Άρχισα να δουλεύω από δεκατεσσάρων ετών, ας πούμε, στον Πειραιά, γυρνώντας να δώσω τα προϊόντα που κατασκευάζαμε. Στην Τρούμπα, σε όλο το λιμάνι, στα καράβια, οπουδήποτε, ας πούμε. Γνώρισα τον Πειραιά, γνώρισα την αγορά κι είχα άποψη το τι συνέβαινε. Ήτανε λίγο δύσκολα τα χρόνια τότε. Εμείς μεγαλώναμε, τα παιδιά, από δεκατεσσάρων ετών, μεγαλώνανε γρηγορότερα τα παιδιά τότε.
Ο Πειραιάς είναι ένα μωσαϊκό από όλες τις ελλαδικές επαρχίες. Με τα εργοστάσια, τα πρώτα εργοστάσια, οι βιομηχανίες που άνθισαν στον Πειραιά προς το τέλος του περασμένου αιώνα, όλοι οι νεαροί από τις ελλαδικές επαρχίες κτλ. ήρθαν εδώ στον Πειραιά, να επανδρώσουν τις θέσεις αυτές, των εργοστασίων. O πληθυσμός ήτανε και κινητός, λόγω του λιμανιού και λόγω των καραβιών που έρχονταν κι οι ξένοι στόλοι, ας πούμε, κτλ. Οπότε αν θες η Τρούμπα ήτανε --αν το θεωρήσουμε κακό, που για εμένα δεν ήταν κακό-- ήταν «αναγκαίο κακό», γιατί όλος αυτός ο ανδρικός πληθυσμός πού θα πήγαινε, ας πούμε;
Οι κάτοικοι του Πειραιώς διαμαρτύρονταν στις τότε στις αστυνομικές αρχές, γιατί τότε ήταν διάσπαρτα τα χαμαιτυπεία σε όλη την παραλία κι εκείνοι θέλαν να πάνε το απόγευμά τους με τις κόρες τους στο λιμάνι και συναντούσαν αυτά τα θέματα. Κι έτσι, προσπάθησαν ο Δήμος να βρουν και να τα στεγάσουν, ας πούμε, έξω απ’ την πόλη. Τα όρια της πόλης τότε ήτανε μέχρι τον Άγιο Διονύση κι από πάνω, στη Δραπετσώνα, βρήκανε ένα οικόπεδο εκεί, έναν χώρο κι έφτιαξαν τα πρώτα κρατικά πορνεία εκεί, τα λεγόμενα «Βούρλα».
Στα Βούρλα, λοιπόν, ήταν μια πολύ πονεμένη ιστορία. Φανταστείτε ότι το ‘22 που ήρθανε οι πρόσφυγες, δεδομένου ότι ο αντρικός πληθυσμός έμεινε, σφαγιάστηκε στη Μικρά Ασία, ήρθαν εδώ μικρά παιδιά κυρίως και γυναίκες. Επιτήδειοι σωματέμποροι τότε, έταζαν λαγούς με πετραχήλια στις προσφυγοπούλες, ότι: «Θα τις πάρουν», «Είναι γιος εργοστασιάρχη και θα φύγει από τη μιζέρια κι από τη φτώχεια κι από τα παραπήγματα που έμεναν εκεί», να πούμε, «Θα σωθεί κι η οικογένειά της» κι «Είναι πλούσιος» κλπ. Και σιγά- σιγά, τις έβγαζαν στη πορνεία. Οι προσφυγοπούλες ήταν το νέο αίμα που «επάνδρωνε» τα Βούρλα.
Στην αρχή που έγιναν τα πορνεία στο Πειραιά, ήτανε πολλές κοπέλες μέσα και τις διηύθυνε μία «μαντάμα», οπότε έπαιρνε και το «μερίδιο του λέοντος». Η τελευταία, πριν κλείσουνε, ήτανε η Ντουντού, τη λέγανε «η λύκαινα των Βούρλων», η οποία λέγεται ότι είχε καλές σχέσεις με τον πρωθυπουργό, τότε, τον Μεταξά έτσι;
Είχε φυλάκια και φυλαγόταν από χωροφυλακή ή αστυνομία αργότερα, ας πούμε. Άνοιγε η πόρτα το πρωί κι έκλεινε το βράδυ. Ο πελάτης τότε για να πάει, ήτανε τρεις σειρές τα Βούρλα. Ήταν οι πιο ακριβές, οι πιο μικρές κοπέλες, μετά ήταν οι μεγαλύτερες και στο τέλος ήταν οι πιο μεγάλες, ας πούμε. Κι οι τιμές, ας πούμε, διέφεραν. Πήγαινε, λοιπόν, ο πελάτης στη μαντάμ, έπαιρνε μια μάρκα με το αντίτιμο. Πού θέλει να πάει, στην πρώτη σειρά; Στην πρώτη σειρά, ας πούμε, την πλήρωνε πέντε δραχμές, την έδινε σε όποια κοπέλα επέλεγε από τις είκοσι δύο καμαρούλες που είχε η πρώτη σειρά κι έκανε τη δουλειά του. Αυτή μάζευε δέκα-δεκαπέντε-είκοσι μάρκες κάθε μέρα, ας πούμε, ανάλογα με τις βίζιτες που έκανε και πήγαινε και τις εξαργύρωνε το βράδυ στη «μαντάμα». Από εκεί όμως, από τις πέντε δραχμές που πλήρωνε ο πελάτης, αυτή εισέπραττε λιγότερο από το μισό, γιατί θα έπρεπε να πληρωθούνε η καθαριότητα, η στέγαση, η τροφή κι όλα αυτά τα πράγματα. Υπήρχε εκμετάλλευση. Σίγουρα υπήρχε εκμετάλλευση.
Μέχρι και το 1950 όποια πόρνη --είτε στα κρατικά πορνεία, είτε μετέπειτα στη Τρούμπα-- όποια δούλευε, που περνούσε από γιατρούς, στατιστικά, μέσα σε έξι μήνες είχε περάσει τουλάχιστον όλες τις άλλες αρρώστιες τις μολυσματικές και σύφιλη. Στους έξι μήνες, δηλαδή, θα είχε περάσει και σύφιλη. Πόσο μάλλον οι «καλντεριμιτζούδες», αυτές που γυρίζανε έξω.
Μια τέτοια περιοχή, που συγκέντρωνε τις «καλντεριμιτζούδες», ήταν οι «Λαμαρίνες». Ήταν η περιοχή παράλληλα με τον παραλιακό δρόμο, δύο-τρία στενά πιο πίσω. Από τον Άγιο Διονύση μέχρι και του Ρετσίνα. Εκεί το λέγανε «Λαμαρίνες», γιατί υπήρχαν μικρά μαγαζιά τα οποία έπαιρναν σκραπ, κομμένα καράβια και τα άφηναν στα πεζοδρόμια. Και μετά με το οξυγόνο κόβανε και φτιάχνανε υνί για το όργωμα, φτιάχνανε άγκυρες, φτιάχνανε διάφορες κατασκευές από αυτά τα παλιά τα σίδερα, τα μέταλλα. Επειδή όμως τα άφηναν αυτά στα πεζοδρόμια, μετά αυτά, 5 η ώρα το απόγευμα, ας πούμε, 6, αυτά έκλειναν όλα. Σουρούπωνε κι εκεί ήταν χώρος για να κρυφτούν εκείνες κι είχε γεμίσει ο τόπος από «καλντεριμιτζούδες». Και μάλιστα, ήταν και χαρακτηριστικές. Δηλαδή, είναι-δυο τρεις που έχουν μείνει τα ονόματα τους, όπως είναι η Νίκη «το ράδιο», που ήτανε κοντά στον Άγιο Διονύση. Τη λέγανε «ράδιο» επειδή όλο το βράδυ τραγουδούσε αυτή. Και μάλιστα το έχει πει και σε συνέντευξη --έχει πεθάνει τώρα-- ένας πολύ γνωστός ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, ότι του άρεσε και πήγαινε σε αυτή τη Νίκη, ας πούμε.
Ο 6ος Στόλος που ερχότανε. Πήγαιναν τα καράβια, έδεναν αρόδου στο Φάληρο και μετά τους έφερνε η λάντζα, κάτι μεταλλικές βάρκες που είχαν, τους έφερνε στο Πασαλιμάνι. Κι εκεί πήγαιναν οι κράχτες, «τα κοράκια», που λέγαμε, τους αρπάζαν από εκεί και τους πηγαίναν απευθείας στην Τρούμπα. Η φράση ότι: «Με έπιασες Αμερικανάκι», ήταν από τις κοπέλες της Τρούμπας, που πηγαίνανε στα καμπαρέ. Αυτοί πίναν δύο-τρία ποτά, μεθάγανε, κερνάγανε τις κοπέλες, εκείνες το χύνανε πίσω το ποτό, τους ξελαφρώνανε και λίγο απ’ την τσέπη, από τα λεφτά κτλ. και καλά ότι τον έπιασες κορόιδο, «με έπιασες Αμερικανάκι». Αλλά καθόλου κορόιδα δεν ήταν αυτοί, γιατί κατεβαίνοντας στο Πασαλιμάνι έφερναν μαζί τους ρολόγια, έφερναν γυαλιά «Ray Ban» έφερναν τσιγάρα, τα «Marlboro» κτλ. και τα πουλούσαν λαθραία εκεί και με αυτά τα χρήματα διασκέδαζαν, λοιπόν, στην Τρούμπα.
Μέσα στην αγορά του Πειραιά κτλ. θα έπρεπε να ξυπνήσεις, να αφομοιωθείς και να σε αφομοιώσει η αγορά. Διαφορετικά, θα σε απέβαλε. Σώνει και καλά έπρεπε να ξυπνήσεις, να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Υπήρχαν βέβαια κι οι κίνδυνοι, γιατί κι εκείνες τις εποχές την παιδεραστία τη θεωρούσαν μαγκιά οι κάποιοι, από τους… που γυρνούσαν εκεί πέρα, ας πούμε, κλπ. Οφείλω ένα μεγάλο μέρος της εμπειρίας μου από το αφεντικό μου, εκεί που δούλεψα, που μου έδινε συμβουλές, συν τον πατέρα μου, ας πούμε, που είχε μεγαλώσει κι αυτός από μικρός εδώ στην Αθήνα. Δε σηκώναμε τότε, πιτσιρικάδες, ούτε μύγα στο σπαθί μας.
Από τον χώρο που λυμαινόταν την Τρούμπα, οι νταβατζήδες κι όλοι αυτοί, η χειρότερη μορφή κακοποιού ήταν ο προαγωγός. Ήτανε αυτός που πήγαινε και την έβρισκε στην επαρχία την κοπέλα και την έφερνε, για να την τοποθετήσει σε πορνείο της Τρούμπας. Σε αυτό δεν κώλωνε, δεν είχε αναστολές: είτε να της τάξει γάμο, είτε να την αρραβωνιαστεί κιόλας. Μετά, η μέθοδός τους ήταν λίγο κοινότυπη. Δηλαδή, όπως σου είπα και πριν με τις κοπέλες από τη Μικρά Ασία που είχαν έρθει, την πήγαινε σε ένα σπίτι στην Αθήνα, σε ένα διαμέρισμα, της έλεγε: «Κάποια γραμμάτια χρωστάω, δεν πάνε καλά οι δουλειές μου». Αυτά τώρα, είναι μία από τις αφηγήσεις κάποιας κοπέλας από εκεί. «Χρωστάω κάποια γραμμάτια». «Να βγω κι εγώ στη δουλειά;» «Όχι, τι να δουλέψεις... εδώ χρωστάω πολλά χρήματα. Μόνο να φέρω αυτούς που χρωστάω, να τους φτιάξεις ένα καλό φαγητό, μήπως και καθυστερήσω να τα πληρώσω». Εκείνοι μετά μένανε εκεί, σκίζανε δύο-τρία γραμμάτια, γιατί: «Τόσο όμορφη που είσαι κι αν συνεχίσεις να μου φέρεσαι καλά, θα σκίσω περισσότερα» και στο τέλος κατέληγε αυτή να κάνει βίζιτες στο διαμέρισμά της. Μόλις καταλάβαινε εκείνη το τι της συμβαίνει κι ότι όλο αυτό ήταν ένα ωραίο παραμύθι που της είχε πλάσει, εκβιάζοντάς τη μετά κι είχε «καεί» σαν κοπέλα κι έπρεπε να βρει καινούργια να την αντικαταστήσει εκεί, την έφερνε πλέον στα πορνεία της Τρούμπας. Κάπως έτσι γινόταν.
Μετά το ’56, αν δεν κάνω λάθος, που έγινε Υπουργός η πρώτη γυναίκα Υπουργός, η Λίνα η Τσαλδάρη, υποτίθεται ότι κατήργησε τις «μαντάμες» κι οι κοπέλες επιτρεπόταν να νοικιάσουν έναν χώρο, ένα πορνείο ανά δύο κοπέλες. Εκεί έγινε μεγάλος ντόρος, ας πούμε, τότε, γιατί αυξήθηκαν τα σπίτια στην Τρούμπα. Όλες αυτές θησαύριζαν, οι «μαντάμες», μέχρι τότε, αλλά επειδή όλες είχαν έναν νταβατζή, --ήθελαν, καμιά φορά το επεδίωκαν κιόλας, για την προστασία τους, είτε για το γόητρό τους: «Εγώ κυκλοφορώ τον πιο ωραίο και τον πιο πιτσιρικά γκόμενο» κτλ.-- στο τέλος, οι πιο πολλές από αυτές, ζητιάνευαν στο τέλος για να ζήσουν. Πέρασαν τόσα χρήματα από τα χέρια τους και στο τέλος ζητιάνευαν, στη δύση της καριέρας τους, για να ζήσουν. Το ίδιο συνέβαινε και με τους νταβατζήδες. Γιατί τα χάλαγαν. Πώς λέμε «ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα»… Παίρνανε λεφτά από τις κοπέλες εκβιάζοντάς τες και στο τέλος, τα χαλάγανε είτε σε χασίσια είτε σε ζάρια είτε σε χαρτιά είτε μπεκρήδες, πίναν από εδώ κι από ‘κει.
