Ζούμε σε μέρος παραλιακό, από μικρά ήμασταν στη θάλασσα. Αλλά όταν πήρε ο πατέρας μου το καΐκι, έπαθα κάτι! Που ακόμα το έχω δηλαδή, δεν περνάει κι εύκολα…
Μεγάλωσα στην Κυλλήνη. Ο πατέρας μου ψαράς, η μάνα μου βοηθούσε κι αυτή στο καΐκι. Όταν ο πατέρας μου αγόρασε το καΐκι, πρέπει να ήμουνα γύρω στα δέκα, δημοτικό πήγαινα ακόμα. Το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή! Το λάτρεψα, έγινε η αγάπη μου η μεγάλη η θάλασσα. Είχα βρει παιχνίδι: να μπαινοβγαίνω στη σανίδα που είχανε για να μπαίνουνε μες στα καΐκια. Δεν πλευρίζαν τα καΐκια τότε κι είχανε μια σανίδα. Για μένα αυτό ήταν το παιχνίδι μου. Θυμάμαι τη μάνα μου να φωνάζει συνέχεια: «Θα τσακιστείς! Πού πας, πρόσεχε!» Φοβόταν πάντα τη θάλασσα και τη φοβάται ακόμα.
Ήθελα να πηγαίνω μαζί του, κόλλησα μ’ αυτό το πράγμα! Θυμάμαι χειμώνες Σαββατοκύριακα, περίμενα πώς και πώς να 'ρθει το Σαββατοκύριακο να πάω. Ήθελα να τον βοηθήσω καταρχάς, δεν μπορούσα να τον σκέφτομαι ότι έπρεπε να δουλεύει μόνος του, ένα άτομο μόνος για να ταΐζει άλλους πέντε από πίσω. Μου άρεσε. Ήταν λίγο κουραστικό για παιδάκι, δε λέω, αλλά ήταν κι ωραίο.
Τον χειμώνα, που δουλεύαμε και δίχτυα ήταν πιο δύσκολα, γιατί έπρεπε να κάτσεις πολλές ώρες μες στο κρύο. Στο λιμάνι μετά, να ξεψαρίζεις, να καθαρίσεις τα δίχτυα… Θυμάμαι πολλές φορές τα χέρια μου να 'ναι τόσο παγωμένα απ’ το κρύο, που πηγαίναμε σπίτι το μεσημέρι με τον πατέρα μου να φάμε και δεν μπορούσα να κόψω το ψωμί. Ήταν τόσο παγωμένα τα χέρια μου. Αλλά παρόλα αυτά μ’ άρεσε, και πιο πολύ απ’ όλα ήθελα να βοηθάω τον πατέρα μου. Δε μου άρεσε να τον αφήνω μόνο του.
Το καλοκαίρι, ήταν η διασκέδασή μου εμένα. Το μόνο δύσκολο ήταν το ξενύχτι το καλοκαίρι. Έπρεπε να σηκώνεσαι πάρα πολύ νωρίς. Κοιμόμουν λίγο και στο καΐκι, η αλήθεια. Θυμάμαι το καΐκι ήταν τρεχαντήρι, ξύλινο καΐκι, από τα παλιά. Οι κουκέτες που είχε κι η μηχανή, ήταν όλο ένα, ενιαίο. Κοιμόμουν εκεί, δίπλα στο ντεπόζιτο του πετρελαίου, ούτε η μυρωδιά με ενοχλούσε, ούτε τίποτα. Αρκεί που ήμουνα εκεί.
Παραγάδια δουλεύαμε, κόβαμε δόλο, ρίχναμε παραγάδια και μετά η καλύτερή μου ώρα, η ώρα που τα σηκώναμε. Αυτό το πράγμα ήταν η ζωή μου, ειδικά όταν ήταν ψάρι πιασμένο: «Έλα ρε μπαμπά, δώσε μου λίγο κι εμένα να το πιάσω, ν’ ακούσω!» Αυτό το πράγμα όλη την ώρα τού έλεγα.
