ΓΙΑΟΥΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΣΕ ΚΗΔΕΙΑ
ΓΙΑΟΥΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΣΕ ΚΗΔΕΙΑ
Description
Μια κηδεία παίρνει απόβλεπτη τροπή στη Σκοτάνη Αχαΐας, όταν αναβιώνει ένα παλιό έθιμο του χωριού.
Tags
Credits
Field Reporter
- Kwnstantinos Kokiasmenos
Interviewee
- Elisabet Xronopoulou
Podcast Producer
- Xaris Pagwnidou
Sound Designer
- Iasonas THeofanou
Sound Editor
- Dhmhtrhs Papadakhs
Η γιαγιά μου πέθανε το Ιούλιο του 2007. Η γιαγιά, λοιπόν, παρόλο που πέθανε ενενήντα εφτά ετών, δηλαδή αυτό που λέμε «πλήρης ημερών», παρόλο που ήταν πολύ μεγάλη, αυτό για μας δε μετρούσε. Ήταν ένα θλιβερό γεγονός ούτως ή άλλως κι υπήρχε, έτσι, αίσθημα πένθους.
O πατέρας κανόνισε να γίνει η κηδεία στο χωριό, όπως το ήθελε εκείνη. Πάντοτε έλεγε ότι η επιθυμία της είναι όταν πεθάνει να τη θάψουμε στον τάφο τον οικογενειακό του παππού, να είναι δίπλα στον άντρα της.
Ήρθαν στην κηδεία, λοιπόν, πολύς κόσμος. Ήρθε κι από το χωριό της γιαγιάς, ήρθανε ανίψια, ήρθανε κι από την Αθήνα... Ξεκινήσαμε εμείς, η οικογένεια, κουστωδία, κομβόι. Φτάνουμε στο νεκροταφείο, ήτανε πραγματικά πανέμορφο. Είναι πάνω στο βουνό, έξω από το χωριό, πλατάνια, δέντρα, ησυχία, πουλάκια... Κάπως ηρεμεί η ψυχή μου. Λέω: «Τι ωραία, πραγματικά, να θάβεσαι σε ένα τέτοιο μέρος!»
Φτάνουμε λοιπόν μπροστά στον τάφο, μετά τη λειτουργία, την τελετή. Έχουν ανοίξει τον τάφο για να μπει η γιαγιά, το φέρετρο. Εκεί τι είχε γίνει; Είχανε σκάψει και μαζί με το χώμα, είχαν πετάξει κι οστά. Δηλαδή ήταν χύμα τα οστά μέσα. Οπότε εμείς τώρα, τα παιδιά της πόλης, παθαίνουμε το πρώτο σοκ. Διότι φτάνουμε μπροστά στον τάφο και βλέπουμε κόκαλα: πόδι, χέρι και τα λοιπά. Θυμάμαι, έρχεται ο ξάδελφός μου κάποια στιγμή και μου λέει: «Κοίτα, κοίτα, ο παππούς!» Κι ήταν ένα κρανίο.
Γίνεται η ταφή, πάμε στο χωριό. Τότε είχε ένα καφενείο πολύ μικρό. Μαζεύτηκε λοιπόν όλο το χωριό, όλοι αυτοί που είχαμε πάει, καθίσαμε, όλα πηγαίνανε κανονικά. Φάγαμε ένα υπέροχο ψάρι που είχαν μαγειρέψει εκεί στο χωριό, πραγματικά υπέροχο, πίναμε λίγο κρασάκι, άρχισε να χαλαρώνει η ατμόσφαιρα. Μιλούσανε για τη γιαγιά, ήταν πάρα πολύ ωραίο αυτό, ερχόντουσαν άγνωστοι άνθρωποι κι απ’ το χωριό, λέγανε: «Μου έλεγε η μάνα μου για την Παναγιωτούλα», που αυτό, που εκείνο, θείοι, θείες…
Κάποια στιγμή έρχεται κι ο χαλβάς, που ήτανε για επιδόρπιο. Τρώμε και τον χαλβά. Κι εκεί που θεωρούμε ότι τελείωσε, μοιράζουν, αρχίζουνε και φέρνουν κεσέδες γιαούρτι. Μεγάλους. Και μας βάζουν μπροστά από τον καθένα, αλλά και στο κέντρο του τραπεζιού, κεσέδες μεγάλους με γιαούρτι. Χωρίς μέλι, χωρίς ένα γλυκό του κουταλιού, δηλαδή, ήταν λίγο περίεργο. Έλεγες: «Τώρα γιατί μου φέρνουνε το γιαούρτι εδώ πέρα, μπροστά μου;»
Πάμε εκεί να δοκιμάσουμε το γιαούρτι κι εκεί που γινότανε μια σχετική πια βαβούρα γιατί είχαμε χαλαρώσει όλοι και τα λοιπά, κρασάκι, γλυκό κι όλα, δίνεται το πρώτο σύνθημα. Ακούγεται μια φωνή: «Στην ψυχή της Παναγιωτούλας!» Κι εκσφενδονίζεται ένας κεσές γιαούρτι στο πρόσωπο, κατευθείαν, ενός άλλου! Στην απέναντι μεριά.
