Ονομάζομαι Βασίλης Παπαδόπουλος, γεννήθηκα στα Μισσίρια 1η Ιανουαρίου 1934. Ζούσαμε με μία εξαμελή οικογένεια: πατέρα, μητέρα, γιαγιά, θεία και τον αδερφό μου. Περνούσαμε φτωχικά, αλλά ήρεμα. Αλλά δυστυχώς, ήρθε ο πόλεμος κι η μεγάλη καταστροφή της Κρήτης και της Ελλάδος.
Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν οι Γερμανοί να καταλάβουν το Ρέθυμνο... ήμουν οχτώ χρόνων όταν ήρθαν τα βομβαρδιστικά από το πέλαγος κι άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή που είχαν επιλέξει για να ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές.
Όταν πέσανε λοιπόν, αρχίξανε οι βομβαρδισμοί, εμείς ήμασταν με μία θεία μου στο περιβόλι. Το βουητό των αεροπλάνων τρέξαμε και μπήκαμε σε μία στέρνα μέσα. Οι σφαίρες περνούσαν από πάνω απ’ τη στέρνα, πέφταν μες στη στέρνα, άλλα εμείς είχαμε πάει στο βορινό μέρος της στέρνας και δε μας έβρισκαν. Οπόταν πέτρες, βλήματα, διάφορα, αυτά, ερχότανε μέσα στη στέρνα κι εμείς ήμασταν κρυμμένοι και γλυτώσαμε.
Ύστερα, αφού φύγανε τα αεροπλάνα, σμίξαμε όλη η οικογένεια και πήρε ο καθένας την απόφαση και πήγε. Άλλοι πήγαν στα χωριά και με τη δική μου οικογένεια πήραμε λίγη τροφή και φύγαμε μακριά από τα σπίτια, πάνω από εξακόσια μέτρα, και κρυφτήκαμε σε ένα γεφυράκι που περιμέναμε να βραδιάσει να φύγουμε κι εμείς.
Αλλά δυστυχώς, δε βράδιασε. 3 και 30 άρχισαν τα αεροπλάνα να ρίχνουν τους αλεξιπτωτιστές. Στο σημείο που ήμαστε έπεσε ένας αλεξιπτωτιστής πολύ κοντά, περί τα δεκαπέντε μέτρα. Εγώ, από περιέργεια ενός παιδιού, έβλεπα τον αλεξιπτωτιστή μέσα από τα καλάμια που είχαμε ρίξει πάνω από το γεφυράκι, χωρίς να φαίνομαι.
Ο Γερμανός είχε μπλέξει πάνω σε κλαδιά και προσπάθησε να ξεμπερδέψει. Αφού τα κατάφερε, έβγαλε από την τσέπη κάτι και το έβαλε στο στόμα του. Αργότερα μάθαμε ότι όταν έπεφταν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπαιρναν αυτό το χάπι, για να ξεζαλίζονται και να παίρνουν θάρρος. Εγώ προσωρινά τον έχασα, αλλά αυτός πήρε, ήρθε πίσω από κάτι κλαδιά και τότε με πήρε το μάτι του και σήκωσέ το πολυβόλο εναντίον μου φωνάζοντας πολύ δυνατά. Με ρώτησε δύο φορές: «Πού English;» «Πού English;» Εγώ δε φοβήθηκα, γιατί δε γνώριζα ούτε πολυβόλο, ούτε τι θα πει Γερμανός. Τότε φώναξα τους γονείς μου, που βγήκαν από το γεφυράκι. Κι αφού είδε ο Γερμανός, αφού είδε ότι δεν ήταν υπάρχει Εγγλέζος μέσα στο γεφυράκι, μας είπε να κρυφτούμε πάλι κι έφυγε.
Δεν πέρασε μία ώρα κι έρχεται ένα αεροπλάνο βομβαρδιστικό και πέφτει πενήντα μέτρα από εμάς και παίρνει φωτιά! Εδώ είδαμε τον Χάρο με τα μάτια μας. Λίγο έλειψε να καούμε με τους καπνούς. Αλλά το χειρότερο, ήταν το χωράφι σπαρμένο στάχια, πήρε φωτιά, ερχόταν προς το μέρος μας η φωτιά. Για καλή μας τύχη σταμάτησε η φωτιά, γιατί το χωράφι ήταν ακαλλιέργητο. Κι έτσι σωθήκαμε από τη φωτιά, που σταμάτησε περίπου δέκα μέτρα από εμάς.
Μετά που σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί, αρχίξανε οι σύμμαχοι από τα ανατολικά να πολεμούνε. Οι απώλειες ήταν μεγάλες κι από τις δύο πλευρές. Αυτό δεν το περίμεναν οι Γερμανοί, τα έχασαν βλέποντας τον ρεθυμνιώτικο λαό να πολεμά με τόση μανία. Και τότε, άρχισαν τα αντίποινα. Αρχίζουν να εκτελούν τους ομήρους που είχαν αιχμαλωτίσει.
Μαζεύουνε κόσμο από την πρώτη μέρα που πέσανε, από το απόγευμα, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όσοι μείνανε εδώ αιχμαλωτιστήκανε, τους κλεισανε σε δυο σπίτια μέσα. Στο ένα σπίτι, μεγάλο κτίριο, βάλανε όλα τα γυναικόπαιδα, αλλά εμείς που ήμασταν στο ανατολικό μέρος, μπήκαμε σε άλλο σπίτι. Και περάσαμε δύο μέρες με αυτή την ταλαιπωρία.
