Πρέπει να μιλάω για τη Γαρυφαλλιά ενώ δεν είναι στην αγκαλιά μου κι είναι πολύ δύσκολο.
Η Γαρυφαλλιά είναι η πρωτότοκη κόρη μου, εκείνη που με έκανε μαμά. Γεννήθηκα κι εγώ μαζί της, ήταν πολύ σπουδαίο το δέσιμο που είχαμε κι ήμουν πολύ τυχερή που η Γαρυφαλλιά ήταν το πρώτο μου παιδί. Ήταν ένα παιδί που μ’ έμαθε να ζω. Μ’ έμαθε να βάζω προτεραιότητες. Μαθαίνεις μέσα από αυτό το παιδί πώς να είσαι κι εσύ σωστός γονιός. Όσο πιο σωστός γίνεται, όσο πιο καλός μπορείς να γίνεις. Οπότε η σχέση ήταν πολύ όμορφη.
Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να κάνουμε και κάποια άλλα πράγματα που θέλαμε μαζί και σαν οικογένεια κι ως μαμά με κόρη. Τώρα θα αρχίζαμε κι εμείς να κάνουμε τα ταξίδια μας, τις βόλτες μας, έτσι, να είμαστε πιο χαλαρές. Δυστυχώς, αυτό μας το πήραν με πολύ άγριο τρόπο και σκληρό κι είναι εκεί που πρέπει να δεις την πραγματικότητα, όσο κι αν δεν τη δέχεσαι, και να μάθεις να ζεις με μια τόσο τραγική απώλεια.
Ήταν Παρασκευή 16 Ιουλίου. Επικρατούσε μία ένταση στο σπίτι αυτή τη μέρα. Υπήρχε μια ένταση, μια κινητικότητα, κάτι συνέβαινε. Ίσως και να προμήνυε το τι θα γινόταν. Και κάποια στιγμή, εκεί που έκατσα λίγο να χαλαρώσω μαζί με την Ελένη, την κόρη μου και με μία φίλη της, χτύπησε το κινητό μου. Κι είδα άγνωστο νούμερο, αλλά από κάτω έγραφε «Θήρα». Και κάπως ένιωσα, γιατί ήξερα ότι εκεί είναι η Γαρυφαλλιά. Λέω: «Εντάξει», το σηκώνω το τηλέφωνο.
Ένας κύριος μού είπε ότι: «Είμαι ο λιμενάρχης στη Φολέγανδρο» και με ρώτησε αν είμαι η μαμά της Γαρυφαλλιάς. Του είπα: «Ναι» και προσπαθώ όλο αυτό το μήνυμα, από την πρώτη στιγμή να καταλάβω τι θέλει να μου πει, γιατί δε μου άρεσε, δεν είχα καλό συναίσθημα. Αλλά παρόλα αυτά πίστευα ότι έχει γίνει κάποιο ατύχημα, ότι έχει χάσει το πορτοφόλι της, τα κλειδιά της, έστω έχει χτυπήσει λίγο, κάτι, έχει γίνει κάποιο αυτοκινητιστικό, περνάνε αυτά απ’ το μυαλό σου, πάντα περνάνε στο μυαλό μιας μητέρας αυτά.
Δε φαντάζεσαι όμως ποτέ ότι: «Είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας πω, η Γαρυφαλλιά δεν είναι εν ζωή». Μετά δε θυμάμαι. Αλλά ήτανε τόσο τρεμάμενη η φωνή του και τόσο γοερά μου το έλεγε, που το κατάλαβα τι συμβαίνει, το ένιωσα σε κάθε μου κύτταρο τι σημαίνει αυτό. Κι άρχισα να φωνάζω, αυτό θυμάμαι, και μετά δεν ξέρω τι έγινε. Κενό. Κενό. Κενό. Το έμαθαν και τα παιδιά, φωνάζαμε, επικρατούσε στο σπίτι ένας θρήνος, ένας οδυρμός... Δηλαδή, τι να σου πω, ήταν πρωτόγνωρο.
Δε μ’ ενδιέφερε κάτι άλλο. Ήξερα ότι το παιδί μου δε ζει. Μετά, μετά αρχίζεις να έχεις ερωτηματικά, γιατί συνέβη, πώς συνέβη. Μίλησα με το Λιμεναρχείο, πήγα και στο Κιάτο που έχουμε Λιμενικό Σώμα, γιατί ήθελα να πάρω κι από κει μία επίσημη ενημέρωση ότι όντως ισχύει αυτό. Μάλιστα μίλησα και με μία κοπέλα λιμενικό, η οποία μου είπε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία. Ότι: «Εγώ έχω ένα ανασύρει την κόρη σου από το νερό».
Ήθελα να την ρωτήσω πώς ήταν το παιδί μου, τι είδε. Δεν είχα τη δύναμη, δεν είχα τη δύναμη. Ίσως γιατί δεν ήθελα να κάνω κάποιες εικόνες εκείνη τη στιγμή, γιατί έπρεπε όλο αυτό να το διαχειριστώ, γιατί έχω άλλα τρία παιδιά κι έπρεπε να σταθώ και σε εκείνα, γιατί αυτό το γεγονός είναι τραγικό για μένα, πόσο μάλλον για τρία παιδιά, που από τόσο νωρίς μπαίνουνε στη διαδικασία να ζήσουμε μία τέτοια απώλεια, ένα τραγικό γεγονός που θα το συνοδεύει σε όλη τους τη ζωή. Πίσω από το γέλιο, θα υπάρχει ένα δάκρυ. Η χαρά πάντα θα είναι μισή, πάντα θα σου λείπει ένα κομμάτι σου κι αυτό δε λείπει μόνο από μένα, θα λείπει κι από τα παιδιά μου. Οπότε έπρεπε εγώ να προσπαθήσω να το διαχειριστώ διαφορετικά, δεν ήθελα να κάνω εικόνες και να δω πράγματα.
Μέχρι που τελικά επιβεβαιώθηκε ότι ήταν μία άγρια δολοφονία της κόρης μου. Ένα πολύ ειδεχθές έγκλημα. Ήταν κι αυτή μία δύσκολη στιγμή, όταν ήρθαν στο σπίτι μου από την Ασφάλεια. Νόμιζα ότι είχε γίνει κάτι άλλο, δηλαδή, έρχονται και μου λένε: «Είμαστε από την Ασφάλεια» και λέω: «Τώρα τι έγινε;» Δηλαδή, ακόμα εκείνη τη στιγμή ότι έχει συμβεί και κάτι άλλο σε κάποιο άλλο μου παιδί, δηλαδή είχα αυτό το φόβο μέσα μου και για πολύ καιρό προσπαθώ να το διαχειριστώ.
Μου επιστράφηκαν και τα 50 ευρώ που της είχα δώσει, που της είχα δώσει για να πάρει μαζί της. Στο πορτοφόλι της μέσα έχει τις κάρτες της κι αυτά τα 50 ευρώ. Τα πράγματα της, τα ρούχα της, μία πέτρα που είχε ζωγραφίσει στην παραλία. Κάποιος λιμενικός την είχε βάλει κι αυτή μέσα, να μου τη στείλει πίσω. Δεν τα άνοιξα ποτέ εγώ. Απλά μπήκαν στη θέση τους. Εγώ δεν τα έψαξα ποτέ.
Βγήκαν και κάποιες εικόνες στη τηλεόραση με το σώμα της Γαρυφαλλιάς επάνω στο νερό. Όσο κι αν το έχεις πιστέψει και το έχεις δει στο μυαλό σου, όταν το βλέπεις και συνειδητοποιείς ότι είναι το δικό σου παιδί που ανασύρεται εκείνη τη στιγμή, είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί αυτή την εικόνα θα την έχεις σ’ όλη σου τη ζωή.
Μέσα μου προσπαθούσα να την ωραιοποιήσω αυτή την εικόνα. Όσο γινότανε. Είναι αυτό που ίσως που με παρηγορεί. Δεν ξέρω γιατί, αυτό προσπαθούμε μέσα μας, να κάνουμε αυτή την ωραία εικόνα. Ίσως επειδή η Γαρυφαλλιά είναι μια ωραία εικόνα στο μυαλό μας πάντα και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, πάλι μια ωραία εικόνα θέλουμε να έχουμε από εκείνη. Γιατί αυτό μας γαληνεύει κι αυτό μας δίνει δύναμη.
Τελευταία εικόνα που έχω, όταν έφυγε τα ξημερώματα της Τρίτης. Έφυγε το πρωί, τη Δευτέρα το βράδυ πήγα στο δωμάτιο της και με πολλή χαρά, πολύ χαρούμενη ετοίμαζε τα πράγματα της για να φύγει. Τα είχε οργανώσει όλα, έτοιμα τα είχε. Στάθηκα στην πόρτα κι ήρθε έτσι κοντά να την αποχαιρετήσω. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο ήρεμη, τόσο χαρούμενη που θα έφευγε διακοπές! Κι είναι αυτή η εικόνα που μου έχει μείνει από το παιδί μου. Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που είχα.
Τη στιγμή που την αποχαιρετούσα είχα σκύψει πάνω της, της κρατούσα τα χέρια και προσπαθούσα να μη δω τα σημάδια που είχε. Είχε σημάδια στα χέρια της. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάτι αντίστροφο της γέννησής της. Ενώ όταν τη γέννησα αισθάνθηκα μια νέα ζωή να βγαίνει μέσα από το σώμα μου κι είναι σαν να το ένιωσα, δηλαδή όπως την κρατούσα, ήταν σαν να διαπέρασε το σώμα μου μία ζέστη και να έφυγε από το πάνω μέρος του κεφαλιού μου. Αισθάνθηκα, δηλαδή, να με διαπερνά μία ζέστη. Κι αυτόματα αισθανόμουνα ότι γαλήνεψα.
Ο όρος «γυναικοκτονία» πρέπει να μπει. Δεν είναι μία λέξη μόνο, είναι από πίσω μία ολόκληρη διαδικασία. Η Γαρυφαλλιά έχασε τη ζωή της γιατί ήταν γυναίκα κι είπε «όχι». Για μένα έχει ηρωποιηθεί αυτό το παιδί στα μάτια μου, είναι μάρτυρας. Εγώ, λοιπόν, οφείλω να αποδώσω τιμή σ’ αυτό το παιδί και πρέπει να κινητοποιηθώ, γιατί δυστυχώς η Γαρυφαλλιά δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία. Και μετά την Γαρυφαλλιά ήρθαν πάρα πολλές κι ακόμα και τώρα μετράμε γυναικοκτονίες. Οπότε αυτά τα παιδιά μάς έχουν αφήσει μία φωνή, εγώ τουλάχιστον έτσι νιώθω. Η Γαρυφαλλιά μου έχει αφήσει μία φωνή, τη φωνή της, τη φωνή της για το δίκιο, τη φωνή της για την ισότητα, τη φωνή της για τον σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή. Όλα αυτά, λοιπόν, εμένα δεν μπορούν να με αφήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι να κλαίω.
Κάποιες μητέρες μ’ έψαξαν μετά το γεγονός, οι οποίες είχαν χάσει τα παιδιά τους πριν δύο ή τρία χρόνια. Η κυρία Κούλα η Τοπαλούδη, η κυρία Κρεμαστιώτη, μετά εγώ πήρα τη μαμά του Άλκη, ξέρεις, δηλαδή μπαίνεις μετά σε μια διαδικασία που αυτούς όλους τους ανθρώπους τους θεωρείς οικογένεια. Και συσπειρώνεσαι και ξέρεις τι αντιμετωπίζουν κι αυτοί ξέρουν τι αντιμετωπίζεις. Η μία προσπαθεί να δώσει δύναμη στην άλλη. Είναι απίστευτο το δέσιμο, εμείς εκείνη τη στιγμή νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας.
Αυτά τα κορίτσια, λοιπόν, έχουν γίνει μάρτυρες, ήρωες, για να μπορέσουμε εμείς να αφήσουμε κάτι στην κοινωνία ώστε να μην ξεχαστούν, να μην έχουν φύγει άδικα. Προσπαθούμε πάρα πολύ. Να περάσουμε ένα μήνυμα, να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο. Να μην υπάρξουν άλλες μαμάδες στη θέση μας, να μη χαθούν άλλα κορίτσια. Ό,τι κάνω για τη Γαρυφαλλιά, πραγματικά μου βγαίνει από μέσα μου, από τη ψυχή μου. Θα πείτε πού βρίσκω τη δύναμη. Εκείνη μου τη δίνει. Το παιδί μου μου δίνει αυτή τη δύναμη.
Φοβάμαι μερικές φορές ότι θα ξεχάσω τη φωνή της, το γέλιο της, αλλά έτσι απλά το σκέφτομαι. Θα είναι πάντα δίπλα μου, είναι πάντα δίπλα μου, τη νιώθω, τη βλέπω μέσα στα αδέρφια της, τη βλέπω μέσα στον άντρα μου, τη βλέπω μέσα σε μένα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ.