Κοίταξε να δεις, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ήμουν πάρα πολύ μικρή, ήμουνα έξι με εφτά χρονών. Πολλά πράγματα δε θυμάμαι κιόλας. Το όνομά μου είναι Ισουά Σέλη, Ρασέλ.
Εγώ γεννήθηκα 23 Ιουνίου του 1935. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και μέχρι να κηρυχθεί ο πόλεμος, ήμασταν εδώ πέρα. Όταν είχαν μπει οι Ιταλοί ήταν απλώς εχθροί της Ελλάδος. Αλλά με τους Γερμανούς, υπήρχε κι η δίωξη των Εβραίων.
Τους Εβραίους τους είχανε βγάλει από τα σπίτια τους κι είχαν δημιουργήσει γκέτο οι Γερμανοί και ζούσαμε σε πολύ περιορισμένο χώρο και με πολύ δύσκολες συνθήκες. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Ο πατέρας μου μαζί με τα δυο του τα αδέλφια είχανε το μεγαλύτερο μαγαζί υποδημάτων της Ελλάδος, Αδελφοί Κοέν.
Ο ξάδελφος μου, ο οποίος ήξερε πιο πολύ την κατάσταση που επικρατούσε, είχανε αρχίσει και φροντίσει να βγάλουνε ψεύτικες ταυτότητες με άλλα ονόματα. Το όνομα μου ήταν Βασιλική Κατσουλίδου. Και σιγά-σιγά άρχισαν να σκέφτονται τον τρόπο διαφυγής μας από τη Θεσσαλονίκη.
Μια μέρα που ο πατέρας μου ήταν στο μαγαζί, μπήκανε δύο φίλοι, οι οποίοι ήτανε χριστιανοί κι αρχίσαν να του λένε: «Βρε Ιωσήφ, τι κάθεσαι; Γιατί δε σηκώνεσαι να φύγεις;» Την επόμενη μέρα, ο ένας από τους δυο ήρθε στο μαγαζί κι είπε στον πατέρα μου ότι αυτός είναι διατεθειμένος να μας κρύψει. Ο πατέρας μου, βέβαια, έφερε αντίρρηση, γιατί είχε μικρά παιδιά, αλλά εκείνος επέμενε κι όντως πήγαμε και κρυφτήκαμε εκεί πέρα, γύρω στη μία εβδομάδα με δέκα μέρες.
Το σπίτι αυτό που κρυβόμασταν, θυμάμαι καλά που ήτανε, κοντά στην Πλατεία Αριστοτέλους, επάνω. Ήμασταν κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο και βγαίναμε μόνο όταν τα παιδιά πηγαίναν στο σχολείο κι όταν τα παιδιά κοιμόντουσαν το βράδυ. Τις υπόλοιπες ώρες ήμασταν κλεισμένοι στο δωμάτιο κι αν θυμάμαι καλά, με φίμωναν κιόλας, μην τυχόν φωνάξω ή μιλήσω κι ακουστεί, ακουστούν οι φωνές μας έξω την ώρα που ήταν τα παιδιά στο σπίτι.
Ένα βράδυ, ήρθε ένα γκαζοζέν που μετέφερε κρέατα κι είχαν ήδη πάρει ορισμένους συγγενείς μας από άλλα μέρη που ήταν κρυμμένοι. Κι εμείς βγήκαμε κι επιβιβαστήκαμε σε αυτό το γκαζοζέν, το οποίο μας μετέφερε στην Κατερίνη. Για να περάσουμε να πάμε στην Κατερίνη, όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να περάσουμε και τρία ποτάμια. Λοιπόν, σε κάθε από αυτά τα τρία ποτάμια στην αρχή, υπήρχε σκοπός Γερμανός κι έκανε έλεγχο το όχημα που περνούσε.
Ο οδηγός μας ήταν ένας πάρα πολύ έξυπνος κι ευχάριστος τύπος. Λοιπόν, μόλις έφτανε στο ποτάμι κατέβαινε, άναβε τσιγάρα, προσέφερε τσιγάρα, κανένα γλυκό ή ξέρω κάτι άλλο, τους καλόπιανε κι αυτοί δεν πολύ-κοιτάζανε πλέον το τι υπάρχει μέσα στο αυτοκίνητο. Έτσι περάσαμε και τα τρία ποτάμια και φτάσαμε στην Κατερίνη. Ήτανε 6 η ώρα το πρωί, ήμασταν ακριβώς στον κεντρικό δρόμο. Κρυφτήκαμε πίσω από τα, από τους θάμνους που ήτανε γύρω-γύρω στον δρόμο, στα πεζοδρόμια και περιμέναμε ανθρώπους να έρθουν να μας πάρουνε.
