Γεννήθηκα στην Πολιτσάν Αλβανίας. Είναι μία μικρή πόλη, 18 χιλιάδες κατοίκους τότε. Στην πόλη βρίσκεται το μεγαλύτερο εργοστάσιο στρατιωτικό, με το κομμουνιστικό σύστημα. Υπήρχε αυτό το εργοστάσιο και παράγει όπλα και οι γονείς μου δούλευαν σε εκείνο το εργοστάσιο χρόνια.
Ήταν και καλά, είχε και άσχημα πράγματα. Παιδεία, υγεία ήταν δωρεάν. Είχαμε ασφάλεια, απλώς δεν είχαμε πολυτελεία. Για να ψωνίζεις στο σούπερ μάρκετ δεν ψώνιζες ελεύθερα. Δεν υπήρχε επάρκεια σε προϊόντα. Για να πας για ψώνια το κράτος έδινε μερικά κουπόνια, και βάσει πόσα άτομα είστε στο σπίτι, τόσα κουπόνια είχες και άμα ήθελες να πάρεις κάτι παραπάνω δεν μπορούσες να πάρεις.
Μία οικογένεια πέντε ατόμων, είχε το δικαίωμα να πάρει 2 κιλά ζάχαρη για όλο τον μήνα ή δύο κιλά κρέας όλο τον μήνα. Αλλά κατά τα άλλα είχαμε ησυχία, είχε ασφάλεια, κυκλοφορούσαμε στους δρόμους. Ήταν ικανοποιημένοι γιατί δεν υπήρχε ανταγωνισμός, δηλαδή όλοι ζούσαμε στο ίδιο επίπεδο, δεν ήταν κάποιος πλούσιος κι ο άλλος φτωχός για να ζηλέψει. Λίγο πολύ τραβούσαμε ίδια πράγματα, απλώς τότε υπήρχε αγάπη. Μεταξύ μας υπήρχε αγάπη. Κάποιος έχτιζε σπίτι στο χωριό μαζευόταν όλο το χωριό και τον βοηθούσε.
Πολλά σπίτια δεν είχαν τηλεοράσεις, μαζευόμασταν σε έναν γείτονα που είχε τηλεόραση και βλέπαμε τηλεόραση. Η μια γειτόνισσα δεν είχε τηλεόραση, είχε ψυγείο, πηγαίναμε, οι μαμάδες μας πηγαίνανε το κρέας σε αυτό το ψυγείο, μας το κρατούσε εκεί το φυλούσανε, μήπως ερχόταν κάποιος μουσαφίρης και το τρώγαμε εκείνη τη μέρα. Μέχρι το ‘85. Μετά από εκεί πέρα αρχίζαν και δυσκολευόταν τα πράγματα.
Αυτό που άλλαξε ήταν ότι υπήρχε πιο πολλή φτώχεια. Ο κόσμος άρχιζε σιγά-σιγά να αντιδράει. Για αυτό έτσι κι αλλιώς έπεσε και το σύστημα τότε σε μας. Επειδή ο κόσμος ξεσηκώθηκε μετά, δεν άντεχε άλλο. Πρέπει να καθόσουν ώρες σε σειρά. Έξι ώρες, πέντε ώρες ή πρέπει να ξυπνάς πρωί-πρωί για να πάρεις ένα κιλό γάλα, από τις 5:00 το πρωί για να πιάσεις μια σειρά, ήταν άσχημα τα πράγματα τότε. Τότε είχε γίνει μεγάλη φασαρία. Πήγαν στις πρεσβείες ο κόσμος, ανέβηκαν σε καράβια.
Τότε θα ήμουνα 13-14 χρόνων. Βλέπαμε ένα έργο, έβλεπα ένα Ρόκυ, τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Ήταν οι πρώτες ξένες ταινίες που μπήκαν στην Αλβανία κι αυτό ήταν μία έμπνευση για μένα με μερικούς φίλους που πηγαίναμε σχολείο. Ήμουν πρώτη γυμνασίου τότε και κάναμε προπόνηση. Θέλαμε να γινόμαστε κι εμείς σαν τον Ρόκυ, δυνατοί. Κι όταν τελειώσαμε εκείνη τη μέρα την προπόνηση γυρνούσαμε στο σπίτι και στην πλατεία ακούγαμε είχαν μαζευτεί άτομα σε ένα λεωφορείο που συζητούσαν για την Ελλάδα, κι είχα ακούσει ότι έξω είναι καλά τα πράγματα.
Στο μεταξύ είχα δει κι ένα στερεοφωνικό σε έναν φίλο μου κι είχα τρελαθεί με αυτό το πράγμα, γιατί στο σπίτι είχαμε ένα ραδιόφωνο με μπαταρία. Δεν είχα δει ποτέ στερεοφωνικό για να ακούσω μουσική, ξένη μουσική, να έχεις κασέτες και τέτοια κι αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Ακούσαμε στην πλατεία ότι είχαν ανοίξει τα σύνορα κι έτσι με τον φίλο μου αποφασίσαμε να φύγουμε, ο λόγος που ήθελα να έρθω στην Ελλάδα ήταν για να πάρω ένα στερεοφωνικό.
Ανεβήκαμε στο λεωφορείο, πήγαμε στα σύνορα. Ενωθήκαμε με άλλα παιδιά. Κάναμε με τα πόδια από Αργυρόκαστρο, Κακαβιά, φύγαμε κρυφά από τα βουνά. Από βουνό σε βουνό, από ποτάμι σε ποτάμι γιατί φοβόμαστε μη μας πιάσουν. Και φτάσαμε Καλαμπάκα μετά από επτά μέρες διαδρομή. Εξαντλήθηκε η δύναμη λοιπόν και βγήκαμε στο δρόμο.
Λέμε: «Ας θέλει να γίνει ό,τι γίνει τώρα». Σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, ένας κύριος ηλικιωμένος και μας έκανε νόημα «Θέλετε δουλειά;» και κουνήσαμε το κεφάλι εμείς τότε. Κι έτσι μας έβαλε αυτός ο κύριος στο αυτοκίνητο και μας έφερε στα Τρίκαλα όταν μας ρωτούσαν: «Ξέρετε από δουλειά;», «Ναι, ναι ξέρουμε» λέγαμε, αλλά δεν ξέραμε τίποτα. Κι έτσι μαθαίναμε.
Χτιζόταν μία πολυκατοικία σε μία γειτονιά, σχολούσανε οι εργάτες, εμείς μέναμε εκεί πέρα στρώναμε φελιζόλ, μας έφεραν οι εργάτες, οι συνάδελφοι κουβέρτες και κοιμόμασταν. Και κάποια στιγμή τους έπεσε η μπάλα, παίζαν κάτι παιδιά έξω στο πάρκο και τους έπεσε η μπάλα σε μία βεράντα. Και μπαίνουν μέσα τα παιδιά της γειτονιάς, να πάρουν την μπάλα και μας βλέπουν εμάς. Μας βλέπουν που κοιμόμασταν εκεί μέσα μαζευτήκαν, έκαναν φασαρία από δω από κει, ξένοι αλλοδαποί και τα παν στους γονείς.
Και ήρθαν οι γονείς μετά, μας συνάντησαν, μας μίλησαν και μας έφεραν ρούχα, μας έφεραν κουβέρτες, μας έφεραν πολλά πράγματα, δηλαδή φτιάξαμε το δωμάτιο το κάναμε βίλα. Γιατί είμαστε και μικρά παιδιά, δεν είχαμε κανέναν, μας φρόντιζαν αυτό.
Και μετά από 25 μέρες αποφασίσαμε να φύγουμε από τα Τρίκαλα, γιατί ακούσαμε ότι θα υπάρχει κάτι καλύτερο άμα πάμε σε άλλες πόλεις, μας έλεγαν εκεί συνάδελφοι. Τα λεφτά που είχαμε τα ξοδέψαμε λοιπόν και πήγαμε Σκιάθο.
Τρεις μέρες ψάχναμε για δουλειά και δεν βρίσκαμε, πεινούσαμε. Την τέταρτη μέρα βρήκαμε δουλειά σε μία αποθήκη ποτών μας πήραν για δουλειά, ξεφορτώσαμε μία νταλίκα τότε και πήραμε από 7.000 δραχμές ο καθένας. Παίρνουμε κρέατα και πάμε σε ένα βουναλάκι μικρό που κοιμόμασταν το βράδυ κι αρχίζουμε να τρώμε. Επειδή είχαμε τρεις μέρες να φάμε πεθάναμε, γιατί έπεσε βαρύ αυτό το φαΐ, το θυμάμαι σαν τώρα.
Τακτοποιηθήκαμε πολύ καλά Σκιάθο, είχαμε πολύ καλή δουλειά, απλώς εκεί που κοιμόμασταν τη νύχτα ο φίλος μου είδε ένα όνειρο, είδε όνειρο τη μάνα του, σαν να έχει πεθάνει η μάνα του. Και ξυπνάει 02:00 τα μεσάνυχτα κλαίγοντας. «Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η μάνα μου, θα μείνουμε εδώ, χαθήκαμε τώρα, πώς θα γυρίσουμε, είμαστε σε νησί, δε βλέπουμε τίποτα» και τον έπιασε ο φόβος. Κι έτσι πήραμε την απόφαση και την άλλη μέρα πήραμε το καράβι και γυρίσαμε Αλβανία.
Βέβαια από τα σύνορα μέχρι να φτάσουμε στην πόλη μας δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, υπήρχε η μαφία στην Αλβανία και φοβόσουνα. «Ήρθαν και από Ελλάδα, έχουν λεφτά» και φοβόμασταν, κρυβόμασταν, δεν μπορούσαμε να ανοιχτούμε. Οι γονείς βέβαια δεν ήξεραν που μέναμε. Ήμασταν ζωντανοί δεν ήμασταν ζωντανοί.
Φτάνουμε στην πόλη μας χωρίς να προειδοποιήσουμε κανέναν, δεν είχαμε ούτε τηλέφωνα, η μάνα μου και η αδερφή μου ήταν στην βεράντα. Θυμάμαι σαν τώρα με το που πλησίαζα στην πολυκατοικία λέει η μάνα μου στην αδερφή μου: «Κοίτα ρε πώς μοιάζει αυτός σαν το Σπύρο». Δεν με γνώρισαν, όσο πλησίαζα αρχίζουν να φωνάζουν: «Σπύρο, Σπύρος, ήρθε ο Σπύρος, ζωντανός ο Σπύρος!»
Και βγαίνουν έξω, βγαίνει η μάνα μου, η αδερφή μου βγαίνει η γειτονιά, με αγκάλιασαν εκεί πέρα. «Είναι ζωντανός, ωραία», από δω από κει. Ήταν συγκινητικό αυτό το πράγμα, μετά από τρεις μήνες να βλέπεις το παιδί σου είναι ζωντανός. Ήταν συγκινητικό. Αυτό που ήθελα να πάρω το πήρα, το στερεοφωνικό, αλλά είδα πολλά πράγματα.
Άμα έβαζα την Αλβανία με την Ελλάδα και έκανα μία σύγκριση, μέρα με νύχτα. Εδώ ήταν άλλος κόσμος, άλλη ζωή δηλαδή η μάνα μου δεν είχε ένα πλυντήριο, δεν είχαμε δικό μας ψυγείο. Κι αυτό έβαλα στόχο στον εαυτό μου να τα αποκτήσω αυτά τα πράγματα, αυτό με έκανε να ξαναγυρίσω πάλι στην Ελλάδα. Η μάνα μου ορκιζόταν: «Άμα φύγεις- λέει- εγώ θα πεθάνω», έλεγε. Έκατσα ένα μήνα το πολύ, ενάμιση μήνα και ξαναγύρισα πάλι.
Τη δεύτερη φορά που ήρθα, ήρθα με άλλα δύο παιδιά. Ήταν Αύγουστος μήνας. Φύγαμε πάλι κρυφά από τα σπίτια μας, φτάνουμε στα σύνορα. Περάσαμε τα σύνορα βράδυ, με το φόβο μη μας πιάσει η αστυνομία. Δεν είχαμε νερό μαζί, περάσαμε τα Γιάννενα και χτιζόταν ένα σπίτι έξω από τα Γιάννενα και κάτσαμε σε αυτό το σπίτι, μισό φτιαγμένο.
