ΒΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
ΒΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Description
Τα μέλη μιας οικογένειας στην ελληνική επαρχία βιώνουν για χρόνια ενδοοικογενειακή βία από τον αλκοολικό πατέρα τους.
Tags
Credits
Field Reporter
- Maria-Xristina Dhmhtriadh
Interviewee
- H afhghtria zhthse pseudwnymia
Podcast Producer
- Stayros Blaxos
Sound Designer
- Iasonas THeofanou
Sound Editor
- Spyros Lymperopoulos
Video Director
- Dafnh Matziarakh
Ο πατέρας μου γνώρισε τη μαμά μου κατά τη διάρκεια δουλειάς, καλοκαιρινής σεζόν. Η μαμά μου είχε το κοσμηματοπωλείο. Τότε είχαμε κοσμηματοπωλείο που ήταν του πατέρα μου, του παππού μου, αλλά το πήρε η μαμά μου και το ανέλαβε αυτή, αλλά μόνο το καλοκαίρι. Κι είχαμε και τη βίλα, την οποία νοικιάζαμε σε κόσμο. Κι αυτό έκανε η μαμά μου. Δηλαδή, προφανώς δουλεύαν κι οι δύο κι εγώ καθόμουνα στο σπίτι με τα αδέρφια μου.
Ήταν Αγγλίδα η μαμά μου και πάντα υπήρχε ένα είδος ρατσισμού μες στο σπίτι. Ενώ παντρεύτηκες, ξέρω ‘γω, τη μαμά μου, η οποία ήταν Αγγλίδα και προφανώς είχε ζήσει άλλες εμπειρίες, ανοιχτόμυαλη. Κι αυτά δεν τα δεχόντουσαν κι ειδικά μέσα στο σπίτι μου είχα δει πολύ ρατσισμό. Κι έτσι μεγάλωσα, με αυτό το σκεπτικό.
Απλά, αυτό που χτύπαγε συνέχεια ο πατέρας μου στη μάνα μου όταν ήμασταν πιο μικρά, θυμάμαι, υποβάθμιζε πάρα πολύ την οικογένεια της, ότι και καλά δεν είχανε περιουσία. Γιατί όντως στην Αγγλία τα πράγματα είναι διαφορετικά, δεν είναι σαν εμάς που έχουμε χωράφια, ελιές και τα δίνουμε όλα στο γιο. Στην Αγγλία η μαμά μου μετά τα δεκαοχτώ έπρεπε να πληρώνει νοίκι, οπότε η μαμά μου είχε μάθει να δουλεύει. Απλά, επειδή δεν το καταλάβαινε αυτό το σκεπτικό, λόγω του χωριού και λόγω του ζηλεύω ότι έχει ζήσει άλλο η μαμά μου κι έχει άλλες εμπειρίες, τη μείωνε και πάντα ένιωθε τον εαυτό του πιο κάτω απ’ τη μαμά μου. Κι αυτό προκαλούσε πολλές εντάσεις στο σπίτι.
Θα βρισκόμασταν σε ένα δείπνο όλοι μαζί και θα έλεγαν κάποιο αστείο στα ελληνικά. Θα έλεγαν κάποιο αστείο στα ελληνικά κι ένας φίλος του πατέρα μου, κολλητός του συγκεκριμένα, θα την υποτιμούσε εκείνη τη στιγμή και θα της έλεγε: «Τι γελάς εσύ; Δεν καταλαβαίνεις». Κι εγώ τα έβλεπα αυτά μικρή και στεναχωριόμουνα. Και προφανώς ο πατέρας μου, γιατί επηρεάζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, εκεί στο χωριό ειδικά κι η γνώμη του ενός μετράει στον άλλον. Κι αυτά μετά τα δεχόμασταν εμείς στο σπίτι.
Θυμάμαι το καλοκαίρι έψαχνε τον αδερφό μου ο πατέρας μου υστερικά να τον βρει στο χωριό χωρίς λόγο, δεν υπήρχε λόγος. Αφορμή ότι κάποιος του είπε ότι είναι στην παιδική χαρά κι είναι δεκαπέντε χρονών γομάρι κι είναι στην παιδική χαρά και παίζει. Και πήγε ο πατέρας μου σαν τρελός. Και πάει και του λέει ένας φίλος του: «Καλά, εντάξει, μην τον βαρέσεις πολύ, λίγο». Κι ο πατέρας μου τον έπιασε από το λαιμό μπροστά σε όλους τους φίλους του και τον κυνήγαγε σε όλη την παιδική χαρά. Κι αυτός, ο αδερφός μου, κρύφτηκε στο σπίτι ενός συμμαθητή μου.
Εγώ ήξερα πραγματικά ότι θα γίνει τσακωμός με το που γυάλιζε το μάτι του πατέρα μου, όταν έμπαινε στο σπίτι. Εγώ δεν κοιμόμουνα στο δημοτικό. Δεν ξεχνάω ότι είχαμε μία σκάλα για να ανεβαίνω εγώ στην ντουλάπα για να ακούω μέσα από την τρύπα του σωλήνα ότι ο πατέρας μου κοιμάται και δε θα βρει τσάκο με τη μάνα μου. Τέσσερις-πέντε η ώρα το πρωί. Και δεν κοιμόμουνα μέχρι να ξέρω ότι ο πατέρας μου ροχαλίζει -γιατί ροχάλιζε πολύ, γιατί είχε κρεατάκια- κι ήθελα να ξέρω ότι κοιμάται για να μην πειράξει τη μάνα μου.
Γινόταν ένα στράβωμα ματιών και μετά γινόταν ένα σπρώξιμο και μετά κατέληγε σε πολύ πιο έντονο σπρώξιμο και μετά κατέληγε στο να μπαίνει ο αδερφός μου στη μέση συγκεκριμένα, σαν άντρας προστάτευε και εμένα και τη μαμά μου και μετά εγώ να σπρώχνω τον πατέρα μου και ταυτόχρονα να έχει ο πατέρας μου κάτω τη μαμά μου και να πάει να τη βαρέσει και να του κρατάω εγώ κι ο αδερφός μου το χέρι και να ‘ναι η μαμά μου, όταν άρπαζε εμένα ο πατέρας μου, έμπαινε μέσα, δηλαδή ασπίδα. Ασπίδα. Δεν την ένοιαζε τίποτα, τον βάραγε όπου έβρισκε.
Εγώ θυμάμαι συγκεκριμένα τον αδερφό μου πολλές φορές να μπαίνει ανάμεσα μας και να τον σπρώχνει ο αδερφός μου, γιατί είχε πολλή δύναμη. Και θυμάμαι να απειλεί ο πατέρας μου τον αδερφό μου, να τον κρατάει η μάνα μου πίσω με τα χέρια τον πατέρα μου και να λέει στον αδερφό μου: «Βάρα με, βάρα με, αν έχεις τα τέτοια, βάρα με!» Έτσι θα δείξεις τη δύναμη σου, έτσι θα δείξεις ότι έχεις εξουσία πάνω σε μία γυναίκα. Και την τρώγαμε εμείς και μετά γινόμουνα εγώ η αφορμή του να ρίξει μια μπουνιά. Και θυμάμαι ήταν δυο-τρεις φορές που είχα φάει κι εγώ μπουνιά.
Όλοι ήξεραν τι γίνεται στο σπίτι μου, όλοι ήξεραν τι κάνει ο πατέρας μου και πάλι όμως το ουίσκι, το ποτήρι, του το πρόσφεραν. Ο πατέρας μου μπορεί να ήταν τη μία μέρα... θα βγαίναμε, θα με κέρναγε σφηνάκια με φωτιά επάνω και θα κάναμε ανταγωνισμό ποιος θα πιει τα πιο πολλά και ποιος θα τα καταφέρει. Με μεθούσε για πλάκα κι ήταν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος και με έβλεπε έξω και πραγματικά ένιωθα θαυμασμό. Κι από την άλλη μπορεί να ήταν το άλλο άκρο που δε με αναγνώρισε. Θυμάμαι μια μέρα που μ’ αρπάζει από το λαιμό και του λέω: «Μπαμπά, εγώ είμαι!» Και δάκρυσε και με άφησε.
Θυμάμαι με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει:
«Πάμε μια βόλτα». Και θυμάμαι με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε πει: «Έχω κατάθλιψη», μου λέει, «δεν είμαι καλά».
«Αυτό, τόσα χρόνια», του λέω, «πού το είχες;»
«Εγώ το ξέρω» και μου λέει, «δε θα το ξεπεράσω ποτέ».
Τώρα η μαμά μου, πολλές φορές της είπα εγώ: «Γιατί δε φεύγεις; Γιατί δε χωρίζετε; Γιατί δεν αυτό; Αφού δεν είστε χαρούμενοι αυτή τη στιγμή, αυτό το χρονικό διάστημα δεν είστε χαρούμενοι». Αλλά ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που δεν μπορούσε χωρίς τη μάνα μου. Ενώ είχε όλα τα ψυχολογικά του κι όλα αυτά, πάντα έβρισκε τρόπο να απολογηθεί την επόμενη μέρα. Υπήρχε πραγματικά πολλή αγάπη τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα μέρες του χρόνου. Ενώ αυτές οι πέντε μπορεί να ήταν απαίσιες και να ήταν μια κατάθλιψη κι ένα χάλι, αλλά οι τριακόσιες εξήντα ήταν γεμάτες γλέντι και χαρά κι αγάπη.
Προφανώς ο πατέρας μου είχε κατάθλιψη, που εγώ το κατάλαβα στα μετέπειτα μου χρόνια προφανώς, που σπούδασα ψυχολογία.
Το 2016, τέλος 2016 κάπου, Σεπτέμβρη, χάσαμε τον μπαμπά μου. Ήτανε πολύ ξαφνικό, βασικά με πήραν τηλέφωνο μία μέρα στην Αγγλία, ενώ ξεκίναγα τον τρίτο μου χρόνο στο πανεπιστήμιο και μου είπανε ότι ο μπαμπάς έφυγε, χωρίς καμία προειδοποίηση. Κι απλά με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι ο μπαμπάς έφυγε.
Γύρισα σε μία κατάσταση πολύ άσχημη στην οποία δεν ξέρεις τι να έχεις: Να έχεις νεύρα; Να έχεις στεναχώρια εκείνη τη στιγμή; Που είναι σαν να... Εγώ το πήρα ότι το ήθελε και το έκανε, μαζοχίστηκε και το έκανε. Και το λέγαμε, και μου το ‘λέγε κι αυτός για αστείο, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, έλεγε ότι: «Θα πεθάνω νωρίς». Είναι σαν να το ήξερε ότι η μοίρα του το έχει να πεθάνει νωρίς. Είναι σαν να ήθελε και σαν να έκανε όλα αυτά που έκανε τόσα χρόνια σε μας και στη μαμά μου, και σε μένα και στα αδέρφια μου, σαν να ήθελε να μαζοχιστεί ο ίδιος, σαν να μην ένιωθε αυτός ότι του αξίζει η αγάπη που του δίνει η μαμά μου.