Τριάντα πέντε χρόνια έπαιξα διαιτητής, οπότε οι εμπειρίες μου μέσα από τα γήπεδα και τις συναναστροφές μου με το περιβάλλον του γηπέδου είναι πολλές. Και να ξεκινήσω πρώτα από τους φιλάθλους: Είναι μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι το επίπεδο μόρφωσης τους είναι διαφορετικό. Έχουμε ανθρώπους με χαμηλό επίπεδο, με υψηλότερο και με υψηλότατο. Βέβαια, κατεξοχήν η πλειονότητα είναι με χαμηλό επίπεδο. Το ίδιο συμβαίνει με τους παράγοντες. Όμως, η συμπεριφορά στο γήπεδο ολονών περίπου, είναι ίδια. Γίνονται μία μάζα. Δηλαδή, μία μάζα ανθρώπων η οποία ξεχνάει τι είναι έξω από το γήπεδο. Ξεχνάει την οικογένειά του, ξεχνάει τα προβλήματά του.
Σε μία περιοχή των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, παίζαν δύο ομάδες, πολύ γειτονικές ομάδες κι οι οποίες, βέβαια, όταν υπάρχουν γειτονικές ομάδες, όπως συμβαίνει και στις μεγάλες κατηγορίες, υπάρχει και μία αντιπαλότητα μεταξύ των ποδοσφαιριστών, των παραγόντων και των φιλάθλων. Οι άνθρωποι οι οποίοι ορίζαν εκεί τους διαιτητές, ορίζαν διαιτητές οι οποίοι μπορούσαν να διαχειριστούνε και τις δύο ομάδες. Είχα κάνει δάσκαλος εκεί πέρα, οπότε με ξέρανε, ότι ό,τι και να γίνει, θα σεβαστούν λίγο ότι αυτός πέρασε από δώ, από τον χώρο αυτόν κι ήτανε δάσκαλος. Με αποτέλεσμα να οριστώ σε έναν αγώνα αρκετά δύσκολο.
Είχε ένα αγωνιστικό ενδιαφέρον και βαθμολογικό ενδιαφέρον. Και βέβαια πήγαμε πάρα πολύ χαρούμενοι. Μας υποδέχτηκαν οι δύο ομάδες. Ιδιαίτερης, ας πούμε, χροιάς ομάδες. Ήταν γύρω στα πεντακόσια άτομα στο γήπεδο. Για ομάδες της Β κατηγορίας, ήταν πολλά άτομα. Μας ευχήθηκαν να πάνε όλα καλά, ήταν αγκαλιασμένοι οι παράγοντες των δύο ομάδων κι οι παίκτες των δύο ομάδων, οπότε κι εμείς πιστέψαμε ότι εδώ σήμερα θα έχουμε ένα πολύ καλό απόγευμα.
Στο πρώτο ημίχρονο, όλα κυλούσαν πάρα πολύ καλά. Υπήρχε, βέβαια, ένταση στο γήπεδο, αλλά όλα λυνότανε με το χαμόγελο, με το χτύπημα στην πλάτη και τα λοιπά. Σε μία στιγμή, περίπου ήτανε στο 30 λεπτό του αγώνα, όπου είχαμε ένα πολύ σκληρό μαρκάρισμα από έναν ποδοσφαιριστή. Χτύπησε πάρα πολύ άσχημα, κλωτσιά, έναν αντίπαλο.
Βέβαια, εκ των πραγμάτων, εγώ ως διαιτητής έπρεπε να αποβάλω τον παίκτη, ο οποίος χτύπησε την κλωτσιά. Και ξαφνικά, βλέπω να σηκώνεται ο παίκτης, ο οποίος δέχτηκε το χτύπημα, να αγκαλιάζει εμένα και τον παίκτη που τον χτύπησε και να λέει: «Είμαστε αδέρφια!» Ότι: «Σε παρακαλώ πολύ, κύριε διαιτητά, είμαστε αδέρφια! Εμείς το βράδυ θα βρεθούμε μαζί με τη μάνα μας, με τον πατέρα μας. Βλέπεις, να, εγώ την έφαγα την κλωτσιά, αλλά δε θέλω στο σπίτι να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, γιατί αν αποβληθεί, θα τιμωρηθεί. Θα μας οδηγήσει και στο σπίτι σε ρήξη, γιατί κι ο πατέρας μου είναι και λίγο οξύθυμος, θα θυμώσει: “Γιατί τον χτύπησες”».
