Είμαι η Έλενα Τοπαλίδου. Είμαι χορεύτρια, πλέον ηθοποιός. Έκανα χορό από δέκα χρονών κι αυτό ήταν πάντα δίπλα μου, με μια ευχαρίστηση του στυλ τελειώνω το μάθημά μου στο Χαλάνδρι, στη σχολή μου με τη δασκάλα μου και γυρίζω σπίτι περπατώντας, ιδρωμένη κι ευτυχισμένη. Αυτή είναι η εικόνα που είχα, ένιωθα ότι δεν μπορώ να μην το κάνω.
Κάποια στιγμή, μια μεγάλη κρίση στην εφηβεία μου που πέρασα και το παράτησα και μετά στα δεκαεφτά το ξαναξεκίνησα, όντας Γ΄ Λυκείου πλέον, καθόλου έτοιμη για να το ακολουθήσω. Κατάλαβα ότι το σώμα μου δεν αρκεί, δε φτάνει για να εξυπηρετήσει τα ζητούμενα του χορού. Κι επειδή ήμουν ένα παιδί που έτρωγε πιο πριν, χαιρόταν, ήταν λίγο στρουμπουλό και τα λοιπά και τα λοιπά, τότε είπα ότι: «Όχι, αυτό το σώμα εμένα δε με ικανοποιεί, πρέπει να το αλλάξω».
Ενιωθα ότι πρέπει το σώμα μου να μπορεί να γίνει ένα εργαλείο. Ψυχικά, πνευματικά και πρακτικά, σωματικά, για να ανταποκριθεί στα ζητούμενα του χορού. Κι ένιωθα ότι το σώμα μου δεν είναι καθόλου εργαλείο εκείνη τη στιγμή, κι ότι για να γίνει εργαλείο πρέπει να κάτσω να το χτυπήσω κάτω ατελείωτα. Οπότε όταν έγινα δεκαεφτά και πέρασα στο Μαθηματικό, πήγα με τη μαμά μου, γράφτηκα, της είπα: «Εγώ τώρα εδώ δε θα πάω» κι από την άλλη μέρα, άρχισα να χτυπιέμαι ώρες ατέλειωτες στο κλασικό μπαλέτο.
Σπούδασα χορό στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, τρία χρόνια. Πήγαινα ξημερώματα, από το Χαλάνδρι που έμενα, ξυπνούσα πάρα πολύ νωρίς, 7 η ώρα, το πρώτο μάθημα ήταν 8 παρά τέταρτο. Θυμάμαι ότι ανέβαινα το πρωί τα σκαλιά --αυτά είναι πολλά σκαλιά στη Ομήρου ανεβαίνοντας για να πας στη σχολή-- κι έλεγα: «Δεν έχω δύναμη να ανέβω τα σκαλιά. Πώς θα βρω δύναμη να κάνω όλα αυτά που πρέπει σήμερα;»
Είναι μια δύσκολη σχολή, δύσκολα την έβγαλα εις πέρας. Ενώ όλοι με εκτιμούσαν πάρα πολύ και θεωρούσαν ότι μπορώ να γίνω κάτι πολύ ξεχωριστό, εγώ του έβαζα του εαυτού μου τρελές τρικλοποδιές. Μια αίσθηση ματαιότητας. Πως «εγώ τι κάνω τώρα εδώ». Έχω έναν καθρέφτη απέναντί μου, βλέπω κάτι το οποίο με ικανοποιεί με άριστα το 10, μείον άπειρο. Δεν υπάρχει περίπτωση να το φτιάξω εγώ αυτό ποτέ. Ο καθρέφτης είναι ένας εφιάλτης, πρέπει να τον αντιμετωπίζω με ένα καλσόν κι ένα κορμάκι κι εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Και ζηλεύω όλους αυτούς που είναι πιο άνετοι, πιο κουλ. Εγώ είχα θέμα με αυτό πολύ.
Τότε ξεκίνησε μια ιστορία με διατροφικά προβλήματα αρκετά έτσι ισχυρά, το οποίο με τα χρόνια έγινε τρόπος ζωής, έγινε δηλαδή δεύτερή μου φύση.
