Κατεβαίνοντας στην παραλία και μπαίνοντας στο μαγαζί του μπαμπά, δώδεκα χρονών πια, το πρώτο που αισθάνθηκα, ήτανε σαν να άλλαζα χώρα. Έφυγα από το καρνάγιο που μύριζε βρασμένο πεύκο, που μύριζε κατράμι από τη θάλασσα… Το εργαστήριο μέσα μύριζε ζάχαρη, και μύριζε κιόλας καμένη ζάχαρη, γιατί ήτανε με ξύλα τα τζάκια. Έπεφτε ζάχαρη κι αυτή καιγότανε κι έβγαζε μία ιδιαίτερη μυρωδιά.
Εκεί στα ξύλα, λοιπόν, που βάζανε μέσα κι άναβε η φωτιά, απάνω στο μπακιρένιο καζάνι ρίχνανε τα υλικά: το νερό, τη ζάχαρη, το άμυλο και λίγο ξινό. Αυτό το ταράζαμε με τη ξύλινη μεγάλη κουτάλα επί μιάμιση ώρα, αυξομειώνοντας τη φωτιά.
Ετοιμαζόταν το λουκούμι, την ώρα που βράζει και κοχλάζει το λουκούμι, κάνουνε με την κουτάλα, ανεβάζουνε λίγο λουκούμι απάνω και βάζουν το δάχτυλό τους. Τον δείκτη και τον αντίχειρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο, μπαίνει μία μικρή ποσότητα λουκουμιού βραστού. Κι από ‘δω καταλαβαίνεις αν είναι έτοιμο ή όχι το λουκούμι. Εγώ, μέχρι να το συνηθίσω όταν μεγάλωσα, κάθε μέρα καιγόμουνα, κάθε μέρα.
Στη Β΄ Γυμνασίου συνέβη κάτι οικογενειακό πολύ άσχημο, αρρώστησε πάρα πολύ η μητέρα μου. Κι είχα πίσω από εμένα, δύο αδέρφια, τον Κώστα και τον Αχιλλέα, που ήτανε δύο και τέσσερα χρόνια πιο μικρά από ‘μέναν. Έπρεπε κάτι να γίνει. Δε γινότανε. Ξαφνικά έπρεπε να σταματήσω να πηγαίνω στο σχολείο. Όταν ήρθε Σεπτέμβριος κι είπα ότι: «Μαμά, πρέπει να πάω στο σχολείο να πάμε να με πας να με γράψεις γιατί πήγαν οι συμμαθήτριές μου» μου είπε: «Ντίνα, δε θα πας, γιατί δεν μπορούμε να πας».
Για εμένα αυτό ήτανε μεγάλο πλήγμα. Την πρώτη μέρα που έγινε ο αγιασμός, το θυμάμαι έτσι σαν όνειρο, έβαλα την ποδιά μου και πήγα κι εγώ στον αγιασμό. Κι όταν τελείωσε για να μπούνε μέσα στις τάξεις, δε με έβαλαν. Μου είπανε ότι: «Δεν μπορείς, Ντίνα, να μπεις, γιατί δεν είσαι γραμμένη». Λοιπόν, εγώ έκλαιγα, έφυγα και πήγα στον μώλο, πολύ μακριά. Κι έκλαιγα. Η θάλασσα θα έγινε σίγουρα πιο αλμυρή απ’ τα δάκρυά μου, διότι δεν μπορούσα να σταματήσω. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι δεν πήγα στο σχολείο.
Προσπάθησα να βρω διέξοδο και τη βρήκα, περιέργως, μέσα στο λουκούμι, γιατί; Γιατί ανακάλυψα ότι μου άρεσε να φτιάχνω λουκούμι. Σιγά-σιγά άρχιζα να βάζω τα υλικά, να πηγαίνω στον πάγκο, να κάνω κάποιες άλλες δουλειές μεγαλώνοντας βέβαια, δεν μπορούσα να κατεβάσω καζάνι, σιγά-σιγά όμως το ‘κανα κι αυτό. Μοναδικές στιγμές όταν έπεφτε το άρωμα μέσα στο λουκούμι την ώρα που έβραζε, λίγο πριν κατέβει, πώς μύριζε όλο το εργαστήριο κι όλο το μαγαζί. Όλη η παραλία έτσι μύριζε τότε. Ό,τι είχε σχέση με το λουκούμι, όλα ήτανε κοντά. Δηλαδή, τα εργαστήρια λουκουμιών, τα εργαστήρια κυτιοποιίας, τα τυπογραφεία, όλα ήτανε ανάμεσα σε έναν-δυο δρόμους.
Την ώρα που τάραζα το λουκούμι, δε σκεφτόμουνα ότι: «Ωραία, θα τελειώσει τώρα το λουκούμι κι εγώ πρέπει να πάω στο σπίτι να μαγειρέψω ή να κάνω κάτι άλλο που πρέπει για να ‘μαστε έτοιμοι για αύριο». Σκεφτόμουνα: «Πόσο ωραίο θα είναι να μπορώ να γράψω μια ωραία έκθεση». Κι έτσι πήγα αμέσως στις καθολικές καλόγριες κι άρχισα να μαθαίνω γαλλικά. Ήτανε για μένα μια διέξοδος γιατί έρχονταν και με παίρνανε, με μαζεύανε απ’ το σχολείο κάθε πρωί που πήγαινα. Τον πρώτο καιρό πήγαινα κάθε μέρα. Και δεν το αντέχανε οι καθηγητές. Κι ύστερα έφευγα, πήγαινα έκλαιγα και γύριζα στο μαγαζί.
Εκείνο που με έσωσε επίσης, ήτανε ότι ο πατέρας μου όλα τα χρόνια στο μαγαζί, ερχότανε με καροτσάκια σε τακτά διαστήματα, που ήτανε γεμάτα βιβλία απάνω και τα φέρνανε σε όλα τα λουκουμοποιεία. Του λέγανε: «Συκουτρή, θες κάτι βιβλία να κάψεις; Εσύ; Ο άλλος; Ο άλλος; Ο άλλος;» ήτανε γεμάτη η παραλία. Αδειάζανε τα παλιά σπίτια με τις υπέροχες βιβλιοθήκες -μοναδικές εκδόσεις- τα κατεβάζανε και τα καίγανε, τα βάζανε προσάναμμα. Ο πατέρας μου δε δέχτηκε να κάψει ούτε ένα. Τα ‘παιρνε. Τα ανέβαζε στο πατάρι του μαγαζιού και τα έβαζε μέσα στα κασάκια από τα λουκούμια, τα ξύλινα, και τα ‘κλεινε από πάνω. Ήρθα πολύ γρήγορα σε επαφή με τα βιβλία.
Όλα τα παιδιά εμείς των λουκουμοποιών, όλα αυτά τα παιδιά το μεσημέρι, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, να είσαι μέσα στα καζάνια να βράζουνε κι έξω ο ήλιος να καίει την πέτρα, μόλις κλείναμε τα καζάνια, φεύγαμε όπως ήμαστε και τρέχαμε στα Κύματα. Και πέφταμε όλα μέσα και κολυμπούσαμε! Και τότε, ήτανε αυτή η αίσθηση που ένιωσα, ότι η θάλασσα πραγματικά γλύκαινε απ’ τη ζάχαρη που είχαμε επάνω μας όταν πέφταμε μέσα. Πολλές φορές όταν πέφταμε και τα μαλλιά μας ήτανε κάτασπρα από τη ζάχαρη, έκανες έτσι και γύρω-γύρω γινότανε ένα πολύ ελαφρό άσπρο, γαλακτώδες. Έφευγε, βέβαια, αμέσως. Κι έλεγα ότι η θάλασσα γλύκαινε εκείνη την ώρα. Ήτανε αλλιώτικο. Ένα μπάνιο, ξεκουραζόσουνα, μου ‘φευγε εμένα απ’ το μυαλό μου όλη η στεναχώρια, όλα-όλα.
Έχω την αίσθηση ότι αυτή η ζάχαρη είναι μαγεία, δε σ’ αφήνει το μυαλό σου να φύγει μακριά της. Τη μεγάλη απόφαση την πήρα το 1969, όταν πάτησε ο πρώτος άνθρωπος το πόδι του στο φεγγάρι. Και τους λέω ότι: «Εγώ τον Σεπτέμβριο, θα φύγω». Και του το ‘πα του μπαμπά μου μες στο λεωφορείο την ώρα που ένα τρανζιστοράκι έλεγε ότι πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Σημαδιακό ήτανε; Δεν ξέρω! Το είπα και κατέβηκα το είπαμε στη μαμά μου, αλλά εγώ από καιρό πριν, είχα κανονίσει με τις καλόγριες που έκανα γαλλικά, που είχανε στη Σίνα 2β στην Αθήνα, ήταν η Λεόντειος Σχολή την οποία χρησιμοποιούσανε για οικοτροφείο. Και κανόνισα να πάω εκεί πριν το πω στους γονείς μου, γιατί ήθελα να είμαι προετοιμασμένη ό,τι θα πω. Λες κι έκανα λουκούμι, μην τυχόν χαλάσει.
Έφυγα από τη Σύρο με το καράβι «Οία» 1η Σεπτέμβρη του ’69. Και πήγα ολομόναχη στην Αθήνα. 16 Ιουνίου του 1974 έδωσα το τελευταίο μάθημα που ήτανε αρχαία, για να πάρω το πτυχίο μου, να πάρω το απολυτήριο Γυμνασίου. Και 30 Ιουνίου του ‘74 παντρεύτηκα. Και τα δυο μου παιδιά αγάπησαν το λουκούμι, πάρα πολύ. Κι η Αγγελική τώρα ασχολείται με το λουκούμι εδώ.
Όμως δεν άφησα το όνειρό μου για το πανεπιστήμιο. Και το 2004 κληρώθηκα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τριάντα χρόνια μετά. Και τελείωσα το πανεπιστήμιο και το πιο ωραίο και το -για μένα- το πιο συγκινητικό είναι ότι τελείωσα το Πανεπιστήμιο με την κόρη μου. Πήγαμε στην Πάτρα να ορκιστούμε, γιατί εκεί ανήκει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, και λένε: «Ανδρειωμένου Αγγελική» την κόρη μου. Κι ανέβηκε απάνω, πήρε το πτυχίο της. Και βλέπω τον Πρύτανη και λέει: «Ανδρειωμένου Κωνσταντίνα» και ξανακοιτούσε ο άνθρωπος. Σου λέει: «Δυο φορές είναι;» Και γύρισε και κοίταξε, σήκωσα το χέρι μου και του λέω: «Εδώ, η μαμά!» Ήταν πολύ συγκινητικό για εμένα. Μου φαινότανε σαν να ήμουνα μια μικρή φοιτήτρια που τελείωσε, έτσι, μέσα μου ένιωσα μικρή, δικαιωμένη ότι η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με το έξω μου. Δηλαδή, μ’ αυτό που ήμουνα. Ήμουνα μια γιαγιά. Είχα και τα εγγόνια μου, την κόρη μου.
Μέσα στο μυαλό μου, δεν το κρύβω, μου ήρθε η εικόνα που μου έρχεται πάντα και που έτσι θα είναι σε όλη μου τη ζωή. Να είμαι έξω από την πόρτα του μαγαζιού μας στην παραλία, έξω απ’ το λουκουμοποιείο. Να είμαι εκεί στην πόρτα και να κοιτάζω τα καράβια και να νιώθω όπως ένιωθα πριν ξεκινήσω για το νυχτερινό Γυμνάσιο της Αθήνας. Κι έλεγα: «Κάποιο καράβι θα με πάρει, δεν μπορεί να μείνω εδώ». Όταν τάραζα το λουκούμι, κανονικά, μιάμιση ώρα συνεχώς και για χρόνια ατέλειωτα, είχα την αίσθηση ότι κάθε κίνηση που έκανα, ήτανε σαν να έβλεπα ένα κυματάκι που έσκαγε. Για μένα ό,τι κινείτο σε νερό, στη ζάχαρη, στο λουκούμι, ήτανε σαν να ήτανε κάτι που ταξίδευε. Κι όταν έσβηνε η φωτιά κι έβγαινα έξω κι έβλεπα τη θάλασσα… Νομίζω ότι η θάλασσα μ’ έσωσε. Η θάλασσα και το λουκούμι.