Γεννήθηκα στη Νέα Βύσσα το 1949. Φοίτησα εδώ στο σχολείο, στο δημοτικό. Δημοτικό κι από κει, στα χωράφια. Τσαπίζαμε, καλαμπόκια… ό,τι υπήρχε. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανήματα, όλα τα κάνανε με το χέρι. Θερίζανε, τσαπίζανε… όλα, όλα, όλα με το χέρι. Μέρα-νύχτα. Οι γονείς μας δεν μπορούσαν να ‘ρθούν κάθε βράδυ στο σπίτι. Εμείς, μας μεγάλωνε η γιαγιά, μας μαγείρευε η γιαγιά. Ταλαιπωρία μεγάλη ήταν.
Με τον άντρα μου γνωριστήκαμε εδώ, στη Βύσσα. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Πήγε φαντάρος, όταν γύρισε από φαντάρος τότε αρραβωνιαστήκαμε και σε έναν χρόνο μέσα, παντρευτήκαμε.
Είχαμε έντεκα μέρες παντρεμένοι, έφυγε αυτός στη Γερμανία. Μετά με σύμβαση με πήρε, μετά έξι μήνες πήρε κι εμένα. Εκείνα τα χρόνια έτσι ήτανε, όλοι Γερμανία φεύγανε. Αφού δεν υπήρχε εδώ πέρα δουλειές, δεν υπήρχανε δουλειές. Αναγκαστικά ξενιτευτήκαμε, για να δούμε ένα καλό μέλλον.
Ταλαιπωρήθηκα όμως, πάρα πολύ. Πήγαμε στον Πειραιά, μας περάσανε γιατρούς. Πρώτον για τα δόντια, στον οδοντίατρο. Μας κάνανε κόσκινο, όταν λέμε. Μετά, άλλες παθήσεις. Για στομάχι, για μήπως είμαστε άρρωστοι και μας σερβίρουν στη Γερμανία άρρωστους και μας πληρώνουν και μας κάνουν… αυτά όλα. Όλα μας τα κάνανε κόσκινο. Και μετά ταξιδέψαμε με το καράβι.
Το καράβι λεγότανε «Κολοκοτρώνης». Το τι περάσαμε στη θάλασσα, δε λεγότανε! Μόλις φτάσαμε στην Ιταλία, στο Πρίντεζι, το καράβι άρχισε και βούλιαζε! Μπήκε νερό και πώς μας βγάλανε... μας γλίτωσαν από του Χάρου το στόμα. Μόλις βγήκαμε μέσα από το καράβι –προλάβαμε, βγήκαμε έξω– το καράβι βούλιαξε!
Κι από κει, συνεχίσαμε τον προορισμό μας εκεί που ήταν να πάμε, με το τρένο. Πήγαμε εκεί πέρα, μας περιμένανε, μας περιμένανε οι άντρες μας. Περιοχή Στουτγάρδης. Είχε ο άντρας μου ένα δωμάτιο, μέναμε εκεί πέρα. Μη νομίζεις ότι ήτανε σπίτι. Ήταν ένα δωμάτιο και μία τουαλέτα είχαμε ομαδική, τέσσερις-πέντε οικογένειες. Γινότανε εκείνα τα χρόνια… μην το συζητάς.
Πιάσαμε δουλειά στο εργοστάσιο που έκανε παπούτσια, λεγότανε «Salamander». Ήταν πολύ ανθυγιεινή η δουλειά, είχε πολλή μυρωδιά, όλο είχαμε να κάνουμε με κόλλες, που κολλάγαμε τις σόλες από κάτω. Ήταν πολύ ανθυγιεινή η δουλειά. Δούλεψα εκεί πέντε-έξι χρόνια, δούλεψα.
