Εγώ γεννήθηκα εδώ στου Γκύζη, το 1949. Ήτανε όλα χωματόδρομοι, παλιά σπίτια, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και λοιπά. Στην αυλόπορτα του σπιτιού μας, που ήτανε μία αυλή των θαυμάτων, ας πούμε, σαν του Καμπανέλλη, η σιδερένια αυλόπορτα είχε, μέχρι που γκρεμίστηκε το σπίτι κι έγινε πολυκατοικία, τις τρύπες από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του ’44. Είχε και στους τοίχους σφαίρες, αλλά θυμάμαι ότι τις ασβεστώσανε και τις κρύψανε τις τρύπες.
Ο πατέρας μου ήταν τυπογράφος κι ήταν άνεργος τυπογράφος, γιατί λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, τον είχαν απολύσει από το Εθνικό Τυπογραφείο, όπου δούλευε. Περνούσαμε πολύ δύσκολα οικονομικά. Αλλά θέλω να πω εδώ κάτι που δεν το ξέρει, ίσως, πολύς κόσμος κι είναι χαρακτηριστικό για το πώς λειτουργούσαν οι κοινωνίες εκείνη την εποχή. Ο πατέρας μου, λοιπόν, που ήταν απολυμένος λόγω του ότι ήταν αριστερός, έκανε ένα ή δύο μεροκάματα την εβδομάδα κρυφά, που τα παραχωρούσαν άλλοι συνάδελφοι στους άνεργους συναδέλφους τους. Δηλαδή, έλεγε ένας που δούλευε κανονικά σε ένα τυπογραφείο: «Εγώ, κάθε Τρίτη και Παρασκευή, δε θα δουλεύω. Το μεροκάματό μου να το παίρνει ο τάδε άνεργος συνάδελφος». Κι αυτό δεν το κάνανε μόνο οι αριστεροί για τους αριστερούς, το κάνανε όλοι, κι οι δεξιοί.
Από ένα σημείο και μετά, καλυτέρεψε η ζωή μας, γιατί προσελήφθη σε ένα τυπογραφείο. Ένας καλός άνθρωπος πήρε το ρίσκο και τον προσέλαβε κανονικά. Και θυμάμαι ότι με το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρε ο πατέρας μου, είπε: «Λοιπόν, θα σας πάω στο Άλσος».
Η διασκέδασή μας εμάς, πριν πάρει το πρώτο του βδομαδιάτικο ο πατέρας μου, ήτανε να πηγαίνουμε έξω απ’ το Άλσος –κι όλοι οι φτωχοί άνθρωποι, ας πούμε, των περιοχών Εξάρχεια-Γκύζη-Πολύγωνο, που ήταν τότε, Κυψέλη και λοιπά– κάναμε βόλτες έξω, γύρω-γύρω απ’ το Άλσος του Οικονομίδη, στο πάρκο, στο Πεδίον του Άρεως. Παίρναμε ένα φράγκο πασατέμπο ή ηλιόσπορους κι ακούγαμε το πρόγραμμα, χωρίς να το βλέπουμε. Όταν, λοιπόν, έπιασε δουλειά ο πατέρας μου, λέει, μας το ανακοίνωσε: «Θα σας πάω στο Άλσος, να μπούμε μέσα! Πάμε να διασκεδάσουμε, Σάββατο βράδυ, στο Άλσος του Οικονομίδη». Πήγαμε εκεί, λοιπόν, πήραμε μια πορτοκαλάδα εγώ, θυμάμαι, μια γρανίτα η αδερφή μου, ένα ούζο ο πατέρας μου και δε θυμάμαι τι πήρε η μάνα μου, μια πορτοκαλάδα κι αυτή, νομίζω. Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι, είχε ροζ τραπεζομάντιλα τα τραπέζια, και λουλουδάκια μέσα σ’ ένα βάζο. Ήταν, έτσι, μια διαφορετική εικόνα για μένα από αυτήν που είχα ζήσει μέχρι τότε.