Από το βράδυ μέχρι εκείνη την ώρα το πρωί δεν είχαμε πιει νερό, γιατί να μπούμε μέσα στα Γιάννενα στην πόλη φοβόμασταν την αστυνομία. Αύγουστος μήνας τώρα, ανεβήκαμε στο βουνό, φτάνουμε πάμε εκεί πέρα, δεν βρήκαμε νερό. Ο φίλος μου επειδή είχε ξαναπεράσει μία φορά από εκεί και λέει: «Παιδιά- λέει- θα βρούμε νερό το απόγευμα, στο τάδε μέρος -λέει- τάδε ώρα, θα βρούμε νερό, αν περπατάμε έτσι όπως περπατάμε τώρα- λέει- γρήγορα».
Βλέπουμε τη βρύση από μακριά, πετάμε τα πράγματα κάτω και φτάνουμε στη βρύση, με το που φτάνουμε στη βρύση, η βρύση είχε στεγνώσει, δεν υπήρχε σταγόνα νερό. Πέφτουμε κάτω και μας πιάνουν τα κλάματα, κλαίγαμε, κλαίγαμε. «Θα πεθάνουμε» και πραγματικά θα πεθαίναμε. Εκεί πάνω στα κλάματα ένας φίλος μου κοιτάει απέναντι κι είδε κάτι γυαλιστερό και λέει: «Παιδιά-λέει- βρήκα νερό». Λίγο από την κούραση, από τα νεύρα μας λέμε: «Μη μας κοροϊδεύεις, δεν είναι ώρα να μας κοροϊδεύεις τώρα». «Παιδιά-λέει- βρήκα νερό». Σηκώνεται και απέναντι ακριβώς, δίπλα σε ένα δέντρο, βρήκε μία σακούλα με τρία μπουκάλια νερό. Πήραμε, ήπιαμε νερό, πήραμε δυνάμεις κι από ‘κείνη την ώρα πίστεψα ότι υπάρχει Θεός.
Ερχόμαστε σε διάφορες εποχές, ζέστη, κρύο βροχή, καύσωνα. Ήμασταν μία παρέα πάλι. Περνάμε τα Γρεβενά, μία αποθήκη. Βλέπαμε κάποια σύννεφα και λέμε: «Να σταματήσουμε εδώ;» Κι οι περισσότεροι έλεγαν να φύγουμε. Και λέμε άντε να φύγουμε δεν θα μας πιάσει βροχή. Περπατάμε περπατάμε δύο ωρίτσες και πιάνει μία καταιγίδα, μία μπόρα και να πέφτουν κεραυνοί, μπουμπουνητά, να μην έχεις κάτι να βάλεις στο κεφάλι, κι επίσης να ακούσεις και να πατάνε οι αρκούδες, να ακούς τον ήχο που σπάνε τα ξύλα. Κι εκεί κάτσαμε ώρες, ώρες, ώρες μέχρι που ξημέρωσε.
Αλλά σε αυτή τη διάρκεια μερικά παιδιά φοβήθηκαν και μερικοί να κλαίνε, μερικοί να χτυπιούνται, να λένε: «Τι έκανα; Γιατί ήρθα αυτή τη φορά;» Eίχες την κούραση, είχες τον πόνο σου, είχες το φόβο, είχες και να αντιμετωπίσεις τους άλλους, τώρα πώς θα τους δώσεις κουράγιο, πώς θα τους κάνεις.
Μετά αφού σταμάτησε η βροχή, άνοιξε η μέρα, σταματήσαμε σε ένα λιβάδι, ανάψαμε φωτιά, φάγαμε εκεί πέρα μερικά πράγματα που μας είχαν μείνει, πήραμε λίγο δύναμη και δεν το ξεχνάω. Το βουνό των αρκούδων στα Γρεβενά, ήταν μία δυνατή εμπειρία για εμένα αυτό το πράγμα.
