Μετά τις σπουδές, αμέσως, η πρώτη μου απασχόληση, ήταν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Πηγαίναμε σε όλη την Κρήτη και κάναμε εκδηλώσεις, καλοκαιρινές, σε σχολεία, έτσι; Οπότε αρχίσαμε να έχουμε μία επαφή αν θέλεις με το ευρύ κοινό, ώστε να κάνουμε γνωστή την ύπαρξη του Μουσείου. Γιατί το Μουσείο, περισσότερο αυτό που θέλαμε να δείξουμε είναι ότι δεν ήταν μόνο ένας χώρος που θα πήγαινες να δεις δυο-τρία εκθέματα, αλλά είχε πίσω του και το ερευνητικό του κομμάτι, είχε πίσω του και τις συλλογές, ότι πραγματοποιούσαμε ανασκαφές...
Μία μέρα, έλαβα ένα τηλέφωνο. Όπως καθόμουν στο γραφείο μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Μου λέει ένας κύριος από την απέναντι μεριά της γραμμής: «Είμαι απ’ τη Σητεία. Έχουμε έρθει στο μουσείο με την κόρη μου, το έχουμε επισκεφτεί με τα παιδιά, πολύ ωραίο» και τα λοιπά «και, ξέρεις, περπατώντας», λέει, «μαζί με την κόρη μου, μία μέρα εδώ, έξω από το σπίτι μας, νομίζουμε ότι βρήκαμε κάτι που είναι ενδιαφέρον». «Τι νομίζεις ότι είναι αυτό;» Μου λέει: «Μοιάζει με απολίθωμα. Και να σου πω, για να 'μαι ειλικρινής, εμένα μου φαίνεται ότι είναι μια απολιθωμένη οπλή».
Λέω: «Τι οπλή;» Λέει: «Αλόγου». «Αλόγου οπλή απολιθωμένη;» λέω. «Αυτά δύσκολα απολιθώνονται». «Τι να σου πω», λέει, «εμένα έτσι μου μοιάζει, σαν να είναι, ξέρω γω, μία μεγάλη οπλή ενός βοδιού, ενός αλόγου, έτσι μοιάζει το σχήμα. Η κόρη μου λέει ότι είναι δόντι». Του λέω: «Κοίταξε, αν είναι δόντι», του λέω, «σου μοιάζει να έχει σμάλτο, ας πούμε, πάνω, όπως είναι το δόντι μας;» Λέει: «Έχει σμάλτο». Λέει: «Να σου πω, φαίνεται σαν να έχει και κάτι άλλα κόκαλα, μακριά κόκαλα». Λέω: «Σίγουρα;»
Τέλος πάντων, φαινόταν δηλαδή από τις λεπτομέρειες ότι μάλλον ήταν κάτι ιδιαίτερο. Του λέω: «Είναι και μεγάλο;» Μου λέει: «Σαν γροθιά». Τέλος πάντων, μεγάλο θέμα, που λες, είχε ένα ενδιαφέρον η όλη ιστορία. Οπότε αποφάσισα να κάνω το ταξίδι, να φύγω από το Ηράκλειο για να πάω να δω στη Σητεία τι ήτανε.
Η Σητεία ήταν τρεις ώρες δρόμος, έτσι; Ηράκλειο-Σητεία είναι ακόμα και σήμερα, είναι μεγάλη ταλαιπωρία, αλλά και τότε που δεν υπήρχε ακόμα καν το κομμάτι του ΒΟΑΚ, μιλάμε για το 2002… Και, ξέρεις, καμιά φορά όλη αυτή την πορεία, έχω πάρα πολλά παραδείγματα που έχω κάνει και μετακινήσεις αντίστοιχες ωρών και τελικά δεν είναι τίποτα αυτό που... είναι μια πέτρα που έχει ένα παράξενο σχήμα, έτσι;
Πήγα στη Σητεία, με πήγε ο άνθρωπος στη θέση, μου λέει: «Αυτή είναι η θέση». Υπήρχαν οστά, τα οποία ήταν πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Κάποια οστά πολύ μακριά και μεγάλα για μένα, δηλαδή μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί τόσο μεγάλα δεν είχα δει. Στην ουσία, είχαν ξεπλυθεί όλα αυτά από τη βροχή. Ο ιδιοκτήτης μάλλον που το είχε, είχε βάλει μπουλντόζα κι είχε ομαλοποιήσει λίγο το έδαφος, είχε μικρύνει την κλίση και στο κομμάτι το οποίο είχε κάνει εκσκαφή, φαίνεται, το νερό της βροχής ξέπλυνε το πέτρωμα κι άρχισαν και βγήκαν τα κόκαλα, τα απολιθώματα, στην επιφάνεια.