Το πρόγραμμα ήταν πρόγραμμα ποικιλιών. Δηλαδή, η ορχήστρα του Σταύρου Ρουχωτά, τζαζ ορχήστρα, με παράξενες συγχορδίες για μένα. Ο Γιώργος Οικονομίδης, ένας κονφερανσιέ που έλεγε: «Φίλοι μου αγαπημένοι!» κι ήταν, έτσι, πολύ λαμπερός και μπριόζος. Κι ηθοποιοί, συνήθως φίρμες μεγάλες, που τελειώνοντας το νούμερό τους σε ένα από τα θέατρα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, που τότε ήταν πέντε-έξι, ερχόντουσαν, κάναν ένα νουμεράκι στο αυτό, παίρνανε ένα χαρτζιλίκι παραπάνω και ξαναγυρίζανε μετά στο θέατρο. Εκείνο το βράδυ είδα, ας πούμε, τη Γεωργία Βασιλειάδου να κάνει ένα νούμερο, τον Γιάννη Φέρμη, έναν ηθοποιό κι αυτόν, παλιό, της επιθεώρησης, τον Αυλωνίτη, το μπαλέτο του Φλερύ και της Λίντα Άλμα. Τρελάθηκα! Δηλαδή χρώματα, ορχήστρες, ζογκλέρ, ακροβάτες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μέθυσα!
Αλλά το τελειωτικό χτύπημα ήταν το δεύτερο μέρος του προγράμματος, που εγώ δεν ήξερα ότι υπάρχει, κι ήταν «Τα ταλέντα του Οικονομίδη». Δηλαδή, όταν τελείωνε το επαγγελματικό, ας πούμε, πρόγραμμα, ήταν κάτι σαν το talent show της εποχής, που δεν υπήρχε τηλεόραση. Ήτανε live και συνέρρεαν, ας πούμε, απ’ όλες τις γειτονιές της Αθήνας κι απ’ την επαρχία, κάθε Σάββατο βράδυ, στα ταλέντα του Οικονομίδη, άνθρωποι όλων των ηλικιών και των κοινωνικών, ας πούμε, βαθμίδων, για να σπάσουν την ανωνυμία τους, να κερδίσουν τις διακόσιες δραχμές έπαθλο –που εκείνη την εποχή ήτανε σημαντικό ποσό– και να γίνουν φίρμες. Απ’ τα ταλέντα του Οικονομίδη ξεκίνησαν πολλοί, μετά, καλλιτέχνες. Εκεί πρωτοτραγούδησε κι έγινε μετά γνωστός ο Γιάννης Βογιατζής, η Καίτη Χωματά, ο Χάρρυ Κλυνν, που έκανε μιμήσεις, ο Μίμης ο Χρυσομάλλης, που μετά έγινε ένας σπουδαίος ηθοποιός, αλλά τότε ήταν καντσονετίστας.
Και ξαφνικά, βλέπω ένα παιδάκι περίπου στην ηλικία μου, ίσως κάνα χρόνο μεγαλύτερο, κουκλί, ένα ξανθό παιδάκι, καλοντυμένο και λοιπά. Εμείς είχαμε βάλει τα καλά μας, αλλά ήτανε φτωχικά καλά. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα πολύ ωραίο παιδάκι, με ένα χρυσό σταυρουδάκι εδώ –τρελάθηκα– κι είπε ένα ποίημα.
Εγώ ήξερα ένα ποίημα, τον «Κουρελή» του Μωραϊτίνη, κοινωνικού περιεχομένου. Έφυγα από το τραπέζι των γονιών μου χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία, γιατί με τράβηξε σαν μαγνήτης… ζήλια. Η ζήλια. Το παιδάκι αυτό που είδα κι είπε αυτό το σαχλό ποίημα. Λέω: «Εγώ ξέρω ένα πιο ωραίο ποίημα. Γιατί να μην πάω να το πω;» Πήγα και το ’πα:
«Στου δρόμου τη γωνιά ένας κουρελής
συμμαζωμένος τρέμει και βογκάει,
ο οίκτος είναι λίγος που περνάει,
μα ο κόσμος που διαβαίνει είναι πολύς»
Που τελειώνει, έτσι, δραματικά, ότι όταν πέθανε, πήγανε όλοι να τον φροντίσουν και να τον θάψουν:
«Ζεστά του φέραν ρούχα
κι από λουστρίνι παπούτσια
μια γραβάτα και κολάρο
και τόνε πέταξαν στο κάρο.
Να της γωνιάς ο κουρελής, ποιος δεν τον βλέπει;
Τώρα είναι ντυμένος σικ κι όπως πρέπει,
σαν να τον έραψε ο πιο σπουδαίος ράφτης.
“Περάστε, κύριε”, του λέει ο νεκροθάφτης».
Μόλις είχε τελειώσει ο Εμφύλιος. Ο κόσμος είχε ακόμα νωπά τα τραύματα και τις μνήμες αυτής της κατάστασης. Έγινε χαμός! Έπεσε το θέατρο απ’ το χειροκρότημα κι απ’ τα «μπράβο».
Εγώ τα ’χασα, ο Οικονομίδης επίσης τα ’χασε. Που δεν έφτανα στο μικρόφωνο, θυμάμαι, και το ’χε χαμηλώσει, έτσι, με το χέρι του για να το φτάνω. Και πήρα τις διακόσιες δραχμές. Και μου λέει ο Οικονομίδης, σιγά: «Πού να τα δώσουμε; Σε ποιον θα τα δώσουμε; Με ποιον είσαι εδώ;» Λέω: «Να, με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου», οι οποίοι είχαν μείνει έκθαμβοι, δεν το ξέραν ότι θα συμβεί αυτό και με είδαν ξαφνικά πάνω στη σκηνή.
Όταν ήρθε η μάνα μου, λοιπόν, να της δώσει ο Οικονομίδης τα δυο κατοστάρικα, της λέει: «Θέλω το τηλέφωνό σας, κυρία μου, γιατί το παιδάκι αυτό μπορεί να το χρειαστώ κάποια στιγμή». Εμείς τηλέφωνο δεν είχαμε. Του ’δωσε το τηλέφωνο του μπακάλη που ήταν εδώ, στη γωνία, ο κυρ-Θανάσης.
Εκείνο το βράδυ, ψάχνοντας για ένα παιδάκι για μια ταινία, ήτανε ο σκηνοθέτης Ανδρέας Λαμπρινός στο ακροατήριο. Ήρθε αυτός ο κύριος στο σπίτι μας και λέει, ας πούμε: «Θέλω ένα παιδάκι έτσι κι έτσι, σαν τον Γιαννάκη, που τον άκουσα να λέει το ποίημα. Τον αφήνετε;» Εγώ δεν είχα πάει σχολείο ακόμα, δεν ήξερα να διαβάζω. Λέει η μάνα μου: «Ναι, άμα θέλει κι ο ίδιος». Με ρωτήσανε: «Θες;» «Θέλω», λέω, «πώς δε θέλω;» «Στο σινεμά», μου λέει. Ήξερα τι είναι το σινεμά, πηγαίναμε. Μου είπαν: «Θα παίξεις με καλούς ηθοποιούς» και λοιπά. «Θα πάρεις και πεντακόσιες δραχμές», μου είπε ο σκηνοθέτης. Εκείνη την εποχή, είναι πολλά λεφτά πεντακόσιες δραχμές. Ο πατέρας μου έπαιρνε λιγότερα τον μήνα. «Δε θα το απασχολήσουμε», λέει, «και πολύ το παιδί». Λέει η μάνα μου: «Θα έρχομαι κι εγώ», «Φυσικά», ας πούμε.
Κι έτσι, έπαιξα στην πρώτη μου ταινία, «Το κορίτσι με τα παραμύθια», με τη Βουγιουκλάκη, τον Αλεξανδράκη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τη Δέσπω Διαμαντίδου... Μία σπουδαία, ας πούμε, ταινία, για εκείνη την εποχή. Και ήταν το διαβατήριό μου, που μου άνοιξε την πόρτα μετά, να με ζητάνε κι άλλοι για ταινίες και για το θέατρο και λοιπά.
Παιδάκι, δεν πήγαινα ούτε σχολείο ακόμα. Μου λέγανε τα λόγια και τα απομνημόνευα για να τα πω σε κάθε πλάνο, ας πούμε. Έκανε ένα φοβερό κρύο, ήταν χειμώνας τα γυρίσματα, σε ένα στούντιο, κάπου στην Ηλιούπολη. Όταν ήμαστε στο πλατό, ζεσταινόμαστε απ’ τους προβολείς. Αλλά όταν δεν παίζαμε κι έπρεπε να πάμε να ντυθούμε ή να βαφτούμε, ήταν ένα καμαρίνι μοναδικό, στο οποίο ντυνόμασταν και βαφόμασταν όλοι, με μία ξυλόσομπα μες στη μέση.
Εγώ το είδα λίγο σαν παιχνίδι. Μου λέγανε: «Θα βγεις από κείνη την πόρτα, θα κάνεις πέντε βήματα, θα σταματήσεις και θα πεις: “Αγνή! Αγνή! Αδερφούλα!”» Άλλο που δεν ήθελα! Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Είχε μία δραματική σκηνή στο τέλος, που πέθανε η Βουγιουκλάκη κι έπρεπε να κλαίω, ας πούμε, και λοιπά, και λέγαν, άκουσα που ψιθυρίζανε και λέγανε: «Μα θα τα καταφέρει το παιδάκι αυτό, τώρα, να κάνει πως πέθανε η αδελφούλα του και κλαίει και λοιπά;» Είχα θράσος όμως, τώρα που το θυμάμαι. Λέω: «Να δοκιμάσουμε. Μπορεί και να το κάνω. Άμα δεν το κάνω, εντάξει». Αλλά το ’κανα. Συγκινήθηκα, δεν ξέρω πώς συγκινήθηκα.
Την αγαπούσα τη Βουγιουκλάκη. Ήταν μια πολύ νέα κι όμορφη κοπέλα, μου φερόταν καλά, μου χάριζε τις σοκολάτες που της φέρνανε οι θαυμαστές της και θυμάμαι, τις πιο ωραίες σοκολάτες τής τις χάριζε ο Ντίμης Δαδήρας, ένας σκηνοθέτης, σοκολάτες που μέσα είχαν ολόκληρα κεράσια. Δεν τις έτρωγε η Βουγιουκλάκη, γιατί λέει: «Εγώ πρέπει να κάνω δίαιτα για τη σιλουέτα μου, πάρ’ τες εσύ, Γιαννάκη», κρυφά. «Πάρ’ τες εσύ, Γιαννάκη». Μ’ αγάπαγε, λοιπόν, η Βουγιουκλάκη. Όταν την είδα, λοιπόν, παρόλο που ήξερα ότι στα ψέματα το κάνει ότι είναι πεθαμένη, συγκινήθηκα κι έκανα αυτήν τη δραματική, ας πούμε, το δραματικό ξέσπασμα πάνω της: «Αγνή! Αγνή! Αδερφούλα! Μη μ’ αφήνεις μονάχο μου!» ξέρω ’γω, και τρέξαν δάκρυα απ’ τα μάτια μου. Αυτό διαδόθηκε γρήγορα.
Το φιλμ ήταν ακριβό. Προσπαθούσαν να κάνουν μία λήψη σε κάθε πλάνο, να γίνεται μια φορά, για να μην ξοδεύουν περισσότερο φιλμ, ούτε χρόνο να νοικιάζουνε το πλατό. Είχα δει, λοιπόν, ότι λέγανε: «Δεν ήταν και τόσο καλό. Άντε, βρε Αλίκη, πάμε άλλη μια φορά». Και δυσανασχετούσαν όταν μία σκηνή έπρεπε να τη γυρίσουνε πέντε, έξι, δέκα φορές, καμιά φορά. Και προσπαθούσα, είχα αυτή την αίσθηση της ευθύνης, να τα λέω όσο καλύτερα μπορώ. Ο υπ’ αριθμόν ένα κανόνας στο θέατρο είναι να παίζεις με τον άλλον, να απευθύνεσαι και να παίρνεις αυτό που σου δίνει και να του το επιστρέφεις. Στον κινηματογράφο, πολύ συχνά –και τότε το ’μαθα, σε ηλικία πέντε ετών, για πρώτη φορά– δε γίνεται αυτό. Σου τραβάνε το κοντινό και τα αντίστοιχα του άλλου συμπαίκτη σου, τα κάνει αυτός την άλλη μέρα ή μετά από δυο-τρεις μέρες. Εγώ, λοιπόν, έπρεπε να… είχα σκηνές, που έπρεπε να μιλάω κοιτώντας –υποτίθεται– τη Βουγιουκλάκη, κι αντί να έχω τη Βουγιουκλάκη απέναντί μου, είχα έναν κακάσχημο ηλεκτρολόγο κι έπρεπε να του μιλάω σαν να βλέπω τη Βουγιουκλάκη απέναντί μου. Και βέβαια, είχα μαγευτεί με όλα αυτά τα τεχνικά πράγματα του κινηματογράφου. Ήταν ένας κόσμος, για μένα, μαγικός, που πολύ μου άρεσε.
