Όλη η οικογένεια Μαυρογένους έφυγαν από το Βυζάντιο, εξόριστοι, και κατέληξαν στα νησιά του Αιγαίου. Εκεί, χωρίστηκαν. Ο μεν πατέρας της Μαντώς Μαυρογένους παντρεύτηκε μια κόρη αρχοντοπούλα στη Μύκονο, οι δε, άλλο κομμάτι της οικογένειας Μαυρογένους, πήγαν Πάρο. Ένα από αυτό το κομμάτι, είμαι κι εγώ. Η πέμπτη γενιά.
Η Μαντώ η Μαυρογένους είχε γεννηθεί στο εξωτερικό. Μορφώθηκε εξαιρετικά, ήταν πανέξυπνη. Δεν άντεχε τον ζυγό της Τουρκίας. Είχε τεράστια περιουσία. Όλη η περιουσία αυτή, αφιερώθηκε στην Ελληνική Επανάσταση. Τα πάντα. Με άρνηση της μητέρας της, η οποία δεν ενέκρινε όλη αυτή την προσφορά των πάντων, ό,τι είχαν και δεν είχαν. Θυμάμαι που έδειχναν κασέλες ολόκληρες με χρυσάφια, με λίρες… με όλα αυτά, επάνδρωνε καράβια κι αναλάμβανε όλο το πλήρωμα με τις οικογένειές τους, να τους συντηρεί, να τους φροντίζει, για να βοηθάει τον Αγώνα. Ήτανε πάρα πολύ θαρραλέα, ατρόμητη. Σε όλες τις μάχες πρωτοστατούσε.
Γνωρίστηκε, αρραβωνιάστηκε με επίσημα χαρτιά με τον Υψηλάντη, στην περίοδο της Επανάστασης. Ο Υψηλάντης ήταν ένα υψηλότατο στέλεχος από το εξωτερικό, ήταν πρίγκιπας. Πήγε θαυμάσια, αγαπήθηκαν πάρα πολύ οι δυο τους. Εκείνος, κατ’ επανάληψη, επέμενε να γίνει ο γάμος. Εκείνη επέμενε ότι: «Αν η πατρίδα μου δεν ελευθερωθεί, δε θέλω επίσημο γάμο». Καθυστέρησε ο γάμος και κατεστράφη ο αρραβώνας, ο οποίος ήταν επίσημος, επίσης.
Εκείνος ήταν το ατύχημα ότι αρρώστησε. Τον παρέλαβαν οι δικοί του, το περιβάλλον του κι οι πολιτικοί, για πολιτικούς λόγους δεν ενέκριναν τον αρραβώνα της με τον Υψηλάντη. Ήταν πάρα πολύ δυναμική κι εφοβούντο ότι τον επηρέαζε πάρα πολύ.
Την άρπαξαν τη νύχτα ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι είχαν πληρωθεί, προφανώς, και την πήγαν μέσα στο πλοίο και την άφησαν στη Μύκονο και δεν της επέτρεπαν πια να επανέλθει, να βρει τον Υψηλάντη. Εκείνη περίμενε ότι εκείνος θα επιδιώξει. Η υγεία του όμως ήτανε επιδεινούμενη, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να έρθει ποτέ πια σε επαφή μαζί του.
Στη Μύκονο, εξαιτίας του δεσμού της με τον Υψηλάντη, βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Γιατί θεώρησαν ότι τους προσέβαλε, ότι συζούσε με τον Υψηλάντη, ενώ δεν ήταν παντρεμένη. Κατέληξε στην Πάρο, εφόσον βέβαια δεν μπορούσε να μείνει ούτε καν στη Μύκονο. Πλήρως εγκαταλελειμμένη από το κράτος κι από τους συμπολεμιστάς της. Έμεινε πάμπτωχη η μητέρα της, πάμπτωχη η αδελφή της, κανείς όμως δε βγήκε να πει: «Η γυναίκα αυτή μας προσέφερε τα πάντα». Κανείς δε βγήκε να το πει.
Κατέληξε στην Πάρο, που είχε συγγενείς Μαυρογένους, οι οποίοι και τη συνέδραμαν. Η προγιαγιά μου, εκείνη τη συνέδραμε. Υποθέτω ότι κι αυτοί δεν το ενέκριναν, γιατί θυμάμαι ότι η γιαγιά μου πάντα μου το τόνιζε, παρόλο που ήμουνα έξι χρονών, πάντα μου το τόνιζε: «Συζούσε με τον μνηστήρα, αλλά ήταν ανύπαντρη». Ότι αυτό το πράγμα δεν ήτανε σωστό. Παρόλα ταύτα, την εδέχθησαν. Τουλάχιστον, η οικογένεια η δική μας.
Και πέθανε από τύφο, εγκαταλελειμμένη από τον κορμό, τον κυρίως κορμό της οικογένειάς της της Μυκόνου και της Πολιτείας. Όταν έστειλε επιστολές και στον βασιλιά και σε πολιτικούς για μία αξιοπρεπή σύνταξη, δεν της απήντησε κανείς. Πέθανε παντελώς εγκαταλελειμμένη, πικραμένη αφάνταστα και σε ηλικία νεοτάτη, σαράντα τεσσάρων ετών.
Στην Πάρο, με το που θα βγεις στο λιμάνι, το πρώτο που θα αντικρίσεις είναι Μαντώ Μαυρογένους, άγαλμα. Είναι τιμή μου, σαν Μαυρογένενα. Ελπίζω ότι είμαστε άξιοι απόγονοι της. Όλες οι γυναίκες, είμαστε η μία πιο δυναμική από την άλλη!
