Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο Σερρών, το 1940. Ήταν ο πόλεμος. Ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Γερμανούς.
Οι Βούλγαροι ήταν, οι σύμμαχοί τους, που ήρθαν κι έμειναν στον τόπο μας, στα χωριά μας. Πήραν τα σπίτια μας, πήραν τα χωράφια μας, δουλεύαν οι γονείς μας για τον κατακτητή, για τον Βούλγαρο. Στο σπίτι μας... είχαμε δύο σπίτια, ένα διώροφο, ένα χαμηλό, μας βάλανε στο χαμηλό και πήραν το διώροφο ο Βούλγαρος, ο γραμματέας της περιοχής. Και πήραν όλη τη σοδειά, δεν είχαν ούτε γάλα να δώσουν τα μωρά. Ευτυχώς, ο πρόεδρος ήταν καλός και βοήθησε μερικές οικογένειες, για να μην πεθάνουν τα παιδάκια.
Οι Βούλγαροι μάς επιτέθηκαν πάρα πολλές φορές, είχανε μανία. Οι «εντόπιοι» τους λέγανε οι δικοί μας, αλλά ήτανε βουλγαρόφωνοι, όλοι. Κατέβηκαν στα χωριά μας, μας είχανε μανία λέει, για να πάρουν τα χωράφια μας, να μας διώξουνε. Άρχισαν να μας προδίδουν, να λένε διάφορα. Με το όπλο, όλοι με ένα όπλο.
Ένας που ήταν πάντα μισητός με τον πατέρα μου, τον ζήλευε, επί Βουλγαρίας πήρε το όπλο και φοβέριζε ανθρώπους και χτυπούσε. Ήρθε σώνει και καλά να τον πάει στη ρεματιά, να τον σκοτώσει. Έρχεται ένας Γερμανός, η γιαγιά μου τον φέρνει μπροστά, λέει: «Ένα παιδί έχω, μοναχοπαίδι», λέει τον Γερμανό και κλαίει η γιαγιά μου και δείχνει. Τον λέει: «Γιατί θέλεις να τον σκοτώσεις; Εμείς δε δώσαμε τέτοια εντολή κι εξουσία σε σας». Κι έτσι γλίτωσε τον πατέρα μου.
Μετά από κει, ο πόλεμος πήγαινε προς το τέλος. Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν. Οι Βούλγαροι βρήκαν ευκαιρία τότε. Κι ειδοποιήθηκαν οι δικοί μας, οι Έλληνες, ότι γίνεται σφαγή. Από τη Δράμα ξεκίνησε η σφαγή. Άρχισαν να έρχονται προς τις Σέρρες.
Όταν φτάσανε στον Λευκώνα Σερρών, εκεί άρχισαν να μαζεύουν τους νέους, οι Βούλγαροι. Η νεολαία πήγαν να κρυφτούνε, να μην τους σκοτώσουνε, σε γαλαρίες, γιατί οι Σέρρες είχε κάρβουνο, έβγαζε, και κρύφτηκαν μες στις γαλαρίες. Έβαλαν αέρια, τους προδώσανε και πεθάνανε όλα τα παλικάρια κι ένας θείος μου μαζί, πεθάνανε μέσα στις γαλαρίες.
Στο χωριό μας, όταν έφτασαν, το χωριό έκλαιγε και μαζεύτηκαν στον δρόμο όλοι, είπαν να πεθάνουμε όλοι μαζί. Του παππού μου η αδερφή ήταν μία ψύχραιμη γυναίκα, μια πιθαμή, αλλά ψύχραιμη. Λέει: «Πάρτε τα παιδιά σας! Θα βγούμε στον δρόμο, θα περάσει η φάλαγγα είπαν, η γερμανική. Η γερμανική φάλαγγα δε θα κάνει κακό σε εμάς, αφού δε μας πείραξαν ως τώρα. Οι Βούλγαροι είναι που φοβόμαστε». Και τότε καθίσανε στον δρόμο. Λέει τις γυναίκες: «Τσιμπήστε τα παιδιά σας, ενοχλήστε τα, να κλάψουν. Εδώ πονάμε, θα μας σφάξουν, ήρθε η σειρά μας, ήρθε η σειρά μας!»
Έρχεται ο αγγελιοφόρος με τη μοτοσυκλέτα και πέφτει αυτή στη μοτοσυκλέτα, η γιαγιά μας, πέφτει γονατιστή. Και δεν ήξερε γερμανικά η γυναίκα, αλλά έκανε τη χειρονομία: σήκωσε τα χέρια, του λέει: «Γερμανέ, Bulgartski soldat “κότσι-κότσι”», θα μας κόψει τον λαιμό. Ο Γερμανός το κατάλαβε. Κι έκανε το χέρι του, λέει: «Nein.
Εμείς δε δώσαμε τέτοια εντολή, είπαμε να φρουρούνε, να περάσουμε, να φύγουμε».
Εκείνο το βράδυ μείνανε, σταθμεύσανε στο χωριό. Όλο το χωριό έτρεξαν, οι γυναίκες, έφεραν αυγά. «Eier», λέει, «θέλουμε Eier και brot», ψωμί κι αυγά. Oμελέτα τους κάνανε, νυχτιάτικα, φάγανε. «Ο στρατός» λέει, «θα μείνει εδώ. Nα είστε ήσυχοι, κοιμηθείτε κι αυτούς θα τους περιποιηθούμε εμείς». Το χωριό μας γλίτωσε τη σφαγή χάρη στον Γερμανό και στη γιαγιά μας εκεί, που το έπαιξε.
Ήθελαν να πάρουν τα πολεμοφόδια τους όλα, αλλά τα άφησαν λάφυρα σε μας. Μέσα το λιβάδι του χωριού μας ήταν γεμάτο βόμβες μεγάλες, χειροβομβίδες και πολεμοφόδια, όπλα, τα πάντα. Και μετά πήγαιναν οι χωρικοί και τις αποσύνδεαν, όσοι ξέρανε, και παίρνανε τα καπάκια τους και τα κάνανε παχνί, άλλος διάφορα πράγματα... το μέταλλο αυτό το χρησιμοποίησαν. Ο δε παππούς μου, που ήξερε από τη Ρωσία να αποσυνδέει τη βόμβα κι έπαιρνε το μπαρούτι εκείνο, είχε μαζέψει αρκετό και το πουλούσε στους νεαρούς το Πάσχα, για να κάνουν σαν κροτίδες, ας τα πούμε, αυτοσχέδια κάνανε. Και γινόταν το Πάσχα ο χαλασμός! Έτσι διασκεδάζανε τότε.