Δεν την είχα βγάλει την κάρτα. Γιατί αν είχε βγει η κάρτα κι είχε φανεί στον κόσμο, δεν μπορούσες να τη γυρίσεις πίσω. Την είχα στο χέρι. Πραγματικά, έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει, να κάνει και δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Μου ζήτησαν κιόλας να αγκαλιαστούμε, λέει, να μας δει κι ο κόσμος. Αγκαλιάστηκαν, βέβαια, φιληθήκανε. Αγκαλιάσαν κι εμένα και γίναμε ενα τριο. Με αποτέλεσμα εκεί να τη βγάλουμε με μία κίτρινη κάρτα και να τελειώσει το πρώτο ημίχρονο.
Στα αποδυτήρια που πήγαμε, όλα καλά. Και μάλιστα μας ζητήσαν να μας φέρουν και να πιούμε και νερά, γιατί διψούσαμε, και μαζί με τα νερά, μας βάλανε και στα μπουκάλια μέσα να πιούμε και λίγο τσιπουράκι! Όταν το πήραμε είδηση, βέβαια, δεν το ήπιαμε, αλλά θέλανε έτσι να μας ευχαριστήσουν, για αυτό που συνέβη.
Μπαίνουμε χωρίς να αντιληφθούμε ότι θα προκύψει. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Ήταν γύρω στα πεντακόσια άτομα. Πολύ… πολλά άτομα για έναν ερασιτεχνικό αγώνα, με μία κερκίδα έντονη, με κασκόλ, με ταμπούρλα, χτυπούσαν ταμπούρλα, με τραγούδια, με τρομπέτες, με όργανα στο ημίχρονο να χορεύουνε…
Και φτάσαμε τώρα περίπου στο 70 λεπτό απ΄ό,τι θυμάμαι και κάνει μία επίθεση, είναι η ομάδα από την οποία δεν απέβαλα τον παίκτη. Φεύγει ένας παίκτης της αντίπαλης ομάδας, πηγαίνει τον τραβάει μία κλώτσα έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή, δεν τον πετυχαίνει. Εγώ, όπως πάντα, είχα την υποχρέωση να αφήσω να συνεχιστεί για να βάλει γκολ. Γιατί θα τον αδικούσα, αφού μπαίνει για να βάλει γκολ. Πάει δεύτερο από πίσω και τον ρίχνει ακόμα μία και τον στρώνει κάτω!
Μου λέει: «Κύριε διαιτητά, είναι κόκκινη», ο ίδιος μου λέει, «τώρα θα με βγάλεις». Σεβάστηκε, δηλαδή, αυτό που εγώ εκτίμησα στην πρώτη περίπτωση και το απέδειξε. Πέναλτι και κόκκινη κάρτα. Εδώ, τώρα, δεν τη γλιτώνει. Σφυρίζω το πέναλτι.
Αλλά όμως, οι φίλαθλοι εξαγριώθηκαν. Χωρίς να το περιμένουμε και μάλιστα με κροτίδες, πηδάν τα κάγκελα του γηπέδου και μπαίνουν μέσα. Δεν προλαβαίνει ο βοηθός, δεν προλαβαίνει να φύγει, ήρθε προς το μέρος μας, τον βλέπω τον έχουν χτυπήσει στο χείλι και τον έχουν ματώσει το χείλι. Ο άλλος ο βοηθός έφυγε στα αποδυτήρια, γιατί ήταν κοντά στα αποδυτήρια και καλά έκανε.
Εκείνο που μου ‘μεινε είναι ότι ο παίκτης τον οποίο έκανε τα φαουλ, δεν τον απέβαλα, έρχεται και κάθεται μπροστά μου. Θύμωσαν επειδή θα τον έβγαζα κόκκινη κάρτα και πέναλτι και θα ‘χανε η ομάδα, από ό,τι φαινότανε. Εκεί τον βλέπω τον παίκτη, ήταν και γεροδεμένος, κάθεται εκεί και λέει: «Πρώτα θα δείρετε εμένα και μετά θα δείρετε το διαιτητή!» Γύρω-γύρω ο κόσμος, δεν μπορείς να ελέγξεις το πλήθος. Είχαν πιει και λίγο παραπάνω, ήταν και Κυριακή μετά από «εκκλησία», εντός εισαγωγικών, από ουζερί εννοώ, κι ήταν όλοι μια χαρά!
Μέσα από αυτόν τον συρφετό, ήρθε κι η αστυνομία. Έρχονται οι δύο αστυνομικοί κι αυτός ο παίκτης φώναξε και τον αρχηγό της ομάδας του και λέει: «Εδώ δε θα χτυπήσει κανένας τους διαιτητές! Ό,τι έγινε, έγινε».
Και πήγαμε στα αποδυτήρια. Κλειστήκαμε στα αποδυτήρια για να δούμε τι πρέπει να γίνει και πώς θα το διαχειριστούμε αυτήν την κατάσταση. Γιατί πέφταν και κάτι ξύλα, κάτι ρόδες κομμένες στα αποδυτήρια, στην πόρτα, ουρλιάζανε… Ήτανε και γυναίκες και παιδιά. Ήταν απ’ έξω, γιατί άμα άνοιγες την πόρτα, θα μπούκαραν μέσα, δεν υπάρχει. Έρχεται ο αστυνομικός που ήταν εκεί πέρα, μου είπε κιόλας ότι ήταν η τελευταία του χρονιά που ήταν στην αστυνομία και δεν ήθελε να του τύχει τέτοιο γεγονός. Και μου λέει: «Να φωνάξω μία διμοιρία ΜΑΤ; Αν έρθουν τα ΜΑΤ, τότε θα αναγκαστούν τα ΜΑΤ να τους δείρουνε».
Εγώ, σαν διαιτητής, σαν εκπαιδευτικός γενικά, δε θέλω να πέσει ξύλο. Γιατί είναι μία ομάδα ανθρώπων η οποία αγαπάει το ποδόσφαιρο, το ζούνε, είναι, ας πούμε, το σημείο αναφοράς τους. Ούτε να γίνουν συλλήψεις. Να αρχίσουν να κλαίνε οι μανάδες, τα παιδιά και τα λοιπά. Οπότε λέω ότι: «Θα πρέπει να βρούμε ποιος είναι αυτός που ελέγχει αυτή την ομάδα, αυτούς τους φιλάθλους, ο αρχηγός της θύρας». Ο αρχηγός της θύρας να σηκώσει το χέρι, ηρεμούν τα πράγματα. Αν κάνει κίνηση χεριού «ορμήξτε», ορμώνε. Δηλαδή περιμένουν την κίνηση από τον αρχηγό τους.
Εγώ τύχαινε να ξέρω τον αρχηγό τους. Αυτός ο οποίος τους έκανε, ας πούμε, κουμάντο, ο οποίος εκείνη την μέρα είχα μάθει ότι ήτανε σε μία βάφτιση. Πάντοτε όταν βγαίναμε να παίξουμε, αυτός ήθελε να ξέρει ποιος παίζει διαιτητής. Κι είπε, «Α, ο δάσκαλος; Ο δάσκαλος είναι φίλος μου, δε χρειάζεται να πάω στο γήπεδο, έχω και βάφτιση». «Να φωνάξουμε τον πρόεδρο να μας δώσει το… Πώς μπορούμε να τον εντοπίσουμε;»
Πραγματικά, βγήκε ο αστυνομικός στην πόρτα και λέει: «Τον πρόεδρο της ομάδας», λεει, «να τον φωνάξεις να 'ρθει». «Βεβαίως», λέει. Γιατί κι εκείνος, φοβήθηκε. Δεν ήξερε, σου λέει, τι θα γίνει. Γιατί άμα φύγουν, ξεφύγουν… Γιατί απ' έξω φωνάζανε, αλαλάζανε. Και πρέπει να πήγε με αυτοκίνητο και να τον βρήκε και να τον έφερε απ’ τη βάφτιση. Κι έρχεται ξαφνικά ένας πολύ ωραίος κύριος με τη γραβάτα του, με το κουστουμάκι του, με το λουστρινάκι το παπουτσάκι, το ζελέ, περιποιημένος. Πραγματικά, χτυπάει την πόρτα, λέει: «Δάσκαλε άνοιξε! Ήρθα!».
Μπαίνει μέσα, μου λέει: «Τι έγινε;». Τον εξιστορούμε τα γεγονότα. «Σας πιστεύω», λέει, «μόνο που καθίσατε και δε φύγατε ή να καλέσετε τα ΜΑΤ, για μένα είναι το καλύτερο μάθημα που μπορώ να τους δώσω. Αφήστε με», λέει, «πέντε λεπτά, να βγω έξω, αλλά όμως μια υπόσχεση», μου λέει. «Ότι θα μπείτε και θα παίξετε τον αγώνα. Δε θα φύγετε. Θα πάτε μέσα», μου λέει. «Ξέρω ότι έδωσες ένα πέναλτι. Θα χτυπηθεί το πέναλτι και θέλω να τελειώσει ο αγώνας, γιατί αν δεν τελειώσει ο αγώνας, αφαιρούνται βαθμοί από την ομάδα. Δεν ξέρω κι εγώ πώς θα ελέγξω την ομάδα». Πραγματικά, του λέω: «Εντάξει, θα τον τελειώσουμε τον αγώνα».
Βγήκε έξω για πέντε λεπτά, έχουν ηρεμήσει τα πράγματα. Και βγαίνω προς το κέντρο του γηπέδου. Εγώ, ο αστυνομικός διευθυντής κι ο αρχηγός αυτής της ομάδας. Σε τέσσερα σημεία της κερκίδας, είχε βάλει δικούς του ανθρώπους. Φωνάζει: «Δημήτρη!» Κουνάει το χέρι εκείνος. Δεν ακουγόταν άχνα. Είχαν σταματήσει να χτυπάνε τα ταμπούρλα, οι τρομπέτες, τα καπνογόνα, είχαν σταματήσει τα πάντα. Δεν ήρθε ποτέ η αστυνομία. Ο αστυνομικός διευθυντής αναθάρρυνε κι είπε: «Τέτοια εμπειρία, δεν την έχω ξαναζήσει». Γιατί φοβήθηκε για τη σωματική ακεραιότητα ολονών μας.
Κατεβήκαμε στον αγωνιστικό χώρο. Ο παίκτης ήδη είπε ότι: «Εγώ φεύγω», φεύγει με κόκκινη κάρτα. Χτυπήθηκε το πέναλτι και τελείωσε το ματς. Και στο τέλος του αγώνα, εκείνο που μου ζήτησε ο αρχηγός της ομάδος, είναι να πάμε να χαιρετίσουμε τους φιλάθλους. Εγώ, οι βοηθοί, κι αν θέλουν κι οι αντίπαλοι παίκτες. «Ας χαιρετίσουμε», λέω, «γιατί ό,τι έγινε έγινε. Αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο θα συζητηθεί. Ας δείξουμε ήθος εμείς, για να μην ξαναγίνει αυτό το γεγονός, γιατί είστε δύο διπλανά σωματεία».
Και πραγματικά, πήγαμε κοντά στην κερκίδα. Οι φίλαθλοι μάς χειροκροτήσανε, δε γιουχάρανε, φύγανε ήρεμα. Δηλαδή, μετά είχα γίνει ο άνθρωπος που, όπως και να τους έπαιζα, ό,τι και να έκανα, «Ό,τι πει ο δάσκαλος!».
Κι έτσι τελείωσε μία δύσκολη, ας πούμε, για όλους μας κατάσταση, που μας έδωσε εμπειρίες και τα παιδιά και τους παράγοντες και την αστυνομία, το πώς μπορούμε να διαχειρίζεσαι μία δύσκολη κατάσταση. Ότι δεν είναι μία κατάσταση να διαχειριστείς, να ‘ρθει η αστυνομία και να πέσει το ξύλο. Πολλές φορές τώρα, συνευρίσκομαι με τους διαιτητές και τους κάνω μάθημα: «Θα εκπαιδευτείτε να διαχειρίζεστε καταστάσεις. Θα παίξεις με τα συναισθήματά σου. Θα σου βρίσουν τη μάνα, τον πατέρα, το παιδί σου. Θα πρέπει να διαχειριστείς τον θυμό σου».
Στα τόσα χρόνια, υπάρχουν κάποια χωριά, που οι άνθρωποι εκεί ήταν ακαλλιέργητοι. Μας χτυπούσαν τα αυτοκίνητα με τις γκλίτσες, άμα δεν κερδίζανε. Με εκβιασμούς, για να κερδίσει η ομάδα τους. Ντε και καλά, να κερδίσει η ομάδα. Και πολλές φορές, να έχουμε κυνηγητό με αυτοκίνητο! Δηλαδή, σε περίμεναν πότε θα φύγεις και σε παίρναν από πίσω! Ένας από μπροστά, ένας από πίσω, φρενάριζε, ο άλλος, ερχόταν να σε κολλήσει, για να σε δημιουργήσει πρόβλημα. Αυτά έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Αν γινόταν τότε, μία φορά το μήνα είχαμε τέτοια επεισόδια, τώρα γίνονται μία φορά τον χρόνο. Έχει αλλάξει ο κόσμος. Δεν υπάρχει αστυνομία τώρα στα γήπεδα στα ερασιτεχνικά κι ο κόσμος έχει φύγει από αυτήν τη νοοτροπία: «Ή θα κερδίσω, αλλιώς θα πεθάνεις».