Βέβαια όταν φτάναμε στην Ελλάδα λέμε ότι σωθήκαμε, αλλά όταν δουλεύαμε στα χωράφια ερχόταν ή κάποιος γείτονας έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία. Μερικές φορές δεν προλαβαίναμε να πάρουμε τα λεφτά που δουλεύαμε, τα μεροκάματα, επειδή μας έπιαναν στα χωράφια, μας πήγαιναν απευθείας στην Αλβανία. Μας στέλναν πάλι.
Μία φορά ήμασταν εφτά παιδιά από την πόλη μου, φύγαμε από την πόλη μας, όλα καλά, ήτανε τέλος Νοεμβρίου, είχε χιόνια. Θελαμε να διασχίσουμε τον δρόμο, τον εθνικό δρόμο. Λοιπόν, εκείνη την ώρα κάποιος μας είχε δει κι είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Μας πιάνει η αστυνομία, μας ελέγχει. Εγώ είχα διαβατήριο βέβαια, ήξερα λίγα ελληνικά, παραπάνω από τα παιδιά. Πήγαν να μας βάλουν οι αστυνομικοί μέσα στο περιπολικό, δεν χωρούσαμε εφτά άτομα, εγώ ήμουν ο πιο μικρός, τους παρακάλεσα κιόλας: «Αφήστε μας ρε παιδιά, έχω και διαβατήριο», λέω. Τελικά με άφησαν.
Έφυγαν οι αστυνομικοί, οι φίλοι μου τους πήραν μέσα, πήρα τον δρόμο από την άσφαλτο και με πιάνει νύχτα στην Κατάρα πάνω, το πιο ψηλό σημείο. Ποy να πάω τώρα, νύχτα ήταν, φακό δεν είχα, τσιγάρο δεν κάπνιζα, αναπτήρα δεν είχα μαζί μου. Όταν μας έπιανε η αστυνομία, ό,τι είχαμε τσουβάλια, ό,τι είχαμε πράγματα πάνω μας τα πετούσαν, αυτό που πρόλαβα να πάρω, πήρα ένα νάιλον.
Έκατσα κάτω από το δρόμο, σε μία στροφή, έπιασα έναν κορμό από ένα δέντρο, έκατσα εκεί στα γόνατα έβαλα το νάιλον πάνω, πάνω στα χιόνια κι αυτό που θυμάμαι ξύπνησα την άλλη μέρα το πρωί από μία κόρνα, από μία νταλίκα.
Με το που ξυπνάω πιάνω αυτιά, πιάνω, λέω είμαι ζωντανός και φοβόμουνα μήπως με δάγκωσε κανένας λύκος, καμία αρκούδα, δεν το 'ξερα αυτό το πράγμα. Δηλαδή με το που έκατσα με πήρε απευθείας ο ύπνος. Από την κούραση, από το φόβο; Δεν κατάλαβα, λιποθύμησα; Δεν ξέρω. Εκεί που σε έπιανε νύχτα, εκεί θα κοιμόσουνα, βροχή - βροχή, χιόνι - χιόνι, ζέστη - ζέστη.
Κάναμε 12 φορές, ήρθα 12 φορές με τα πόδια στην Ελλάδα.
Μία φορά ήμουνα με το γαμπρό μου, κι εμείς θέλαμε να πάμε Χαλκίδα τότε, και θέλαμε να πάρουμε το τρένο στην Καλαμπάκα. Παίρναμε ανάσα, λέμε: «Ευτυχώς ήρθαμε Καλαμπάκα τώρα, μία μέρα ακόμα και φτάνουμε στον προορισμό μας και πιάνουμε δουλειά». Φτάνουμε στην Καλαμπάκα, στο ποτάμι ακούμε φωνές: «Εεε σταματήστε, σταματήστε!», πυροβόλησαν εκείνη τη μέρα. Ακούσαμε και πυροβολισμό, κατάλαβα ότι ήταν η μαφία, γιατί είχαμε ακούσει ότι στην Καλαμπάκα υπάρχει μαφία, να προσέχετε και δεν σταματήσαμε.
Να μην πέσουμε στα χέρια, αν έπεφτες στα χέρια τους και ξύλο θα έτρωγες, αλλά μπορεί να σε έκαναν και μεγάλο κακό, μπορεί να σε σκοτώσουν κιόλας. Κι έτσι μπήκαμε στο νερό, δεν καταλάβαμε ήτανε κρύο ήταν ζεστό το νερό, χειμώνας τώρα, γίναμε όλο μούσκεμα κι ευτυχώς, ευτυχώς που τους γλιτώσαμε.
