Με λένε Λίλη, είμαι είκοσι έξι χρονών. Τον Δεκέμβριο του 2019, τότε ήμουν σχεδόν είκοσι τρία, λίγο πριν τον κορονοϊό, εκεί ξεκίνησε η ιστορία μας.
Είχα πάει μαζί με την κολλητή μου σε μια προβολή ταινιών στην Ίριδα, εδώ στην Αθήνα, στον κινηματογράφο. Κι εκεί γνώρισα τον Βάσο, τελείως τυχαία. Εγώ να κρατάω μια ομπρέλα, να βρέχει, να μην ξέρω τι να κάνω, να έχει έρθει κι αυτός κάτω από την ομπρέλα μου, να είμαι πάρα πολύ άβολα.
Μιλήσαμε, έτσι με πάρα πολλή συστολή, πάρα πολλή ντροπή, πάντα ντρέπομαι στις πρώτες γνωριμίες. Ήταν μαζί με έναν φίλο του, ήμουν κι εγώ μαζί με την κολλητή μου η οποία είναι καμία σχέση, είναι τελείως ανοιχτή, θα γνωρίσει κάποιον και θα του πει: «Ε! Θες να βγούμε, θες να πάμε για μπύρα, θες να κάνουμε το οτιδήποτε τρελό;» Η κολλητή μου να είναι σε φάση: «Λοιπόν, αγόρια, εμείς θα πάμε μετά σε ένα μπαρ, οπότε είναι εδώ πιο δίπλα. Άμα θέλετε, ελάτε, αλλιώς πάμε να βγούμε για κανέναν καφέ στην Κυψέλη μες στο Σαββατοκύριακο». Εγώ να έχω πεθάνει από την ντροπή μου και να λέω: «Εντάξει, δε θα μας ξαναμιλήσουν ποτέ οι άνθρωποι».
Στο μεταξύ, είχαμε ακολουθηθεί στα social media. Κάτι ένιωθα, ένα σκίρτημα μέσα μου. Και μετά από σχεδόν δύο μήνες, τον Φεβρουάριο, μου στέλνει ένα μήνυμα ότι: «Θα ήθελα πολύ να βγούμε», κάτι πολύ όμορφο. Την πρώτη φορά που μου ζήτησε να βγούμε ήταν τα γενέθλια της άλλης κολλητής μου, η οποία έτσι και δεν πάμε στα γενέθλιά της παίζει να μη μας ξαναμιλήσει ποτέ. Οπότε δεν ήταν καν επιλογή. Προσπαθούσαμε αρκετό καιρό, εκεί το παλεύαμε, λέγαμε: «Α, τότε δεν μπορούμε, τότε δεν μπορούμε…» έτσι πήγαινε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, έτσι καταλήξαμε να βγούμε στις 9 Φεβρουαρίου του 2020.
Είχαμε δώσει ραντεβού στα ΕΛΤΑ στην πλατεία Κυψέλης. Θυμάμαι ότι είχα φτάσει πρώτη. Πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί αργώ πάντα. Τόσο άγχος είχα. Όντως, ήρθε μετά από 5-10 λεπτά. Μου άρεσε κιόλας πάρα πολύ, έτσι, από την πρώτη στιγμή κάτι ένιωθα. Οπότε ήμουν πάρα πολύ αγχωμένη. Χαιρετηθήκαμε, αρχίσαμε να περπατάμε στη Φωκίωνος, λέγαμε πράγματα για τη ζωή μας, γιατί δε γνωριζόμασταν σχεδόν καθόλου. Ψάχναμε να βρούμε πού θα κάτσουμε. Λέμε εν τέλει: «ΟΚ, ας κάτσουμε σε εκείνο το μπαρ, ωραίο φαίνεται». Κάτσαμε στο γωνιακό τραπέζι.
Δε θυμάμαι να ξαναέχω τόσο πολύ άγχος. Με είχε πιάσει ότι δεν μπορούσα να κινηθώ σαν άνθρωπος, ήμουν σαν σπαστικό, έτσι κούναγα τα χέρια μου. Άνοιγα τον κατάλογο, παίζει να έτρεμα, γιατί γυρνάει και μου κάνει: «‘Ντάξει, μην ψαρώνεις!» Και λέω: «Ορίστε; Μην ψαρώνεις;» Ήθελε να με πειράξει περισσότερο, αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ότι με ισοπέδωσε. Λέω: «‘Ντάξει, μαλάκα, φαίνομαι ότι πιο χαζό κυκλοφορεί, θα νομίζει ότι είμαι τελείως χαζή».
Είμαστε στην πολύ αρχή του ραντεβού, σχεδόν μισή ώρα είμαστε εκεί κι όσο είμαστε, μου λέει: «Να σου βάλω να ακούσεις ένα τραγούδι;» Του λέω: «Φυσικά». Κι όπως είμαστε κι ακούμε το τραγούδι το οποίο ήταν το «Κυριακή Ξημερώματα» του MAZOHA, είχαμε έρθει έτσι πιο κοντά, με φιλάει. Κι εγώ, εντάξει, εκεί έλιωσα, πέθανα, δεν άντεχα, ήμουν σε φάση «Χριστέ μου!» Δηλαδή, παίζει να ούρλιαζα από μέσα μου! Εκεί, κατευθείαν, μου έφυγε και το άγχος, γιατί λέω: «Ουφ! Ωραία, έγινε κι αυτό», οπότε λέω: «Εντάξει, του αρέσω».
Και σε κάποια φάση είχα παραγγείλει ένα τζιν με στυμμένο λεμόνι κι είχε παραγγείλει κι εκείνος το ίδιο, δεν είχε πιει καθόλου απ’ το ποτό του και του λέω: «Δεν πίνεις;» Και μου λέει: «Ε, όχι, δεν πίνω τόσο πολύ, έτσι το πήρα, για να σου κάνω παρέα» κλπ. Και του λέω: «Είναι κρίμα αφού το πήρες να πάει χαμένο», ξέρω ΄γω. «Θα το πάω μέσα να το πάρεις μαζί σου». Και του λέω: «‘Ντάξει, απλώς να τους πεις, σε χάρτινο, όχι πλαστικό, κάνει κακό στο περιβάλλον». Κι όντως, μου έφερε το ποτό του σε ένα χάρτινο ποτηράκι και το πήρα μαζί μου.
Περπατούσαμε μετά στη Φωκίωνος, έτσι γελάγαμε, μιλάγαμε… Του έλεγα ότι ο άντρας της ζωής μου θα ήθελα να μου κάνει πρόταση γάμου με το «Αυτή που περνάει» του Δεληβοριά, με κορόιδευε: “Basic!” και φτάνουμε τέλος πάντων στην Πατησίων, στη στάση μπροστά από το Au revoir και μ’ αφήνει στη στάση, πάλι με φιλάει πάρα πολύ όμορφα, πολύ έντονο όλο αυτό.
Κι ήταν σχετικά νωρίς, δηλαδή είχαμε βρεθεί 7μισι ώρα κι ήταν σχεδόν 9. Είναι πάρα πολύ νωρίς, δε γίνεται να μη σκέφτομαι αυτό όλη την ώρα. Παίρνω κατευθείαν την κολλητή μου τηλέφωνο, αυτή που ήταν μαζί τότε που είχαμε γνωριστεί και της λέω: «Δεν ξέρω τι να κάνω, πρέπει να σε δω, πρέπει με κάποιον να τα συζητήσω, δε γίνεται, νιώθω πάρα πολλά πράγματα». Και μου λέει: «Έλα από το σπίτι μου, είμαι με την αδερφή μου, έλα να τα πούμε». Πάω στο σπίτι της κι απλώς συζητούσαμε όλα αυτά και κάναμε fangirling και λέγαμε πόσο τέλεια είναι όλα, «α, τον έρωτα» κτλ. Εγώ ακόμα με το ποτήρι το χάρτινο, το κρατούσα μαζί μου σαν φυλαχτό, το κρατούσα στο σπίτι μου, το άφησα εκεί.