Δεν ήτανε σύγχρονες οι λήψεις. Η φωνή, τη βάζαμε μετά. Παίρνανε μόνο την εικόνα. Εμείς μιλούσαμε κανονικά, αλλά έπρεπε μετά οι ηθοποιοί να πηγαίνουν σε ένα άλλο στούντιο ηχογραφήσεων, να βλέπουνε σε μία οθόνη τον εαυτό τους που μιλάει και να κάνουνε ντουμπλάζ. Όταν, λοιπόν, έφτασε η ώρα αυτή να γίνει το ντουμπλάζ, πάλι τους άκουσα να ψιθυρίζουνε και να λένε: «Μα το παιδάκι, τώρα, θα μπορέσει να κάνει αυτό; Είναι δύσκολο πράγμα. Εδώ εμείς, οι μεγάλοι, και δεν μπορούμε να συγχρονίσουμε τα χείλη μας με τη φωνή» και λοιπά. Και λέγανε να πάρουνε μία ηθοποιό, Ρένα Γαλάνη λεγότανε, που ειδικευόταν σε αυτό. Ήτανε γυναίκα μεν, αλλά έκανε φωνές αγοριών σε ταινίες, ξέρω ’γω, και λοιπά, μιμήσεις. Και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ και λέω του Αλεξανδράκη, που με αγαπούσε: «Κύριε Αλέκο, εμένα γιατί δε με αφήνουν; Μπορεί και να μπορέσω». Και θυμάμαι ότι τον άκουσα που πήγε στον Λαμπρινό και του λέει: «Μωρέ, ασ’ τονε κι άμα δεν κάνει, δεν του το λέμε και βάζουμε μετά τη Ρένα Γαλάνη να… αυτό. Άσ’ τον να έχει την ψευδαίσθηση ότι… αυτό». Και το κάνανε, μου κάναν το χατίρι. Αλλά τα ’πα και τα ’πα καλά. Κι ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερό μου προσόν για εκείνη την εποχή, που ήτανε δύσκολο πράγμα η ηχοληψία. Αυτό διαδόθηκε: «Είναι ένας πιτσιρικάς που όχι μόνο παίζει, αλλά κάνει και ντουμπλάζ και δε χάνουμε χρόνο στο στούντιο» και λοιπά. Και μετά, η μία ταινία έφερε την άλλη.
Μετά από το «Κορίτσι με τα παραμύθια», με πήραν στην πρώτη ταινία μου που έπαιξα στη Finos Film. Κι είδα και τη διαφορά. Ας πούμε, στις άλλες ταινίες τρώγαμε εκ των ενόντων. Δηλαδή, η γυναίκα του παραγωγού έφτιαχνε κάτι κεφτεδάκια στο σπίτι της και μας τα μοίραζε να φάμε. Ενώ στην «Καφετζού», που ήταν η δεύτερη ταινία μου, της Finos Film, του Σακελλάριου ταινία, μαγεύτηκα. Είδα να έχουνε φέρει δισκάκια φαγητού στο διάλειμμα να φάνε οι ηθοποιοί κι οι τεχνικοί και λοιπά. Ήταν η «Καφετζού» λοιπόν, η ταινία με τη Βασιλειάδου, τον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο. Είχα ένα μικρό ρόλο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό. Καμιά φορά, ακόμα με βλέπουν στον δρόμο άνθρωποι και μου λένε: «Έναν γλυκύ βραστό κι οχτώ νερά». Ένας μπόμπιρας που λέει αυτήν την ατάκα κι άλλη μία-δύο ατάκες. Εκεί έχω ένα καταπληκτικό με τον Αυλωνίτη, που καθώς τρώγαμε, στο διάλειμμα, έρχεται δίπλα μου και μου λέει: «Να σου πω», μασώντας και μασουλώντας, «δηλαδή, τώρα εσύ, να πούμε, είσαι συνάδελφος;» μου λέει, κάνοντας πλάκα, φυσικά. Λέω: «Όχι και συνάδελφος, καλέ κύριε Αυλωνίτη», του λέω, «παιδάκι είμαι». Μου λέει: «Μωρέ, παιδάκι το βλέπω πως είσαι, αλλά τα παιδάκια παίζουν με τα στρατιωτάκια τους, δεν παίζουν με τη Βασιλειάδου!»
Ήτανε μία σειρά ταινιών, τρεις-τέσσερις ταινίες, με μία εταιρεία που υπήρχε τότε, Novak Films. Ο Μαυρίκιος Νόβακ, Εβραίος, ήταν ο πιο γλυκός και γενναιόδωρος άνθρωπος. Αυτός ήταν ο σεναριογράφος κι ο σκηνοθέτης. Ο ένας του γιος ήταν ο οπερατέρ, ο άλλος του γιος ήτανε ο ηχολήπτης κι η γυναίκα του έφτιαχνε τα κεφτεδάκια για να φάμε στο διάλειμμα.
Στην πρώτη μου ταινία του Νόβακ, πούλαγα τσιγάρα. Η μάνα μου ήταν άρρωστη –η Δάφνη Σκούρα, μία σπουδαία ηθοποιός και πολύ όμορφη γυναίκα– την είχε εγκαταλείψει ο Νίκος Τζόγιας, που ήτανε ο πατέρας μου και δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ, και για να τη συντηρήσω, την άρρωστη μανούλα μου, πούλαγα τσιγάρα σε ένα πράγμα που ‘χα, έναν ταβλά, ας πούμε, που είχα κρεμασμένο στον λαιμό μου, τσιγάρα και σπίρτα. Το πρώτο γύρισμα ήταν να περπατήσω, ξέρω ’γω, διακόσια μέτρα στην Ομόνοια. Εγώ έπρεπε να ξεκινήσω, ξέρω ’γω, από την 3ης Σεπτεμβρίου, να περπατάω, να περπατάω γύρω-γύρω και να φτάσω μέχρι την Αγίου Κωνσταντίνου, φωνάζοντας: «Τσιγάρα! Πάρτε τσιγάρα, κύριοι! Πάρτε τσιγάρα και σπίρτα για την άρρωστη μανούλα μου!» Κι η μηχανή, πάνω σε ένα ΙΧ, πήγαινε σιγά-σιγά και τράβαγε.
Ο κόσμος δεν ήξερε ότι γυρίζουμε ταινία κι όλοι βλέπανε ένα παιδάκι να πουλάει τσιγάρα και σπίρτα και σταματούσαν και παίρνανε! Μάλιστα ένας ήθελε… μου λέει: «Ρε μάγκα, πόσο;» -–είχανε μείνει, ξέρω ’γω πέντε-έξι– «Φέρ’ τα όλα. Πόσο κάνουνε, ρε φίλε;» Κι εγώ, χωρίς να αλλάξω ύφος –πάλι δεν ήταν σύγχρονο, δεν είχε ήχο– αλλά κρατώντας το λυπησιάρικο αυτό ύφος και λοιπά, του λέω: «Δεν είμαι αληθινός, ταινία γυρίζουμε! Πάρτε ένα πακέτο και φύγετε!» Κι ο άνθρωπος, τα ’χασε. Όταν τελείωσα, είχα μαζέψει από την πώληση των τσιγάρων και των σπίρτων, σχεδόν όση ήταν και η αμοιβή μου για την ταινία! Και πήγα και τα έδωσα του Νόβακ και λέω: «Κύριε Νόβακ, συγγνώμη, τα πούλησα, με συγχωρείτε! Αλλά να, πάρτε τα λεφτά!» Βούρκωσε, και μου λέει: «Αγοράκι μου, τα δούλεψες. Δικά σου είναι!» και μου τα χάρισε.
