπροστά από το σπίτι μας. Όλη μέρα βλέπαμε τ’ άλογα. Πηγαίναμε το πρωί στο σχολείο, το μεσημέρι γυρίζαμε, κάναμε ότι διαβάζαμε και την κοπανάγαμε, βγαίναμε πάλι έξω, πηγαίναμε στον Ιππόδρομο που βλέπαμε τις ιπποδρομίες. Μετά, όταν μεγαλώσαμε κι είχαμε κάποια χαρτζιλίκια, παίζαμε κιόλας.
Λοιπόν, υπήρχαν πάρα πολλοί γραφικοί τύποι εκεί μέσα στον Ιππόδρομο. Έναν που θυμάμαι, ας πούμε, ήταν ο Μυτάρας, ο οποίος πουλούσε ψάρια στη Β΄ θέση, έξω από την είσοδο της Β΄ θέσης. Και στη συνέχεια, έμπαινε μέσα κι έδινε από την εξέδρα οδηγίες στους τζόκεϊ, κατά τη διάρκεια της ιπποδρομίας. Φώναζε, ας πούμε: «Μαλακά! Μαλακά!» Του ’λεγε του τζόκεϊ πώς θα τρέξει το άλογο. Ή, ξέρω ’γω: «Όχι τόσο εύκολα, αγόρι μου, θα μας πάρουνε χαμπάρι!» ξέρω ’γώ, κάτι τέτοια άκουγες. Όλοι κοιτούσαν να ξεγελάσει ο ένας τον άλλον, όλοι ήτανε ο ένας πιο έξυπνος από τον άλλο και τελικά πιστεύω όλοι κορόιδα ήμασταν…
Μια φορά, θυμάμαι, είχαμε πάει στον Ιππόδρομο. Εκεί λοιπόν πριν πάμε… ένας φίλος τζόκεϊ καβαλούσε ένα άλογο, το οποίο το είχανε «τραβήξει» πάρα πολλές φορές. Όταν λέμε «το είχανε τραβήξει», για όσους δε γνωρίζουν, είναι ένας ιπποδρομιακός χαρακτηρισμός, σημαίνει ότι το άλογο μπορούσε να κερδίσει, αλλά δε θέλανε να κερδίσει ακόμη. Το τραβάγανε, το τραβάγανε, το τραβάγανε, ώστε την ημέρα που θα το αφήνανε να μην το έχει παίξει πολύς κόσμος, για να πάρουν όλα τα λεφτά. Έτυχε το παιδί που καβάλαγε το άλογο εκείνη τη μέρα να το γνωρίζω και μου είπε. Μάλιστα μου ’δωσε και λεφτά δικά του να του παίξω, γιατί αυτός καβάλαγε, δεν μπορούσε να παίξει.
Τελικά κέρδισε το άλογο, πήραμε πάρα πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Ήτανε πολύ έντονο, το θυμάμαι ακόμα και τώρα. Διότι όταν τα άλογα πλησιάζανε στο τέρμα, ο κόσμος σηκωνότανε και φώναζε: «Έλα ρε αγόρι μου!» «Έλα ρε κοπέλα μου!» για τις φοράδες και λοιπά. Το άλογο λεγόταν… Quo Vadis και Βαρτάνης. Βαρτάνης λεγόταν το άλογο, Quo Vadis ήταν ένα άλλο, το οποίο ήταν άλογο του κεφαλιού που λέμε, άλογο του κεφαλιού λέμε όταν ένα άλογο είναι γρήγορο και φύγει στο κεφάλι, φύγει μπροστά δηλαδή.
Έφυγε ο Quo Vadis στο κεφάλι κι έκατσε ο Βαρτάνης τέταρτο-πέμπτο άλογο. Και στο ίσωμα, στην ευθεία που λέμε, όταν μπήκανε στην τελική ευθεία, να το πούμε έτσι, άρχισε και σήκωσε ο φίλος μου το κουρμπάτσι που λέγαμε, το καμουτσί, κι άρχισε και του ’ριχνε και πάνω στο τέρμα, τον πέρασε ο Βαρτάνης τον Quo Vadis και φώναζα εγώ. «Quo Vadis και Βαρτάνης», έλεγε ο Στάθης ο Καβάκης, που ήτανε τότε εκφωνητής. «Quo Vadis και Βαρτάνης, αυτοί οι δύο παλεύουν σκληρά για τη νίκη! Βαρτάνης που περνάει!» Λέω: «Παιδιά», στους άλλους εκεί γύρω, αφού έχω πάρει τα λεφτά, «είδατε όπως σκάγανε τα καψούλια στο ίσωμα;» «Τα καψούλια στο ίσωμα» το λέγαμε, όταν ένα άλογο ήτανε λιγάκι φορτωμένο με διάφορα φαρμακάκια, για να το βοηθάνε. Λέγαμε ότι «σκάνε τα καψούλια στο ίσωμα».
