Είναι οδυνηρές όλες οι φάσεις αυτής της ημέρας. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Η χειρότερη όλων, είναι της εκτέλεσης. Η θέα εκείνη των εξακοσίων σχεδόν σκοτωμένων ανθρώπων. Και μέσα εκεί να ’ναι ο πατέρας, ο αδελφός σου, ο άλλος αδελφός σου, ο τρίτος αδελφός σου... Τραγικές εικόνες, ασύλληπτες, είναι συνταρακτικές.
Εγώ γεννήθηκα στο τέλος του 1930. Η οικογένειά μας ήταν ο πατέρας μου… ο πατέρας μου, η μάνα μου και τέσσερα αδέρφια. Ο μεγαλύτερος ήμουνα εγώ. Φτάνοντας στο 1940, που ξεκίνησε ο πόλεμος, δεν ήταν η Ελλάδα υπό κατοχή κι εξακολουθούσε να ’ρχόνταν ο Τύπος, να λειτουργεί καθημερινά. Έτσι λοιπόν θυμάμαι τις εφημερίδες, που περίμενε κι εναγωνίως ο κόσμος. Η πόλη μας, η κωμόπολή μας λειτουργούσε κανονικότατα, με ηθικό των κατοίκων όχι άριστο, αλλά καλό.
Έτσι λοιπόν, πάμε, μια μέρα ξημερώνει, στο σχολείο, θυμάμαι, πήγαινα στη Β΄ Γυμνασίου. Βλέπουμε Ιταλούς. Η πρώτη φορά που ήρθαν οι Ιταλοί στα Καλάβρυτα. Και νιώσαμε ένα ρίγος, στρατός κατοχής. Έτσι οι Ιταλοί ήρθαν κι εδραιωθήκανε για πολλά χρόνια στα Καλάβρυτα. Στήσαν την πρώτη την καραμπινιερία, το διοικητήριό τους και τη σημαία τους, άρχισε η ιταλική κατοχή.
Εγώ είδα Γερμανούς όταν έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, για να πιάσουν τους Ιταλούς αιχμαλώτους και να τους πάρουν τα όπλα. Ωστόσο όμως, μαθαίναμε ότι είναι ένας άγριος λαός, ότι… ακούγαμε «Γερμανό» στο τέλος και δε θεωρούσαμε ότι ο Γερμανός είναι ένας άνθρωπος, είναι ένας εξωγήινος, που όταν έρθει, θα ’ρθει να μας κατασπαράξει. Ένας Γερμανός! Κάτι το εξωγήινο, κάτι το παρά φύσιν. Άρχισε ο φόβος να είναι έκδηλος, ο φόβος. Και κάθε μέρα που περνούσε, άρχιζε να βαραίνει το κλίμα.
Έτσι λοιπόν, ξημερώνει το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου. Ήταν χειμώνας, ξύπνησα κι εγώ λίγο πρωί και πάω στην κουζίνα να φτιάξω γάλα. Οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα. Το παράθυρό μου έβλεπε προς τα εκεί. Βλέπω λοιπόν –ήτανε η μέρα πολύ μουντή και να ρίχνει λίγο, πολύ ελαφρό χιόνι– βλέπω κάτι σκιές, μέσα από την ομίχλη, περνούσαν οι Γερμανοί. Σε θέση μάχης, προτεταμένα τα όπλα, με την ξιφολόγχη. Σαν σκιές τους εξέλαβα. Δεν πήγε ο νους μου. Μετά κοίταζα, Γερμανοί. Ρίγος! Το απόλυτο δέος, ανατριχίλα. Ένιωσα στις τρίχες μου από το… Φωνάζω τους άλλους. «Γερμανοί!» Εξωγήινοι. Σαν εξωγήινοι, στην κυριολεξία. Φόβος, δε λέει τίποτα. Μία ανατριχίλα.
Έτσι λοιπόν, κατάλαβαν την ανοχύρωτη πόλη, ξημερώνει η μέρα. Ακούμε τις καμπάνες να χτυπούν δαιμονιωδώς. Καταλάβαμε. Τι άλλο να συμβαίνει; Για καλό, αποκλείεται. Διαταγή λοιπόν, από στόμα σε στόμα: «Οι Γερμανοί είπαν: “Όλοι στο δημοτικό σχολείο, ανεξαρτήτου φύλου κι ηλικίας, εντός μιας ώρας. Εάν σε μία ώρα… Όποιος βρεθεί εκτός σχολείου ντουφεκίζεται”». Κι οι Γερμανοί γνωρίζαμε ότι ήταν απόλυτοι. Το λέγαν, το κάναν και το πιστεύαν. Έξαλλος λοιπόν ο κόσμος, να ξυπνήσει τα παιδιά του.
Ξεκινάμε κι εμείς για το σχολείο. Όλοι είχαν ξεκινήσει, αλλά ήταν τέτοια η ομίχλη, που δε βλέπαμε μπροστά μας. μια οχλαγωγία ακούσαμε και τίποτα… δε βλέπαμε μπροστά μας. Φτάνουμε στο σχολείο. Στην πόρτα λοιπόν είχανε… ήταν δύο Γερμανοί αξιωματικοί, που για να φτάσεις στις αίθουσες έπρεπε να περάσεις ανάμεσά τους.
Εμείς λοιπόν, τέσσερα παιδιά, ο πατέρας μου κι η μάνα μας, φτάνουμε στους Γερμανούς. Ο εξ αριστερών Γερμανός έκανε την εκτίμησή του, παίρνει τον πατέρα μου ασυζητητί, σαράντα τέσσερο χρονών τότε, τον οδηγεί εις τις αίθουσες των μελλοθανάτων. Βέβαια, κανείς δεν τον ήξερε, δεν ήξερε ότι εκεί σημαίνει «θάνατος». Ο Γερμανός ήξερε, τον πήγε στην αίθουσα για να τον σκοτώσει.
Τη δε μάνα μου με τα τρία μικρότερα αδέρφια μου, δεξιά. Εμένα με κρατήσανε. Δεν είχε βγει η απόφασή μου. Η μάνα μου προχώρησε λίγο, ωστόσο στάθηκε να δει τι γίνεται μ’ εμένα. Εμένα ο εκ δεξιών, τον προβλημάτισα προφανώς, δεν ξέρω γιατί, δεν είχε αποφασίσει τι να κάνει. Που η απόφαση, δε χρειαζόταν να πα’ να δυσκολευτεί, έβγαινε εύκολα. Ούτε μας ζητάν και ταυτότητες, «πόσο χρονών είσαι», όσο σ’ εκτιμούσε το μάτι εκεινού είσαι, «όσο θέλω εγώ, είσαι». Με κοίταξε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν ξέρω τι απόφαση έβγαλε, πώς δούλεψε το μυαλό του, με πιάνει, φορούσα μια μπλούζα τότε μάλλινη, ήταν χειμώνας, με πιάνει από δω και με πετάει απάνω. Και μ’ αφήνει και σκάω στα σκαλοπάτια κάτω. Και με σπρώχνει στη συνέχεια προς τη μάνα μου, που με περίμενε με τ’ άλλα τα αδέρφια μου.
Αυτός ήξερε τι έκανε εκείνη την… Εγώ είχα άγνοια ότι η ζωή μου ήταν πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Στην απόφαση, τι απόφαση θα ’παιρνε; Πού θα μ’ έστελνε; Βρέθηκε σε αγωνία κι εκείνος. Κι εντέλει, με σπρώχνει στη μάνα μου.
Ανοίγει η πόρτα, τρυπώσαμε έτσι, κακώς κακήν μέσα, ξανακλείνει η πόρτα από τον όγκο των ανθρώπων. Και μείναμε, θυμάμαι, με το ένα πόδι, δε χώραγε το άλλο πόδι. Σαν τον πελαργό, αιωρούμενοι. Δε χωράγαμε να πατήσουμε το δεύτερο πόδι.
Μέσα εκεί, καταλαβαίνεις ότι εκτυλίχτηκαν σκηνές απερίγραπτες. Ο πανικός διάχυτος κι εξελισσόμενος προς το χειρότερο, διαρκώς. Ο ένας αναζήταγε τώρα… χάσαμε το ηθικό, χάσαμε το κουράγιο, κι ο ένας να κοιτάει στα μάτια τον άλλον να αντλήσει κάποια κουβέντα, ότι, ξέρω ’γω, «μη φοβάσαι», «μη...» να αντλήσει κάποιο θάρρος. Αρχίσαν να ξεσπάνε κλάματα, προσευχές. Ο θρήνος μέσα εκεί χειροτέρευε.
Τότε άρχισαν να καίνε και την πόλη, είχαν αρχίσει από τα ακρινά της σημεία. Κι η φωτιά όλο πλησίαζε στο σχολείο. Όταν φτάσαν στα κοντινά σπίτια, άρχιζε πια ο καπνός να μας επηρεάζει στην αναπνοή.
Βγαίνω έξω. Κατεβαίνω τις σκάλες, για να βγω απ’ την κεντρική πόρτα, να φύγω. Ήμουνα τόσο μεθυσμένος από φόβο, που δεν έβλεπα την πόρτα τη σιδερένια της εξωτερικής εισόδου. Και γύρναγα γύρω-γύρω. Έκλαιγα. Κι είχα, θυμάμαι, είχα ακούσει ότι όταν παραδίνεσαι, σηκώνεις τα χέρια πάνω. Κι έκλαιγα με υψωμένα χέρια, μη φοβηθούν οι Γερμανοί. Σηκώνοντας τα χέρια, κλαίγοντας. Το βλέπω μπροστά μου.
Βρίσκω εγώ κάποια στιγμή την πόρτα της εξόδου, που ήταν διάπλατα ανοιχτή, δε με εμπόδισε κανείς. Βγαίνω από τις πόρτες και το πρώτο που είδα, βλέπω τον ήλιο κόκκινο. Ο ήλιος κοκκινίζει, είναι φυσικό να κοκκινίζει από πίσω απ’ τους καπνούς. Εγώ δεν το ήξερα αυτό. Και τότε: «Α, Παναγία μου, πού βρίσκομαι; Πεθαμένος είμαι και…» Δεν ήξερα πού βρίσκομαι, έχασα πια τα πάντα.
Έτσι λοιπόν βγαίνω, περνάω την αλάνα, περνάω το λαγκάδι και κατευθυνόμουνα προς το βουνό, αλλόφρων να φύγω, απ’ τον φόβο μου, να μη με σκοτώσουνε, δεκατριών χρονών. Έτρεμα. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί ο θάνατος με τα δεκατρία χρόνια. Το… να φύγω, να φύγω, μια τάση φυγής, να φύγω, δεν άντεχα να τον βλέπω, δεν άντεχα. Δε σκέφτηκα ούτε οικογένεια, ούτε μάνα, ούτε πατέρα, δεν ξέρω, έτσι ένιωθα.
Προχωρώ. Σαν τον λαγό χτύπαγε η καρδιά μου. Κι όπως πέρναγα απ’ τα δρομάκια τα οποία θα με κατευθύναν στο βουνό, σε μια στροφή, οι Γερμανοί. Στα δυο μέτρα. Τι να πω, φοβήθηκα; Δεν το περιγράφω καλύτερα, γιατί θα αδικήσω την κατάσταση. Λέω, σκέφτηκα, να φύγω; Θα με πυροβολούσαν, σίγουρα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κοπήκαν τα πόδια. Ούτε νους λειτουργούσε, ούτε καρδιά. Αυτοί προχωρούσανε και βρίσκομαι στην… περάσαν από δω κι από κει, δε χωράγαμε. Πέρασα εγώ από τη μέση τους. Αδιαφορήσαν. Ποσώς. Ούτε καν. Ωστόσο, εγώ περνώντας, λέω: «Τι έγινε τώρα; Νεκρός είμαι; Θαύμα έγινε;» Περίμενα να, να ακούσω μπιστολιά. Ένιωθα τα συναισθήματα του θανάτου πια. Και γύρναγα να δω κάποιον να με σημαδεύει. Ούτε ενδιαφέρθηκαν καθόλου.
Φτάνω, λοιπόν, εκεί πάνω στο βουνό, κι απ’ το βουνό εκεί βλέπω κάτου, στον δρόμο πάλι τα Καλάβρυτα. Είχαν ήδη συνταχθεί οι Γερμανοί κι οι πρώτοι ημιονηγοί περνούσαν τον δρόμο να πάνε στο χωριό Βισοκά, είχαν τελειώσει από δω. Εβγήκανε λοιπόν οι γυναίκες απ’ το σχολείο κι έτσι μαθεύτηκε το τραγικό μαντάτο, όπου οι γυναίκες κατευθύνοντο προς την εκτέλεση.
Πήγαν οι γυναίκες… φανταστείτε τη γενναιότητα να πας να δεις πεντακόσιους σκοτωμένους. Πώς να το ατενίσεις αυτό; Ποιος έχει τη δύναμη; Τώρα το ακούτε εσείς… για να το δεις! Έναν σκοτωμένον βλέπεις και σε πιάνει λαχτάρα, πού βρήκαν αυτό το κουράγιο; Και μες στους σκοτωμένους να είναι ο άντρας σου, τα παιδιά σου. Η αγωνία σου. Πότε; Είναι σκοτωμένος; Δεν είναι;
Το απόγευμα, αφού ηρέμησα κι εγώ, λέω: «Τι να κάνω τώρα;» Από το βουνό. Είδα τους Γερμανούς ότι φεύγανε. Λέω, δεν πάω να βρω τη μάνα μου και τα παιδιά τα άλλα πού είναι; Πάω λοιπόν, ψάχνοντας, και φτάνω στο νεκροταφείο. Ήρθα σε επαφή με τα αδέρφια μου κι είδα το κουβάλημα στις κουβέρτες. Άρχισε να βραδιάζει. Σε κάποια στιγμή, έρχεται κι η μάνα μας, κουβάλησαν με τη θεια μου και τον πατέρα μου και τον αδερφό του κι αρχίσανε να σκάβουνε. Με βλέπει κι η μάνα μου, εχάρηκε, τρόπος του λέγειν. Τέλος πάντων, τους θάψαν, πώς τους θάψαν, με την προοπτική ότι την άλλη μέρα… μην τους φαν τα σκυλιά.
Βράδυ, σκοτάδι, εν μέσω… Στον δρόμο δε, που ακολουθούσαμε να βρεθούμε στα σπίτια μας, πέφταν τα χαλάσματα μπροστά μας, να καίγεται ακόμα, ήτανε σε δράση η φωτιά. Βρεθήκαμε κάποτε στη γειτονιά μας. Τα παιδιά να θέλουν γάλα, να νυστάζουνε, να τρέμουνε, να τους πονάει η κοιλιά τους: «Με πονάει η κοιλιά μου…» Κι αρχίσαν να ψάχνουν να βρούνε ρούχα για να στρώσουνε, να κοιμηθούμε εμείς τα παιδιά. Όσο για το κλάμα, δεν κλαίγανε. Να μη δείξουν… Είχανε το κουράγιο και κρατήθηκαν όλες να μη μεταφέρουν αυτή την εικόνα σ’ εμάς τα παιδιά.
Σε μια στιγμή, η μάνα μου τότε ακούω, με ξυπνήσανε τα αναφιλητά. Έκλαιγε, όπως κι όλες, κι οι λυγμοί, το στήθος να πάλλεται. Έξω σκοτάδι. Νεκροταφείο. Βαθύ σκοτάδι. Ό,τι κινείτο, όλα τα βλέπαμε φαντάσματα. Αγριοπούλια να ουρλιάζουν. Νυχτοπούλια, σκύλοι. Δεν τολμούσε κανείς να βγει έξω από το σπίτι. Ό,τι ακούγαμε, στο θρόισμα του φύλλου, στο θρόισμα… «Γερμανοί!» «Γερμανοί!» Τρέμαμε, τρέμαμε. Κι όταν λέμε, όπως προείπα, «Γερμανοί», ο Χάρος ο ίδιος, ο Χάρος ερχότανε. Και χειρότερο από Χάρο τούς βλέπαμε.
Κοίταξε να δεις, στο βάθος πώς νιώθουμε; Το αβγό του φιδιού, της οχιάς, όταν τα φίδια γεννάνε αβγά. Το αβγό της οχιάς, τι μπορεί να βγάλει; Τι μπορεί να βγάλει ένα αβγό της οχιάς; Οχιά. Εμείς αυτό το ’χουμε σκεπάσει. Κι εστιαζόμαστε εις τους Γερμανούς του Ράιχ. Εσύ τι θα αισθανόσουν όταν σου σκοτώνουν τον πατέρα; Όταν σου σκοτώνουν τον αδερφό, τον άλλον αδερφό, όταν σου καίγαν το σπίτι, όταν σου καίγαν το μαγαζί, όταν η μάνα σου γινόταν χήρα, όταν σου στιγματίζαν τη ζωή, όταν σε κάναν ορφανό, σε κάναν δυστυχή, τι μπορεί να νιώθεις; Τι μπορεί να νιώθεις;
Ακούω εγώ τώρα που ’ρχόνται. Έχει ο γιος μου και πάω και πολλές φορές δω στο μαγαζί του κι έρχονται Γερμανοί τουρίστες. «Νο» εε… «νάιν». Αυτό με μαχαιρώνει, μου τα φέρνει, μου τα φέρνει στο στόμα όλα. «Νάιν». «Καπούτ». «Καπούτ». «Παπίαρ», την ταυτότητα. Τρεις λέξεις λέγανε, δε λέγαν, τίποτα άλλο. Αυτή ήτανε να, η απόδοσίς τους να σκοτώσουν, το θεωρούσαν, αυτή είναι η αποστολή μας. Αυτοί ήσαντε οι Γερμανοί. Κτήνη. Θες το παγερό τους κλίμα; Θέλεις η αγωγή τους; Είναι σκληροί ανθρώποι. Δεν τους έχουμε, δεν τους αγαπάμε.
Έμεινε χήρα η μάνα μου, στερήθηκε, δεν είδε τη χαρά. Της τα στέρησε. Με ποιο δικαίωμα της στερείς; Μια ζωή έχουμε να χαρούμε, δε θα ζήσει κι άλλη μια να τα απολαύει, τίποτα απ’ τη ζωή. Θάνατο, κλάμα, δυστυχία και πόνο. Δε χάρηκε. Δε χάρηκε, όχι, δεν, όλο… Αυτά που λέω δεν ισχύουνε για τη μάνα μου και για μας, ισχύουνε για τα Καλάβρυτα όλα.