Μετά, που βγήκε η τηλεόραση κι άρχισαν όλα τα κανάλια να παίζουν τις παλιές ταινίες, αυτές τις ταινίες της Novak Films δεν τις έβλεπα ποτέ. Ρώτησα, λοιπόν, κάποτε κάποιον γνωστό. Είχε αγοράσει τις παλιές ελληνικές ταινίες και τις νοίκιαζε στα κανάλια. Του λέω: «Αυτές τις ταινίες της Novak Films, γιατί δεν τις βλέπουμε ποτέ;» Άλλαξε η έκφρασή του και μου λέει: «Θα σου πω, γιατί με ρωτάς, μία ιστορία. Πήγα και τη βρήκα την κυρία Νόβακ, μια απόγονο, και μου είπε το εξής καταπληκτικό και το θαύμασα», μου λέει αυτός. «“Όχι, κύριε. Αυτές τις ταινίες τις έφτιαξαν οι δικοί μου για να τις βλέπουν πολλοί άνθρωποι μαζί, στον κινηματογράφο. Δε σας τις πουλάω για τον καναπέ”». Και μου λέει: «Από τη μια μεριά, στεναχωρέθηκα που δεν πήρα αυτές τις ταινίες, αλλά από την άλλη, χάρηκα την αξιοπρέπεια αυτής της γυναίκας κι αυτή τη φιλοσοφία, ρε παιδί μου, ότι ο κινηματογράφος είναι μία συλλογική τέχνη, ας πούμε, μία τέχνη που είναι για να τη βλέπουνε πολλοί άνθρωποι μαζί».
Η πρώτη μου φορά που έπαιξα στο θέατρο των μεγάλων, ήτανε στην επιθεώρηση. Στην Α’ Δημοτικού νομίζω πήγαινα, άρα πρέπει να ήταν ’56. Θέλανε ένα παιδάκι. Οι επιθεωρήσεις οι κλασικές εκείνης της εποχής είχανε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ήταν τα νούμερα και τα τραγούδια και τα χορευτικά και το δεύτερο μέρος ήταν ένα σκετς, κάπως λίγο σαν ένα μονόπρακτο. Στο μονόπρακτο, λοιπόν, του δεύτερου μέρους, μια μάνα που είχε σκοτώσει τον άντρα της κι ήταν στη φυλακή και το παιδάκι… Άνοιγε η αυλαία κι εγώ ήμουν στο κρεβατάκι μου κι έλεγα: «Καλέ μου Χριστούλη, σε παρακαλώ πολύ, φέρε μου πίσω τη μανούλα μου που είναι στη φυλακή» και λοιπά.
Όταν υποκλινόμαστε στο τέλος, υποκλινόταν με την εξής σειρά ο θίασος: Πρώτα το μπαλέτο –οι χορεύτριες, οι χορευτές– και μετά, κανονικά, οι ηθοποιοί. Αλλά πριν τους ηθοποιούς και μετά το μπαλέτο, επειδή υπήρχα εγώ, έβγαινα. Είχε πει ο σκηνοθέτης: «Να βγαίνει ο Γιαννάκης να χαιρετάει μόνος του, να υποκλίνεται». Ήτανε στο θέατρο Ακροπόλ, που μέχρι πρόσφατα που έμπαινε μέσα στην πλατεία κι υποκλινόμαστε περπατώντας πάνω εκεί. Φαντάσου, τώρα, με τα ρούχα της επιθεώρησης, τα φτερά και τα πούπουλα και λοιπά, γινόταν χαμός. Όταν έβγαινε, λοιπόν, το παιδάκι, ο κόσμος χειροκροτούσε πολύ δυνατά. Και μετά, το χειροκρότημα κόπαζε, έτσι, λοιπόν, και ξαναδυνάμωνε πάλι στους σούπερ πρωταγωνιστές, που χαιρετούσαν τελευταίοι: ο Αυλωνίτης, η Βασιλειάδου, ο Μακρής. Έβγαινα εγώ, έπεφτε το θέατρο.
