Είχαμε βγει από πολλά προβλήματα λόγω πολέμου με την Γερμανία αλλά και του Εμφυλίου και γινόταν μια μεγάλη προσπάθεια για να ισορροπήσουμε κι εμείς όπως όλη η Ελλάδα. Ο κόσμος απολάμβανε τα μπάνια του στις παραλίες και τις βραδινές βόλτες στην προβλήτα του λιμανιού και στην παραλιακή λεωφόρο του Ληξουρίου. Πολλοί παραθέριζαν στα αγροκτήματά τους. Υπήρχε μια κανονικότητα.
Έτσι την Πέμπτη το πρωί στις 12/8/53 πήγα στο Ληξούρι για κάποιες δουλειές μου. Ήταν περίπου έντεκα όταν πήγα στο καφενείο του Μαυροειδή να πιω έναν καφέ. Την ώρα που πλήρωνα το γκαρσόνι για τον καφέ ακούστηκε ένα φοβερό βουητό κι ακολούθησε αμέσως ο μεγάλος σεισμός.
Στην αρχή τα έχασα όλα. Προσπάθησα να μπω κάτω από ένα τραπέζι, αλλά αμέσως ένα νέο κύμα σεισμού μετακίνησε το τραπέζι κι έμεινα ακάλυπτος. Έτρεξα γρήγορα και πήγα κάτω από την τσιμεντένια σκάλα που οδηγούσε από το ισόγειο στον όροφο του κτιρίου. Μόλις έφτασα κάτω από τη σκάλα έγινε η τρομακτική σεισμική δόνηση με αποτέλεσμα την κατάρρευση του ορόφου του κτιρίου.
Ακόμα έχω στα αφτιά μου το βουητό του σεισμού και τον θόρυβο απ’ τα κτίρια που γκρεμίζονταν. Άκουσα να κατρακυλούν πάνω στη σκάλα πέτρες και άλλα αντικείμενα. Στ’ αφτιά μου έφταναν φωνές γοερές αγωνίας καθώς και κλάματα.
Η σκόνη ήταν παντού. Υπήρχε δυσκολία στην αναπνοή. Αλλά ήμουν καλά, αλλά ουσιαστικά ήμουν εγκλωβισμένος. Η οικογένειά μου δεν ήξερα πως ήταν. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο αλλά έπρεπε να το ξεπεράσω και να βγω.
Συγκεντρώθηκα για να δω πώς θα μπορούσα να φύγω από κει. Κοιτώντας τριγύρω μου, μέσα στην απόγνωσή μου, διαπίστωσα ότι κάπου ερχόταν φως. Άρα σκέφτηκα από κάπου υπάρχει μεγάλο άνοιγμα. Άρα μπορώ να βγω από εκεί.
Βγήκα κάτω απ’ τη σκάλα και διαπίστωσα ότι το φως ερχόταν από τον χώρο του καφενείου. Έτσι διέσχισα τον χώρο του καφενείου, βγήκα από την ανατολική πόρτα και βρέθηκα ελεύθερος.
Σκονισμένος, πατώντας πάνω σε πέτρες, ξύλα, χώματα, γκρεμισμένους τοίχους, περνώντας δίπλα από ανθρώπους σαστισμένους, απεγνωσμένους, ακολούθησα την παραλιακή λεωφόρο, για να φτάσω στο χωριό μου και στους δικούς μου. Έτσι με την ψυχή στο στόμα έφτασα στα χωράφια έξω από τα όρια της πόλεως κι ύστερα με πολύ κόπο, μεγάλη αγωνία έφθασα κοντά στους δικούς μου.
Οι στιγμές της συνάντησης δεν περιγράφονται. Ήταν συγκλονιστικές. Μπλέχτηκαν όλα: η αγωνία, ο φόβος, το άγχος, η λαχτάρα, ο θάνατος κι η ζωή σε μια εικόνα. Αγκαλιές, κλάματα, φιλιά, χαρές και τα λοιπά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν γι’ αυτούς νεκρός ή τραυματίας και βρέθηκα μπροστά τους σώος και σωματικά αβλαβής.
Αμέσως μετά τον σεισμό ένα πυκνό σύννεφο σκόνης κάλυψε όλο το νησί. Λες και ξαφνικά το νησί είχε βομβαρδιστεί από εκατοντάδες αεροπλάνα, η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν τραγική. Σε δευτερόλεπτα καταστράφηκαν όλα. Έντρομοι άνθρωποι αναζητούσαν τους δικούς τους, στους ζωντανούς, τους τραυματίες και τους νεκρούς.
Ο σεισμός είχε ένταση 7,3 της κλίμακας ρίχτερ. Είχε 365 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες, 2.500 περίπου αν θυμάμαι καλά. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολες. Λόγω του σεισμού κατέρρευσαν όλα τα κτίρια της πόλεως εκτός μερικών. Τρεις ή τέσσερις ημέρες μετά από τον σεισμό κατέπλευσαν στον κόλπο του Λιβαδίου πολεμικά πλοία απ’ το Ισραήλ πρώτα, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Αγγλίας και τελευταία τα Ελληνικά, τα οποία άρχισαν να παρέχουν κάθε είδους βοήθεια.
Η καταστροφή απ’ τον σεισμό ήταν πολύ μεγάλη. Και στα υλικά αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.
Το νησί και η ζωή των κατοίκων άρχισε να επανέρχεται στην κανονικότητα, πάντα με τον φόβο ενός μεγάλου σεισμού να υπάρχει, η εμπειρία του σεισμού αυτού επηρέασε κατά πολύ δυο-τρεις γενιές συμπατριωτών μου. Ακόμα και σήμερα εκείνος ο σεισμός δεν έχει ξεχαστεί. Εκείνος ο σεισμός, σημάδεψε εφ΄ όρου ζωής, όλους τους Κεφαλονίτες και ιδίως όσους τον ζήσαμε.
Ούτως ή άλλως η ζωή όλων μας, έπρεπε να προχωρήσει. Γιατί η ζωή δεν σταματάει ποτέ, δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ, όσες δυσκολίες και αν κληθούμε, κάθε φορά, να αντιμετωπίσουμε.