ΣΚΙΕΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
ΣΚΙΕΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
Description
Η ιστορία μπλέκεται με τον τοπικό θρύλο της εποχής των Σταυροφοριών και μια σκοτεινή ιστορία αγάπης δίνει το όνομά της στο γνωστό φαράγγι της Σαμοθράκης.
Tags
Credits
Field Reporter
- Katerina Pistola
Interviewee
- Rodan8h Dhmhtresh
Podcast Producer
- Magia Filippopoulou
Sound Designer
- Iasonas THeofanou
Sound Editor
- Dhmhtrhs Papadakhs
Κάποτε τη Σαμοθράκη την κατέκτησαν Γενουάτες Γατελούζοι. Άρχισαν να χτίζουν οχυρωματικά έργα. Ανάμεσα σ’ αυτά, είναι και το μεγάλο κάστρο που υπάρχει κι είναι στις όχθες του μεγάλου ποταμού, στην ακροθαλασσιά επάνω.
Μία μέρα, εμφανίζεται ένας Γενουάτης υψηλόβαθμος αξιωματικός του ναυτικού, με πάρα πολύ μεγάλη περιουσία. Την είχε κάνει στις σταυροφορίες, μαζεύοντας λάφυρα. Γύρεψε να αγοράσει γη κι αγόρασε μία πολύ μεγάλη έκταση, όλη την έκταση γύρω από το ποτάμι. Αμπελώνες, ελαιώνες, περβόλια, όλα, όλα, όλα δικά του. Οι άνθρωποι που ήταν στη δούλεψή του κι οι άνθρωποι των γύρω περιοχών τον αποκαλούσαν «άρχοντα» και πάρα πολλοί, «βασιλιά».
Στον άρχοντα, λοιπόν, στον βασιλιά, άρεσε πάρα πολύ να κάνει βόλτες στη φύση. Κάθε πρωί, έπαιρνε το μονοπάτι πάνω από το ποτάμι και κατευθυνόταν προς τα Θέρμα. Απολάμβανε το τοπίο, αναβλύζανε νερά. Καυτά, θειούχα νερά.
Μία μέρα, άνοιξη ήταν, πήρε πάλι το μονοπάτι κι εκεί που περπατούσε, ακούει φωνές, γέλια. Γυρίζει και βλέπει κοπέλες του χωριού να παίζουν και να πλατσουρίζουν με τα νερά των πηγών. Η καρδιά του σκίρτησε. Ανάμεσά τους έβλεπε μία κοπέλα, λες κι ήτανε η θεά η Αφροδίτη που κατέβηκε στη γη.
Όταν γύρισε, φρόντισε να μάθει ποιανού κόρη είναι. Και μόλις έμαθε, δεν έχασε χρόνο. Πάει στα Θερμά και τη ζητάει από τον πατέρα της. Κι εκείνος, βέβαια, δέχτηκε. Ήρθε τώρα ο βασιλιάς, ο άρχοντας, να ζητήσει την κόρη και δε θα τη δώσει; Δεν υπήρχε περίπτωση! Και βέβαια «ναι».
Μόλις το έμαθε η κόρη ότι ο πατέρας την έδωσε στον άρχοντα, μαράζωσε, γιατί την καρδιά της την είχε δοσμένη αλλού. Την είχε στον Αντρειωμένο. Ένα παλικάρι δυο μέτρα, λεβέντης, έβοσκε τα πρόβατα στα πιο ψηλά σημεία του βουνού. Ήταν τόσο ψηλά, που την περιοχή αυτή τη λέγαν Μαύρη Νύχτα. Κι εκεί περνούσε τον περισσότερο καιρό, με τα κοπάδια του. Ζούσε μέσα σε μία σπηλιά, τη σπηλιά του Αντρειωμένου.
Η κοπέλα θέλησε-δε θέλησε --τότε ήτανε διαταγή ο λόγος του πατέρα-- παντρεύτηκε τον άρχοντα. Και φρόντισε να είναι και καλή σύζυγος, να γίνει και καλή μητέρα. Του χάρισε δύο παιδιά. Κι ο άρχοντας, βέβαια, τη λάτρευε και την είχε στα «ώπα-ώπα». Ο Αντρειωμένος, από την άλλη, το πήρε απόφαση ότι της μοίρας γραμμένο ήταν και προσπάθησε να το κρύψει και να το φωλιάσει μέσα στην καρδιά του.