Κι έρχεται μία μέρα η Μπελίντα, που έκανε τη μάνα μου, και μου λέει: «Άντε, τυχεράκια! Από αύριο, μου είπε ο κύριος Μπουρνέλης –ο θιασάρχης, ας πούμε, ο παραγωγός– να χαιρετάμε μαζί». Και με έπαιρνε απ’ το χεράκι και πηγαίναμε μαζί στην πασαρέλα, και το χειροκρότημα αθροιζότανε το δικό μου, ας πούμε, και το δικό της και τη ζηλεύανε οι άλλοι που έπαιρνε πολύ χειροκρότημα. Και κάποιος, φαίνεται, τη γλωσσόφαγε και μία μέρα πάτησε την ουρά της τουαλέτας της και σαβουριάστηκε πάνω στην πασαρέλα. Και μου λέει την άλλη μέρα: «Είδες, Γιαννάκη; Δε χωράμε κι οι δύο μαζί. Βγαίνε καλύτερα μόνος σου, όπως πριν». Αλλά την άκουσε η Βασιλειάδου, που ήταν στο απέναντι καμαρίνι, και λέει με τη χαρακτηριστική της φωνή: «Άσε, βρε Καίτη, δεν πειράζει. Θα το βγάζω εγώ το παιδί». Που δεν είχε ανάγκη γιατί, έτσι κι αλλιώς, έπαιρνε το μεγαλύτερο χειροκρότημα, μακράν. Πηγαίναμε μέχρι ένα σημείο μαζί, χεράκι-χεράκι, και μετά έκανε λίγο πίσω και με έσπρωχνε μπροστά, να πάρω το δικό μου χειροκρότημα, να μη μου το στερήσει, να μην το συγχωνεύσει με το δικό της. Και μετά, εγώ πάλι πήγαινα πίσω κι έπαιρνε το δικό της χειροκρότημα, που ήταν συγκλονιστικά μεγαλύτερο απ’ όλους. Γιατί ο κόσμος τότε, ήξερε να εκτιμάει, όχι μόνο το ταλέντο, αλλά και το ήθος. Κι αυτό ήταν ένα μάθημα ήθους για μένα απ’ τη Βασιλειάδου.
Οι γονείς μου μάλλον μ’ είχανε κατευθύνει στο να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Μέσα στη συνταγή της επιτυχίας μιας ταινίας, ήτανε κι ένα παιδάκι που κλαίει. Ήταν ένα κλισέ. Και λέγανε, ας πούμε: «Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Δέσπω Διαμαντίδου, Θανάσης Βέγγος, Γιάννης Γκιωνάκης και το “παιδί-θαύμα”, Γιαννάκης Καλατζόπουλος». Το «παιδί-θαύμα» πούλαγε.
Όλοι οι Μικρασιάτες, ένα μεγάλο κομμάτι έμενε και στα προσφυγικά του Πολυγώνου. Ήτανε όλο φτωχόπαιδα, κι εγώ, μεταξύ αυτών. Εδώ που είναι τώρα η λεωφόρος των δικαστηρίων, αυτή, η Ευελπίδων, ήτανε ρέμα. Κι εκεί, πάνω στο ρέμα, δεξιά κι αριστερά, είχαν χτιστεί αυτά τα παραπήγματα. Και χτύπαγε η καμπάνα, εδώ, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Ελευθερίου, που ανάμεσά τους είναι το σπίτι μας, και τρέχαμε πολλοί να βοηθήσουμε τους πλημμυροπαθείς, γιατί τους έπαιρνε το νερό τα στρώματα, τα κρεβάτια, τις καρέκλες... Η πρώτη μου αγάπη, η Στέλλα, έμενε εκεί. Και θυμάμαι πώς έκλαιγε το παιδάκι όταν, πάνω στο ρέμα, έβλεπε να επιπλέουν οι κούκλες της, που τις είχε πάρει το νερό.
Δεν ήμουνα «παιδί-θαύμα». Να σου πω τι ήμουνα. Κάθε παιδί είναι θαύμα, εδώ που τα λέμε. Τώρα, που έχω κι ένα εγγόνι, το διαπιστώνω. Είναι θαύμα τα παιδιά, γιατί έχουν αυτήν την αθωότητα, τον αυθορμητισμό, έτσι, την πρωτογενή, έτσι, συμπεριφορά, που δεν μπαίνει σε κουτάκια και τέτοια. Είχα ένα μικρό θράσος, δεν ντρεπόμουνα. Εγώ ήμουνα λίγο αλητάκι, επειδή είχα μεγαλώσει και σε τέτοια γειτονιά, προφανώς, και παίζαμε μπάλα στον δρόμο, στην αλάνα. Κι αυτό, δε σταμάτησα να το κάνω. Ακόμα κι όταν ήμουνα φίρμα και δεν μπορούσα να μπω στο λεωφορείο γιατί μου ζητούσαν αυτόγραφα, εγώ με τους φίλους μου, μπάλα στην αλάνα της Σχολής Ευελπίδων έπαιζα, πετροπόλεμο… Κι ήξερα πόσο αληθινό είναι αυτό. Δεν ήμουν «παιδί-θαύμα». Ένα κανονικό παιδί ήμουνα, όπως όλα τα άλλα παιδιά.