Δίπλα από το σταθμό του τρένου υπήρχαν μερικά αποθήκια, μερικά κτίρια που ήταν εγκαταλελειμμένα κι όπως ήμαστε ταλαιπωρημένοι εμείς, είδαμε φως σε μία αποθήκη εκεί πέρα, σε ένα κτίριο πάμε να ζεσταθούμε, κι ακούσαμε και αλβανικά, μιλούσανε αλβανικά. Λέω: «Πατριώτες μας».
Μας είδαν εκεί πέρα, μας έλεγαν: «Ελάτε παιδιά, ελάτε παιδιά να ζεσταθείτε», αλλά είδαμε δύο ομάδες. Η μία ομάδα καθόταν στη φωτιά, λίγα άτομα και μία άλλη ομάδα σε μία γωνιά. Μας έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα αλλά δεν του δώσαμε σημασία, δεν πονηρευτήκαμε. Και πήγαμε εκεί στη φωτιά. Με το που πήγαμε στη φωτιά ήταν περίπου έξι άτομα και μας περικύκλωσαν αυτά τα έξι άτομα και βγάλανε μαχαίρι, βγάλανε όπλο.
«Μη μιλάτε, μη φωνάζετε». Και εκεί που μας έβαλαν σε σειρά, μας χτυπούσαν να βγάλουν τα λεφτά, κάποιος από μέσα είπε: «Παιδιά αστυνομία!» Και με το που άκουσαν αυτοί αστυνομία έφυγαν, σκορπίστηκαν κι έτσι γλιτώσαμε. Δύο φορές έχω γλιτώσει από μαφία.
Ο στόχος μας ήταν ότι θα 'ρθουμε στην Ελλάδα, θα κάνουμε μερικά λεφτά και θα γυρίσουμε στην Αλβανία. Κι εγώ το 'θελα να γυρίσω στην Αλβανία. Αλλά βλέπαμε ότι η Αλβανία δεν πήγαινε καλά, και πολιτικά και οικονομικά. Δεν υπήρχε ασφάλεια στην Αλβανία. Και να ήθελες να δουλέψεις στην Αλβανία, δεν μπορούσες να δουλέψεις από τη μαφία. Ο δίκαιος άνθρωπος δεν επιβίωνε στην Αλβανία, έπρεπε να είσαι εγκληματίας, έπρεπε να είσαι κλέφτης, έπρεπε να είσαι ψεύτης, έπρεπε να είσαι, να είχες όλα τα κακά για να επιβιώνεις.
Και αυτό με έλεγε κι ο πατέρας μου: «Γιε μου-λέει- αφού πήρες που πήρες αυτό το δρόμο- λέει- αν είναι τα πράγματα στην Ελλάδα έτσι όπως μου τα περιγράφεις -λέει- καλύτερα κάτσε εκεί παρά να 'ρθεις εδώ-». Κι έτσι πήρα την απόφαση. «Τελευταία φορά Σπυράκο -λέει- που κάνεις αυτό το λάθος. Ή θα μείνεις Ελλάδα, θα δουλέψεις και θα προκοπήσεις ή θα γυρίσεις Αλβανία με τους γονείς και θα καθίσεις εκεί πέρα».
Στην Αλβανία έζησα 15 χρόνια, τώρα είμαι 46, φαντάσου έχω 20 και χρόνια εδώ στην Ελλάδα. Πιο πολλά χρόνια έχω εδώ στην Ελλάδα τώρα παρά στην Αλβανία. Έφυγα 15 χρονών παιδί, πολύ μικρός κι είμαι ευχαριστημένος που ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εδώ που έφτασα. Βλέπεις αυτό που έχεις τραβήξει, τα περνάς και λες: «Τι γίνεται ρε Θεέ μου; Εγώ τα έκανα αυτά τα πράγματα;» Μακάρι να μην τα ζει κανένας άνθρωπος άλλος, ούτε ο εχθρός να μην τα ζει αυτά τα πράγματα, ούτε ο εχθρός.