ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Description
Η Λευκοθέα Μπαρούτα μεγάλωσε στην Αλβανία του Χότζα, όπου απαγορευόταν κάθε θρησκευτική εκδήλωση κι όποιος γιόρταζε τα Χριστούγεννα, κινδύνευε με πολλά χρόνια φυλακή.
Tags
Credits
Field Reporter
- Fylan8h Kwtsia
Interviewee
- Leukothea Mparouta
Podcast Producer
- Magia Filippopoulou
Sound Designer
- Dhmhtrhs Palaiogiannhs
Sound Editor
- Dhmhtrhs Papadakhs
Music
- Eugenikh paraxwrhsh tou KSDM Domna Samiou. Akougontai ta tragoudia Moiroloi / Istorika - Kleftika tragoudia, paragwgh KSDM Domna Samiou, ekd. 2007 kai Eseis triantafyllakia mou / Ths fyshs kai tou Erwta, paragwgh KSDM Domna Samiou, ekd. 2006
Με λένε Λευκοθέα Μπαρούτα. Γεννήθηκα εδώ, στη Δερβιτσάνη. Αυτά τα χρόνια, τα παλιά, δεν ήτανε νοσοκομεία, οι μανάδες μας μας γεννούσανε στο χωριό.
Όταν ήμουνε μικρή ήταν οι εκκλησίες κι όλος ο κόσμος εκκλησιάζοντανε, πήγαιναν στις εκκλησίες και πίστευανε πολύ. Ύστερα, το 1967, οι εκκλησίες χάλασανε. Ο Χότζας που είχαμε εμείς εδώ, εχάλασε τις εκκλησίες. Όχι μονάχα στη χριστιανοσύνη, και στους μωαμεθανούς, αυτά που λέγαμε τζαμιά τότες, τα χάλασε όλα και τα ‘κλεισε. Αρχίνεψε και ξυράφιζε τους παπάδες κι όποιοι αντιστέκονταν τους έπαιρναν και φυλακή. Κι οι εκκλησίες χαλάστηκαν και τις εκάμανε αποθήκες, κι εμείς αυτή τη θρησκεία την κρατούσαμε κρυμμένη μέσα στην ψυχή μας.
Μεγαλώσαμε με φτώχεια, ήρθε η ώρα να παντρευτούμε κι εμείς σαν ο κόσμος όλος, να νοικοκυρευτούμε. Εγώ στα δεκαεφτά χρόνια αρραβωνιάστηκα. Όχι με έρωτα σαν τώρα που συζούνε ένα-δύο χρόνια και να γνωριστούνε, με προξενιό τότε, μας έκαναν οι γονέοι.
Δεν στεφανώνονταν ο κόσμος τότες, ήτανε πολιτικός γάμος, δεν υπήρχαν εκκλησίες να πήγαινες σε παπά και να… δεν υπήρχαν οι παπάδες
Αρχινούσε ο γάμος από την Δευτέρα του γάμου. Φτάναμε στην Πέμπτη, τότες «δυνάμωνε ο γάμος», λέγαμε. Καλούσαμε τους συγγενείς όλους. Φτιάχναμε μπογκάτσες τις λέγαμε τότες και τις εμοίραζαμε σε αυτουνούς τους καλεσμένους, πηγαίναμε και δίναμε από ένα κομμάτι και μας ευχιόντανε.
Εγώ ήμουνα και πολύ επιτήδεια για τις μπογκάτσες. Εφτιάχναμε ή τρεις ή πέντε, ανάλογα τους καλεσμένους που είχαμε. Έφτιαχνε κι η νύφη κι ο γαμπρός την Πέμπτη μπογκάτσες και εζύμωναμε και τραγουδούσαμε, τραγούδια χαρούμενα:
«Να προκόβουν τα παιδιά,
εψές με την αστροφεγγιά,
να προκόβουν τα παιδιά,
να ζει ο γαμπρός κι η νύφη!»
Περνούσε η Πέμπτη, έρχοντανε το Σαββατοκύριακο, ετοιμαζομάστανε για το γάμο, στολιζομάστανε με νυφιάτικη στολή παραδοσιακά. Και τα ‘χω ακόμα εδώ και πενήντα πέντε, πενήντα έξι χρόνια, έχω ακόμα τη στολή αυτή τη νυφιάτισσα και τα κεντίδια που έκανα τότες που ήμουν δεκαεφτά χρόνια κοπέλα.
Παντρεύομαι κι έρχομαι εδώ στον άντρα μου, βρίσκω την πεθερά μου, ήτανε χήρα. Μήνα που αυτή μου κουνάρησε την οικογένεια, με χάδια, με πολλά χάδια την οικογένειά μου, μου την κουνάρησε, με γλυκόλογα, με χάδια. Ας μη δεν είχαμε και τόσα πολλά φαγιά, γιατί ήτανε και πιο δύσκολος ο καιρός εκείνα τα χρόνια, αλλά αυτή έφτανε η αγάπη της που έδινε για τα παιδιά, για τε μας. Κι έζησαμε πολύ καλά.