Ο άνθρωπος μού έδειξε δυο κομμάτια που είχε βρει, ήταν όντως δύο δόντια. Ήταν δύο δόντια μεγάλα σαν τη γροθιά μας, ας πούμε, και πιο μεγάλα. Δεν είχα ιδέα τι ήταν, να 'μαι ειλικρινής, έτσι; Κι υπήρχε η υπόνοια ότι σαν να ήταν κι ένας χαυλιόδοντας. Η μια του επιφάνεια ήταν σπασμένη. Κι έτσι, από αυτή την επίσκεψη αντιληφθήκαμε ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό.
Ο ιδιοκτήτης όμως του οικοπέδου, όταν ακούστηκε ότι κάτι βρέθηκε εκεί, φοβήθηκε και πήγε και τα έσπασε με ένα σφυρί. Έσπαζε, τα έκανε κομματάκια δηλαδή, θρύψαλα! Μήπως αυτά τα δεσμεύσει η αρχαιολογική υπηρεσία, που είναι, ξέρεις, η πιο αυστηρή αρχή που υπάρχει στην Ελλάδα και δεν ξεμπλέκεις εύκολα, όπως λέμε, αν μπλέξεις με κάποια τέτοια θέματα αρχαιολογίας. Ξεκινήσαμε αυτή την ανασκαφή αφού βρήκαμε τον συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, καταφέραμε να τον πείσουμε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να φοβάται. Του εξηγήσαμε ότι αυτά είναι απολιθώματα, δεν έχουν καμία σχέση με τα αρχαιολογικά ευρήματα, υπάρχει αυτή η σύγχυση απολιθωμάτων-αρχαιολογικών ευρημάτων. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Σκάβαμε εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, ας πούμε. Να φανταστείς, μες στη σκόνη, στον ήλιο, είχαμε κάτι τέντες, γιατί καλοκαίρι γίνονται οι ανασκαφές. Μες στη σκόνη, πηγαίναμε να κάνουμε μία βουτιά, ας πούμε, στη θάλασσα. Μάλιστα, μία φορά μας έγραψε ο τροχονόμος γιατί δε φορούσαμε τη ζώνη, δηλαδή στα εκατό μέτρα από την ανασκαφή μέχρι να πάμε στην παραλία, μας σταμάτησε ο τροχονόμος και μας έγραψε για ζώνη, γιατί ήμασταν όπως ήμασταν. Λέμε: «Δε μας βλέπεις πώς είμαστε;»
Μας πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να καταφέρουμε να σκάψουμε όλη την έκταση την οποία κάλυπταν τελικά τα απολιθώματα, να βρούμε σχεδόν όλα τα δόντια του ζώου. Ένα δόντι δε βρήκαμε μόνο. Βρέθηκαν οι δύο χαυλιόδοντες που έχει, δε βρέθηκε κρανίο, γιατί αυτό έχει μία ηλικία, καταλήξαμε, στο οκτώ με οκτώμισι εκατομμύρια χρόνια, πολύ παλιό σε σχέση με ό,τι γνωρίζαμε στην Κρήτη. Και τελικά καταφέραμε να βρούμε σχεδόν το μισό σκελετό από το ζώο αυτό.
Ήταν η τελευταία μέρα, είχαμε μαζέψει αρκετά οστά, κυρίως πλευρά, σπονδύλους, ένα-δυο δόντια που είχανε ακόμα βρεθεί διάσπαρτα, κάποια κομμάτια απ’ τα άκρα, από τα πόδια του ζώου κι ήταν η τελευταία μέρα της ανασκαφής. Οπότε λέμε: «Τουλάχιστον να δούμε λίγο μέχρι αυτό το κομμάτι, να το σκάψουμε, να μην το αφήσουμε, και μετά τα μαζεύουμε, πακετάρουμε, για να γυρίσουμε στο Ηράκλειο».
Εκείνη την τελευταία μέρα το απόγευμα που έπρεπε να σκάψουμε, βρέθηκε ένα οστό που αρχίσαμε λίγο-λίγο-λίγο να το αποκαλύψουμε, να δούμε πόσο είναι για να το πάρουμε κι αυτό μαζί μας. Κι ήταν τελικά ή κάτω σιαγόνα μαζί με όλο τον χαυλιόδοντα, το μεγαλύτερο και το πιο εντυπωσιακό δείγμα!