Μετά, μας πήραν οι Γερμανοί, μας έφεραν εδώ που είναι το Ηρώο. Μας έφεραν 4-5 το απόγευμα, όλα τα γυναικόπαιδα. Ξαπλώσαμε στην άμμο χωρίς να γνωρίζουμε τι συμβαίνει, τι θα γίνει. Δε θα πέρασε πολλή ώρα κι έρχεται ένας αγγελιοφόρος με τη μηχανή και κρατά ένα σημείωμα. Το σημείωμα αυτό ήτανε εντολή για να πάμε να μας πάνε για εκτέλεση, εμάς, τα γυναικόπαιδα που ήμασταν εκεί.
Σηκώνονται οι Γερμανοί με τα όπλα, με τα παπούτσια, με τις κλοτσιές, «ντάγκα-ντούγκα», «ντάγκα-ντούγκα», σηκώνονται τα γυναικόπαιδα, όλα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, κάπου ογδόντα με ενενήντα χρόνων, ήρθαν μαζί μας, αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Οι Γερμανοί, βλέποντας ότι δε συνεχίζουμε, «τακ-τακ!» και τους εκτελούν επιτόπου. Τότε καταλάβαμε κι εμείς ότι πάμε για εκτέλεση.
Παίζουν λοιπόν οι πρώτες κλωτσιές, τα πρώτα χτυπήματα, το καταλάβαμε κι εμείς.
Παίρνει στην αγκαλιά η μάνα μου εμένα --όχι εμένα, τον αδερφό μου, ο πατέρας μου εμένα-- η γιαγιά μου, η θεία μου κι όλα τα γυναικόπαιδα, βαδίζοντας προς τη θάλασσα. Όταν σηκωθήκαμε απάνω, μας αγκάλιασε η μητέρα μου κι ήταν η τελευταία λέξη που άκουσα από τη μάνα μου: «Αν σωθεί κανείς από την εκτέλεση, να προσέχει τα παιδιά!» είπε στον πατέρα μου και στη θεία μου. Σαν να το ήξερε.
Φιληθήκαμε, πήγαμε στη θάλασσα.
Οι Γερμανοί καθυστέρησαν να μας πυροβολήσουνε, δεν ξέρουμε τον λόγο. Δηλαδή, περίμεναν να βραδιάσει για να μη φαίνονται οι εκτελέσεις; Τον σκοπό δεν ξέραμε.
Στο διάστημα αυτό, μπορεί να πέρασε και μισή ώρα-μία ώρα, ανοίγει έναν λάκκο ο πατέρας μου στην άμμο μέσα, όσο βάνει μια χελώνα, και μας ρίχνει εμένα και τον αδερφό μου. Και στην πάνω μεριά έριξε την άμμο και πέφτει κι αυτός από τη μεριά που ήτανε οι Γερμανοί. Σου λέει «αν τυχόν και βάλουνε, να γλιτώσουν τα παιδιά και να την πάρω εγώ...»
Έτσι έγινε. Ρίξανε μία βολή οι Γερμανοί. Πρώτη ριπή και σταματάνε.
Άλλοι χαθήκανε, άλλοι τραυματίστηκανε, απ’ όταν περιμένουν οι γονείς μας να φωνάζουν τραυματισμένοι, ξεψυχώντας: «Βοήθεια!» «Νερό!» «Βοήθεια!» Τι να φέρεις; Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Κι η ζέστη... Πήγαμε κοντά στους γονείς, αγκομαχούσαν, ξεψυχούσαν… Κλάματα, φωνές να βοηθήσουμε… τίποτα.
Περιμένοντας να ξεψυχήσουνε ο ένας με τον άλλον... Έτσι κι έγινε. Έχασα τη μισή μου οικογένεια. Μάνα, γιαγιά και θεία.
Το πρωί σηκωθήκαμε, να βρεις τους ανθρώπους. Ήταν Νοτιά κι η Νοτιά έριχνε άμμο στα αντικείμενα, είχαν σκεπάσει τα πρόσωπα των δικών μας. Κι ο πατέρας μου τα σκούπισε τα πρόσωπά τους, τους νεκροφιλήσαμε και φύγαμε. Αφήσαμε τους νεκρούς και φύγαμε. Τι απόγινανε; Η θάλασσα τους πήρε; Τους ρίξανε στη θάλασσα οι Γερμανοί; Δε γνωρίζουμε.
Εμείς φύγαμε μετά πήγαμε για τα βουνά. Τότες αρχίζει η πείνα, η ορφάνια. Από μάνα κι όχι από πατέρα. Ο πατέρας που ξάνοιγε να βγάλει ένα μεροκάματο κι εμείς πεινούσαμε... Τέλος πάντων, κακές εποχές. Τελειώνοντας, εύχομαι να μην ξανάρθουν τέτοιες κακές εποχές.
«Ποτέ να μην ξεχάσουμε των Γερμανών τα βόλια,
γιατί εκαταστρέψανε Μισσίρια και Περβόλια.
Ποτέ να μην ξανάρθουνε τέτοιες κακές ημέρες,
γιατί εμείναμε ορφανά, άλλα από μάνες κι άλλα από πατέρες»