Αγαπούσα πάρα πολύ να πηγαίνω στις πορείες. Όταν γυρίζαμε, να κάθομαι μπροστά στο κοράκι στην πλώρη και να βουτάω τα πόδια μου μέσα στη θάλασσα. Μου έρχεται ακόμα στο μυαλό η φωνή του πατέρα μου: «Φύγε ρε παιδάκι μου από κει, θα πέσεις μέσα!» «Δεν πέφτω ρε μπαμπά, προσέχω, άσε με!» Αυτό το πράγμα, όλη την ώρα. Και φουρτούνες θυμάμαι από μικρό και μπουνάτσες θυμάμαι και μέρες καλές με ψάρια θυμάμαι και μέρες αψαριάς θυμάμαι, που ήταν πιο στενάχωρες, πολλά θυμάμαι.
Θυμάμαι πώς με προσέχανε όλοι οι άλλοι οι ψαράδες, έτσι οι μεγάλοι, που συναντούσαμε. «Η Αντούλα! Αντούλα, Αντούλα, τι κάνεις; Πάμε να σε κεράσω», τότε ήταν τα καφενεία και είχαν και γλυκά του κουταλιού, «άντε, πάμε να σε κεράσω ένα γλυκό κεράσι», μου λέγανε.
Θυμάμαι τις παλιές μηχανότρατες. Ήταν πιο μικρά καΐκια, ξύλινα, με τις πόρτες στα πλάγια, που λέμε. Τραβάγανε το δίχτυ τους. Μπαίναν κάθε βράδυ στο λιμάνι μ’ ένα τσούρμο γλάρους από πίσω απ’ τα ψάρια που πετάγανε και μαζευόντουσαν, και θυμάμαι τους Αιγύπτιους που είχαν μέσα. Ξεψαρίζανε με μια ταχύτητα… πω πω πω, απίστευτη ταχύτητα! Και πηγαίναμε πολλές φορές με τον πατέρα μου ή και βοηθάγαμε. Έμπαινα κι εγώ μέσα. Πιο πολύ μάλλον τους ενοχλούσα παρά τους βοηθούσα…
Τα γρι-γρι τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα. Είχαν τις βαρκούλες. Κάθε απόγευμα φεύγανε με τέσσερις-πέντε βαρκούλες από πίσω, τις «λάμπες», και πηγαίνανε για ν’ ανάψουνε, να πιάσουν τα ψάρια τους. Τρελαινόμουν να τα βλέπω το 'να πίσω απ’ τ’ άλλο.
Νύχτα φεύγαμε κι ερχόμασταν την άλλη μέρα το μεσημέρι. Παλιά, λοιπόν, προσανατολιζόντουσαν με τον ήλιο, με τα αστέρια, με τα φώτα στις στεριές, μ’ αυτά τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή ένας νέος ψαράς χωρίς να έχει τα μηχανήματά του μέσα που με τους τόπους που δουλεύει στιγματισμένους, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πάει να βρει τον τόπο του να δουλέψει. Παλιά όμως, το κάναν αυτό, το κάναν! Θυμάμαι τον πατέρα μου. Είναι ένα μέρος που λέγεται Ξέρα, είναι ανάμεσα Ζάκυνθο- Κυλλήνη. «Ξέρα της Μέσης» το λέμε εμείς. Την ήξερε όπως ήξερε την παλάμη του. Δηλαδή, όταν είχε την πρύμνη του και την πλώρη του σε συγκεκριμένα σημεία, ήξερε ακριβώς πού θα πέσει, σε ποιο σημείο.