Μέχρι τις 12 η ώρα το βράδυ ήμασταν με τους προβολείς των αυτοκινήτων για να καταφέρουμε να το ανασκάψουμε γιατί είχαμε κανονίσει, είχαμε κλείσει, είχαμε αδειάσει τα ξενοδοχεία, ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, έτσι; Είδαμε και πάθαμε να το καθαρίσουμε να το πάρουμε, γιατί ήταν και πολύ βαρύ, γύρω στα δύο επί δύο μέτρα.
Και μέχρι τις 12 η ώρα με τα φώτα των αυτοκινήτων δουλεύαμε εκεί, για να το καταφέρουμε να το αποσπάσουμε και να το πάρουμε μαζί μας κι ήρθαμε 2 η ώρα, 3 η ώρα τα ξημερώματα στο Ηράκλειο, αν θυμάμαι καλά.
Στην πορεία λοιπόν αναγνωρίστηκε ότι αυτά τα απολιθώματα ανήκαν σε αυτό που λέμε «δεινοθήριο» και μάλιστα δεινοθήριο γιγάντιο, όπως ονομαζόταν τότε. Είδαμε και πάθαμε για να προσδιορίσουμε, γιατί δεν ξέραμε ότι υπήρχε τέτοιο είδος εδώ στην Κρήτη. Ήταν η πρώτη φορά που υπήρχε μία τέτοια ένδειξη, ότι ένα ζώο που δεν ήταν ελέφαντας, αλλά είναι προγονική, συγγενική μορφή των ελεφάντων, ζούσε στην Κρήτη. Δεν το γνωρίζαμε αυτό.
Είναι γύρω στα τεσσερισήμισι μέτρα ύψος και πεντέμισι μέτρα μήκος. Είναι μάλλον το μεγαλύτερο χερσαίο ζώο που έζησε ποτέ στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να έζησε κάποιο άλλο ζώο μεγαλύτερο από αυτό, χερσαίο. Και σαν άτομο, αλλά και σαν είδος.
Και βέβαια, εκείνη την εποχή θα πρέπει να φανταστούμε ότι η Κρήτη δεν είχε καμία σχέση με την Κρήτη που ξέρουμε σήμερα, ούτε και το Αιγαίο καν ήταν το Αιγαίο όπως το ξέρουμε σήμερα. Η Κρήτη ήταν νησάκια, τρία-τέσσερα νησάκια. Ήταν εντελώς ένα άλλο περιβάλλον, με πάρα πολλή βλάστηση, τροπικό σχετικά κλίμα, δηλαδή με πάρα πολλές βροχές, πολύ υψηλή θερμοκρασία, πυκνή βλάστηση, γιατί αυτό το ζώο ήταν δασόβιο. Άρα υπήρχε ουσιαστικά ένα περιβάλλον το οποίο θα μπορούσε να το συντηρήσει εκείνη την εποχή.
Αυτό το εύρημα του δεινοθήριου κι η δημοσιότητα η οποία δόθηκε μας βοήθησε πάρα πολύ, γιατί εξαιτίας αυτού του γεγονότος πάρα πολλοί άνθρωποι στη συνέχεια μας παίρνουν τηλέφωνο, επικοινωνούν μαζί μας για ευρήματα, για παρατηρήσεις που έχουνε κάνει κι έχουμε λάβει αρκετές πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι αρκετά σημαντικές. Βρήκαμε καινούργιες παλαιοντολογικές θέσεις με απολιθώματα ελαφιών, ιπποπόταμων, που γνωρίζαμε ότι υπήρχαν στην Κρήτη. Εμπλουτίζουν τις συλλογές μας με καινούργια δείγματα κι ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα πράγματα σε σχέση με τη ζωή που είχε το νησί σε παλαιότερες εποχές.
Ήταν κάτι φοβερό, έτσι; Δηλαδή, είναι από τις εμπειρίες που ζεις ελάχιστες στη ζωή σου, ο καθένας στο αντικείμενό του και στο πεδίο του, έτσι; Βέβαια, ήταν μία πολύ σημαντική ανακάλυψη. Περνούσαν όλοι οι άνθρωποι από τη Σητεία, ερχόνταν και μας έβλεπαν στην ανασκαφή, μας φέρνανε γλυκά, ξέρεις, είχε γίνει το θέμα της εποχής εκείνης. Καταφέραμε με συγκρίσεις από το εξωτερικό να αναπαραστήσουμε και το έχουμε πλέον στην έκθεσή μας το ζώο σε φυσικό μέγεθος, όπως πιθανολογούμε ότι έμοιαζε, σαν προγονική μορφή των ελεφάντων. Κι έτσι, από αυτή την παρατήρηση που έκανε ένα παιδάκι μαζεύοντας χόρτα, καταλήξαμε στο μεγαλύτερο είδος, ίσως, χερσαίου ζώου που έζησε ποτέ στην Ελλάδα.