Ξυπνάω την επόμενη μέρα, έχω πάρα πολύ άγχος, λέω: «Τώρα τι θα γίνει, ποιος θα στείλει μήνυμα;» Τόσο άγχος απ’ το πόσο μου άρεσε αυτό το παιδί, ο Βάσος, σε σημείο που ένιωθα ότι τα είχα κάνει όλα σκατά, ενώ είχαν πάει σχετικά καλά τα πράγματα. Δεν ήξερα τι να κάνω, είχε περάσει μια μέρα και δε μου είχε στείλει μήνυμα. Είχε πάει δεύτερη μέρα, πάλι δε μου είχε στείλει μήνυμα, είχα τρελαθεί.
Βγαίνω με την άλλη κολλητή μου λοιπόν, πάμε στο Κουκάκι, στο «Ποτάμι», καθόμαστε. Όλη την ώρα συζητούσαμε γι’ αυτό, φυσικά, και της λέω: «Λοιπόν, άκου, θα βγάλουμε ένα τετραδιάκι και θα γράψουμε τι πήγε άσχημα και τι πήγε καλά σε αυτό το ραντεβού και θα δούμε ανάλογα, που γέρνει η ζυγαριά, στο καλό ή στο κακό;» Είχαμε κάτσει δύο ώρες κι απλώς κάναμε αυτό το πράγμα. Τα περισσότερα είναι καλά, ΟΚ, γιατί να μην πάει καλά αυτό;
Δε μου στέλνει και την επόμενη μέρα κι ανεβάζει και κάτι στο Instagram. Οπότε εγώ εκεί τα παίρνω. Δεν έκανα “like”, γιατί είχα επίπεδο. Ήμουνα σε φάση που δεν άντεχα άλλο. Πρέπει να μάθω, δεν ξέρω, να στείλω εγώ μήνυμα. Δεν ήθελα να στείλω όμως, γιατί έχω αυτά τα κατάλοιπα του πώς πάνε τα πράγματα, ας πούμε, σε μια γνωριμία με άντρες και γυναίκες στο μυαλό μου. Και θυμάμαι ότι πάω το βράδυ στο Άστορ να δούμε την ταινία του The Boy, τη Winona.
Ήταν κι η περίοδος που ήταν ακριβώς πριν τον κόβιντ, οπότε βλέπαμε τι γίνεται στον κόσμο. Είχαμε δει ότι πολλά πράγματα άρχιζαν να κλείνουνε κλπ. Κι υπήρχε ένα περίεργο συναίσθημα στην ατμόσφαιρα. Και θυμάμαι ότι και τότε είχε βγει η ταινία του Οικονομίδη «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» κι αυτή η φίλη μου είχε πάει να τη δει και μου είχε πει ότι: «Γινότανε χαμός, αλλά μάλλον δε θα ξαναγίνει την επόμενη βδομάδα, γιατί λένε ότι θα κλείσουνε». Κι είχαμε πάει να δούμε, λοιπόν, τη Winona που γινότανε χαμός, ήταν κατάμεστο το σινεμά, γινόταν χαμός, είχε πάρα πού κόσμο.
Εγώ είχα το άγχος, κοιτούσα συνέχεια το κινητό μου, είχα ανεβάσει κι ένα στόρυ ότι είμαι στο Άστορ, μπας και φιλοτιμηθεί να απαντήσει σε αυτό κάτι ρε παιδί μου, δηλαδή, τι θα κάνουμε; Δεν είχε απαντήσει σε αυτό, ενώ το είχε δει. Εγώ εκεί είχα τον νου μου. Και βγαίνουμε στο τέλος της ταινίας και πιάνω μια από τις άλλες φίλες μου, την Ίριδα, της λέω κι εκείνης την ιστορία, η οποία είναι πάρα πολύ καλή με τα ζώδια και μου λέει: «Τι ζώδιο είναι;» Και της λέω: «Ζυγός». Και μου λέει: «Α, καλά, εντάξει, είναι πάρα πολύ εγωιστές, δεν παίζει να σου στείλει, πρέπει να στείλεις εσύ» κλπ.
Εγώ το είχα ζήσει στο μυαλό μου εν τω μεταξύ τότε, λες και ξεκίνησα μια σχέση, την έζησα και την τελείωσα κιόλας, μέσα σε τρεις μέρες. Οπότε μετά είμαστε στο αμάξι για να γυρίσουμε στο σπίτι μας και της λέω: «Λοιπόν, θα ανοίξουμε τα παράθυρα στην Πατησίων και θέλω να βάλεις να παίζει το “Όχι πια Έρωτες” των Κόρε Ύδρο, γιατί βιώνω μεγάλη ερωτική απογοήτευση». Μόνη μου, όλο. Οπότε το βάζει κι ενώ το ‘χω ζήσει, όλη την κατάθλιψή της ζωής μου, γιατί υπάρχει και το 3-day-rule, έτσι; Άμα δε σου στείλει ο άλλος στις τρεις μέρες παιδιά, είναι πρόβλημα.
Φτάνω στο σπίτι μου εν τέλει και πάω στην τουαλέτα για να ξεβαφτώ και με το που φτάνω στην τουαλέτα για να ξεβαφτώ κι ανοίγω το κινητό μου, βλέπω ότι μου έχει στείλει μήνυμα που μου λέει: «Σε σκέφτομαι». Κι εντάξει, εκεί τα παθαίνω όλα. Λέω: «Δεν άξιζε η κατάθλιψη που βίωσα μόλις, πριν 5 λεπτά, μόνη μου». Παθαίνω τρέλα, το στέλνω στις φίλες μου, λέω: «Παιδιά έστειλε!» Χαμός, τρελαινόμαστε όλες, πάρτι κλπ.
Αρχίζει εκεί κι αναζωπυρώνεται η επαφή μας, μιλάμε, λέμε ότι: «Θα ‘θελα πολύ να σε ξαναδώ» κλπ. Θυμάμαι ότι πήγα επιτέλους στο σπίτι του. Του είχα φέρει ένα κρασί από τον τόπο του, γιατί είναι από ένα νησί, είχαμε μιλήσει πολύ όμορφα, κάναμε πολλές πλάκες, λέγαμε για ζώδια... Θυμάμαι ότι έψαχνα στο κινητό πόσο ταιριάζει ο ταύρος με τον ζυγό κι έβλεπα ότι είναι «καρμικά δεμένα ζώδια». Οπότε του λέω: «Κατάλαβες, είμαστε καρμικά ενωμένοι». Ένιωθα σαν αυτόν τον άνθρωπο όντως να τον ξέρω από πάντα. Είχαμε στην επικοινωνία μας κάτι πολύ ξεχωριστό και κάναμε πάρα πολύ καλή παρέα. Και πέρα από το ερωτικό κομμάτι, ας πούμε. Ήταν πάρα πολύ ωραίο αυτό.
Είχαμε βρεθεί λοιπόν δυο-τρεις φορές, περνούσε ο μήνας και δε βρισκόμασταν τόσο συχνά, ξέρω ‘γω μια φορά την εβδομάδα να βρισκόμασταν. Είχε φτάσει λίγος καιρός πριν κλείσουν τα πάντα και θυμάμαι ότι είχαν ανακοινώσει, το είχανε πει από λίγο πιο πριν ότι θα κάνουμε καραντίνα. Θα κλείναμε για τουλάχιστον κάποιο καιρό. Μου είχε πει ότι επειδή αυτός είναι από ένα νησί, θα πάει στο νησί του για την καραντίνα. Δεν ξέραμε τότε αν θα μπορείς να μετακινείσαι από τον έναν τόπο στον άλλον.
Δύο-τρεις μέρες πριν την καραντίνα κι είμαι με την κολλητή μου, είχαμε βγει μια βόλτα και της λέω: «Θέλω να κατέβουμε κέντρο να πάμε στην “Πολιτεία” να του πάρω αυτό το βιβλίο να του το δώσω την τελευταία φορά που θα τον δω». Παίρνουμε το βιβλίο. Θυμάμαι τότε ότι ήταν η Αθήνα άδεια, ήταν η περίοδος που είχαν μείνει ανοιχτά μόνο τα βιβλιοπωλεία.
Κανονίζουμε να βρεθούμε μετά από κάποιες μέρες για να αποχαιρετιστούμε κιόλας κάπως, με κάποιο τρόπο. Κι είμαστε στο σπίτι του, του λέω: «Σου έχω πάρει ένα δώρο, πιστεύω ότι θα σου αρέσει», του λέω, «άνοιξε το όταν φύγω όμως». Έχω γράψει και μια αφιέρωση μπροστά τύπου σούπερ ρομαντικό για τα δικά μου δεδομένα. Είμαστε στο σαλόνι, ξέρω ’γω, είναι βράδυ, ήταν όλα τα φώτα κλειστά, μόνο από απέναντι υπήρχαν φώτα, ας πούμε, και θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή μού βάζει ένα τραγούδι στο κινητό του που είναι από μια ταινία του Κασσαβέτη, “I am almost in love with you”, έτσι λεγόταν. Κι ήταν κάπως έτσι ο τρόπος του, ας πούμε, να μου πει αυτό το πράγμα που δεν το είχαμε πει. Γιατί φαντάζομαι ότι κι εκείνος ντρεπόταν, όπως εγώ, αλλά υπονοούνταν. Οπότε χορεύαμε στο σαλόνι, ήταν πάρα πολύ ρομαντικό, πάρα πολύ όμορφο.
Φεύγοντας, μου λέει: «Σου έχω κι εγώ ένα δώρο, δεν είναι κάτι καινούριο είναι ένα δικό μου βιβλίο, απλώς θέλω να στο δώσω, κι σου ’χω τσακίσει και μια σελίδα μέσα». Οπότε το παίρνω, είχα πάρα πολλή ένταση τότε, δεν μπορούσα, ξέρω ΄γω, να πάρω ταξί ή οτιδήποτε, λέω: «Θα γυρίσω με τα πόδια». Μες στο βράδυ και περπατούσα μόνη μου στη Βεΐκου. Δε συζητάμε ποτέ το αν θα μιλάμε, τι θα γίνει, πώς θα προχωρήσει η φάση μεταξύ μας. Και φτάνω στο σπίτι μου, ανοίγω το βιβλίο, διαβάζω κάποια ποιήματα και φτάνω στην τσακισμένη σελίδα και διαβάζω το ποίημα. Ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο ποίημα που έλεγε κάτι για την άνοιξη. Δε σκέφτομαι κάτι παραπάνω, το αφήνω στην άκρη. Και το ξανανοίγω και βλέπω ότι πάνω στο ποίημα αυτό έχει κάνει κουκιδίτσες σε κάποια γράμματα. Κι εν τέλει τα φτιάχνω με τον σωστό τρόπο, τα βάζω στη σωστή σειρά, μου είχε γράψει μπερδεμένα: «Περίμενέ με». ΟΚ, άρα θα έχει συνέχεια αυτή η ιστορία, δεν τελειώνει εδώ.
Αυτή η πρώτη-πρώτη καραντίνα είχε κρατήσει κοντά στον έναν μήνα, έναν μήνα και κάτι. Ξεκινήσαμε μέσα Μαρτίου και τελείωσε 5 Μαΐου, το θυμάμαι. Ήταν πάρα πολύ περιορισμένες οι μετακινήσεις μας τότε. Κι αυτόν τον ενάμιση μήνα, το μόνο πράγμα που έκανα ήταν: βρισκόμουν με όλους μου τους φίλους, επειδή είχαμε την τύχη να μένουμε και κοντά. Παίρναμε τα δύο σκυλιά της παρέας που είχαμε τότε, τον Όλιβερ και τον Έκτορα, πηγαίναμε στο παρκάκι κοντά στο σπίτι μου και καθόμασταν εκεί κι απλώς μιλούσαμε, παίρναμε κοκτέιλ από ένα μαγαζί κι αυτή ήταν η έξοδός μας. Κι όποτε βλέπαμε μπάτσους, τρέχαμε, ξέρω ΄γω, γυρνούσαμε στα σπίτια μας όλοι. Και το βράδυ γυρνούσα στο σπίτι μου, με έπαιρνε τηλέφωνο ο Βάσος. Μιλούσαμε κάθε βράδυ στο τηλέφωνο τρεις ώρες, τέσσερις... Όλο, όλο, όλο το βράδυ. Λέγαμε τα πάντα, από τα πιο χαζά πράγματα μέχρι τα πιο συναισθηματικά. Γνωριζόμασταν με αυτόν τον τρόπο, ας πούμε. Αυτή ήταν η καθημερινότητά μου μες την καραντίνα.
Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν: «Πότε θα τελειώσει αυτό το πράγμα;» γιατί δε μας έλεγαν, δε μας έλεγε κανείς πότε θα τελειώσει. Λέγανε άλλη μια βδομάδα κι άλλη μια βδομάδα κι άλλη μια βδομάδα και το συζητούσαμε και μεταξύ μας και λέγαμε: «Πότε θα τελειώσει, ρε παιδί μου, αυτή η ιστορία;» Απαγορευόταν να μετακινηθείς, δεν υπήρχε τρόπος. Ο μόνος τρόπος ήταν μόνο αν δούλευες και το απαιτούσε η δουλειά σου αυτό το πράγμα ή αν συνέτρεχε κάποιος πάρα πολύ σοβαρός λόγος. Κι υπήρχε πάρα πολλή αστυνόμευση, πρόστιμα πάρα πολύ μεγάλα.
Κάπως πέρασε ο καιρός. Σε κάποια φάση, μου λέει ο Βάσος στο τηλέφωνο: «Έχω γράψει μια ταινία, ένα αγόρι που μιλάει σε ένα κορίτσι μες στην καραντίνα». Δε μου είχε πει κάτι άλλο. Περνάνε οι μέρες και μου λέει: «Την έχω τελειώσει, θέλεις να στη στείλω να τη δεις;» Τη βλέπω, καταλαβαίνω ότι είναι πολλά πράγματα από τη δική μας ιστορία: το πρώτο μας ραντεβού, το χάρτινο ποτηράκι, το ότι είχαμε πει στα τηλέφωνα --επειδή όπως είχα πει είχαμε γνωριστεί στην Ίριδα-- το ότι αν κάνουμε ποτέ παιδί θα το πούμε «Ίριδα» ή αν κάνουμε κι άλλο παιδί θα το πούμε «Καραντίνα», γιατί γνωριστήκαμε μες την καραντίνα και να το φωνάζουμε «Ντίνα». Οπότε ήταν πάρα πολλά πράγματα από τη δική μας ιστορία. Είχα βάλει τα κλάματα, εννοείται. Ήθελα όλο και περισσότερο να τον δω.
Περνάνε οι μέρες. Είχαν ανακοινώσει ότι θα ανοίξουν τα εγχώρια σύνορα μεταξύ των Νομών στις 5 Μαΐου. Λέω: «Ωραία, τέλεια, 5 Μαΐου», ανυπομονούσα τόσο πολύ. Δεν είχαμε μιλήσει όλη την ημέρα και δεν άντεχα, οπότε είχε φτάσει βράδυ. Τον παίρνω τηλέφωνο και μου λέει «Έχω να σου πω κάτι». Και του λέω: «Τι;» «Δεν αντέχω να γυρίσω 5 Μαΐου κι αποφάσισα να έρθω αύριο στην Αθήνα». Όπως είπα είχε φουλ αστυνόμευση και θα πέρναγε από πολύ κεντρικούς δρόμους για να έρθει από την Εθνική κλπ. Και του λέω: «Μπορεί να σε σταματήσουν, ξέρω ‘γω, να πληρώσεις και πρόστιμο χωρίς λόγο, να σε γυρίσουν πίσω». Και μου λέει: «Όχι, δεν αντέχω άλλο, θέλω να έρθω, ξέρω ’γω, δε θέλω άλλο να περιμένω. Και θα βγάλω ένα χαρτί ότι και καλά είναι για τη δουλειά μου κι εντάξει, αν δε μας πιστέψουν, δε μας πίστεψαν, αλλά εγώ θα το κάνω». Θυμάμαι ότι ήταν η μέρα του beauté, ας πούμε, είχα πάει στην κολλητή μου να φτιάξω νύχια, να γίνω όμορφη και τέτοια, ξέρω ‘γω, όλα αυτά τα πράγματα που κάνουμε τα κορίτσια όταν είμαστε ερωτευμένα. Είχα φορέσει ένα κοντό μαύρο φόρεμα που είναι το αγαπημένο μου κι είχα πάρει ένα σακίδιο, το ‘χα γεμίσει με πράγματα μέσα, ένα μωβ σακίδιο.
Ξεκινάω. Θυμάμαι ότι για κάποιο λόγο μού είχε βγει η ανάγκη --πρώτη φορά το κάνω αυτό-- κι ήθελα να του πάρω λουλούδια, οπότε είχα σταματήσει σε ένα ανθοπωλείο και του είχα πάρει μπουκέτο τεράστιο με άσπρα λουλούδια, χρυσάνθεμα. Υπήρχε κι αστυνομία στους δρόμους, δεν κυκλοφορούσε κανείς, κι εγώ ήμουνα μια κοπέλα με ένα μαύρο φόρεμα, ένα τεράστιο σακίδιο, μάτσο με λουλούδια πίσω και προχωρούσα μόνη μου. Και πήγαινα, θυμάμαι, απ’ όλα τα στενά για να μην πετύχω κανέναν μπάτσο στον δρόμο και μου πει: «Πού πας», και μου πει να γυρίσω σπίτι μου.
Φτάνω εν τέλει στο σπίτι του, συναντιόμαστε. Εντάξει, δίνουμε το πιο τεράστιο φιλί, ξέρω ’γω… Ήταν όλα τα συναισθήματα, όλα αυτά που νιώθαμε, όλα αυτά που θέλαμε να πούμε ο ένας στον άλλον, έγιναν εκεί. Θυμάμαι παίζαμε «όνομα-ζώο-πράγμα», φάγαμε μαζί πρωινό.
Στο μεταξύ, είχε βγει κι η ταινία αυτή για την οποία μίλησα, είχε συγκινήσει αρκετό κόσμο. Είδαν όλοι τους εαυτούς τους μέσα σ’ αυτό κι είμαι σίγουρη ότι πάρα πολλοί ερωτεύτηκαν μες στην καραντίνα. Πάρα πολλοί απομακρύνθηκαν μες στην καραντίνα, πάρα πολλοί ήρθαν πιο κοντά μες στην καραντίνα, τα πάντα. Κι ήταν μια τόσο ιδιαίτερη περίοδος, που αυτή η ταινία είχε εκφράσει πάρα πολύ όλους μας. Και σκεφτόμουνα: «Οι άνθρωποι που θα το δουν άραγε, θα φανταστούν ότι αυτό είναι μια πραγματική ιστορία, όντως ότι δύο άνθρωποι έχουν ζήσει αυτή την ιστορία;» Γιατί είμαστε αυτοί οι άνθρωποι.
Κι έκτοτε, λοιπόν, είμαστε ακόμα μαζί, είμαστε ακόμα ερωτευμένοι. Πλέον έχουμε κι έναν σκύλο. Όπως και να έχουν τα πράγματα, πάντα θα σκέφτομαι ότι σε μια πάρα πολύ ιστορική περίοδο για τη ζωή μας και στο πιο τραυματικό γεγονός που έχει ζήσει η δική μας γενιά, που δεν έχει ζήσει πολέμους, κατοχές, φτώχιες, πείνες, σε μια περίοδο βασικά που δεν μπορούσαμε καν οριακά να αγκαλιάσουμε τους γονείς μας, ας πούμε, ή να φιλήσουμε τους φίλους μας, το ότι γεννήθηκε τόση αγάπη και τόση επαφή, για μένα αυτό το τόσο ιστορικό γεγονός, η καραντίνα, θα είναι πάντα συνδεδεμένη με τον έρωτα.