Η αστυνόμευση ήταν μηδαμινή και για αυτόν τον λόγο ανθούσε, αν θες, το εμπόριο των ναρκωτικών, η πορνεία με τους νταβατζήδες κι όλα αυτά τα πράγματα. Ήταν ελλιπής η αστυνόμευση. Όσο έλλειψη έχει η αστυνόμευση, τόσο κυριαρχεί η αυτοδικία. Δηλαδή, στην περιοχή τη δική σου είπες τη λέξη «μαλάκα» και μπορεί να μη σημαίνει τίποτα, να τον πεις τον άλλον και να μην... Στη δική μου όμως περιοχή, αυτό ήταν βαρύ κι έπρεπε να σκοτωθούμε, να μαλώσουμε μαζί. Για αυτόν τον λόγο, για να υπάρξουν ισορροπίες, υπήρχαν αυτοί οι άγραφοι νόμοι, που μόνοι τους δημιουργήθηκαν, δεν τους κατέταξε κανείς, έτσι; Και πρόσεχε ο ένας πώς μιλάει στον άλλον κι ειδικότερα σε αυτούς τους χώρους της αγοράς. Κάνανε μεταξύ τους τα αστεία τους και το καλαμπούρι τους, αλλά δεν είχε πολλά-πολλά ο ένας με τον άλλον. Αν κάποιος τώρα εκεί που καθόντουσαν ή στο χώρο της εργασίας τους ή οπουδήποτε αλλού, έλεγε ή έκανε μια χειρονομία ή έλεγε έναν άσχημο λόγο, σε αυτόν που απευθυνόταν του έριχνε μια λακωνική ματιά ή του έλεγε δύο κουβέντες, ότι πρέπει να ησυχάσει. Εάν αυτός δεν το παρατηρούσε ή δεν είχε την ευστροφία να το παρατηρήσει αυτό, ότι έπρεπε να το κόψει, από εκεί και πέρα πέφτανε και μαχαιριές, έτσι;
Ο μάγκας του Πειραιά είχε τα εξής χαρακτηριστικά, δηλαδή, στηριζόταν στη μπέσα, τον λόγο. Δηλαδή, αν θα έδινε τον λόγο του, θα έπρεπε να τον τηρήσει οπωσδήποτε, απαράβατος νόμος αυτός. Στην τιμή. Κι ειδικότερα στο γυναικείο φύλλο της οικογενείας του και γενικά στις γυναίκες. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί μάγκες. Υπήρχαν μετά και κατηγορίες άλλων: ο μαχαλόμαγκας, που ήταν στις γειτονιές, άλλοι, οι ψευτόμαγκες, που τους λέγανε, όπως ο «Σταύρακας», που έβγαλε επηρεασμένος ο καραγκιοζοπαίχτης, ο Μώρος, που θα θυμάσαι ότι όλο έκανε τον μάγκα, αλλά όλο καρπαζιές έτρωγε. Ένας από τους ψευτόμαγκες, αυτός.
Ειδικότερα στην Τρούμπα, μετά αργότερα, στα δεκαέξι μου, που άρχισαν να πηγαίνω εκεί, ό,τι έβλεπες, αυτό ήταν. Δεν έκρυβε κάτι, ήταν φανερή. Βέβαια, υπήρχαν κι οι κατακριτές κι οι επικριτές της Τρούμπας, που ήταν οι Αρχές, οι δικαστικοί, ήταν χίλιοι-δύο που επίκριναν την κατάσταση αυτή. Οι παλιές πόρνες όμως, τι έλεγαν; «Όλοι αυτοί οι φοβεροί διώκτες μας, της ημέρας κι οι επικριτές μας, είναι οι πιο βιτσιόζοι πελάτες μας, της νύχτας». Και το 1967 την έκλεισε ο δήμαρχος τότε της Επταετίας, ο Αριστείδης ο Σκυλίτσης, όλος αυτός ο κόσμος που λυμαινόταν την Τρούμπα, αφού δεν είχε μάθει να δουλεύει, το γύρισε μετά και κάνανε ακόμα χειρότερη δουλειά. Κάνανε πλαστά έγγραφα για τους ναυτικούς, ένα μέρος βέβαια από τις κοπέλες αυτές κλείστηκε σε δωμάτια, όπως είναι σήμερα κάτι studio, κάτι τέτοια, κάτι κρυφά, ας πούμε, κι ο νταβατζής πλέον, έγινε ένστολος. Δηλαδή, κλείνανε ραντεβού και πήγαιναν κάποιοι πελάτες εκεί και χωρίς να περνάνε από γιατρούς οι κοπέλες, χωρίς τίποτα. Το πρόβλημα δε λύνεται, γιατί, πάλι παλιά πόρνη μου το έχει πει: « Η πορνεία είναι σαν την υγρασία. Δεν την πιάνεις πουθενά», λέει, ας πούμε.