Είναι μία ιστορία που έγινε τον Οκτώβριο του 2000 κι είναι ιστορικά τώρα τοποθετημένη σαν την πρώτη επίθεση της Αλ Κάιντα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Έγινε έντεκα μήνες πριν απ' τους Δίδυμους Πύργους, στο λιμάνι της Υεμένης, στο Άντεν. Είναι το μεγαλύτερο λιμάνι του Ινδικού Ωκεανού το Άντεν. Έγινε τελείως ξαφνικά και δεν το περίμενε και κανένας μας.
Ένα αμερικανικό καταδρομικό πλοίο μπήκε στο λιμάνι και την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, έγινε επίθεση αυτοκτονίας με φουσκωτό σκάφος. Δηλαδή ήρθε, το πλεύρισε ένα φουσκωτό γεμάτο εκρηκτικά, ανατινάχτηκαν, άνοιξε μία πολύ μεγάλη τρύπα γύρω στα τρία-πέντε μέτρα διάμετρο στο πλάι του και μέσα σκοτώθηκαν δεκαεπτά άτομα. Δε θυμάμαι και πόσοι τραυματίστηκαν.
Εγώ εκείνες τις μέρες λοιπόν, μόλις είχα μεταβεί στον Λίβανο να καλύψω με άλλους δύο συναδέλφους το Ασιατικό Κύπελλο Ποδοσφαίρου, απ’ το οποίο θα προκρινόνταν οι ομάδες οι ασιατικές που θα πήγαιναν στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Έρχεται η μέρα του πρώτου αγώνα, το εναρκτήριο παιχνίδι, που λένε. Αρχίζει το παιχνίδι, τραβάω το πρώτο ημίχρονο κι εκεί που είμαι κι εντιτάρω, χτυπάει το τηλέφωνο κι ήταν ο προϊστάμενός μου από το Λονδίνο, Michael Feldman, και μου λέει: «Πότε έχει πτήση για Άντεν;» Λέω: «Τι με ρωτάς τώρα; Εγώ είμαι στο στάδιο. Τι έγινε;» Δεν ξέρω εγώ τι έχει γίνει τώρα. Λέει: «Μάθε να δεις πότε είναι το πρώτο αεροπλάνο για Άντεν». Λέω: «Πότε;» Λέει: «Χθες!»
Τον παίρνω τηλέφωνο, του λέω: «Σε τρεις μέρες», του λέω, «μέσω Ερυθραίας». «Δε γίνεται», λέει. Λέω: «Τι θα πει “δε γίνεται”;» Δεν ήξερα ακόμα τι ήταν και πόσο σημαντικό ήταν, γιατί το δικό μου το πρακτορείο ήταν αμερικάνικο πρακτορείο.
Αρχίζω τα τηλεφωνήματα, παίρνω έναν παραγωγό Λιβανέζο, λέω: «Ψάξε να βρούμε τρόπο να πάμε. Πώς, δεν ξέρω!» Κάποια στιγμή με ξαναπαίρνει ο αυτός και μου λέει: «Να σου πω», λέει, «βρήκα», λέει, «ιδιωτικό, μπορώ να είμαστε εκεί γύρω στις 10 το βράδυ». Μου λέει: «50.000 δολάρια». Παίρνω τηλέφωνο λοιπόν τον Feldman, λέω: «Βρήκαμε, Learjet». Λέει: «Πόσο;» «50.000 δολάρια». «Φύγετε», μου λέει. Λέω: «Καλά, δε θα πάρεις έγκριση;» λέω. «Τόσα λεφτά είναι…» «Φύγετε», λέει, «όπως είστε!»
Πάμε στο αεροδρόμιο, μπαίνουμε μέσα, απογειωνόμαστε για Άντεν. Στον δρόμο, έρχεται εκεί η κοπέλα, μου λέει: «Μπορεί να 'ρθει κάποιος;» λέει. «Το ζητάει ο πιλότος». Πάω εγώ μέσα. Έτσι, λίγο με ένα ύφος φοβισμένο, μου λέει: «Πρέπει να σας πάω», λέει, «στην πρωτεύουσα, δεν μπορώ στο Άντεν». Λέω: «Τι δεν μπορείς;» Λέει: «Δεν αφήνουν οι Αμερικάνοι». «Ποιοι Αμερικανοί», του λέω, «ή θα πάμε εκεί ή θα σ' το ρίξω εδώ, όπως είμαστε. Μαζί θα πάμε όλοι κάτω! Δεν υπάρχει περίπτωση να μη φτάσει», του λέω, «και με τόσα λεφτά που δώσαμε». Γιατί η πρωτεύουσα ήτανε 400-500 χιλιόμετρα μακριά από το Άντεν, θέλαμε μια μέρα μέσα από τα βουνά για να κατέβουμε, κατάλαβες; Σε αυτά ο χρόνος είναι χρυσός.