Ενώ ήταν να έρθουν να μας πάρουν το πρωί, αργήσανε αρκετή ώρα και τα γερμανικά αυτοκίνητα περνούσαν, περνούσαν. Και βέβαια εμείς τα παιδιά δεν πολύ-καταλαβαίναμε, αλλά οι μεγάλοι τρέμανε από τον φόβο τους. Λοιπόν, τελικά βέβαια ήρθανε να μας πάρουνε επάνω σε γαϊδούρια, μουλάρια και πολλοί συνέχισαν με τα πόδια, γιατί δεν υπήρχαν μέσα μεταφοράς για όλους.
Φτάνοντας στην Λαμία, ήμασταν κρυμμένοι μέσα σε ένα βαγόνι-ψυγείο, το οποίο βέβαια δε λειτουργούσε. Είχαν κατέβει οι αντάρτες κι είχαν ανατινάξει τις γραμμές και φώναζαν: «Όπου Έλληνες κι Εβραίοι να φωνάξουν αν είναι κάπου κρυμμένοι, γιατί αλλιώς θα ανατινάζανε τα βαγόνια». Οι δικοί μας κατά κάποιον τρόπο, μάλλον φοβηθήκανε και δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Για πάρα πολύ καλή μας τύχη, το βαγόνι μας έμεινε ανέπαφο και το πρωί, όταν ξημέρωσε, ανοίξαμε τις πόρτες και βγήκαμε έξω. Και πήραμε τον δρόμο για να βρούμε το τρένο για Αθήνα. Επιβιβαστήκαμε στο τρένο και φτάσαμε στην Αθήνα.
Μετά, για ένα διάστημα, κρυφτήκαμε σε ένα σπίτι κι από εκεί πλέον πήγαμε και μείναμε στη Νέα Σμύρνη. Στο σπίτι, η κόρη λεγόταν Ρίτσα, Ρίτσα. Θυμάμαι την θεία της, η οποία ήταν βασιλική και μάλιστα έβγαινε στον κήπο κι έλεγε: «Ο Θεός να τιμωρήσει τους Εβραίους που κρεμάσαν τον Χριστό». Αυτό το θυμάμαι. Δεν της δίναν και πολύ σημασία, γιατί τα είχε μισοχαμένα. Ναι. Αλλά ήταν θρήσκα. Τα είχε με τους Εβραίους, πάντως. Ευτυχώς που δεν έμαθε ότι ήμασταν Εβραίοι.
Είχαμε έναν θείο στην Αθήνα κι είχε πάρει και χρήματα μαζί του και μας έδινε μια λίρα τον μήνα για να περάσουμε τον μήνα αυτόν κι η μητέρα μου ψώνιζε αμέσως το τι είχε να ψωνίσει, ό,τι φτάνανε, δηλαδή, για να περάσουμε την εβδομάδα. Λοιπόν, μια μέρα, στην αγορά που ήταν με την αδελφή μου, τη συνάντησε ένας γνωστός του πατέρα μου. Κι αυτός επέμενε να πάρει την κάρτα, την κάρτα του. Η μητέρα μου δεν την πήρε γιατί, δικαιολογήθηκε ότι δεν ήταν το άτομο στο οποίο απευθυνόταν. Αλλά είχε την εξυπνάδα, να πούμε, να κρατήσει το όνομά του και την διεύθυνσή του.
Και από τότε η ζωή μας άλλαξε. Ο κύριος αυτός ήταν πολύ φίλος του πατέρα μου και δούλευε στον Ερυθρό Σταυρό. Το όνομα αυτού είναι Ευριπίδης Σκαζίκης. Μπορεί να πάθω πάρα πολλά πράγματα, το όνομα αυτού του κυρίου δε θα το ξεχάσω ποτέ. Χάρη σε αυτόν σωθήκαμε. Για μένα είναι ένα πρότυπο ανθρώπου.
Του δίνανε τρόφιμα για την οικογένειά του, τα οποία τα μοίραζε. Έλεγε: «Αν είναι να πεινάσουμε, να πεινάσουμε κι οι δύο οικογένειες από λίγο». Φρόντισε λίγα ρούχα να μας δώσει. Μας έγραψε την αδελφή μου κι εμένα στο συσσίτιο. Πηγαίναμε και παίρναμε και τρώγαμε. Αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω ήτανε, μόλις μπαίναμε και πριν μας δώσουν την μερίδα του φαγητού, μας έδιναν μια κουταλιά μουρουνέλαιο. Αν είχαμε καμιά φλούδα από λεμόνι καλά ήτανε, αν δεν είχαμε, περνούσαμε πάρα πολύ άσχημα. Εκείνο το μουρουνέλαιο, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τη γεύση του, ούτε τη μυρωδιά του.
Λοιπόν, πέρασε ο καιρός κι ευτυχώς, ελευθερωθήκαμε. Είχε έρθει για μας το μεγαλύτερο δώρο. Ο πατέρας μου από τη χαρά του, άρχισε να λέει: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ Κοέν, εγώ είμαι ο Ιωσήφ Κοέν!» Βέβαια, αμέσως μετά τον πόλεμο είχε πάρει και την απόφαση να σηκωθούμε να φύγουμε, αλλά λέει πρώτα-πρώτα να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη να δει τι συμβαίνει.
Δυστυχώς, όταν επέστρεψε ο πατέρας μου, το μαγαζί και το εργαστήριο, όλο πάνω που ήταν, τα είχαν λεηλατήσει όλα, οπότε από εκεί που αισθανόταν ότι κάτι θα έβρισκε για να σταθεί στα πόδια του, δυστυχώς δεν βρέθηκε τίποτα. Υπέφεραν οικονομικώς πάρα πολύ. Πεινάσαμε για αρκετό χρόνο. Σιγά-σιγά άνοιξε το μαγαζί. Άρχισε να δουλεύει ο πατέρας μου. Εμείς είχαμε όμως φύγει για το Ισραήλ με την αδελφή μου κι ήμασταν πια εκεί πέρα.
Στο Ισραήλ φτάσαμε 8 Αυγούστου του 1945. Ήταν ένα πλοίο το οποίο ήμασταν γύρω στα διακόσια με διακόσια σαράντα παιδιά, από όλη την Ελλάδα. Για να φανταστείτε πόσο γερό ήταν το πλοίο, που στην επιστροφή του βούλιαξε! Φτάνοντας στο Ισραήλ, τότε δεν ήταν Ισραήλ, ήταν Παλαιστίνη, μας υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, να μας ταΐσουν, να μας πλύνουν, απ' όλα βέβαια. Να μας περιποιηθούνε. Αλλά εμείς τα παιδιά, επειδή μιλούσανε τα εσκενεζίτικα και τα οποία μοιάζουν πολύ με τα γερμανικά κι ήμασταν ακόμα με τον φόβο των Γερμανών, πήραμε την απόφαση ότι μην τυχόν και μας δηλητηριάσουν! Δεν πίναμε και δεν τρώγαμε και τελικά αναγκάστηκαν κι έφεραν μια κυρία η οποία κατά κάποιον τρόπο μιλούσε ελληνικά, να μας μιλήσει και να μας πει ότι δεν είναι Γερμανοί και να μη φοβόμαστε.
Εν τω μεταξύ, κατά τύχη, έτυχε αυτή η κυρία να είναι υπάλληλος, παλιά, του μαγαζιού του πατέρα μου. Γιατί άρχισε να ρωτάει ονόματα κι όταν άκουσε ότι είμαι Κοέν από Θεσσαλονίκη και τα λοιπά, είπε: «Ποιος Κοέν;» Kι όταν είπα ποιανού, μου λέει: «Έτσι κι έτσι». Και την επομένη, με πήρε από το χέρι και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, όπου ήταν τα παιδιά, τα παιδιά τα Ελληνόπουλα, για να τους πούμε να μη φοβούνται και ότι δεν είναι Γερμανοί κι ότι να αρχίσουμε να τρώμε.
Έμεινα δύο χρόνια στο Τελ Αβίβ κι άλλα δύο χρόνια έμεινα στην κολεκτίβα και γύρισα για να δω τους γονείς μου στην Ελλάδα κι έμεινα εδώ.
Έχουμε βοηθήσει κι εμείς πολλούς ανθρώπους. Κι ακόμα και σήμερα, όταν μπορώ, βοηθάω. Και δεν κοιτάζω αν είναι Χριστιανός ή Εβραίος. Στους ανθρώπους που μας βοήθησαν στην Κατοχή, δεν έχω τι να πω. Γιατί αυτοί μας βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Στους ανθρώπους που μας βοήθησαν, ένα μεγάλο ευχαριστώ.