Και πήγα ύστερα, με πήρε ο άντρας μου εκεί που δούλευε εκείνος, σε χαρτοποιείο. Δουλεύαμε σε ένα τραπέζι δύο γυναίκες, συνέχεια ήμασταν μαζί, μία από δω, μία από κει. Ήταν το χαρτί, ήταν πάρα πολύ βαρύ. Γιατί μ’ έλεγε ο άντρας μου τότε, εκείνα τα χρόνια: «Μην έρχεσαι στο εργοστάσιο αυτό, η δουλειά είναι βαριά». Έλεγα εγώ: «Μπα, σιγά. Το χαρτί δεν είναι βαρύ». Κι όντως. Δύο γυναίκες συνέχεια τραβάγαμε το χαρτί, το τυλίγαμε και το κάναμε μπαλέτα.
Έμεινα έγκυος, έκανα το πρώτο μου παιδί. Το παιδί δεν μπορούσα να τ’ αφήσω πουθενά, έπρεπε να πάω στη δουλειά. Με ένα μεροκάματο δε βγαίναμε πέρα. Τον γιο μου τον έφερα στην Ελλάδα, να το κοιτάξει η γιαγιά του, για να μπορέσω να δουλέψω.
Και την ώρα, την ημέρα που τ’ αφήσαμε το παιδί, δε θα την ξεχάσω ποτέ μου. Έχω μία εικόνα μπροστά μου: οχτώ μηνών ήταν που τον άφησα, καθόταν στο κρεβάτι απάνω, σαν μία κούκλα. Πήγα, τ’ αγκάλιασα, το φίλησα, άρχισα να κλαίω. Δεν καταλάβαινε εκείνο τίποτα, οχτώ μηνών, τι να καταλάβει; Πάντοτε είχα στο μυαλό μου, στη φαντασία μου, πώς το άφησα, πώς καθόταν... Τον έβλεπα πάντα, σκιά τον είχα μπροστά μου…
Δυσκολίες περάσαμε πάρα πολλές. Ξέρεις τώρα, να πας σε άλλη πατρίδα, χωρίς γλώσσα, χωρίς κανέναν δικό σου άνθρωπο... Ειδικά όταν ερχότανε μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα και ξέρω ‘γω, ζητούσες πάντα τους δικούς σου ανθρώπους.
Το ‘74 που έγινε η επιστράτευση με το Κυπριακό, είχαμε έρθει στην Ελλάδα και βγάλαμε απόφαση και το πήραμε το παιδί μαζί μας πάλι, στη Γερμανία. Τον αφήσαμε οχτώ μηνών και τον πήραμε τριών χρονών, είχε γίνει.
Είχαμε μεγάλη δυσκολία, συνήθισε με τη γιαγιά του. Εν τω μεταξύ, πρωτού, αφού βγάλαμε την απόφαση να το πάρουμε στη Γερμανία, λέω στον άντρα μου: «Όταν πάμε στη θάλασσα, να πάρουμε το παιδί να είναι μέρα-νύχτα μαζί μας, για να μας συνηθίσει». Γιατί δε μας πλησίαζε. Τη γιαγιά τη θεωρούσε για μαμά του.
Πήγαμε στη θάλασσα, την ημέρα την περνούσαμε καλά μέσα στο νερό, με παιχνίδια, με βόλτες, το ένα, το άλλο, καλά. Μόλις βράδιαζε, έκλαιγε, τσίριζε, χτυπούσε την πόρτα. «Τη γιαγιά μου θέλω!» Μ’ έπαιρναν τα κλάματα εμένα. Μαμά του εγώ να μη με δίνει σημασία, να κλαίει, να ζητάει τη γιαγιά του;
Αφού το πήραμε απόφαση να τον πάρουμε στη Γερμανία, πάλι στον δρόμο, μέχρι που να πάμε, πάλι –με το αυτοκίνητο είχαμε έρθει, με το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω– έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή. Αλλά δεν την έβλεπε. Μετά, με τον καιρό, με τον καιρό, συνήθισε.