Η γιαγιά μου. Δεν τολμούσες… έτσι σου έκανε… δεν τολμούσες! Η Μαρία Μάτσα, η οποία παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Αρκά, δάσκαλο, και πήγανε στην Οδησσό. Ένα κοριτσάκι, δεκαοκτώ ετών, να πάει στην Οδησσό της Ρωσίας από την Πάρο. Κατάφερε να γίνει μία από τις πρώτες κυρίες στην Οδησσό την εποχή της αρχής του αιώνος. Έμαθε άπταιστα ρωσικά, κατάφερε να συνεχίσει τη μόρφωσή της. Ο παππούς μου εδίδασκε στη Μαράσλειο Σχολή, αλλά και σε όλα τα σπίτια των εμπόρων που έμεναν, που ήταν πάμπλουτοι, στην Οδησσό.
Αλλά με την επανάσταση τότε, το ’20, κατεστράφησαν. Έφυγαν, ενώ είχαν ένα ανάκτορο σπίτι με πλουσιότατη ζωή, βρέθηκαν στο πουθενά.
Επανήλθαν στην Πάρο. Η γιαγιά μου ούτε καν το σκέφτηκε: πούλησε στην Πάρο ένα κομμάτι της προίκας της, που δε φαντάζεστε ποιο είναι αυτό το κομμάτι! Πώς βγαίνεις με το πλοίο; Όλη αυτή η γωνία, το τετράγωνο. Πουλήθηκε αυτό κι αγοράστηκε αυτό το σπίτι, το ’20. Και κατάφεραν να τελειώσει η μαμά μου το Αρσάκειο, το Ωδείον, κι έζησαν εδώ, στην Αθήνα. Η γιαγιά μου ήταν πάντα στην επιφάνεια, εκείνη τακτοποιούσε τα πάντα. Οτιδήποτε συνέβαινε, κατάφερνε να βγαίνει πάντα στον αφρό.
Στην Οδησσό γεννήθηκε η μαμά μου, η Βιργινία. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο από δύο ετών η μαμά μου, τραγουδούσε θεϊκά κι έπαιζε πιάνο. Είχε εκεί ένα πιάνο με ουρά που έπιανε ένα δωμάτιο.
Είχε έναν άτυχο γάμο. Ο πατέρας μου, αυτές ήταν συγγενείς του, τα δύο σπίτια απέναντι. Και ήρχετο, τραγουδούσε ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε. Μια παρέα όλοι, παντρεύτηκαν. Εκεί… Ήτανε ένας υπέροχος άνθρωπος ο πατέρας μου, δεν μπορώ να έχω παράπονο από τον πατέρα μου, αυτό το λέω πάντα. Ήτανε υπέροχος, αλλά καλλονή αντρός...
Έφυγε, αφού έμεινε έγκυος στον αδερφό μου, εξαφανίστηκε. Όταν επανήλθε και πέσαν οι οικογένειες, κάνανε εμένα στη Σύρο. Μ’ άφησε κι εμένα, εννιά μηνών. Κι όταν λέει: «Να ξανασμίξομε», η μαμά μου του είπε ότι: «Μπορώ να ζήσω με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ και τα δυο τα παιδιά. Αλλά τρίτο, δε θα κάνω». Και τον έδιωξε.
Τρομερή δύναμη, ήταν αγωνίστρια, να επιβιώσει και να αξιοποιήσει τα παιδιά της, να τα μορφώσει και να τα στηλώσει, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Ένα παιδάκι, κοριτσάκι. Δηλαδή, τον αδερφό μου τον έκανε δεκαοχτώ χρονών, τον μεγάλο.
Ήρθαμε εδώ. Η μαμά μου κι εγώ, ξέρετε τι κάναμε; Κεντούσαμε, η μαμά μου, η αρχοντο- κεντούσαμε όλη τη νύχτα με λάμπα, για να μπορέσουμε να κρατήσουμε το σπίτι. Κι εγώ, το πρωί σχολείο, το απόγευμα διάβαζα, τη νύχτα κεντούσαμε. Καταφέραμε να κρατήσουμε το σπίτι, να πάει ο Τόλης στο Πανεπιστήμιον κι εγώ τελείωσα τη σχολή Ίνστερ, στενοδακτυλογραφία.
Διορίστηκα στο ΓΕΕΘΑ. Οι επίλεκτοι. Εκεί ήμαστε έξι κοπέλες, έξι κοπέλες ξεδιαλεγμένες από πεντακόσια άτομα. Σε πόσους άντρες; Δεν μπορώ να πω. Και καλλονούς άντρες κι ήμαστε κοριτσάκια. Αλλά δεν κατάφερνε κανείς, δεν επιτρέπετο κανείς, ούτε να μας… όχι να μας ακουμπήσει, όχι να μας… ούτε λοξό… δεν τολμούσαν. Όχι ότι δε θέλανε, είχαν όλη τη καλή διάθεση. Αλλά δεν τολμούσαν.
Κατάφερα εγώ να είμαι ιδιαιτέρα του αρχηγού ΓΕΕΘΑ κι έπρεπε να γράφουμε τα πάντα, όλα τα απόρρητα, τα πάντα όμως. Ανήκαμε στην ΚΥΠ. Τα χέρια μου ήταν αέρας, όπως ήταν της μαμάς μου στο πιάνο. Αντί, λοιπόν, εγώ να παίζω πιάνο, έπαιζα γραφομηχανή. Εκεί είναι η διάκριση η δική μου.
Η ζωή με ευνόησε με το να κάνω δύο πάρα πολύ καλά παιδιά. Η κόρη μου, η Βιργινία, φοράει το δαχτυλίδι της, της Μαντώς Μαυρογένους. Της το έχω δώσει, σαν Μαυρογένενα. Το ελπίζω ότι είμαστε άξιοι απόγονοι της.