Τότε το καΐκι το παλιό δεν είχε και γέφυρα με τιμόνι μέσα. Είχαμε την κέκια παλιά έξω. Στις πορείες πολλές φορές καθόμουν εγώ στο τιμόνι. Άμα έβλεπα στεριά μπροστά, μου 'λεγε: «Βάλε ένα σημάδι, θα πηγαίνεις εκεί». Άμα δεν έβλεπα στεριά μπροστά, μου 'λεγε: «Στην πρύμνη σου θα 'χεις αυτό». Μ’ άρεσε με την κέκια πολύ. Πόσο το έχω πεθυμήσει αυτό το πράγμα, καμιά φορά βλέπω τρεχαντήρι και συγκινούμαι… Μου αρέσει πάρα πολύ που το βλέπω, θυμάμαι έτσι τα παιδικά μου χρόνια.
Γνώρισα τον άντρα μου σε σχετικά μικρή ηλικία, δεκαοχτώ. Ο άντρας μου, ψαράς. Τον γνώρισα, πού αλλού; Στο λιμάνι, εκεί που σύχναζα τις περισσότερες ώρες. Παντρευτήκαμε, κάναμε δυο παιδιά, πήραμε το καΐκι μας. Με ένα μικρό διάλειμμα που τα παιδιά μου ήταν μικρά και δεν μπορούσα να τα αφήσω, όταν τα παιδιά έτσι έγιναν τεσσάρων-πέντε χρονών, μετά ξεκίνησα πάλι.
Οργώναμε κυριολεκτικά τη θάλασσα και τα πελάγη. Ώρες ατελείωτες πορείες, ώρες ατελείωτες. Ζούσαμε εκεί μέσα. Κι όταν γυρίζαμε στο λιμάνι, προμήθειες κάναμε και φεύγαμε πάλι, έτσι; Δε μέναμε καθόλου στο λιμάνι καλοκαίρια, με τίποτα. Δηλαδή από Απρίλη-Μάη μέχρι και τέλη Οκτώβρη, το καΐκι είναι το σπίτι μας. Ήταν κι είναι το σπίτι μας!
Συνήθως ξυπνάμε 2μισι-3 η ώρα. Από 2μισι μέχρι 3μισι, ανάλογα με το πόσο μακριά είναι να πάμε. Ξεκινάμε κι αρχίζουμε και ασχολούμαστε με το δόλωμα, σ’ αυτό που θα δολώσουμε στα παραγάδια. Είτε βράζουμε μοσχιούς και χταπόδια, είτε κόβουμε τη φρίσσα μας, ό,τι δόλο έχουμε, τέλος πάντων. Οπότε φτάνουμε και ρίχνουμε τα παραγάδια μας. Πίνουμε έναν καφέ να ψαρέψουνε λίγο, η πιο ωραία ώρα της ημέρας. Ποια είναι η καλύτερη καφετέρια; Για πες μου. Να βλέπεις απ’ τη μια τη Ζάκυνθο, απ’ την άλλη τη Κεφαλονιά, απ’ την άλλη την Πελοπόννησο, ε; Ποια καλύτερη θέα δηλαδή μπορείς να 'χεις; Και μετά, πιάνουμε και σηκώνουμε. Αυτό παίρνει ώρες. Όταν δουλεύαμε μπαλάδες με δίχτυα, ήταν εντελώς διαφορετικό το πρόγραμμα. Όταν δουλεύαμε μπακαλιάρους, ήταν επίσης διαφορετικό το πρόγραμμα. Αναλόγως τι δουλεύεις, είναι άλλες ώρες που ψαρεύεις, άλλες ώρες που κάνεις δουλειά στη θάλασσα, άλλες ώρες που κάνεις δουλειά στο λιμάνι.
Πώς να μην είσαι συναισθηματικά δεμένος με το δεύτερό σου σπίτι; Βασικά, μερικές φορές πιστεύω ότι πιο πολλές ώρες έχω ζήσει στο καΐκι, παρά στο σπίτι μου. Ο Μιχάλης είναι ο γιος μου ο μεγάλος. Όταν ήταν μικρός, τον έπαιρνα καμιά φορά μαζί, τον παίρναμε. Θυμάμαι ένα ταξίδι που 'χαμε πάει στη Κεφαλονιά. Σπάνια μπαίνουμε σε λιμάνια. Συνήθως αράζουμε αρόδο ή σε νησάκια απόμερα. Είναι ένα μικρό νησάκι στην είσοδο του κόλπου του Αργοστολίου, λέγεται Βαρδιάνοι αυτό το νησάκι. Θυμάμαι τον γιο μου να μη βγαίνει από το νερό τη μισή μέρα. Όση ώρα ήμαστε αραγμένοι, ήταν μέσα στο νερό, μες στο νερό! Μια μέρα εκεί που περιμέναμε, κολυμπούσε ο Μιχάλης και δίπλα του δύο κεφαλόπουλα και μεγάλα, τεράστια. «Ω», τους λέω, «καθίστε», λέω, «να τα πιάσω, θα φάμε τηγανητό ψάρι σήμερα, τηγανητό κέφαλο». Ο άντρας μου, φυσικά, έβαλε τα γέλια. «Ναι», μου λέει, «εντάξει». Λοιπόν, μέσα σε 5 λεπτά, είχα πιάσει και τα δύο! Επί τόπου, καθάρισμα και τηγάνι. Να ξέρεις, το πιο ωραίο φαγητό είναι αυτό που κάνεις στο καΐκι. Είσαι και κουρασμένος και πεινάς και όλα σου φαίνονται... ούτε στα καλύτερα εστιατόρια τέτοιες γεύσεις.
Είναι δύο νησάκια, τα Στροφάδια. Εμείς, συνήθως, οι ψαράδες, πηγαίνουμε στο μικρό νησί. Τι ψαρέματα έχω κάνει εκεί μέσα! Είναι ένα λιμανάκι που πάντα ήτανε φουλ στο ψάρι εκεί μέσα. Χαλούσα ώρες ατελείωτες. Όση ώρα δε δουλεύαμε κι ήμαστε εκεί, ήμουνα με το καλάμι και ψάρευα. Θυμάμαι τον άντρα μου να μου λέει: «Δεν σου φτάνει όσες ώρες δουλεύαμε;» ή «Δεν κάθεσαι να ξεκουραστείς;» «Όχι», του 'λεγα, «μ’ αρέσει!» Θυμάμαι μια μέρα, χειμώνα, με κρύο και βροχή, η βροχή ασταμάτητη, κι εγώ ήμουνα με τη μουσαμαδιά και ψάρευα. Ο Χρήστος κουνούσε το κεφάλι του μέσα απ’ τη γέφυρα: «Είσαι τρελή!» Μια φορά μόνο πήγαμε στο μεγάλο νησί, που 'ταν ο καλόγερος που είχε πάνω. Και μας είχε δώσει κι ένα καρβέλι ψωμί που είχε μόλις ψήσει κι ένα κεφαλάκι τυρί. Λοιπόν, ωραιότερο ψωμί κι ωραιότερο τυρί, δεν έχω φάει στη ζωή μου! Δεν έχω φάει στη ζωή μου!
Άμα σου πει το δελτίο καιρού 7-8 μποφόρ, δε θα πας για δουλειά. Είναι όμως κι έκτακτες περιπτώσεις έτσι; Που φεύγεις απ’ το λιμάνι με μπουνάτσα και θα σε πιάσει μέσα η φουρτούνα. Έχουμε περάσει μέρες που η θάλασσα πραγματικά είναι αυτό που λέμε: «Γράφεις στο πέλαγος από λαδιά». Έχουμε τύχει και σε μπουρίνια καλά, αξέχαστα.
Δε θεωρώ ότι είναι διαφορετικό από μία οποιαδήποτε άλλη δουλειά κάνει μία γυναίκα. Νομίζω ότι όλες οι δουλειές έχουν τη δυσκολία τους. Είναι λίγο πιο κουραστική δουλειά από κάποιες άλλες, αλλά πραγματικά ξέρω και πάρα πολλές κουραστικές δουλειές στη στεριά. Θεωρώ ότι σίγουρα θα μπορούσαν να την κάνουνε περισσότερες γυναίκες αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω γιατί δεν το κάνουν. Δεν ένιωσα ποτέ κάτι άλλο εκτός από σεβασμό κι αγάπη κάτω στο λιμάνι. Όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι τους ψαράδες τους μεγαλύτερους --«γεροψαράδες», έτσι τους έλεγα εγώ-- να μου μιλάνε με τόση αγάπη πάντα... Δεν έχω ακούσει ποτέ σχόλιο που να με θίξει, που να με προσβάλλει, τίποτα απολύτως. Νομίζω ότι με αντιμετωπίζουν όπως τον κάθε άλλο κάτω στο λιμάνι.
Απ’ το λιμάνι φεύγεις πάντα αισιόδοξος. Κι αυτό είναι που πρέπει να νιώθεις, όταν φεύγεις για τη δουλειά σου. Δεν ξεκινάς και λες: «Ωχ, άντε, πάω σήμερα, άντε μία μέρα, άντε να τελειώσει». Τώρα από κει και πέρα πώς θα τα φέρει, όλες οι δουλειές έχουνε και τα απρόοπτά τους, έτσι; Θα αντιμετωπίσεις ό,τι αντιμετωπίζεται.
Εμείς δουλεύουμε οι δυο μας, εγώ κι ο άντρας μου, κι έχουμε κι έναν μικρό μούτσο, την Ήρα μας, το λαμπραντοράκι μας. Εδώ και οχτώ χρόνια που την έχουμε. Από ενός μηνού κουτάβι, μαζί! Μαζί 24 ώρες το 24ωρο, στο σπίτι, στο καΐκι, παντού. Την πήραμε μαζί, δεν φοβήθηκε ποτέ. Τους αρέσει πολύ το νερό. Την έβαζα στην κουκέτα μου, στο καΐκι, δίπλα στο μαξιλάρι μου και κοιμότανε. Το κολύμπι που κάνει, από μικρό που ήτανε; Κολύμπι τρελό! Είναι εντυπωσιακή να τη βλέπεις να κολυμπάει. Τώρα, αυτή τη στιγμή που είναι μεγάλη, είναι οχτώ χρονών, αν την πιάσεις απ’ την ουρά, σε βγάζει έξω κανονικά! Ο Χρήστος το κάνει συνέχεια. Όταν βουτήξω εγώ, θα βουτήξει κι εκείνη.
Ούτε να σκεφτώ ότι δε θα μπαίνω μες στο καΐκι. Ποτέ, ποτέ. Όχι, ποτέ. Ούτε να σκέφτομαι θέλω την περίπτωση ότι κάτι μπορεί να πάθει ή ότι μπορεί να το κόψουμε ή ότι μπορεί ν’ αφήσω αυτή τη δουλειά. Με αρρωσταίνει και μόνο η σκέψη, δεν το θέλω καθόλου. Δεν το θέλω καθόλου. Ειδικά το καΐκι που 'χουμε τώρα, είναι και φτιαγμένο πάνω στην άδεια του πατέρα μου, την παλιά την άδεια. Για μένα έχει πολύ συναισθηματική αξία αυτό. Εκεί ζούσαμε, εκεί κοιμόμαστε, εκεί μαγειρεύαμε, εκεί τρώγαμε, εκεί όλα, εκεί κάναμε μπάνιο, εκεί όλα. Τα καλοκαίρια, κυρίως. «Άγιος Γεράσιμος», λέγεται. Για μας είναι σπίτι μας. Όταν λέω ότι είναι σπίτι μας, εγώ πραγματικά θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα εκεί μέσα, το καταλαβαίνεις; Μόνιμα!