Τρελαινόμαστε εμείς. Μέχρι να το δούμε ότι έχει συμβεί αυτό το πράγμα, αρχίζει ο δεύτερος. Κι αρχίζει ένας γιαουρτοπόλεμος… όπου έχουν σηκωθεί όλοι όρθιοι και πετάνε γιαούρτια στα μούτρα, κυριολεκτικά, που λέμε, του άλλου. «Πλαφ!» Μεγάλοι άνθρωποι, ηλικιωμένοι! Να έρχονται κι άλλα γιαούρτια, να αρχίσουν να γελάνε, να…
Έγινε ένα διονυσιακό γιαουρτο-γλέντι. Και να πέφτουν τα γιαούρτια, κι άλλα γιαούρτια!
Στην οικογένεια, εν τω μεταξύ, εμείς είχαμε ξαφνιαστεί, είχαμε μείνει ξεροί. Στην αρχή οι αντιδράσεις μας ήταν πάρα πολύ αστείες, γιατί κάποιοι είχαμε σηκωθεί και προσπαθούσαμε να μη φάμε το γιαούρτι, διότι μας φαινόταν πάρα πολύ βάρβαρο και δε θέλαμε, ήμασταν και σε ταξίδι, δεν είχαμε άλλα ρούχα και τα λοιπά. Κάποιοι από την οικογένεια θύμωσαν, προσβληθήκανε, το πήραν πάρα πολύ βαριά.
Συνεχίστηκε για πολλή ώρα. Τα γέλια, οι φωνές, ένα πράγμα πραγματικά διονυσιακό.
Ήτανε συναρπαστικό για μένα. Ήταν πραγματικά συναρπαστικό για εμένα.
Μας είπανε εκεί ότι είναι έθιμο του χωριού. Αργότερα, που μου είπε μια θεία που τη γνώριζα αυτή τη θεία καλά, μου είπε ότι σε κάποια κηδεία, όχι πολύ παλιά, που ζούσε η γιαγιά, είχανε πάει σε μια κηδεία --τώρα δε θυμάμαι ποιου, αλλά κοντινού συγγενή της οικογένειας-- έγινε αυτό κι η γιαγιά τής είχε πει: «Όταν πεθάνω, θέλω να μου κάνετε το ίδιο». Εγώ την έχω τη γιαγιά, όπως την ήξερα τη γιαγιά, τη φαντάζομαι να το λέει. Της άρεσε αυτό το γλέντι, δηλαδή, τη φαντάζομαι να λέει στην ανιψιά: «Κοίτα, κάντε μου κι εμένα το ίδιο, θέλω».
Ακούστηκε τόσο πολλές φορές το όνομά της! Σαν αποχαιρετισμός. Μέσα από αυτή την κίνηση, την παιδική. Ήταν τόσο παιδικό, τόσο παιδικό, να βλέπεις ανθρώπους ενενήντα χρονών να πετάνε γιαούρτια ο ένας στον άλλο! Κι ογδόντα κι εβδομήντα… Θυμάμαι, αυτή η εικόνα μου έχει μείνει: Ήταν ένας άνθρωπος πολύ μεγάλος, πάρα πολύ ωραία εικόνα, ένας ξερακιανός ηλικιωμένος, τον οποίο τον είχαν λούσει με το γιαούρτι! Από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ήταν όλος… έσταζε γιαούρτι. Κι είχε ένα τέτοιο χαμόγελο στο πρόσωπό του! Αισθάνθηκα ότι να, αυτός ο άνθρωπος τώρα είναι στο κατώφλι κι αυτός, αύριο, μεθαύριο εκεί θα πάει. Κι αυτό, όλο το γλέντι, έδειχνε την αντιμετώπισή του για τον θάνατο.
Έτσι όπως φύγαμε τελικά κάπως ήταν σαν… είχαμε την ικανοποίηση ότι η γιαγιά φεύγοντας, της κάναμε ένα τελευταίο πάρτυ. Έφυγε, έκλεισε τον κύκλο της εκεί που ήθελε να τον κλείσει και την αποχαιρετήσαμε με γλέντι, με γιορτή. Κι αυτό κάπως μαλάκωνε όλη τη θλίψη της απώλειας. Ήτανε, πραγματικά, ένα δώρο τεράστιο που μας κάνανε αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα.