Ο κύριος σκοπός ήτανε η πειθαρχημένη διαβίωση δήθεν των ανθρώπων αυτών εκεί. Ήτανε πολίτες «τελούντες υπό πειθαρχημένιν διαβίωσιν παρά των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών». Και ο τίτλος της δικής μου παρουσίας ήτανε: Προϊστάμενος της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Στρατοπέδου Πολιτών Τελούντων υπό Πειθαρχημένιν Διαβίωσιν παρά των Στρατιωτικών και Αστυνομικών Αρχών. Και τελικά ήτανε ο μακροσκελέστερος τίτλος όλης της καριέρας μου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1940, Γυμνάσιο πήγα στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου, τελείωσα το πανεπιστήμιο, ονομάστηκα ανθυπίατρος το 1965 και ακολούθησα τη ζωή του στρατιωτικού γιατρού. Το κλίμα στο στρατό το ‘65 ήτανε το προδικτατορικό κλίμα. Ο στρατός τότε είχε μία άλλη δομή απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ο στρατός τότε ήτανε προσηλωμένος σε δόγματα μετεμφυλιακά ακόμη. Δεν επέτρεπε και τιμωρούσε ακόμη τη διαφορετική γνώμη. Προσπαθούσαν να εμπνεύσουνε στο σώμα των αξιωματικών την μη παιδεία και, δεύτερον, μία κακή σχέση των ανθρώπων που έφεραν στολή με τους ανθρώπους που δεν έφεραν στολή. Βεβαίως, μέσα εκεί ανθίσανε δύσοσμα λουλούδια. Όλη η Ελλάδα τότε, όλη η κοινωνία ήταν αναστατωμένη. Όλοι περιμένανε κάτι να γίνει. Και έγινε.
Κατεβαίνοντας απ’ το σπίτι μου εκείνο το πρωί είδα στην πόρτα ένα φαντάρο. Κακομούτσουνος ήτανε, κακοντυμένος, τα άρβυλα κακοδεμένα, με ένα όπλο που αυτό… «Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου;». Του ‘βαλα τις φωνές, οπότε μου λέει: «Κύριε Υπολοχαγέ» —υπίατρος ήμουνα— «γυρίστε πίσω. Έχει γίνει εκτροπή και πρέπει να πάτε σπίτι σας». Έμεινα έκπληκτος. Την ίδια στιγμή απ’ την απέναντι πολυκατοικία βγήκε ένας Λοχαγός που κατοικούσε εκεί και κάθε πρωί λέγαμε «καλημέρα». Του κάνω νόημα: «Τι γίνεται;». Μου λέει «Άσ’ τα. Έγινε εκτροπή. Μάζεψέ τα και πήγαινε στη μονάδα σου κατευθείαν κι εσύ» «Εντάξει;». «Εντάξει». Αυτή ήτανε η πρώτη επαφή μου.
Βρήκα κάποιο ταξί και με τα πολλά ανεβήκαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και περάσαμε από τα μπλόκα, που ήτανε κάτι νευρικοί και αγριεμένοι Ευέλπιδες. Έφτασα στο νοσοκομείο τότε που υπηρετούσα, και το γελοίον του θέματος: Στο πεζοδρόμιο μπροστά απ’ τον Άγιο Σάββα βλέπω παρατεταγμένους τους φαντάρους του νοσοκομείου, δεν ήταν τίποτα φαντάροι πρώτης γραμμής, με έναν χαζούλη Επιλοχία που είχαμε τότε. Και τους είχε βγάλει εκεί στο πεζοδρόμιο με τα όπλα σε κατάσταση απερίγραπτη. Τους μαζεύω, λοιπόν, τους παίρνω μέσα, «Μέσα», λέω, «όλοι». Προσωπικά προβληματίστηκα πάρα πολύ: «Τώρα τι κάνουμε;». Δεν είχαμε καμία εκπαίδευση ούτε καμία δυνατότητα αποδελτίωσης τέτοιων καταστάσεων.
Οι κρατούμενοι είχανε αρχίσει να μαζεύονται στα αστυνομικά τμήματα και από κει στον ιππόδρομο από την αστυνομία και το στρατό. Την μεθεπόμενη με ένα συνάδελφό, το Νίκο το Γιαννόπουλο, πήγαμε στη Σχολή Χωροφυλακής, όπως έλεγαν οι διαταγές, για να στελεχώσουμε το προσωπικό που θα πήγαινε στη Γυάρο να ετοιμάσει το στρατόπεδο για να υποδεχθεί τους κρατούμενους. Ακούσαμε Γυάρος… Έψαχνα στο χάρτη να την βρω… Κάτι είπανε, κάτι είπανε κάποιοι κάπως… Τίποτα το συγκεκριμένο. Δεν είχαμε, σας λέω ενημέρωση, έτσι, σοβαρή. Είχαμε μαζί μας μερικούς νοσοκόμους και κάποια κιβώτια υλικών. Αυτό ήτανε.
Φύγαμε από την Αμφιάλη, το ναύσταθμο, όπου πραγματικά ήτανε το κλίμα πολύ βαρύ. Το Ναυτικό ακόμη δεν είχε προσχωρήσει τελείως. Ήτανε μία κατάσταση περίεργη. Ταξιδέψαμε με ένα αρματαγωγό, ξημερωθήκαμε στην παραλία της Γυάρου και βγαίνοντας στο νησί εκεί ήταν ένα παράξενο, πολύ παράξενο αίσθημα απίστευτης ερημιάς. Το νησί είχε χαρακτηριστεί φρούριο. Απαγορευόταν κι η προσέγγιση ακόμα οποιουδήποτε μέσου και ανθρώπου. Δηλαδή, δεν υπήρχε τίποτα από ανθρώπινη παρουσία επάνω. Ήτανε γεμάτο από αγριοκούνελα και μάλιστα, βγαίνοντας είδαμε και χταπόδια ακόμα να κάνουνε περίπατο στην παραλία.
Εκείνο που ήτανε πολύ ωραίο και είναι πάντα ωραίο στο Αιγαίο είναι η άνοιξη. Αυτό το διακριτικό πράσινο και το διακριτικό μικρό λουλουδάκι, το οποίο καλύπτει τα πάντα. Το δεύτερο που είδαμε ένα πολύ μεγάλο κτίριο, το κτίριο των φυλακών, έτσι λεγότανε, εγκαταλελειμμένο από χρόνια στους τέσσερις ανέμους, χτισμένο με απίστευτες κακοτεχνίες και μία σειρά κτιρίων βοηθητικών ένα από τα οποία είχε ένα ξεθωριασμένο κόκκινο σταυρό στην πρόσοψή του, το οποίο το είδα από μακριά και λέω στους νοσοκόμους: «Παιδιά, από ό,τι καταλαβαίνω εκεί θα πάμε. Λοιπόν, ορμάτε γιατί το κτίριο φαίνεται καλό και οι χωροφύλακες το καλοκοιτάνε».
Άρχισαν οι κρατούμενοι να έρχονται με τα αρματαγωγά να έρχονται και να αποβιβάζονται στο νησί. Ήτανε όλοι ταλαιπωρημένοι, βέβαια, πάρα πολύ. Είχαν μείνει αρκετές μέρες στον ιππόδρομο σε πολύ κακές συνθήκες. Έφτασαν εκεί και παρατηρούσα μία σειρά ανθρώπων που σιγά-σιγά και κουρασμένα ανέβαινε προς το πλάτωμα κάτω απ’ τις οδηγίες της φρουράς, που μου ‘κανε εντύπωση τότε ότι οι οδηγίες ήταν πολύ ήπιες, χωρίς καμία βία. Όλοι ήταν επηρεασμένοι από την όλη κατάσταση και από την όλη αυτή κι ήτανε μία σιωπηλή μάζα που ανέβαινε.
Ήταν μία δυστυχία αυτό το πράγμα. Δηλαδή, έβλεπες τόση κούραση και τόση στεναχώρια και τόση ανασφάλεια σε όλους.. Δεν ήταν διαχειρίσιμο μέγεθος πια… Μόλις έγινε η συγκέντρωση της πρώτης μεγάλης ομάδας των κρατουμένων, ο διοικητής του στρατοπέδου τότε έβγαλε ένα μικρό λόγο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερος, γιατί είπε ότι «Κοιτάξτε, δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό μεταξύ μας. Διαταγές εκτελούμε. Κοιτάξτε να μπορέσετε να επιβιώσετε και εσείς βιολογικά και εμείς υπηρεσιακά». Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι και τα έχω καταγράψει. Όλοι ήμαστε το ίδιο εκεί. Τις ίδιες δυσκολίες αντιμετωπίζαμε όλοι.
Ήτανε πάρα πολλοί αυτοί οι οποίοι είχανε εμπειρίες από παλαιότερα και καταφέραν να αυτό-οργανωθούν και στις πολύ κακές, τις άθλιες συνθήκες των κτιρίων. Ο συνολικός αριθμός ήταν εφτά χιλιάδες οχτακόσιοι. Όσον αφορά εμάς στο Υγειονομικό, ετέθησαν αρκετά προβλήματα. Καταρχήν, υπήρχε ένα θέμα ανθρώπων βαρέως πασχόντων. Υπήρχαν άνθρωποι που τους είχανε σηκώσει από κλινικές, άνθρωποι οι οποίοι ήτανε πρόσφατα χειρουργημένοι, άνθρωποι με αναπηρίες, που ήταν αδύνατον να παραμείνουνε σε συνθήκες τέτοιες.
Αυτή, λοιπόν, ήτανε μία ομάδα ανθρώπων, προφανέστατα και εξόφθαλμα δεν μπορούσανε να επιβιώσουνε στις συνθήκες εκεί. Δεν χώραγε συζήτηση. Φτιάξαμε, λοιπόν, τους όσο μπορούσαμε καλύτερα τεκμηριωμένους καταλόγους και αμέσως φύγανε μέσω της διοίκησης. Έστειλαν ένα οπλιταγωγό να τους παραλάβει. Έγινε η επιβίβαση. Ο κυβερνήτης του οπλιταγωγού, ένας πλωτάρχης, θυμάμαι —συμπαθέστατος ήτανε—, έντρομος μού λέει: «Πώς θα ταξιδέψω εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Θα μου πεθάνουν στο δρόμο». Τον καθησυχάσαμε όσο γινόταν. Ο άνθρωπος ήτανε έντρομος και εξαιρετικά προβληματισμένος. Ευτυχώς το ταξίδι πήγε καλά.
Εν πάση περιπτώσει, προσπαθήσαμε να γίνεται όσο καλύτερα μπορούσε μία καλή ιατρική περίθαλψη. Οποιαδήποτε κακοποίηση είχε συμβεί προ της μεταφοράς στο νησί, στον ιππόδρομο ή στα αστυνομικά τμήματα. Υπήρχανε θέματα. Υπήρχαν άνθρωποι ξυλοκοπημένοι, υπήρχαν άνθρωποι με αρκετά προβλήματα κακοποίησης, και άνδρες και γυναίκες, τους οποίους περιθάλψαμε. Λειτούργησε σε όλο το διάστημα αυτό, μία διαδικασία, μία πολιτική: Κανείς μας δεν ήθελε να παρανομήσει. Ένας άνθρωπος που ερχότανε, εάν ήτανε κακοποιημένος, περιγραφόντουσαν οι οποιεσδήποτε εμφανείς κακοποιήσεις και ό,τι ανέφερε και ο ίδιος σε ένα δελτίο παραλαβής, πήγαινε στη διοίκηση του στρατοπέδου και έμενε ένα αντίγραφο στο ιατρείο.
Ακολουθήθηκε πολύ σε όλο το διάστημα και της Γυάρου και της Λέρου μετά... Φερ’ ειπείν, στη Γυάρο, τώρα να θυμηθώ, ήτανε μια συμπαθέστατη οδοντίατρος, η Ελένη Ιωαννίδου, απ’ τον Πειραιά, η οποία ήτανε μωλωπισμένη από άγριο ξυλοκόπημα που είχε υποστεί. Μια έντονη ήταν στη Λέρο πια, στο Παρθένι. Είχανε μεταφέρει τον Αμπατιέλο, το γνωστό συνδικαλιστή του Ναυτικού απ’ την Ασφάλεια του Πειραιά τότε και ήτανε άγρια ξυλοκοπημένος κι αυτός. Δηλαδή, ήτανε πραγματικά η κατάστασή του εμφανώς δύσκολη. Τον παρέλαβα με το προσωπικό μου εκεί.
Κατεγράφησαν όλα και πήρα ένα τηλεφώνημα απ’ την Ασφάλεια του Πειραιώς κάποιος αστυνόμος —δεν θα πω το όνομά του: «Ξέρεις, συνάδελφε, αυτόν... να βοηθήσουμε». Του λέω: «Με συγχωρείς». Με εξαγρίωσε. «Δεν είμαστε καθόλου συνάδελφοι, πρώτον, και, δεύτερον, τι θέλεις να κάνω; Ένα γεγονός που το είδανε τρακόσιοι άνθρωποι και έχει καταγραφεί και η διοίκηση το έχει στα χέρια της να πω ότι δεν είναι;». «Μα ξέρεις, θα ‘ρθουνε αύριο μία επίσκεψη διαφόρων παραγόντων, να μην εκτεθώ». «Ας πρόσεχες» του λέω. Και πάρε και το διοικητή… Ήταν ο διοικητής του στρατοπέδου μαζί μου. Του λέει κι αυτός: «Κοίταξε να δεις, εσύ φταις. Τον άνθρωπο τον χτυπήσατε; Δεν με ενδιαφέρει τι κάνατε. Να τον κάνετε καλά και να τον στείλετε. Μας τον στείλατε τώρα εμάς για να καλύψουμε ποιον; Σε παρακαλώ», του λέει.
Το μεγαλύτερο μέρος των κακοποιήσεων που γίνανε —όχι στα στρατόπεδα, επαναλαμβάνω— έγινε για να ικανοποιηθεί το ηθικό έλλειμμα κάποιων ανθρώπων που ήτανε ανθρωπάκια και όχι άνθρωποι.
Η ζωή προχώρησε εκεί στο στρατόπεδο. Είχαμε τους πρώτους μήνες εκείνες τις απίστευτες επισκέψεις με ελικόπτερο του Παττακού, που πραγματικά έβγαζαν γέλιο…Ομολογώ ότι βγάζαν γέλιο. Ήταν απίστευτος ο τύπος. Με στολή Ταξίαρχου και εκινήτο γρήγορα πάνω-κάτω και έλεγε εξυπνάδες συνεχώς! Το τι έλεγε εκείνο το στόμα του δεν λέγεται. Απίστευτος. Ομολογώ ότι πήγαινα από πίσω ίσα-ίσα γιατί το γλένταγα, ρε παιδιά, πώς να σας το πω; Αυτά που λέω ίσως ακούγονται παράξενα, αλλά έτσι ήτανε.
Πολλά πράγματα έχουμε με τον Παττακό, χαρακτηριστικά. Να σας πω μία μικρή ιστορία: Κάποτε ήρθε να κάνει ένα μια περιοδεία μέσα στο κεντρικό κτίριο των φυλακών. Και μπήκε στο τμήμα των γυναικών. Και μπήκε μόνος του. Εγώ ήμουνα κάπου και κάποια στιγμή ακούω φασαρία. Πηγαίνω προς τα εκεί. Τι είχε γίνει; Πήγε αυτός μέσα κι άρχισε να λέει εξυπνάδες, τα δικά του. Πού τα λες; Σε τριακόσιες γυναίκες; Του βάλαν τις φωνές. Απίστευτα πράγματα! Τον τρελάναν! Έφυγε τροχάδην! Ούτε ξαναπάτησε.