Κι απόκτησαμε τέσσερα παιδιά με τον άντρα μου. Κείνα τα χρόνια ήταν κι ένας νόμος που έπρεπε να άλλαζαμε και τα παιδιά. Να μην τα βάναμε σε ονόματα χριστιανικά. Έπρεπε να τα βάναμε μωαμεθανικά. Αλλά με πολύ αγώνα και με αυτό, εμείς δε θέλαμε να γυρίζαμε την πίστη μας και τα βάσταξαμε τα ονόματα και γι’ αυτό λεγόμαστε χριστιανοί.
Ποτέ δεν ξεχάσαμε που ήμαστανε χριστιανοί και κρυφά, άμα περνούσαμε την νύχτα από το σημείο που ήταν η εκκλησία, κάναμε τον σταυρό μας. Κρυφά! Να μη μας ήβλεπε κανένας, γιατί άμα μας ήβλεπε κανένας, έπρεπε να πηγαίναμε φυλακή!
Εδώ για να μεγαλώσεις τέσσερα παιδιά, εγώ πήγαινα στη δουλειά. Η δουλειά αυτή τότες, ’κείνα τα χρόνια, είχαμε συνεταιρισμό. Ο συνεταιρισμός ήτανε καθεμερινή δουλειά σε χωράφια. Σπέρναμε καπνό, καλαμπόκια, με ηλιόσπορα, είχαμε και φρουτοκαλλιέργεια εδώ. Το καλοκαίρι για τα παιδιά για να συμπλήρωνανε, να παίρνανε κάνα αυτό, τα βάζανε σε δουλειά τα παιδιά τότες. Και παίρονταν (=ασχολούνταν) όλοι σε δουλειά και τα παιδιά κι οι γυναίκες, όλοι ήμασταν, εργαζομάστανε.
Στις 25 του Δεκέμβρη ήταν το Πάσχα. Το Πάσχα το λέγαμε «Πάσχα του Χριστού». Δεν τα λέγαμε «Χριστούγεννα», δεν έκανε, γιατί ήταν απαγορευμένα να πιάναμε τη θρησκεία στο στόμα.
Τις ημερομηνίες δεν τις έχουμε ξεχάσει ποτέ. Αυτά τα γουρούνια τα κουναρούσαμε και τα θρέφαμε για να τα σφάζαμε στις 25 του Δεκέμβρη που ήταν το Πάσχα. Αλλά δε λογόπιαναμε Πάσχα, ήταν απαγορευμένο αλλά τα γουρούνια τα σφάζαμε ‘κείνον τον καιρό. Κι έπρεπε να ‘μαστανε πολύ συγκρατημένοι, να μη βρίζαμε το καθεστώς, να μη λέγαμε για θρησκείες, να μην λογοπιάναμε πότε ήταν Πάσχα, δεν έπρεπε, γιατί μερικά παιδιά στα χρόνια μας, θέλησανε να πούνε ότι: «Σήμερα είναι Πάσχα» κι αυτά πάνε φυλακή. Στην ηλικία μας, παιδιά που ήτανε στο σχολείο κι είπανε: «Είναι Πάσχα σήμερα» και τρία-τέσσερα παιδιά τα πήραν φυλακή, νέα, όλα από το χωριό μας.
Τα παιδιά, πέθαναν στη φυλακή τα παιδιά αυτά. Τέσσερα παιδιά από το χωριό μας. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Δεν έπρεπε να βρίζαμε το κόμμα, να ‘λεγες καμιά κουβέντα κι η θρησκεία. Ήτανε σοβαρά αυτά, το κόμμα και τη θρησκεία. Κι έτσι, ο κόσμος μαζεύτηκε, δεν… Πέρασανε χρόνια και περάσανε πολλά χρόνια κι αυτοί οι νέοι που γεννιόντανε, δεν ξέρανε τι ήτανε θρησκεία.
Πέρασανε πενήντα χρόνια, αλλά ξέραμε που ήμαστανε χριστιανοί κι είχαμε εκκλησίες εδώ στο χωριό. Κι όταν άνοιξε, χάλασε αυτό το καθεστώς, πάμε και τα διόρθωσαμε σαν χωριό. Όλοι, με βοήθειες, και τα ξαναζωντάνεψαμε και τώρα λειτουργούνε κανονικά και πάνουμε όλοι και γιορτάζουμε. Και πίσω που άνοιξαν οι εκκλησίες πάμε και στεφανώθηκαμε. Και τα παιδιά μας που τα είχαμε αβάφτιγα, τα βαφτίσαμε. Μεγάλα τα βαφτίσαμε.
Πέρασαν τα χρόνια σιγά-σιγά και μεγάλωσανε τα παιδιά κι εμείς τα πάντρεψαμε σαν όλοι και τα σπιτονοικοκύρεψαμε και φτιάξανε κι αυτά μια ωραία οικογένεια. Έχουμε οχτώ εγγόνια. Αυτά ήτανε της ζωής. Πέρασαμε πολλά δύσκολα χρόνια αλλά τώρα, τα συμπληρώνουμε τώρα, πάνουμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και γιορτάζουμε.