Μετά έκανα και το δεύτερο παιδί, στο άλλο το εργοστάσιο. Τα μεγάλωσα με χίλιους κόπους, δεν είχα κανέναν. Δουλεύαμε αντίθετη βάρδια με τον άντρα μου, για να τα μεγαλώσουμε. Περάσαμε πάρα πολλά.
Μετά, αποφασίσαμε να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες. Πήραμε μαγαζί, μία ταβερνούλα, και σιγά-σιγά κάναμε ρεστοράν. Ήμασταν έξι χιλιόμετρα από τη Στουτγάρδη μακριά, δεν… ούτε Έλληνες υπήρχαν τότε, μόνο δυο Έλληνες στο χωριό που μέναμε, οι υπόλοιποι ήταν Γερμανοί. Δεν είχε ελληνική κουζίνα.
Τα πρώτα χρόνια μάς βλέπανε με μισό μάτι. Μερικοί λέγανε, αυτοί που δε χώνευαν τους Έλληνες, έλεγαν: «Πού; Θα πάμε στον ξένο; Δε θα πάμε στον ξένο. Θα πάμε στον Γερμανό». Αλλά μέχρι που το συνηθίσανε και δόξα τω Θεώ, είχαμε πελάτες.
Κάναμε γύρο. «Τι είναι ο γύρος;» Μιλάμε τώρα προτού σαράντα χρόνια. «Τι είναι γύρος;» Ε τι να είναι γύρος, λέγαμε ότι είναι χοιρινό κρέας, ξέρω ‘γώ. «Άντε», έλεγε ο άντρας μου, «φέρε ένα πιάτο, φέρε και πέντε-έξι πιρούνια, να δοκιμάσουνε». Το βάζαμε εκεί. «Ω!» τους άρεζε. «Φέρε ακόμα ένα πιάτο!» Έχουμε ταΐσει γύρο στους Γερμανούς...
Τζατζίκι, οι Γερμανοί τρελαινότανε. Παίρνανε για πρώτο, στη φέτα το ψωμί από πάνω έτσι, κι αλλιώς δεν τρώνε. Εκεί που δεν ξέρανε τι θα πει τζατζίκι, τους άρεζε πάρα πολύ. Κάναμε κριθαράκι με αρνάκι, αυτά που δεν μπορούν οι Γερμανοί να τα κάνουν, ούτε τα έχουν στο μυαλό τους, ιδέα δεν ξέρουν τι είναι αυτά. Περπατούσε σαν τρελό. Τα Χριστούγεννα είχαμε παραγγελίες προτού ένα μήνα! Γέμιζε, δε θα πεις τίποτα!
Μετά, αφού είχαμε μεγάλη αίθουσα, κάναμε και τούρκικους γάμους. Εκεί να δεις τσιφτετέλια! Χίλιοι Τουρκαλάδες! Τσεμπέρια; Τι, δεν... Μοντέρνες; Κάτι κοπελίτσες, να τις έβαζες στο ποτήρι να τις έπινες. Όταν γινότανε ο γάμος, έβγαινε ένας πολύ συγγενής απάνω στο πατάρι, έπαιρνε το μικρόφωνο και τι δώρο έκανε ο κάθε συγγενής, έπρεπε να το πει στο μικρόφωνο. Εσύ τώρα, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να δώσεις πολλά λεφτά για δώρο. Και μαζεύανε… Δε θα το ξεχάσω, σε έναν γάμο, η νύφη είχε μαζέψει έξι κιλά χρυσό σε βραχιόλια, δαχτυλίδια... Το χέρι της ήταν από δω, από την παλάμη μέχρι τον αγκώνα, ήτανε όλο βραχιόλια χρυσά.