Στον χορό αυτό είναι πάρα πολύ σύνηθες, αυτό. Στην αρχή-αρχή χοροπηδούσα δέκα λεπτά για να το κάψω. Μετά άρχισα να μην τρώω. Θυμάμαι ότι μια φορά έκανα πολλή γυμναστική για να κάψω και μετά πήγα κι έφαγα ένα πορτοκάλι και νόμιζα ότι έτρωγα γεύμα. Και μετά ανακαλύπτεις την ευκολία του να τα βγάλεις. Και λες: «Σιγά, τέλεια!» Έλα όμως που δεν είναι έτσι…
Φυσικα καταλαβαινα, έγγραφα, έλεγα: «Τέλος, όχι, δεν μπορείς να κάνεις αυτό πια!» Ότι πρέπει να σταματήσω να είναι εφιάλτης μου το φαγητό. Αν κάτι δεν το κατάφερνα όπως θα ήθελα να το καταφέρω, τιμωρούσα τον εαυτό μου με κάτι προβληματικό τέτοιο. Αν κάτι το κατάφερνα, επιβράβευα τον εαυτό μου με τέτοιου είδους ευχαρίστηση. Δηλαδή: «Τώρα που τα κατάφερες, μπορείς να φας μια τούρτα και δεν πειράζει να τη βγάλεις». Ότι εντάξει, μια χαρά, δεν πειράζει. Και το πρωί ξυπνάς πάλι λάθος. Δεν είχες σωσμό.
Δε ζήτησα βοήθεια. Η μανούλα μου πέρασε φρικιαστικές στιγμές, πολύ δύσκολες, αβάσταχτες. Γιατί είσαι και σκληρός πολύ. Τσακώνεσαι, είσαι επιθετικός πάρα πολύ, δε δέχεσαι. Έχεις μια εξάρτηση τρομερή, η οποία δεν είναι αλκοόλ ή ναρκωτικά, ξέρω γω, είναι χειρότερο. Πρέπει να φας για να το βγάλεις.
Με εκτιμούσαν οι άνθρωποι. Εγώ δεν εκτιμούσα τον εαυτό μου, καθόλου. Επειδή αυτή η σπουδή έχει μια μεγάλη απαίτηση, τρομερά σκληρή, είναι στρατιωτική. Ο καθένας με το δικό του σκληρό στομάχι ή όχι, η καθεμία με το δικό της διατροφικό πρόβλημα ή όχι, πρέπει να είσαι στη θέση σου πάντα, βρέξει-χιονίσει. Ξεκινήσαμε είκοσι τρία άτομα στο πρώτο έτος και τελειώσαμε στο τρίτο εφτά κορίτσια.
Αρχίζω κι εργάζομαι ως επαγγελματίας χορεύτρια με τον Κωνσταντίνο Ρήγο στην «Οκτάνα» και με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στην «Ομάδα Εδάφους». Στην πρώτη «Μήδεια» τότε του Δημήτρη Παπαϊωάννου, την πρώτη του μεγάλη παράσταση, με ζήτησε για να κάνω τη Γλαύκη στη «Μήδεια». Γιατί τότε έκανε παραστάσεις μικρές στην κατάληψη στην Πατησίων που ήταν ένα μικρό κτίριο κι έκανε εκεί πράγματα με τους χορευτές του, τα οποία τα θαυμάζαμε όλοι και μας φαινόντουσταν μεταφυσικά. Ήτανε και σε μικρό μέγεθος, ξέρεις, και ξαφνικά κάποιος πετούσε!
Θυμάμαι, η Γλαύκη κράταγε ένα πουλάκι στερεωμένο στο δεξί της χέρι κι είχε ένα μαντήλι, ένα πέπλο στο αριστερό χέρι κι έπρεπε να συντονιστεί μια κίνηση που το αριστερό χέρι να κουνήσει το μαντήλι πίσω απ’ το κεφάλι και να το ξαναφέρει με ειδική κίνηση στα δάχτυλα, ότι το μαντήλι να πάρει σωστό αέρα για να κάνει σωστό πικ στην κίνησή του το μαντήλι και συγχρόνως να φιλήσω το πουλάκι με το δεξί χέρι. Δουλειά δύο ώρες. Πώς θα φύγει το πουλάκι, θα γυρίσουν τα δάχτυλα, θα φύγει το μαντήλι, θα ‘ρθούν όλα μαζί, γιατί δούλευε την τελειότητα της εικόνας ο Δημήτρης.
Με τον Ρήγο κάναμε ένα τελείως διαφορετικό είδος χορού. Ο Παπαϊωάννου έκανε αυτό το πράγμα με την κίνηση, με την τελειότητα, με την ακρίβεια και τα λοιπά. Με τον Ρήγο κάναμε «γιούργια!» Χορό, να χτυπιόμαστε, να πέφτουμε, να σηκωνόμαστε, να στρίβουμε, να ματώνουμε, να μελανιάζουμε, να κλαίμε, να φωνάζουμε, να αυτοσχεδιάζουμε, να δείχνει αυτός, να μας βρίζει, να πέφτουμε εμείς, να τον βρίζουμε εμείς… Δηλαδή, αισθανόμουνα μέλος βασικό της «Οκτάνα» και του Ρήγου και δηλαδή, όταν μου ζητήθηκε κάποια στιγμή να διαλέξω ανάμεσα στους δύο, είπα ότι: «Θέλω να μείνω με τον Ρήγο».
Το 1999 μού αφιέρωσε ο Κώστας μια παράσταση για το φεστιβάλ της Καλαμάτας τότε, που ονομαζότανε «Η κυρία με τις καμέλιες», εγώ ήμουν η κυρία με τις καμέλιες. Η οποία έφερε μεγάλη συγκίνηση έτσι στο χορευτικό στερέωμα και μετά πήρα εγώ το πρώτο βραβείο της καλύτερης χορεύτριας τότε, για το ‘99.
Η ομάδα άρχισε να κάνει παραγωγές πάρα πολλές, να έχει μεγάλη αναγνώριση, να έχει χρήματα κρατικά, να κάνουμε μία και δύο παραστάσεις τον χρόνο. Τότε μετά ο Ρήγος άρχισε να κάνει κάποια ανοίγματα. Οπότε ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη, ανέβασε μια παράσταση εκεί με το Κρατικό Βορείου Ελλάδος και με κάλεσε εμένα μαζί με άλλους δυο-τρεις χορευτές και πήγαμε τέσσερις πάνω μαζί του, για να μείνουμε στη Θεσσαλονίκη μόνιμα. Είχαμε θέατρο, είχαμε δάσκαλο, δεν τρέχαμε πέρα-δώθε να πληρώνουμε μαθήματα. Είχαμε το Βασιλικό Θέατρο, τον δάσκαλό μας… Ηταν «ουάου» για εμάς αυτό τότε, ήταν για μας αυτό επισημότητα! Για δύο χρόνια ήταν πολύ καλά.
Εκεί άρχισε η δική μου κάτω βόλτα. Εμένα είχε αρχίσει κι αυτή η σχέση με τη διατροφή να αρχίζει να με σαπίζει μέσα μου, να μην το υπομένω πλέον. Όταν έχεις αυτό, έχεις άγχος που θα σου πούνε να βγεις. Έχεις άγχος που θα σου πούνε να πας σε ρεστοράν κι όχι για ποτό. Γιατί με το ποτό, μια χαρά. Σε εστιατόριο όμως, εστιατόριο για να φας… δεν μπορείς να κρυφτείς. Ή πρέπει να φας και μετά να τα βγάλεις ή πρέπει να μη φας και να σου λένε όλοι: «Μα γιατί δεν τρως;» Δεν είσαι κανονικός.
Επίσης, είχε εξαφανιστεί η πληροφορία του «κοιμάμαι» απ’ τη ζωή μου. Το οποίο ητανε το πιο σοβαρό απ’ όλα. Δηλαδή, κοιμόμουν μία μέρα τη βδομάδα, μία νύχτα. Κι έλεγα: «Αν εγώ συνεχίσω έτσι, δε μου αξίζει να ζω, δε γίνεται, η ζωή δεν… δεν μπορώ να ζήσω». Αυτό ήταν το πικ.
Κι η σχέση με τον χορό. Δηλαδή, άρχισα να νιώθω ότι δε με ενδιαφέρει πια ο τρόπος που κινούμαι. Ότι δε με ενδιαφέρει πια καλλιτεχνικά αυτό που εκφράζω μέσα απ’ τον χορό. Ερχόντουσαν και κάποια νέα άτομα που είχαν πάρα πολλή όρεξη και κέφι να χορέψουν κι αυτό κι όλο αυτό το θεωρούσα… ψυχική… δεν ξέρω. Ένιωθα ότι όλοι χορεύουν πάρα πολύ γύρω μου και δεν προλαβαίνω να συνέλθω από το πόση κίνηση συμβαίνει γύρω μου. Ότι εγώ για να κουνηθώ πρέπει απλά να κάτσω κάπου και σηκώσω το χέρι μου και να το κατεβάσω κι αυτό μου φτάνει για να εκφραστώ. Όλα αυτά που γίνονται γύρω-γύρω-γύρω μου είναι τόσα πολλά, που εμένα πλέον δε με εκφράζουν. Κι ότι πρέπει να βρω τι είναι ο χορός μου, γιατί αυτό δεν ήταν πλέον.
Δε μου ‘φταιγε κανείς, ο εαυτός μου μου ‘φταιγε. Με μεγάλη ανακούφιση, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, Γενάρη, έφυγα. Πήγα σε ένα σπιτάκι με ένα κλειδί που μου έδωσε ένας φίλος μου, τελευταία μέρα, από σύμπτωση. Μου λέει: «Έχω ένα σπίτι κάτω, στη Νικηφόρου Ουρανού». Λέω: «Α, τι σπίτι;» Λέει: «Τόσο». Λέω: «Πόσο κάνει;» «Τόσο», πολύ φθηνά. «Δώσ’ το. Κλειδί;» «Πάρτο». Κι έφυγα την άλλη μέρα.
Θυμάμαι τη στιγμή που έφυγα, από το σημείο που φεύγεις, που πια λες: «Πίσω μου είναι η Θεσσαλονίκη» και πας προς την Εθνική κι ένιωθα ότι ο δρόμος μπροστά μου είναι κάτι ανοιχτό, κάτι με υποσχέσεις, που δεν ξέρω τι είναι αυτό. Τίποτα, θυμάμαι ότι οδηγούσα, οδηγούσα, οδηγούσα και κάποια στιγμή έπιασε ή πολύ χιόνι ή πολλή βροχή, δε θυμάμαι, και λέω: «Θεέ μου, τι είναι αυτή η θεομηνία!» Πήγα κατευθείαν, δεν πήγα καν σπίτι μου πρώτα, δεν πήγα στη μαμα μου και στον μπαμπά μου, πήγα εκεί, στο σπίτι αυτό. Κι εκείνο το βράδυ, νομίζω πως κοιμήθηκα λιγάκι… Και την άλλη μέρα περπατουσα στην Αθήνα, περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα κι ένιωθα ότι δεν είμαι τίποτα. Δε σκεφτόμουνα βασικά τίποτα. Απλά να δω τι είμαι.
Τότε γνώρισα και τον άνδρα μου. Οπότε ερωτεύτηκα, πάρα πολύ, κι αυτό με ταρακούνησε. Κι άρχισα να κάνω θέατρο, έτσι, λίγο από εδώ, μου λέγαν να κάνω σχολή, έλεγα: «Δε θέλω να κάνω σχολή». Αρχίζουν και μου δίνουν κάποιες δουλειές πιο σοβαρές, με ρόλους, στο Εθνικό θέατρο και κάτι άλλα. Κι αρχίζω κι εργάζομαι με καλούς σκηνοθέτες στο θέατρο, εξασκώ τον λόγο. Δεν ήθελα να μου συμβαίνει κάτι έντονα σωματικό, χορευτικό.
Η διατροφή εκείνα τα χρόνια επανήλθε, ήταν κάπως καλύτερα. Κι ο ύπνος, σιγά-σιγά ήρθε. Γιατί άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω κάποια πράγματα που με ευχαριστούν. Και να τα ξεχωρίζω, ότι: «Ναι αυτό με ευχαριστεί». Ο έρωτας μού έδινε ευχαρίστηση. Και το ‘08, γεννήθηκε το παιδί μας. Εκεί το σώμα μου τότε με τρόμαξε που άρχισε να αλλάζει, το φοβήθηκα αυτό.
Καταλάβαινα ότι ο χορός πλέον έπρεπε να υπάρχει στη ζωή μου ως γυμναστική, γιατί αλλιώς δεν ένιωθα επαρκής να διδάξω αν δεν είμαι γυμνασμένη. Εργαλείο πάλι. Το εργαλείο μου πρέπει να μπορεί να δείχνει με ακρίβεια, οπότε έπρεπε να γυμνάζομαι.
Και τότε ξεκίνησε, ήρθε δηλαδή η πρωινή μου «προσευχή» στη ζωή μου:
Ξυπνάω 6 παρά τέταρτο, 6 παρά πέντε είμαι ήδη με τα ρούχα του χορού, δηλαδή φοράω το καλσόν και το κορμάκι μου και τα παπούτσια του μπαλέτου. Η μουσική κρατάει 6 παρά τέταρτο με 7, παίζει ασταμάτητα κι εγώ αυτοσχεδιάζω πάνω στη μουσική χορευτικά, πρακτικά. Κι είμαι κατάμονη, με τον εαυτό μου, με το μπαλέτο μου και με τις σκέψεις μου. Που έρχονται πάρα πολλές σκέψεις: έρχεται ο δάσκαλός μου ο παλιός, έρχονται μαθήματα, τα παιδιά μου… εννοώ τα παιδιά της σχολής.
Πια εργάζομαι ως δασκάλα δέκα χρόνια στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στη σχολή. Έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, ειδικά σε αυτή τη σχολή, γιατί έχει βασικό ζητούμενο το μπαλέτο, το οποίο για μένα ήταν πάντα μια αντιπαράθεση και μια καθημερινή, έτσι, δυσκολία. Οπότε τώρα που καλούμαι να το διδάξω και το ‘χω περάσει με χίλιους δυο τρόπους μέσα από τον εαυτό μου και τα κύτταρά μου, νιώθω ότι πια μπορώ να βοηθήσω τους νεαρούς και τις νεαρές.
Δεν διαπραγματεύομαι πλέον την προσωπική μου ευχαρίστηση, σε σχέση με χίλια-δυο πράγματα. Ακόμα κι αν αυτό μπορεί να μην είναι πάντα το φαγητό. Ενώ πάντα πίστευα ότι δε θα μπορέσω ποτέ να κοιτάξω μια τυρόπιτα και να μη μου φαίνεται ότι κοιτάω την ηδονή την ίδια, κατάλαβες. Η ζωή μου η ίδια, η καθημερινότητά μου και τα πράγματα που κάνω κι οι άνθρωποι που γνωρίζω και τα παιδιά κι ο γιος μου κι ο άντρας μου και το ότι μπορεί και να ερωτευτώ κάτι, κάποιον, έτσι, και να μου προξενήσει το ενδιαφέρον ή το ότι θα πάω να χορέψω κάπου, αυτά ή το θέατρο πια που με ευχαριστεί πάρα πολύ και δεν το ανταγωνίζομαι, το ότι μπορώ να αποδεχτώ για μένα ότι το έκανα πολύ καλά κάτι και να κάτσω να το χαρώ με τον εαυτό μου και να πω: «Ντάξει, ψώνιο είσαι! Και τι πειράζει;» Όλα αυτά πια είναι μια ευχαρίστηση. Πολύ μεγάλη όμως. Κι αυτό είναι η ζωή μου τώρα.