Θα σας πω μία ιστορία που έζησα στην Κατοχή. Θυμάμαι τη μέρα πάρα πολύ έντονα.
Εμείς ζούσαμε στον Περισσό. Η περιοχή εκείνη ήταν όλη από αριστερούς. Εμείς είμαστε η μόνη οικογένεια που δεν ήμαστε αριστεροί. Ήτανε προσφυγικοί συνοικισμοί αυτοί και της Νέας Ιωνίας και του Περισσού. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους. Ο πατέρας μου ήτανε ένας άγιος άνθρωπος, ήτανε όχι ανώτερος, μεσαίος αξιωματικός της χωροφυλακής. Εργαζόταν στο αρχηγείο χωροφυλακής στην οδό Ιουλιανού κι ερχότανε με το τραμ το κίτρινο στα Πατήσια, από εκεί με τα πόδια στον Περισσό. Όταν ερχότανε, εκεί είχαν αρχίσει να εμφανίζονται γύρω οι αριστεροί που γράφανε στους τοίχους.
Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα κι ήρθε ένα παιδί που ήταν αριστερός, αλλά ήτανε μέσα στη μάχη, στους αντάρτες. Καθότανε δίπλα μας. Τον κυνηγάγανε οι Γερμανοί κι οι Ταγματασφαλίτες. Χτύπησε την πόρτα μας, του άνοιξε ο πατέρας μου, του είπε ότι τον κυνηγάνε κι ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, πέρασε στο ταρατσάκι εκείνος, στην ταράτσα την άλλη, την άλλη και χάθηκε, εξαφανίστηκε, σώθηκε. Μετά από λίγη ώρα, χτυπήσανε κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους ο πατέρας μου μιλούσε και τους έλεγε: «Εγώ είμαι αξιωματικός της χωροφυλακής. Τι δουλειά έχω με αυτά τα πράγματα που μου ζητάτε;» και φύγανε αυτοί. Και τελικά, έμαθα αργότερα ότι ζητούσανε αυτόν τον άνθρωπο, τον οποίο είχε σώσει κυριολεκτικά ο πατέρας μου.
12 Οκτωβρίου του 1943, ο χαμός! Φύγανε οι Γερμανοί. Θυμάμαι τη μέρα πάρα πολύ έντονα όταν έφυγε κι ο τελευταίος Γερμανός. Τι γινότανε στην Αθήνα... Οι καμπάνες, ο κόσμος να φωνάζει, να χαίρεται, να τραγουδάει, να κλαίει! Ήτανε φοβερές στιγμές, αξέχαστες.
Μετά από τις 12 Οκτωβρίου, άρχισαν τα πράγματα να στενεύουνε. Άρχισε ο φοβερός Εμφύλιος πόλεμος. Άρχισε να στενεύει ο κύκλος. Έβραζε η Νέα Ιωνία, ο Περισσός, άρχισε να στενεύει. Ο πατέρας μου ερχότανε πια φυλαγμένος, φοβότανε. Αρχίσανε να φοβούνται κι οι δικοί μου. Ζούσαμε μαζί ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδερφός μου κι ο αδερφός της μητέρας μου.
Κάποτε μάθαμε σε ένα σπίτι παράλληλα, σε έναν δρόμο που ήταν παράλληλα με το δικό μας το σπίτι, απέναντι, ζούσε μια άλλη οικογένεια στρατιωτικών. Μάθαμε ότι ένα βράδυ πήγανε οι άνθρωποι οι αριστεροί, χτυπήσανε την πόρτα και την πήρανε την κυρία. Ο άντρας της ήτανε χαμένος. Την πήρανε για ανάκριση και δεν ξαναγύρισε η γυναίκα αυτή.
Τον πατέρα μου ήδη τον είχαμε χάσει, είχε εξαφανιστεί. Είχε πέσει το αρχηγείο χωροφυλακής κι είχανε φύγει αυτοί. Κι όλο μίκραινε αυτός ο κλοιός. Άρχισαν να φοβούνται οι δικοί μου ότι κι η μαμά μου θα έχει την ίδια τύχη με αυτήν την κυρία. Οπότε, ένα βράδυ έγινε. Ήρθανε και ζητήσανε τη μαμά μου.
Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε ο θείος μου. Τη ζητήσανε γιατί θέλανε να της κάνουνε «μία ανάκριση», έτσι το λέγανε. Όπως φαίνεται, αυτοί ήταν οι ορκισμένοι που κάνανε αυτές τις δουλειές κι ήτανε πολύ σπάνιο να αλλάξουνε γνώμη. Ήτανε τρεις κι ένας καθότανε απ’ έξω. Αυτός που ήταν απ’ έξω ήταν αυτός που είχε σώσει ο πατέρας μου! Και κάτι τους έλεγε. Τους είπε αυτός που είχε σώσει ο πατέρας μου: «Αφήστε τους κι ελάτε το πρωί να την πάρετε».
Φύγανε αυτοί. Εμείς κοιμόμαστε, κι ο αδερφός μου κι εγώ. Εγώ ήμουνα δέκα χρονών ακριβώς κι ο αδερφός μου ήτανε τεσσερισήμισι-πεντέμισι. Κάποια στιγμή, μας ξυπνήσανε ο θείος μου κι η μητέρα μου. Πρέπει να ήταν 4 η ώρα το πρωί, ήτανε παραμονή της Αγίας Βαρβάρας. 4 Δεκεμβρίου ήτανε. Πήραμε κάτι φαγώσιμα, ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε από εκεί. Στο σπίτι ανοιχτή την πόρτα την αφήσαμε.
Και ξεκινήσαμε από τον Περισσό, περάσαμε τη Ριζούπολη, φτάσαμε στα Πατήσια, κατεβήκαμε στην Αχαρνών. Με τον φακό. Σκοτάδια. Ακούγαμε να πέφτουνε τουφεκιές πολλές, όπλα χτυπάγανε...
Ξεκινήσαμε να παίρνουμε την Αχαρνών και να κατεβαίνουμε. Είχε σπίτια, μονοκατοικίες η Αχαρνών. Είχε αρχίσει να πέφτουν οι σφαίρες πάρα πολύ γύρω μας. Σερνόμαστε από αυλή σε αυλή, δυο παιδιά κι εκείνη, να προχωρά πρώτα ο μπάρμπας μου και πίσω εμείς στη μέση και πίσω η μάνα μου. Περάσαμε και τον Άγιο Παντελεήμονα, είχε ξημερώσει για τα καλά. Συναντούσαμε ανθρώπους με όπλα, δεν ξέραμε τι είναι αυτοί. Ήτανε Εγγλέζοι; Ήτανε αντάρτες; Δεν ξέραμε. Και κόσμος να τρέχει.
Έπρεπε να περάσουμε έναν δρόμο, Πλατεία Βάθης. Πέφτανε οι σφαίρες. Είδαμε μπροστά ήτανε αίματα και νερά. Κι από πάνω κάποιος έριχνε, έριχνε... Τι ήταν αυτός δεν ξέρω. Αριστερός, δεξιός, δεν ξέρω. Πέρασε πρώτα η μάνα μου με ένα μαντήλι στα χέρια και μου έδωσε κι ο θείος μου ένα μαντήλι και μου λέει: «Τώρα πέρνα!» Πέρασα κι εγώ και γυρίζω και βλέπω τον αδερφό μου, τεσσάρων και μισό, πέντε ήτανε, κρατούσε ένα μαντηλάκι και πέρασε κι αυτός τον δρόμο… Αυτό είναι αξέχαστο.
Την πήραμε την οδό Σωκράτους περπατώντας. Είχε ηρεμία πια, τα αυτιά μας είχαν συνηθίσει αυτόν τον ήχο. Να μπαίνουμε, να βγαίνουμε σε αυλές ώσπου να προχωρήσουμε, να φτάσουμε εκεί σε ένα σημείο που να μη γίνεται πόλεμος. Βρεθήκαμε μπροστά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, στην πλατεία Κλαυθμώνος, μισοπεθαμένοι πια, είχε αρχίσει να γέρνει το φως, να μην έχει πολύ φως. Ερημιά. Ακουγότανε απόμακρος ο ήχος του πολέμου, ο πόλεμος της Αθήνας, των Αθηνών.
Ο ελεύθερος χώρος, όπως λέγανε, ήταν το Πανεπιστήμιο. Μέχρι την Ιπποκράτους ήταν, θυμάμαι. Και πήγαμε μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Ερημιά το Πανεπιστήμιο, δεν είχε τίποτα, άνθρωπος δεν μπορούσε... Κάτσαμε στα πρώτα σκαλιά αριστερά, καθίσαμε εκεί κι ηρεμήσαμε. Θυμάμαι τον αδερφό μου να είναι γερμένος στην αγκαλιά του θείου μου και τρώγαμε μήλα. Τρώγαμε ή μας τρώγανε… Έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές στον δρόμο κοιμόμουνα όρθια.
Κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουμε, είχε αρχίσει πια να πέφτει η νύχτα. Βγήκαμε στη Σίνα, φτάσαμε στην Ακαδημίας και πήγαμε δεξιά. Φτάσαμε εκεί στην οδό Κανάρη. Ανεβήκαμε επάνω στο Κολωνάκι, είχα μια θειά, πρώτη ξαδέρφη της μαμάς μου και του θείου μου κι είδαμε κι άλλους ανθρώπους εκεί που είχαν έρθει από άλλες περιοχές των Αθηνών. Εκεί ζήσαμε περίπου τέσσερις με πέντε μήνες. Βρέθηκε κι ο πατέρας μου, δε θυμάμαι πώς βρέθηκε, πού ήτανε.
Μετά, όταν μεγάλωσα και κινούμουν μόνη μου πια, πολλές φορές πήγαινα κι έβλεπα τα σκαλάκια αυτά και σκεφτόμουνα αυτούς τους δυο ανθρώπους, τι τραβήξανε για να σώσουνε δύο παιδιά και τους εαυτούς τους. Και καθόμουνα και μελετούσα και το σκεφτόμουνα, σαν μνημόσυνο. Τα σκαλιά του Πανεπιστημίου στην αριστερή πλευρά τους, θα ήταν τρίτο, θα ήταν τέταρτο, δε θυμάμαι, σκαλί.