Πάει παρακάτω στο αναρρωτήριο εκεί των φυλακών μέσα. Έλεγε το ένα, έλεγε στον άλλον το άλλο, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, δηλαδή αμετροέπειες και εξυπνάδες του συνοικιακού καφενείου, δηλαδή αυτό, τίποτα άλλο. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ακούγεται μία φασαρία. Ακούω μια φωνή βροντερή: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, Παττακέ!» Πάω προς τα κει. Ήταν ο Λάκης Παπούλας. Ο Παπούλας, παλιός Επίλαρχος, είχε αποστρατευτεί με το ΄Β Πίνακα. Ήτανε στην Ε.Δ.Α. Ένας ψηλός, πληθωρικός, δυναμικός άνθρωπος. Μόλις είδε τον Παττακό ερεθίστηκε. Τον είχε υπαξιωματικό προπολεμικά σ’ ένα στρατόπεδο όπου προσπαθούσε να τον μάθει να λύνει, να δένει και να συντηρεί τα καινούργια πολυβόλα που είχε φέρει ο Παπούλας από τη Γαλλία τότε για το στρατό. Του τα ‘λεγε, του τα ξανάλεγε. Τίποτα, ντουβάρι ο άλλος! Δεν καταλάβαινε. Οπότε, του ‘λεγε: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά!». Και τώρα μόλις τον ξαναβλέπει: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά!». Έπεσε το γέλιο! Απίστευτο. Πήρε δρόμο κι έφυγε τροχάδην. Εγώ έβαλα τα γέλια. Δεν μπορούσα. Δηλαδή, με είδε που γέλασα. Δεν μου ‘πε τίποτα, βέβαια, αλλά δεν μπορούσα, ρε παιδιά! Ήταν απίστευτο.
Τώρα, θα μου πείτε μιλάω όλο για καλαμπούρια και για τέτοια πράγματα; Ε, αυτά έχει η ζωή. Η ζωή δεν ήταν μόνο τα δράματα. Ήταν και τα καλαμπούρια. Φυσικά, δεν ήτανε καλαμπούρι η ζωή μας, αλλά ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της αντίδρασης, της φυσικής αντίδρασης των λογικών ανθρώπων την εποχή εκείνη. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν τους πήρε στα σοβαρά.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι σε κάποια στιγμή έστειλαν κάποιους «διαφωτιστές» να κάνουνε μαθήματα και διαφώτιση επί των αρχών της «επαναστάσεως». Πού τώρα; Στο στρατόπεδο στη Γυάρο. Έστησαν, λοιπόν, μεγάφωνα στο στρατόπεδο και άρχισαν να λένε. Εγέλασε ο κάθε πικραμένος. Τέτοια αρλούμπα και τέτοια χαζομάρα δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου. Είχαν υιοθετήσει όλοι αυτοί μία περίεργη βαλσαμωμένη καθαρεύουσα του στρατώνα. Στο στρατό —στον παλιό τουλάχιστον— οι υπαξιωματικοί προσπαθούσαν να μιλάνε με καλή και ευπρεπή γλώσσα μεταχειριζόμενοι την καθαρεύουσα, την οποία την κακοποιούσαν κανονικά.
Ένα άλλο στοιχείο, ένα άλλο στοιχείο ήτανε κάποιοι «δημοσιογράφοι» —εντός εισαγωγικών πολλών «δημοσιογράφοι»— οι οποίοι ερχόντουσαν να πάρουνε συνεντεύξεις και να κάνουν ρεπορτάζ από το στρατόπεδο. Αυτοί, δηλαδή, ήτανε άνθρωποι που δουλεύανε κανονικά στην υπηρεσίες προπαγάνδας της κυβέρνησης τότε. Δεν ξέρω πού τους είχαμε διαλέξει. Ο ένας πιο κουτός απ’ τον άλλο. Ερχόντουσαν και ρωτάγανε: «Δεν μου λέτε, κάνετε μπάνιο στη θάλασσα;». «Ουυυ!» τους λέγανε. «Βεβαίως κάνουμε και έχουμε και ωραία μαγιό» τους λέγανε. Δηλαδή, ο κόσμος τελικά μέσα στη στενοχώρια του, την πίκρα του και την αυτή του έβλεπε και ένα γελοίο άτομο και γέλαγε, βέβαια. Είναι γεγονός. Είχανε βγει τότε, λοιπόν, ότι κάνουμε μπάνια καθημερινά, ότι τρώμε αστακούς και τρώμε ψάρια. Ό,τι μπορεί να φανταστεί ένα κουτό μυαλό γράφτηκε.