Στο τέλος του καλοκαιριού, κατέβαινε στα πεδινά και τότε ήταν που πήγαινε το κοπάδι και το πότιζε στο ποτάμι. Μία μέρα, όταν ήρθε η ώρα να τα μαζέψει, τα μέτρησε, είδε ότι του έλειπε ένα. Άρχισε να το ψάχνει, να το φωνάζει με το όνομά του κι ούτε που κατάλαβε πώς έφτασε στον Πύργο.
Ακούει μουσική, λες και τα νερά, τα δέντρα, τραγουδούσαν με ανθρώπινη φωνή. Στράφηκε προς τα εκεί που ερχόταν η φωνή και την είδε. Την είδε ψηλά στο παραθύρι να κάθεται και να αγναντεύει το πέλαγο και να τραγουδά. Κι εκείνη τον είδε.
Κανένας από τους δύο δε φοβήθηκε. Κοιτάχτηκαν και με τα μάτια σιωπηλά, δώσαν καινούργια υπόσχεση. Κι όταν ο αφέντης έλειπε για κυνήγι, εκείνος πήγαινε και τη συναντούσε. Κι αντί με τον καιρό η αγάπη τους να καταλαγιάζει, όλο και φούντωνε.
Έλα, όμως που ο αφέντης μία μέρα γύρισε νωρίτερα και τους αντίκρισε μαζί!
Όρμηξε πάνω του να τον σκοτώσει! Εκείνος πρόλαβε, ξέφυγε, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει δυτικά του ποταμού κι έπεσε μέσα. Αλλά την ώρα που πάτησε το πόδι του στην απέναντι όχθη, τον βρήκε βέλος. Έστειλε τους φύλακες να ψάξουν, δεν τον βρήκαν. Ο Αντρειωμένος κατάφερε να συρθεί μέχρι πάνω στη σπηλιά και ξεψύχησε.
Η κοπέλα κλείστηκε στο δωμάτιό της. Θέλεις από ντροπή; Θέλεις από μαράζι; Θέλεις κι από τα δύο; Δεν ήθελε άνθρωπο να δει. Κι όταν έμαθε ότι ο Αντρειωμένος πέθανε, δίχως δεύτερη σκέψη, άνοιξε το δυτικό παράθυρο, από κει που έφυγε ο Αντρειωμένος, κι έπεσε μέσα στο ποτάμι και πνίγηκε.
Τρελάθηκε ο άρχοντας! Σάλεψε ο νους του. Δεν μπορούσε να πιστέψει όλο αυτό που γινόταν. Και τότε άρχισε να παραλογίζεται και να σκέφτεται: «Βρε μπας και τα παιδιά δεν είναι δικά μου κι είναι αυτουνού;» Κι ένα κρύο βράδυ του χειμώνα, ανοίγει το ίδιο παράθυρο, βουτάει τα παιδιά του και τα ρίχνει στα μανιασμένα νερά του ποταμού. Και χάθηκαν για πάντα.
Όλοι είχανε να λένε και να μιλάνε για αυτά τα θανατερά. Τον ποταμό από τότε ξέχασαν πώς τον λένε και τον λένε τώρα «το Φαράγγι του Φονιά». Λένε ότι το πρόβατο του αντρειωμένου, το βρήκανε. Το βρήκανε στην ακροθαλασσιά, να γλύφει από τα βότσαλα την αλμύρα για να ξεδιψάσει. Από τότε, λένε, τα κατσίκια και τα πρόβατα της Σαμοθράκης κατεβαίνουνε μες στη θάλασσα και τα βλέπουμε στη θάλασσα να πίνουνε νερό. Λένε, βέβαια, κι ότι πάνω εκεί στη σπηλιά του Αντρειωμένου, υπάρχει μία πέτρα, σαν βότσαλο μεγάλο, και στη μέση υπάρχει ένα κόκκινο σημάδι. Λένε ότι είναι το αίμα του Αντρειωμένου, που στάθηκε εκεί κι έμεινε και πάγωσε.