Στη συνέχεια, λοιπόν, χαρά, πανηγύρια εγώ με τον φίλο… και σκεφτήκαμε το βράδυ να πάμε να κάνουμε μία «επένδυση». Πού μπορούσαμε να κάνουμε την καλύτερη επένδυση; Πήγαμε στον Κυριάκο, εκεί το μπουζουκάδικο, που σας είπα. Τα χρήματα τα οποία είχαμε μαζί μας, για εκείνη την εποχή, για την ηλικία μας, είναι πάρα πολλά. Το πρωί, αν μας τίναζες, δεν έπεφτε δίφραγκο! Τα πιάτα είχανε φτάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας...
Βέβαια, δε σας τα λέω αυτά για να με χειροκροτήσετε, έτσι; Δεν ήτανε κι ό,τι καλύτερο, τώρα που το σκέφτομαι, μετά από τόσα χρόνια. Απλά τα αναφέρω έτσι για να περιγράψω, ας πούμε, τι γινόταν εκείνη την εποχή σ’ αυτή την περιοχή που, τέλος πάντων, μεγάλωσα.
Στις Τζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια υπήρχαν κάποιοι τύποι οι οποίοι ήταν της παλιάς σχολής, να το πούμε. Οι μάγκες. Οι ωραίοι μάγκες όμως, με την καλή την έννοια. Όχι γιαλαντζί μάγκες, μάγκες κανονικοί. Μας λέγανε διάφορες συμβουλές, με τον τρόπο τους πάντα. Εμείς ακούγαμε, μαθαίναμε, βλέπαμε, ανοίγανε τα μάτια μας.
Ερχόταν ένας τύπος γραφικός, πρέπει να έχει πεθάνει λογικά τώρα, ο συγχωρεμένος ο Βλάσσης. Ο οποίος ήτανε μεθυσμένος απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και μας έλεγε συνέχεια μία φράση, η οποία μου έχει μείνει: «Άκου. Βλέπε. Σώπα. Αλευρόμυλος». Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, ό,τι και να του έλεγες του Βλάση, αυτό σού έλεγε. Ίσως να ’χε και δίκιο. Όσο πέρασαν τα χρόνια, πιστεύω ότι ο Βλάσης κάτι ήξερε που τα έλεγε αυτά…
Μες στον Ιππόδρομο γινότανε χαμός. Τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, κι είχε μέσα το λιγότερο 5.000 κόσμο τη φορά. Εκεί υπήρχανε διάφοροι τύποι. Να, θυμάμαι τώρα τον φίλο μου τον Νίκο, ας πούμε, τον «ψηλό», καλή του ώρα. Δεν ξέρω αν υπάρχει, διότι κάποια στιγμή λόγω του πάθους που είχε με αυτό το παιχνίδι, έμεινε στο δρόμο. Είχε σπίτι, είχε δουλειά και τελικά κατέληξε να κοιμάται στα παγκάκια.
Θυμάμαι αυτός έλεγε κάτι χαρακτηριστικές εκφράσεις, όπως όταν με έβλεπε στον Ιππόδρομο με φώναζε, είχε μία ψιλή φωνή και θυμάμαι μου φώναζε: «Τρελέ! Τρελέ, έλα εδώ ρε, έλα εδώ!» Θυμάμαι μια φορά είχε παίξει πολλά λεφτά, γιατί κρατούσε στο χέρι του έναν πάκο χαρτάκια. Κι όταν μπαίνοντας μέσα με είδε που ερχόμουνα, με φώναξε. Μου λέει:
«Τρελέ, έλα να δεις ρε».
Του λέω: «τι είναι, ρε Νικόλα;»
«Κοίτα εδώ ρε», μου λέει, «τι έπαθα». Έτσι μίλαγε.
«Τι έπαθες, ρε Νίκο;» του λέω.
Μου λέει: «Έχω μάθει ένα άλογο το οποίο ήτανε πολύ outsider και πλήρωνε πολλά λεφτά και το ’χω παίξει», μου λέει, «με το 2, με το 7, με το 8, με το 3. Κι ήρθε με το 1 αυτό, έγινε 5-1, ας πούμε!»