Στη Γυάρο κάθισα μέχρι τον Οκτώβρη του ‘67. Μετά πήγα κατευθείαν στη Λέρο, εκεί είχα και μια περιπέτεια με το Κίνημα του Ναυτικού. Ήταν βράδυ που έφευγα από το στρατόπεδο. Το οποίο ήταν δίπλα ακριβώς στις αποθήκες των καυσίμων του Ναυτικού. Κάποια στιγμή φεύγοντας, πηγαίνοντας να πάρω το αυτοκίνητό μου αισθάνομαι κάτι πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω ένα αντιτορπιλικό πολύ μεγάλο χωρίς φώτα, με σβηστές μηχανές. Είχε έρθει και άραξε εκεί για να πάρει πετρέλαιο. Ήτανε ένα από αυτά τα οποία είχαν στασιάσει. Και πέφτει πάνω μου ένας προβολέας. Ήμουνα με στολή εγώ. Και ακούω μία αγριοφωνάρα από πάνω: «Πιάστε τον αυτόν τον καραβανά!». «Πιάστε τον!». Και κατεβαίνουνε τρεχάλα δυο τρεις ναύτες. «Α», λέω, «καλά…» Έγινα καπνός. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα δρόμο κι έφυγα. Ε, την άλλη μέρα, βέβαια, ο συντονιστής των στρατοπέδων, ένας Συνταγματάρχης, μας κάλεσε όλους τους αξιωματικούς ότι έγινε πραξικόπημα του βασιλέως κι εμείς είμαστε της βασιλικής χωροφυλακής. Λέω «Ωραία. Εμείς με ποιον είμαστε;» του λέω. «Με όποιον επικρατήσει» μου λέει. «Α», λέω, «έτσι;». Τα πράγματα έτσι γίνοντουσαν στη Δικτατορία. Τσάκα-τσάκα.
Αυτό που έχω να σου πω είναι ότι αποφάσισα να είμαι όσο γίνεται πιο τυπικός και όσο γίνεται πιο σωστός και προσεκτικός, γιατί μόλις άρχιζα την καριέρα μου και τη ζωή μου. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τα θέσω όλα αυτά σε κίνδυνο, χωρίς βέβαια να κάνω καμία έκπτωση στο ηθικό μέρος. Και ομολογώ ότι αυτό —έμεινα ένα χρόνο στο στρατόπεδο— αναγνωρίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν και πραγματικά κατάλαβα ότι οι περισσότεροι καταλάβανε τι γίνεται και το αποδεχθήκανε και υπηρεσιακά και απ’ τον κόσμο των κρατουμένων, που είναι… το να σου δώσουν την εμπιστοσύνη τους οι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.
Και θυμήθηκα —θα το πω αυτό— όταν ήμουνα μικρός ήμουνα πρόσκοπος.
Ορκιστήκαμε. Δώσαμε την προσκοπική υπόσχεση και λέγαμε τότε: «Υπόσχομαι στην τιμή μου να τηρώ κτλ. κτλ.» ως προσκοπάκια. Εγώ μικρός ήμουνα… Είχαμε έναν πολύ καλό άνθρωπο αρχηγό στην ομάδα, στην Ακρόπολη και του λέω: «Δε μου λες αρχηγέ, τι θα πει “στην τιμή μου;” Τι είναι “η τιμή μου;”». Μου λέει: «Κοίταξε, τιμή σου είναι να σε εμπιστεύονται οι άλλοι». Αυτό το κράτησα και το κρατάω ακόμα. Αυτή είναι η τιμή του ανθρώπου κι εγώ το ένιωσα πολύ δυνατά φεύγοντας από τα στρατόπεδα.