Προσγειωνόμαστε, νύχτα, και βλέπω εκείνη την ώρα ένα ελικοφόρο να τροχοδρομεί στο διάδρομο για να 'ρθεί να σταματήσει. Και ρωτάω: «Τι είναι αυτό;» Κι ήταν Αμερικανικό, «US NAVY» έγραφε, ήταν οι πρώτοι πεζοναύτες για να ασφαλίσουν το καράβι, το είχανε αγκυροβολήσει. Την ίδια μέρα γίνονται όλα αυτά. Το πρωί έγινε η επίθεση, αυτά γίνονται το βράδυ.
Φεύγουμε, αλλά μπαίνουμε σε μία πόλη, όπου το μόνο που περιπολούσαν, δεν κυκλοφορούσε κανένας, ήταν μόνο στρατιωτικά τζιπ με πολυβόλα πάνω κι έτσι, περίπολοι τη νύχτα. Και λέμε να βγούμε μπας και βρούμε πού είναι αυτό το καράβι, γιατί κανένας δε μιλάει. Κι όπου πηγαίναμε, νύχτα, βλέπαμε αυτό με πολυβόλα, κρυβόμασταν, ψάχναμε…
Περιμέναμε να ξημερώσει. Ο καμεραμάν ήταν Λιβανέζος, μίλαγε αραβικά. Προσπαθούσαμε να βρούμε μια άκρη στο ξημέρωμα. Κάποιος μάς λέει: «Ξέρετε», λέει, «ανεβείτε εκεί τον λόφο, θα το δείτε», κτλ. Πάμε, βρίσκουμε τον λόφο, φτάνουμε και ξαφνικά το βλέπουμε το καράβι μες στο λιμάνι.
Στήνει τρίποδα αυτός, βγάζω μηχανή εγώ, το φωτογραφίζω γρήγορα κι εκεί που μόλις πρόλαβε να κάνει ένα-δυο πλάνα αυτός, βλέπουμε από κάτω κι έρχεται ένα τζιπ από αυτά τα στρατιωτικά, με το πολυβόλο πάνω. Λέει ο Λιβανέζος, λέει: «Παιδιά, τα μαζεύουμε. Τα μαζεύουμε», λέει, «γιατί θα χάσουμε κι αυτά που έχουμε». Κι είχε δίκιο, γιατί με το που τα μαζεύουμε και φεύγουμε και παίρνουμε την κατηφόρα να κατεβούμε, το τζιπ ανέβαινε. Κάποιος μάς είχε καρφώσει, κανονικά. Τους γλιτώσαμε, φύγαμε.
Πάμε στο ξενοδοχείο, κάνω το εντιτάρισμα, στέλνω τέσσερις-πέντε φωτογραφίες που ‘χα, τις στέλνω στο Λονδίνο. Και λέω: «Θα πέσω να κοιμηθώ, παιδιά, είμαι πτώμα». Αυτό ήταν κατά τις 9μισι το πρωί, 10. Κατά τις 12, ακούω έναν σαματά: «Μπαμ-μπουμ!» «Μπαμ-μπουμ!» Βγαίνω έξω. Αμερικάνοι πεζοναύτες με τα όπλα και σκυλιά. Ξανά θόρυβο, όχι σε μένα όμως, στο απέναντι δωμάτιο. Απέναντι ήταν το CNN, το οποίο εκείνη την ώρα ήταν ο δημοσιογράφος στο μπαλκόνι κι έκανε live και χτυπάν την πόρτα του. Δεν ανοίγει, γιατί ήταν ζωντανός.
Βγαίνω εγώ έξω και βλέπω καταρχήν έναν ξαπλωμένο αριστερά κάτω με το πολυβόλο, να σημαδεύει την πόρτα. Λέω: «Ρε παιδιά, ηρεμήστε ρε, το CNN είναι απέναντι». Σου λέω, είχε στήσει το πολυβόλο με τον δίποδα κάτω κι ήτανε πέντε-έξι μέτρα πίσω κι έβλεπε την πόρτα μπροστά κι ήταν οι άλλοι με τους υποκόπανους και βαράγανε. «Πρέπει να φύγετε», λέει, «οι τρεις όροφοι είναι ιδιοκτησία της Αμερικάνικης Κυβέρνησης». Και ξαφνικά βλέπω τον Άντελ -το θυμάμαι το όνομά του, Άντελ- τον καμεραμάν, να ανοίγει. Προσπαθούν να μπουν μέσα, αυτός τον βλέπει τον άλλον ζωντανό πίσω να δουλεύει κι η κάμερα ανοιχτή. Και να κρατάει την πόρτα ο Άντελ και να πηγαίνει η πόρτα μία μέσα, μία έξω, μία μέσα, μία έξω, για να μην μπούνε μέχρι να τελειώσει το ζωντανό. Λέω: «Τώρα τη βάψαμε». Πλήρη απαγόρευση να πλησιάσει το καράβι οποιοσδήποτε.