Το καρναβάλι ήτανε στο χωριό που μέναμε, τρομερό! Είχαμε εκατόν οχτώ γκρουπ. Σαν Έλληνες που ήμασταν εμείς στο μαγαζί, συνέχεια οι συλλόγοι, κάθε χρόνο συνεννοούντουσαν και βάζανε όλο τραγούδια ελληνικά. Το συρτάκι, τάχα χορεύανε συρτάκι, κάναν πως χορεύανε. Μετά, το άλλο που λέει «Griechischer Wein». Εμείς, σαν Έλληνες, πολύ περήφανοι όταν ακούγαμε αυτά εκεί πέρα. Παλαμάκια, μας φωνάζαν να χορέψουμε κι εμείς, με τραβούσαν να χορέψω συρτάκι. «Βρε δεν ξέρω συρτάκι, πώς θα χορέψω; Να σας χορέψω μια ζεϊμπεκιά, ναι. Συρτάκι», λέω, «δεν ξέρω!» Ήταν πάρα πολύ ωραία χρόνια. Περάσαμε πολύ ωραία. Κοιμόμασταν, το βράδυ ερχότανε, ειδικά στα καρναβάλια, κοιμόμασταν πότε δυο ώρες και πότε καθόλου, πήγαινε σερί.
Τα πρώτα δύο-τρία χρόνια δεν είχαμε κατέβει κάτω, κάτω στην Ελλάδα. Λέγαμε: «Θα δουλέψουμε λίγα χρόνια, θα αποκτήσουμε χρήματα και να γυρίσουμε στην πατρίδα μας». Ναι, όμως τα πράγματα όλο κι ερχότανε διαφορετικά. Αφού γεννηθήκανε τα παιδιά, λέγαμε: «Όταν τα παιδιά θα γίνουν για σχολείο, θα κατέβουμε για πάντα στην Ελλάδα». Τα παιδιά μας παντρεύτηκαν, κάνανε παιδιά, τα παιδιά τους πηγαίνουν στο σχολείο, είναι ακόμη εκεί κι εμείς γυρίσαμε τώρα, που είμαστε συνταξιούχοι.
Αφού πήραμε την απόφαση να σταματήσουμε το μαγαζί –είχαμε ανακοινώσει στην κοινότητα– ήρθε ο πρόεδρος μια μέρα μες στην κουζίνα, μου λέει: «Αναστασία, έλα έξω». Λέω: «Γιατί; Έχω δουλειά, δεν μπορώ». «Θα τα αφήσεις όλα και θα ‘ρθείς έξω, όπως είσαι, με την ποδιά».
Βγαίνω έξω, τι να δω; Όλοι ήρθαν με δώρα! Όσα χρόνια είχαμε το μαγαζί, μου φέρανε μία ανθοδέσμη με είκοσι εννιά τριαντάφυλλα. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Κι άρχισαν να κλαίνε. Δεν το πίστευα! Γερμανός και να κλάψει; Και το βράδυ, τελευταίο βράδυ που είχαμε ανοιχτό, ήρθανε πάρα πολλοί πελάτες. Κι αφού τρώγανε και φεύγανε, μας αγκαλιάζανε κι όλοι με δάκρυα στα μάτια φεύγανε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Λέω: «Γερμανοί, να κλάψουνε;» Αλλά είπαμε, μας αγαπήσανε, τους αγαπήσαμε, περάσαμε πολλά χρόνια μαζί και συγκινηθήκανε.
Τέλος πάντων, όλα καλά, δόξα τω Θεώ. Έχω εγγονάκια τώρα, τρία. Δουλέψαμε αρκετά χρόνια στη Γερμανία και τώρα είμαστε συνταξιούχοι και γυρίσαμε στην πατρίδα μας, τη Νέα Βύσσα. Τώρα το μετανιώνω και λέω: «Γιατί δεν ήρθα πιο πολλά χρόνια, πιο νωρίτερα, για να ζήσω τη ζωή αυτήνα που ζω τώρα;» Δε γινότανε όμως, αφού έπρεπε να δουλέψω. Δόξα τω Θεώ, όλα πήγανε καλά κι ελπίζω να μας δώσει ο Θεός χρόνια, να χαρούμε αυτά που αποκτήσαμε. Υγεία να έχουμε μόνο!