Και του λέω: «Με το 1 που ήτανε, με τον άσσο, που ήταν το πρώτο φαβορί, γιατί δεν το έπαιξες;»
Και μου απαντάει, συγγνώμη για τη φράση: «Μαλάκας είμαι; Να το πιάσω;»
Όλο τέτοια έλεγε… μας έλεγε, ξέρω ’γω: «Ρε σεις, τι γκίνια έχουμε, ρε; Κρυφτό με τυφλούς να παίξουμε, θα μας βρούνε!» Ένα άλλο που έλεγε πάλι: «Βαλσαμωμένο πουλί να μας δώσουνε, θα πετάξει!» Άκουγες διάφορα τρελά, ας πούμε.
Μια φορά, θυμάμαι… μακάβριο βέβαια, αλλά θα το πω. Είναι ένας… έκανε πολύ κρύο εκείνη τη μέρα, πολύ κρύο. Είχαμε μαζευτεί όλοι πάνω στην κερκίδα, ας το πούμε, κι ήταν ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας, εξηνταπεντάρης-εβδομηντάρης. Και κάποια στιγμή λοιπόν ο άνθρωπος —το θυμάμαι και γελάω αλλά δεν είναι… είναι και για γέλια, είναι και για κλάματα— όπως καθόταν —ήταν τελειωμένος ας το πούμε, φορούσε ένα παλτό αλλά ήταν λερωμένος, ήταν έτσι ψιλο-ρακένδυτος ας πούμε— και κάποια στιγμή λοιπόν, εξαιτίας του κρύου, μπορεί να είχε και προβλήματα υγείας, δεν ξέρω, εκεί που καθότανε με τα χαρτιά στο χέρι, έμεινε κόκκαλο.
Τρέξανε όλοι: «Ρε παιδιά, ο άνθρωπος, ο άνθρωπος!» Βέβαια, ήταν και κάνα-δυο να μην πω τι, οι οποίοι φώναζαν: «Ρε παιδιά, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο!» και κοιτούσαν να του ανοίξουνε το χέρι, να του πάρουμε τα χαρτάκια…
Τέλος πάντων, έβλεπες πολλά τραγικά εκεί μέσα. Θυμάμαι εγώ, ας πούμε, γυναίκες που μπαίνανε μέσα και ψάχνανε τους άντρες τους. Γινόντουσαν καυγάδες μες στον Ιππόδρομο: «Έπαιξες το σπίτι σου!» «Έπαιξες το αμάξι σου!» «Έπαιξες το μαγαζί σου!» Κωμικοτραγικά περιστατικά εκεί μέσα.
Μια φορά, θυμάμαι, είχε ένα καφενείο ένας φίλος μας εκεί στην οδό Σόλωνος, ο Βασίλης, και πηγαίναμε εκεί παίζαμε κάνα χαρτί, γινότανε τζερτζελές. Εκεί, λοιπόν, πήγαινε κι αυτός ο φίλος μου που σας είπα, με τη λεπτή φωνή. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ είμαστε στο καφενείο, έρχεται μία κοπέλα η οποία πρέπει να είχε δεσμό με τον Νίκο, σχέση, δεν ξέρω τώρα τι είχε, και κάθεται έξω απ’ το καφενείο. Αυτός με το που τη βλέπει, αλλάζει χρώμα και βγαίνει έξω.
Αρχίζουνε και διαπληκτίζονται έξω απ’ το καφενείο: «Που σου έδωσα τα λεφτά και τα έπαιξες στον Ιππόδρομο!» «Κι είσαι ένας χαμένος, κι είσαι ένας μπήξε κι είσαι ένας δείξε!» «Και τι θα γίνει, πού θα πάει αυτή η δουλειά!» «Και χωρίζουμε» κι αυτά. «Όχι», της έλεγε αυτός, «δεν είναι έτσι, ποιος στα ’πε αυτά τα πράγματα;»
Όπως, λοιπόν, μαλώνανε, έρχεται… ερχόταν ένας φίλος άλλος, ο οποίος μάς ήξερε και τον ξέραμε, παιδικοί φίλοι, ο Παύλος, ο Παυλάκης τόνε φωνάζαμε, Παυλάκη τόνε φωνάζαμε. Κι ο Νίκος, θέλοντας να πείσει την κοπέλα ότι δεν παίζει Ιππόδρομο —βέβαια, να πούμε ότι ήταν πιο πολλές ώρες στον Ιππόδρομο παρά στο σπίτι του — τέλος πάντων, θέλοντας να πείσει την κοπέλα, του λέει:
«Έλα εδώ, ρε Παυλάκη», του λέει, «έλα εδώ, ρε Παυλάκη».
«Έλα ρε Νίκο, τι κάνεις, καλά είσαι;»
«Για πες», λέει, «στην κυρία εδώ. Παίζω εγώ Ιππόδρομο;» του λέει.
Τι να πει τώρα ο άλλος, λέει: «Όχι, ρε Νίκο», λέει, «τι Ιππόδρομο να παίξεις, εσύ δεν παίζεις Ιππόδρομο».
«Όχι, ρε Παυλάκη», του λέει, «πες την αλήθεια».
«Δεν παίζεις, ρε Νίκο», του λέει, «Ιππόδρομο».
«Παυλάκη, θέλω λέει να είσαι εντάξει απέναντι στην κοπέλα, να ξέρει η κοπέλα όλα. Παίζω εγώ Ιππόδρομο;»
Σου λέει ο άλλος, με ρωτάει μια, με ρωτάει δυο, ξέρω ’γω. Του λέει, του λέει ο άλλος, ο Παυλάκης: «Ε, πού και πού…»
Γυρνάει ο άλλος και του λέει: «Εγώ, ρε μαλάκα;»
Του λέει η άλλη: «Τέρμα, χωρίζουμε!»
«Τι μου ’κανες», του ’λεγε μετά, «τι μου ’κανες! Αυτή», λέει, «δουλεύει νοσοκόμα, παίρνει τόσα λεφτά τον μήνα. Εγώ», λέει, «τώρα τι θα κάνω;» και κάτι τέτοια. Τέλος πάντων, θέλω να σου πω ότι γινόντουσαν διάφορες τέτοιες φάσεις, για γέλια και για κλάματα.
Για ασήμαντες αφορμές, για μια κοπέλα, για μια μηχανή, για μια κουβέντα, αρπαζόμασταν. Πέφτανε κάτι κλοτσιές, πέφτανε κάτι μπουνιές, πέφτανε κάτι σφαλιάρες. Οι διαφορές, το 90%, να μη σας πω και παραπάνω, ήταν της στιγμής. Είτε επειδή ο άλλος ήτανε μεθυσμένος, είτε επειδή τα ’χε χάσει, είτε επειδή τον είχε πουλήσει η γκόμενα, τέτοιους καυγάδες. Αλλά καυγάδες με τα χέρια. Αντρίκοι καυγάδες, δεν υπήρχανε μπιστόλια και κουμπούρια και τέτοια πράγματα, δεν υπήρχαν. Τώρα αυτά τα βλέπουμε κάθε βράδυ. Ξέρετε γιατί γίνεται κάθε βράδυ με μαχαίρια και μπιστόλια; Γιατί έχει χαθεί η παλικαριά. Ο άλλος δεν έχει τα κότσια να παλέψει με τα χέρια. Βγάζει ένα μπιστόλι και τελείωσε. Τώρα, βέβαια, για μένα η νύχτα έχει τελειώσει, δεν είναι νύχτα αυτή, με την καλή την έννοια όπως τη ζήσαμε εμείς.
Τέλος πάντων, με αυτά και με αυτά περάσαν τα χρόνια, γίναμε γονείς, δόξα σοι ο Θεός, τα παιδιά μας είναι καλά, γίνανε καλοί άνθρωποι στην κοινωνία, χρήσιμοι. Εμείς είμαστε τώρα πλέον συνταξιούχοι, τα θυμόμαστε και γελάμε. Καθόμαστε στο σπίτι πια, αν πιούμε κάνα καφεδάκι κι αυτό… δεν έχει τέτοια πράγματα πια, τελειώσανε.
Η ζωή τότε ήταν διαφορετική, δηλαδή ήταν πιο γνήσια, πιο γνήσια, οι άνθρωποι ήταν πιο ξάστεροι, πιο «καθρεφτάτοι», να το πω έτσι. Τότε μπορεί να μην ήτανε, ας πούμε, να μην είχαμε τις δυνατότητες που έχουμε σήμερα, την πολυτέλεια που έχουμε σήμερα, αλλά είχαμε άλλα πράγματα, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουνε. Υπήρχε το φιλότιμο, υπήρχε η αξιοπρέπεια, υπήρχε η φιλία, υπήρχε η ντομπροσύνη. Εγώ αυτά τα βλέπω τώρα κι έχουνε ξεθωριάσει πάρα πολύ. Τέλος πάντων, «πολιτισμός» βλέπεις. Ο Θεός να μας έχει καλά, κι εσάς κι εμάς.