Θυμάμαι ήμουνα Σέρρες, στους θείους μου. Ήταν Χριστούγεννα κι άκουγα απ’ το mp3 του ξάδερφού μου μουσική --δεν είχα τότε ακόμα, ήμουνα μικρός εγώ, οπότε άκουγα από εκείνον, που ήταν μεγαλύτερος-- κι έτυχε να πέσω πάνω σε ένα τραγούδι των Blind Guardian, λεγότανε Lord of the Rings κι εκείνο το τραγούδι.
Ακούγοντάς το, πήγα στον ξάδερφό μου, του λέω: «Τι είναι αυτό που ακούω; Μ’ αρέσει πολύ! Πες μου παραπάνω πράγματα». Έτυχε να διαβάζει και τα βιβλία ο ίδιος. Του άρπαξα, βασικά, το πρώτο κι άρχισα να διαβάζω κι εγώ.
Από εκεί και πέρα και σε καθημερινή βάση, τα διάφορα βιβλία που διαβάζω, η μουσική που ακούω, οι ταινίες που βλέπω, είτε έχουν άμεση σχέση με τον Τόλκιν, είτε έχουν επηρεαστεί, είναι κάτι παραπλήσιο. Γενικότερα, κάθε μέρα μου έχει σίγουρα λίγο Τόλκιν μέσα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, γύρω στο 2016 μέχρι τα μέσα του ‘19-’20, θα έλεγα, πάλευα με την κατάθλιψη. Ήτανε αρκετά ζόρικο διάστημα. Είχα καλά κι άσχημα στάδια, να το πω έτσι, αλλά σίγουρα το φανταστικό κι ειδικά ο Τόλκιν, είναι από τα πράγματα που με βοήθησαν πολύ να αντέξω εκείνες τις στιγμές.
Προσπαθούσα και σε καθημερινό επίπεδο λίγο να διαβάζω, να γίνομαι, ξέρεις, κάποιος από τους χαρακτήρες, να είμαι στην πλευρά που παλεύει, στην πλευρά του καλού, στη μεριά του φωτός. Και νομίζω ότι, σε μεγάλο βαθμό, ήταν από τα πράγματα που με βοήθησαν να επιβιώσω εκείνο το δύσκολο διάστημα.
Εκείνο το διάστημα, νομίζω, ταυτιζόμουνα με τον Φρόντο σαν χαρακτήρα περισσότερο, γιατί, ξέρεις, ήταν αυτός ο οποίος είχε, σε εισαγωγικά, το μεγάλο «βάρος» επάνω του, που ταξίδευε κι έπρεπε να το πετάξει στο Βουνό του Χαμού και να ηρεμήσει, να στο πω έτσι. Οπότε ένιωθα ότι κουβαλούσα το δαχτυλίδι εκείνο το διάστημα, σίγουρα, που με είχε καταβάλει. Αλλά ο δικός μου Σαμ, θα έλεγα, ίσως είναι ο ίδιος ο καθηγητής και το έργο του, ο ίδιος ο Τόλκιν, που με βοήθησαν να αντέξω, ας πούμε, εκείνο το διάστημα.
Βέβαια, από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες, τότε ειδικά, ήταν ο Φέανορ. Ο οποίος, γενικά, δεν έχει πολύ καλή φήμη, να το πω έτσι. Ήταν από τη φυλή των ξωτικών των Νόλντορ, είναι αυτός ο οποίος έφτιαξε τα Σίλμαριλς, τα οποία ήτανε κάποια πετράδια τα οποία είχανε μαγικό φως μέσα τους. Αγαπώντας πολύ τα πετράδια, δεν ήθελε να τα αφήσει από τα μάτια του. Κι έρχεται ο κακός της ιστορίας, ο Μέλκορ, πηγαίνει, σκοτώνει τον πατέρα του και παίρνει τα πετράδια και «δραπετεύει», σε εισαγωγικά, για τη Μέση Γη, γιατί τώρα βρισκόμαστε στο Βάλινορ, στη χώρα των θεών. Οπότε δίνει έναν φλογερό όρκο ο Φέανορ και με τους γιους του, τους επτά γιους του να ορκίζονται επίσης, ότι δεν πρόκειται να ηρεμήσει μέχρι να πάρει τα Σίλμαριλς πίσω και θα κυνηγήσει τον Μόργκοθ μέχρι τα τέλη του γνωστού κόσμου κι ακόμα παραπέρα.
Προσπαθώντας να περάσει από τη χώρα των θεών στη Μέση Γη, θα ζητήσει από μια άλλη φυλή ξωτικών να του δώσουνε τα πλοία τους. Κι όταν του λένε οι Τελέρι «όχι», αρχίζει μια μεγάλη σφαγή στην οποία δεν καταλαβαίνει τίποτα και προσπαθεί να πάρει τα πλοία με το ζόρι. Μάλιστα, παίρνοντας τα πλοία περνάει απέναντι κι αντί να στείλει πίσω για να πάρει και τους υπόλοιπους, τα καίει κιόλας και μεγάλο μέρος του πληθυσμού των Νόλντορ, που είχε ορκιστεί κιόλας, χρειάζεται να περάσει από τους πάγους, στους οποίους πεθαίνει και πολύς κόσμος.
Εκείνο το διάστημα αντιπροσώπευε σε μεγάλο βαθμό την ψυχική μου κατάσταση, σαν χαρακτήρας, γενικότερα. Τότε, δεν ξέρω, είχα πολλά αρνητικά συναισθήματα μέσα μου. Είχα αρκετή οργή μαζεμένη κι ο Φέανορ ήταν ένας χαρακτήρας ο οποίος την έβγαζε προς τα έξω. Η οποία ήταν, βέβαια, καταστροφική κιόλας για τον ίδιο και για και για τους υπόλοιπους. Εγώ, ευτυχώς, ήταν κάτι που κατάφερνα να μην κάνω, δηλαδή, να μην αφήνω, να μην εξωτερικεύω την οργή. Και θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας του Φέανορ μού δείχνει ακριβώς αυτό. Μου δείχνει πώς να μην είμαι, τι να μην κάνω. Γιατί αυτοί είναι οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες: οι χαρακτήρες που έχουν εσωτερική μάχη, που έχουν προβλήματα και προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουνε. Προσωπικά, τουλάχιστον εμένα, ένας λευκός ιππότης πάνω σε ένα λευκό άλογο δε μου λέει τίποτα, προσωπικά.
Σιγά-σιγά τότε ξεκίνησα ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία. Θυμάμαι, υπήρχανε στιγμές στην ψυχανάλυση που μιλούσα για χαρακτήρες του Τόλκιν, έμπαινα μέσα κι ήθελα να μιλήσω για τον Τόλκιν. Είχα διαβάσει ένα κεφάλαιο και συζητούσα τον τάδε χαρακτήρα, γιατί μου αρέσει εκείνος, γιατί μου αρέσει ο άλλος. Οπότε, σε μεγάλο βαθμό, με βοηθά ο Τόλκιν να καταλάβω και τον εαυτό μου καλύτερα.
Το αγαπημένο μου κεφάλαιο είναι αρκετά τραγικό, είναι η αλήθεια, είναι «Η μάχη των αμέτρητων δακρύων». Το καταλαβαίνεις κι από τον τίτλο του.
Ήτανε μία μάχη στην οποία πίστευαν, τέλος πάντων, οι δυνάμεις του καλού, να το πω έτσι, απέναντι στον Μόργκοθ ότι πρόκειται να κερδίσουν, ότι ήταν δυνατοί, ότι ήταν έτοιμοι να πάνε όλα καλά. Κάποιοι άνθρωποι τελικά πρόδωσαν τη μεριά των καλών.
Και τελικά εξελίχθηκε σε ένα τραγικό αποτέλεσμα, όπου χάθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των καλών. Αυτό που με ενθουσιάζει στο συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι ότι, ξέρεις τι; Καμιά φορά όλα δε θα πάνε τέλεια, αλλά όπως και να πάνε, είτε πάνε καλά, είτε πάνε άσχημα, πάντα μπορούμε να το ζήσουμε όσο πιο επικά γίνεται, ας πούμε, να το πω έτσι.
Εκεί πέρα βρίσκονται, βασικά, και δύο από τις αγαπημένες μου φράσεις. Τη μία τη φωνάζουνε οι δυνάμεις του καλού όταν βλέπουν έναν βασιλιά των ξωτικών με τα στρατεύματά του που απρόσμενα έρχεται και φωνάζουν, συγκεκριμένα: «Άουτα ιλόμε!» το οποίο μεταφράζεται ως «Η νύχτα φεύγει». Και το άλλο, αργότερα, όταν πλέον έχουν τελειώσει όλα κι ένας ήρωας των ανθρώπων, ο Χούριν, έχει μείνει μόνος του και πολεμάει εξολοθρεύοντας δεκάδες ορκ, τα οποία προσπαθούνε να τον αιχμαλωτίσουνε, φωνάζει: «Άουρε εντουλούβα!» συγκεκριμένα, το οποίο σημαίνει ότι «Η μέρα θα ξανάρθει». Οπότε, γενικότερα, η ιδέα του ότι, ξέρεις, ότι μέσα μας, το φως, το σκοτάδι παλεύει. Αυτό που προσπαθώ να κάνω, τουλάχιστον προσωπικά, να κερδίζει το φως κάθε μέρα, όσο γίνεται. Δε συμβαίνει πάντα, αλλά είναι αυτό που επιδιώκω, τουλάχιστον.
Και με αρκετή δουλειά, θέλω να πω ότι σήμερα είμαι μια χαρά. Ήτανε ωραία η συνειδητοποίηση κιόλας. Πηγαίνω, ας πούμε, κάθομαι απέναντι από την ψυχοθεραπεύτριά μου, με κοιτάει, την κοιτάω, ξερεις, χαμογελάω, χαμογελάει, μου λέει: «Όλα καλά; Τι γίνεται;» Λέω: «Καλά, καλά, μια χαρά». Πιάνουμε κουβέντα περί ανέμων κι υδάτων, θα έλεγα, σε μεγάλο βαθμό. Τελειώνει η ώρα, περνάει, μου λέει: «Να σου πω την αλήθεια, Δημήτρη, νομίζω», λέει, «δεν υπάρχει λόγος να ξανάρθεις».
Και ξέρεις, ήτανε πολύ-πολύ ωραία στιγμή. Και μετά βγαίνω, τέλος πάντων, χαρούμενος. Μπαίνω στο αυτοκίνητο --είχε έρθει να με πάρει η μητέρα μου εκείνη τη μέρα-- της λέω: «Μαμά, δε θα ξαναπάω, νομίζω είμαι εντάξει». Κι όντως, δεν ξαναπήγα από τότε.
Πριν από έναν περίπου χρόνο άλλαξα και τον αγαπημένο χαρακτήρα, γιατί βγήκα από εκείνη την κατάσταση. Διάλεξα τον Αμάντιλ. Πρόκειται για έναν από τους ανθρώπους οι οποίοι είχανε μείνει πιστοί στα ξωτικά και στους Βάλαρς, ας πούμε, στις θεότητες του Τόλκιν. Και στο τέλος ήταν αυτός που πρακτικά θυσιάστηκε, προσπαθώντας έστω και τελευταία στιγμή να καταφέρει να σώσει το σπίτι του και τους υπόλοιπους. Αγκάλιασα αυτόν τον χαρακτήρα, τον ένιωσα πιο κοντά σε μένα. Αυτό με εκφράζει τώρα.
Το 2019, είχα κάνει ένα ταξίδι περίπου δέκα ημερών στην Αγγλία. Ένα από τα βασικά πράγματα που ήθελα να κάνω ήταν να πάω και στο νεκροταφείο στο οποίο είναι θαμμένος. Οπότε πηγαίνω στον τάφο, κάθομαι λίγο δίπλα. Τα νεκροταφεία, γενικότερα, στη Βρετανία είναι πολλές φορές πολύ όμορφα, είναι έτσι γοτθικού τύπου, γοτθικού στυλ κι είναι μέσα στο πράσινο, με παγκάκια, με δέντρα… Είναι πολύ όμορφα, δηλαδή, θα μπορούσε να μην είναι νεκροταφείο, το ξεχνάς, ας πούμε ότι είναι. Ήτανε πολύ συγκινητικό. Έγραψα κάτι και το άφησα εκεί πέρα στο μνήμα δίπλα. Νομίζω ήταν ένα απλό «ευχαριστώ», αν θυμάμαι καλά, δε θυμάμαι να έγραψα κάτι άλλο. Κι είναι κάτι που, γενικότερα, το κρατάω μέσα μου και θα με οδηγεί.