Με το που κατεβαίνουμε κάτω, έρχεται και μας πλησιάζει ένας τύπος και συστήνεται με κάτι σπαστά αγγλικά, λέει: «Είμαι απ’ το Υπουργείο Τύπου της Κυβέρνησης κι έχω οριστεί να 'μαι ο συνοδός σας», ο minder, που λέμε. Ο minder είναι και καλός και κακός, δηλαδή μπορεί να σε πάει εκεί που θέλεις και μπορεί να μη σε πάει εκεί που θέλεις, γιατί έχει τέτοια εντολή. «Ωχ», λέω, «μπλέξαμε τώρα, άντε να πας στο καράβι με minder κιόλας». Κάποια στιγμή, τον βλέπω μασούσε, είχε μία μπάλα στο στόμα.
Αυτό είναι «κατ», το «κατ» είναι ένα ναρκωτικό που χρησιμοποιούν εκεί. Του λέω: «Κατ», λέω, «μασάς;» Λέει: «Ναι». Του λέω: «Ακριβό είναι;» «Ε ναι, ακριβούτσικο, ακριβούτσικο». Του δίνω εκατό δολάρια, έτσι, λέω: «Αυτά για να πάρεις κατ». Χαρά! Από εκεί και πέρα, άλλαξε το προσωπείο του όλο. Έγινε φιλικός.
Και το πάω σιγά σιγά, λέω: «Κοίταξε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να βρεθούμε κοντά στο καράβι, να το φωτογραφήσουμε για να λήξει αυτή ιστορία και μετά θα φύγουμε. Εγώ δεν έχω σκοπό να κάνω... Εγώ έχω, με περιμένει», λέω, «το Ασιατικό Κύπελλο από ‘κει». Άλλοι δημοσιογράφοι δεν έχουν έρθει στη χώρα, ξένοι. Δεν υπάρχουν πτήσεις, είπαμε. Λοιπόν, τον ψήνω από εδώ, τον ψήνω από εκεί, μου λέει: «Καλά», λέει, «πάμε».
Μπαίνουμε μέσα στο ταξί, φτάνουμε σε μία πόρτα, σιδερένια πόρτα. «Ντουκ-ντουκ-ντουκ», χτυπάει αυτός. Ανοίγει το πορτάκι, μιλάει εκεί τι λέει και τα λοιπά, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει και τ’ αυτοκίνητο μέσα. Βλέπω απέναντι το USS Cole, απέναντί μου.
Σαν να ποζάριζε σε στούντιο ήτανε. Καλύτερη θέση δεν μπορούσε να βρει. Πάω, στρώνομαι εκεί, ανοίγω, βάζω το δορυφορικό τηλέφωνο, laptop τώρα, τη μηχανή, όλα με ένα καλώδιο online συνδεδεμένα, τραβούσα εγώ και πηγαίνανε στο κομπιούτερ κατευθείαν. Ακούω κάτι φωνές στα αριστερά και βλέπω τον δικό μου, αυτόν τον minder που λένε, να λογοφέρνει με κάτι λιμενικούς με άσπρα ρούχα, οι οποίοι ήρθαν να με συλλάβουν, είχαν εντολή να με συλλάβουν κι αυτός είχε μπει στη μέση: «Δεν μπορείτε να τους συλλάβετε, κρατικός αυτός είμαι, εγώ έχω την ευθύνη για αυτόνα». Κι όσο εκείνοι μαλώνανε, εγώ τα μάζευα. Μαζεύω, τα πετάω μέσα στο ταξί, φεύγα!
Πάω στο ξενοδοχείο, αρχίζω εντιτάρω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω… τρελάθηκαν αυτοί εκεί στην Αμερική. Τελειώνω. «That’s all, δεν έχει τίποτα άλλο σήμερα, μετά έχει φυλακή», του λέω. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Φεύγω;» «Φεύγεις».
Αυτοί είχαν, το υλικό που θέλαν το είχαν. Ήτανε ένα αυτό που λέμε… δε μου αρέσει βέβαια εμένα αυτός ο όρος «παγκόσμια αποκλειστικότητα» και τα λοιπά, ήταν όμως!
Ο φόβος υπάρχει κι είναι κι ο μεγαλύτερος προστάτης σου όταν είσαι σε εμπόλεμη, πλέον, ζώνη. Εκεί ο φόβος, αν δεν τον έχεις, είσαι ήδη νεκρός. Ο φόβος είναι αυτός που καθορίζει την κόκκινη γραμμή σου. Αν δεν τον έχεις, άλλαξε δουλειά. Η αποστολή σου είναι να πας κάπου, είτε εύκολη αποστολή είτε δύσκολη, και να φέρεις πίσω την είδηση. Αν είναι να γίνεις εσύ είδηση, έχεις αποτύχει.