Στο προηγούμενο επεισόδιο:
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗΣ (Αφηγητής): Βέροια 1940.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Φανούλα, έτσι; Όχι, Φανή και. Μπορώ να σου πω ότι ακόμη εγώ νομίζω ότι ακούω τα βήματα των Γερμανών στο καλντερίμι που είχαμε. Γκραπ, γκραπ, γκραπ, σαν να τ΄ακούω ακόμη.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Οι βροχές συνεχίζουν μέχρι τον Οκτώβριο κάνοντας αδύνατη την εκ νέου σπορά των χωραφιών.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Πεινάσαμε στην οικογένεια, υποφέραμε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η αντίσταση κορυφώνεται.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τα 2 αδέρφια μου που δουλεύανε επάνω στο εργοστάσιο, τα είχαν μπλέξει λίγο με το αντάρτικο. Είχαν ρίξει προκηρύξεις οι Εγγλέζοι, ανέβηκα στους στρατώνες και πήγα και τις έριξα εκεί, να διαβαστούν απ’ τους Γερμανούς.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Παράλληλα αυξάνονται και τα εμφύλια επεισόδια.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τέτοιο παιδί ήμουν, βρισκόμουν παντού.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Την περίοδο της κατοχής οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι μάχονται για δύο πράγματα: τη διασφάλιση των κατεχόμενων εδαφών και τη διατήρηση της επιβολής τους. Στον αντίποδα, οι αντιστασιακές οργανώσεις, είτε αυτόνομα είτε σε σύμπραξη μεταξύ τους, μάχονται ενάντια στον κατακτητή για την ελευθερία του τόπου. Όμως λόγω διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων μάχονται και η μία ενάντια στην άλλη, κάθε μία για την Ελλάδα και την εθνική ανεξαρτησία που οραματίζεται, με στόχο την δική της πολιτική επικράτηση. Αυτά σε πρώτο επίπεδο, αυτό του αγώνα και των υψηλών ιδανικών.
Το δεύτερο επίπεδο που αφορά και κατακτητές και Έλληνες, δεν έχει ηρωισμούς. Σ’ αυτό υπάρχουν άνθρωποι με προσωπικό όφελος και δίψα για εξουσία, υπάρχουν καιροσκόποι εγκληματίες που δράττονται της ευκαιρίας και ακμάζουν αλλά και νομοταγείς πολίτες που καιροσκοπώντας κάνουν τα πρώτα τους εγκλήματα, προϋπάρχουσες έχθρες που εκτονώνονται, ζήλια από τον μη έχοντα προς τον έχοντα, θυμός μικρόψυχος από αυτόν που πιστεύει ότι αδικήθηκε προς αυτόν που πιστεύει τον αδίκησε, και τέλος, υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη σκηνή. Η πιο ανθρώπινη στιγμή. Που το κεφάλι γέρνει προς τα πίσω, τα μάτια κοιτάν τον ουρανό και κάποιος που θρηνεί πάνω από έναν τάφο υπόσχεται να πάρει εκδίκηση.
Ενώ γίνονται όλα αυτά ο άμαχος πληθυσμός προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο και τα παιδιά δίνουν τη δική τους μάχη, απέναντι στο φόβο. Η Φανούλα είδε την πόλη της να καταλαμβάνεται, τις Εβραίες γειτόνισσές της να οδηγούνται στα τρένα και τον αδερφό της στη φυλακή. Πόσο διαφέρει όμως το βίωμα ενός παιδιού που μεγαλώνει εκτός πόλης; Είμαι ο Χρήστος Γεωργουδάκης και ακούτε άλλο ένα επεισόδιο της σειρά του Ιστόρημα «Η Κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της».
ΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΕΙΡΑΣ (Διάφορες φωνές):
Πεινάσαμε μπορώ να πω στην οικογένεια. Ό,τι τους άρεσε τους Γερμανούς το ‘παιρναν. Δεν έχω παίξει στη ζωή μου. Εγώ από μικρή δουλεύω. Πολύ παίζαμε, ξυπόλητες, παπούτσια δεν είχαμε. Το πρώτο γράμμα που έμαθα, ήταν το γράμμα Κ. Ερχόταν επίσκεψη στο χωριό κι εγώ τους τραγουδούσα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Μια κίσσα φωλιάζει σε ένα ψηλό δέντρο δίπλα στο ποτάμι που κυλάει πίσω απ’ την Εβραϊκή Συναγωγή. Η πλακόστρωτη πλατεία της Χάβρας περιβάλλεται από πολύχρωμες προσόψεις μακεδονικών σπιτιών. Άξαφνα, αποφασίζει να κατευθυνθεί νότια. Σιγά σιγά αφήνει πίσω της τη Βέροια φτάνοντας εκεί που ο Αλιάκμονας χωρίζει το Βέρμιο από τα Πιέρια Όρη. Το ένστικτό της την οδηγεί προς τα Πιέρια και χάνεται ανάμεσα στα δέντρα του δάσους των Ριζωμάτων. Ο αέρας μυρίζει βρεγμένο χώμα και ρετσίνι. Είναι φθινόπωρο, γύρω της οξιές, καστανιές και πεύκα. Το δάσος έχει όλες της αποχρώσεις του κόκκινου. Αρχίζει να διψάει αλλά ξέρει που θα βρει νερό. Στρίβει, βγαίνει απ’ το δάσος και προσγειώνεται στην άκρη του καναλιού ενός λίθινου νερόμυλου, στο γειτονικό χωριό όπου μεγαλώνει ο Βασίλης.
BΑΣΙΛΗΣ: Γεννήθηκα λίγο πριν το 1940, πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1937, σ΄ ένα χωριό του Νομού Ημαθίας, σκαρφαλωμένο στα Πιέρια, στη δυτική τους πλευρά, λέγεται Δάσκιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το Δάσκιο είναι το πιο απόμακρο χωριό του σημερινού νομού Ημαθίας χτισμένο σε υψόμετρο 630 μέτρων. Το όνομά του χωριού του Βασίλη συσχετιζόταν ανέκαθεν με την τοποθεσία του, είτε ως Δάσκιο ονομασία που παραπέμπει στη λέξη δάσος, είτε με το παλιό του όνομα, Τριάτσικο, που θα πει «χωριό χτισμένο σε τρεις λόφους».
ΒΑΣΙΛΗΣ: Tα πρώτα χρόνια, την εποχή εκείνη, μπορούμε να τα ονομάσουμε «πέτρινα» χρόνια, γιατί ήτανε δύσκολα για τη ζωή των ανθρώπων του χωριού. 44 χιλιόμετρα μακριά από τη Βέροια, χωρίς δρόμο και χωρίς δυνατότητα να επικοινωνήσουν και να επισκεφτούν το κέντρο. Ωστόσο, όμως, ήταν μια ζωή ανέμελη, γιατί σαν παιδί μπορούσα να παίζω, να χαίρομαι και να απολαμβάνω τη φύση και τις χάρες του χωριού.
Πριν λίγα χρόνια αρκετοί κάτοικοι απ΄ το χωριό μου, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, είχαν πάρει κτήματα στην έκταση της αποξηρανθείσας λίμνης των Γιαννιτσών. Ο πατέρας μου συχνά έλειπε μαζί με τον μεγάλο αδερφό μου και εμείς μέναμε με τη γιαγιά.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το οριστικό τέλος του Βάλτου ήρθε το 1936. Την απόφαση αυτή πήρε το Ελληνικό Κράτος 9 χρόνια νωρίτερα λόγω του αποδεκατισμού του πληθυσμού από ελονοσία και της επιτακτικής ανάγκης για αποκατάσταση των προσφύγων. Η αποξήρανση του Βάλτου άφησε πίσω κάτι λιγότερο από 300.000 στρέμματα που κληρώθηκαν σε ακτήμονες οικογένειες κυρίως Μικρασιατών και Θράκων προσφύγων. Στην πρώτη μοιρασιά, επωφελούνται 6.854 αγροτικές, προσφυγικές οικογένειες - φέρνοντας έτσι μεγάλη ανάπτυξη στις γύρω περιοχές. Στο Δάσκιο εκτός από την οικογένεια του Βασίλη, τυχερή στέκεται και η οικογένεια του Γιώργη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Γεώργιος και το επίθετο Στεφανόπουλος, του Νέστορα και της Ευαγγελίας. Εδώ, στον Βάλτο είχαμε κλήρο και το είχαμε μισακό με έναν από τον Σχοινά. Μανθάκης λέγονταν. Το ’39 αυτό το χωράφι που ’χαμε έβγαλε δώδεκα χιλιάδες οκάδες στάρι. Οκάδες. Παρέδωσε στην τράπεζα, πήγαμε στο χωριό... Είχε πάρα πολύ ψωμί η τράπεζα. Από κάτω ’σαπάν, τα σπίτια αυτά γιομάτα όγκο στάρι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τι να το κάνεις όμως. Τους μήνες αφού τελειώσει ο Ελληνοιταλικός πόλεμος και εισέλθουν στη χώρα οι Γερμανοί, τα αποθέματα αυτά, θα έχουν σωθεί. Και όπως έχουμε ήδη αναφέρει, την κατάσταση δε θα βοηθήσει ούτε ο καιρός, με αποτέλεσμα η σοδιά στο Βάλτο το ‘ 41 να μην είναι καλή.
BΑΣΙΛΗΣ: Τα σύννεφα δεν άργησαν να 'ρθουν και ο πόλεμος χτύπησε και το χωριό το δικό μου. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να φύγει για να πολεμήσει, εγκαταλείποντας την οικογένειά του, που αποτελούνταν από τρία παιδιά, τη μητέρα του και τη σύζυγό του, να πολεμήσει και να τραυματιστεί στον πόλεμο αυτόν και να γυρίσει μετά από ένα χρόνο περίπου στο σπίτι του κουβαλώντας ένα σοβαρό τραύμα στο χέρι του. Μ΄ ένα βλήμα αεροπλάνου τραυματίστηκε και τον είδαν κάποια στιγμή να είναι αιμόφυρτος, τον πήραν και τον πήγαν σ΄ ένα αναρρωτήριο, τον φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο, να πάει στα Γιάννενα και εκεί όταν τον είδαν οι γιατροί είπαν δε κάνει για εδώ να φύγει για την Αθήνα . Και ύστερα από ένα χρόνο περίπου, την άλλη χρονιά, το '41, το καλοκαίρι αν θυμάμαι καλά, έφτασε στο χωριό.
Διηγούνταν διάφορες ιστορίες όπως όλοι οι στρατιώτες, θυμούμαι που έλεγε ότι όταν μπήκαν στο Αργυρόκαστρο, το Αργυρόκαστρο πλημμύρισε από ασπρογάλανο χρώμα! Δηλαδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ο ελληνικός πληθυσμός που ήταν εκεί και που παραμένει μέχρι και σήμερα πολύς, μόλις είδαν να έρχεται ο ελληνικός στρατός έβγαλαν τις σημαίες και τις κρέμασαν στα μπαλκόνια τους, γιατί θεωρούσαν ότι ελευθερώθηκαν πια. Περίμεναν τον στρατό να 'ρθει. Αυτό ήταν για μένα τότε που το άκουγα, ήταν εντυπωσιακό! Ήταν όμως ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να… Το δεξί του χέρι δεν μπορούσε να δουλέψει. Άρα, λοιπόν, δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένεια. Μόνο που του έδινε την περηφάνια ότι «Εγώ πολέμησα!».
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τους πρώτους μήνες της κατοχής η μάχη μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων θα γίνεται για το ψωμί και για πολεμικό εξοπλισμό. Οι μεν θα αρπάζουν, οι δε θα κρύβουν. Δεν είναι η εξάλειψη ανταρτοομάδων που αρχικά θα στρέψει την προσοχή των Γερμανών στα χωριά, οι σημαντικότερες αντιστασιακές οργανώσεις δεν έχουν καν ιδρυθεί ακόμα. Είναι η πρόληψη. Και μια ακόμα σκέψη, πολύ απλή. Από τη Βέροια, την Νάουσα, την Έδεσσα, τα Γιαννιτσά πήραμε τα πάντα, που αλλού θα βρούμε πόρους;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Θυμούμαι την πρώτη φορά που τους είδα τους Γερμανούς – τους είδα, τους βλέπω τους Γερμανούς - ήτανε να ανέρχονται από τη μεριά της Κοζάνης, από το Bελβενδό, από κείνη τη μεριά ερχότανε. Και βέβαια έρχονταν με τα πόδια. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, δε μπορούσε , δεν. Τα μέσα που κυκλοφορούσαν ήταν τα πόδια και τα ζώα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δεν κυκλοφορούσε τροχός στο χωριό.
Τους θυμούμαι στην πλαγιά του λόφου να περπατούν και να ακούγεται το περπάτημά *τους. Αλύγιστο όμως το περπάτημά τους!
Ήταν φοβερή εικόνα. Την έχω αυτή την εικόνα ακόμα. Πώς αυτοί οι άνθρωποι ήταν τόσο πολύ ασκημένοι, γυμνασμένοι… Ένα φόβο, θυμούμαι, ένα σοκ, ένα φόβο θυμούμαι που προκάλεσαν και στη δική μου παιδική ψυχή την πρώτη φορά που είδα αυτό τον στρατό να έρχεται. Επίσης, θυμούμαι, αυτούς, ξανθούς ξανθούς, τους θυμούμαι τους Γερμανούς.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Οι Γερμανοί όταν ήρθαν και ήρθαν πρώτη φορά στο χωριό μας έκαναν πράγματα άσχημα, βρισκόμουν στα δέκα χρόνια.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Συγκέντρωσαν στο σχολείο τους κατοίκους του χωριού.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Έβγαλαν λόγο ο αξιωματικός και είπε: «Φίλοι είστε ή εχτροί;». Φώναξαν μεγαλοφώνως οι χωριανοί μας όλοι. Αυτά τα μετάφραζε διερμηνέας , τα ’λεγε στα Γερμανικά ο αξιωματικός και πίσω ήταν ο διερμηνέας που μετέφραζε όλα ό,τι ’λεγε ο Γερμανός.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Εμάς τα παιδιά κυκλοφορούσαμε εκεί μέσα, δε μας εμπόδιζαν ας πούμε να κυκλοφορούμε.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Απάντησε ο αξιωματικός είπε: «Μάθαμε ότι έχετε πολεμικόν οπλισμόν. Όπλα, χειροβομβίδες, οπλοβομβίδες κι άλλες εκρηκτικές ύλες. Θα τα παραδώσετε, να τα φέρετε να τα παραδώσετε εδώ, γιατί θα κάνουν έρευνα αυτά τα παλικάρια εδώ γύρω που είναι και όποιον βρούμε να έχει τέτοια ύλη, τέτοιο πράμα, δικάζεται με την ποινή του θανάτου».
Ένας, είχε όπλο και πάει, αντί να το φέρει κατά τους Γερμανούς, το έκρυβε. Αλλά είχαν αυτοί παρατηρητήρια, καραούλια τα λέμε Ελληνικά, και έβλεπαν τα πάντα μες στο χωριό, με τους μηχανισμούς, με τα κιάλια. Τον καθένα που περπατούσε. Και τον έβλεπε ο Γερμανός και έριξε από κει με το πολυβόλο και τον σκότωσε. Αδίκαστος. Δεν είχε κάνα δικαστήριο.
Μόνο όπλα είπαν, αλλά είχαμε αμπέλι κι εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι, βρήκα τους Γερμανούς εκεί, μάζευαν τα σταφύλια. Στο σακίδιο τα ’βαναν. Πήγα είπα τον πατέρα μου ότι οι Γερμανοί μάς μαζώνουν τα σταφύλια και είπε τον αξιωματικό, και του είχαν φτιάξει χαρτί. Πήγαμε πίσω με τον πατέρα μου και τ’ς έλεγε να τα πληρώνουν. Δεχόταν να πληρώσουν αλλά έβαναν λιγότερη εξαγορ… εξαγορά. Ο πατέρας μου έβανε, παραδείγματος, δυο δραχμές, αυτοί έβαναν μία.
Από κει αφού τα μάζεψαν αυτά τα πράματα και έκαναν αυτήν την έρευνα όλη στο χωριό, έκαψαν και τέσσερα σπίτια. Έκαψαν και τέσσερα σπίτια. Χωρίς να δώσουν απολογία, κανέναν λογαριασμό, να πουν: «Τα καίμε τα σπίτια για τον άλφα ή τη βήτα λόγο». Και μετά έφυγαν. Δεν έκατσαν πολύ.
BΑΣΙΛΗΣ: Το χωριό ευτυχώς δεν γερμανοκρατήθηκε. Γιατί οι Γερμανοί ήταν στην Ελλάδα αλλά φαίνεται πως δεν είχαν λόγο να μένουν, να διατηρούν στρατεύματα τόσο ψηλά στα Πιέρια.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Οι Γερμανοί όμως δε θα σταματήσουν να έρχονται. Το ’43 το ΕΑΜ αναπτύσσει ισχυρή παρουσία στο Δάσκιο με καπετάνιους και πολιτικά στελέχη της οργάνωσης να εδρεύουν στο χωριό. Με την εθνική αντίσταση να οργανώνεται ολοένα και περισσότερο οι επισκέψεις μετατρέπονται σε επιχειρήσεις καταστολής των ανταρτών, ενώ συνεχίζουν και οι κατασχέσεις.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Συνήθως όταν μάθαινε η οργάνωση της Αντίστασης ότι έρχονται οι Γερμανοί, έστελναν σήμα κι εμείς φεύγαμε απ΄ το χωριό. Έτσι παίρναμε ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας κι ανεβαίναμε και κρυβόμασταν μες στο δάσος. Περνούσαν μερικές μέρες και αφού οι Γερμανοί περνούσαν απ΄ το χωριό και δεν έβρισκαν τους κατοίκους, έφευγαν. Τότε κατεβαίναμε κι εμείς πάλι κάτω.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν ήταν έτσι που λεν, δε σε πείραζαν. Έπαιρναν και κόσμον και τους έβαζαν και δούλευαν για έφτιαχναν διορθώματα να περνούν τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Έπαιρναν και τέτοιο κόσμο
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ένα Πάσχα απ΄ το χωριό μόλις ξημέρωσε. Μετά την εκκλησία δηλαδή, το πρωί, όταν ξημέρωσε, ειδοποιήθηκε το χωριό ότι θα 'ρθουν οι Γερμανοί. Και φύγαμε. Όταν γινόταν αυτό, έφευγε το χωριό, έπαιρνε ό,τι μπορούσε να πάρει για κάποιες μέρες και ανέβαινε. Η κάθε οικογένεια ήξερε πού θα πάει περίπου. Ήξεραν πού θα πάνε. Και θυμάμαι εγώ ότι πηγαίναμε... Είχαμε πάει μια -κι άλλες φορές- αλλά είχαμε πάει μια φορά σ΄ ένα δάσος. Το βράδυ μπορούσαμε να μένουμε σ΄ ένα ξέφωτο, αλλά την ημέρα για να μην γινόμαστε αντιληπτοί από αεροπλάνα, μπαίναμε μέσα στις οξιές, στα έλατα κλπ. και παίζαμε εκεί, περπατάγαμε, καθόμαστε. Δεν φαινόμαστε, ναι.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ό,τι τους άρεζε τους Γερμανούς, το παιρναν, χωρίς να ερωτήσουν, ό,τι τους άρεζε. Δίχως να έχει καμιά: «Αυτό γιατί το παίρνεις και πώς;». Έπαιρναν. Κατέσχιζαν. Και ο κατακτητής όταν έρθει, πάντα ό,τι τον αρέσει είναι δικό του, ό,τι τον αρέσει είναι δικό του. Και χάθηκαν ανθρώποι. Και χάθηκαν ανθρώποι. Η πείνα ήρθε από ‘κεινούς, από τους Γερμανούς.
BΑΣΙΛΗΣ: Έτσι, λοιπόν, οι Γερμανοί πέρασαν απ΄ το χωριό μερικές φορές.
Ωστόσο πρέπει να πούμε, ότι εμείς τη σκλαβιά δεν τη βιώναμε όπως τη βίωνε το παιδί της Αθήνας της Βέροιας και της Κορίνθου και των πόλεων. Δεν το βιώναμε έτσι. Εμείς έφευγαν, τελειώσαμε, τους ξεχνούσαμε.
Υπήρξαν φορές, όμως, που πέρασαν κι ήταν το χωριό εκεί και φιλοξενούνταν μάλιστα στα σπίτια. Στο δικό μας σπίτι, που ήταν ένα μεγάλο σπίτι, φιλοξενήθηκαν Γερμανοί, που ανάμεσά τους υπήρχαν κι άνθρωποι απλοί, που έβλεπαν τι κάναμ΄ μεις, θέλαν να βοηθήσουν, υπήρχε αυτή η δυνατότητα… Η συμπεριφορά τους στο σπίτι ήταν ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά θυμάμαι όμως που στο κάτω σπίτι ακριβώς μιας θειάς μου, που ήταν ένα άδειο σπίτι κι έμεναν Γερμανοί, ένα βράδυ έσφαξαν ένα γουρουνάκι, γιατί ήθελαν να φάνε. Δηλαδή θυμάμαι κι αυτά τα πράγματα.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Η μητέρα μου πέθανε, αφού γέννησε ένα κοριτσάκι, το ’42 και μετά τον τοκετό από επιλόχειο πυρετό πέθανε. Και σε 40 μέρες περίπου, μετά το θάνατό της μάλλον, πέθανε και το κοριτσάκι αυτό, το οποίο δεν υπήρχαν τα μέσα, δηλαδή πώς να ζήσει ένα τέτοιο παιδί, ναι, και πέθανε κι εκείνο. Δεν έχω μια εικόνα αυτή της γυναίκας. Έχω εικόνα διάφορων άλλων πραγμάτων, αλλά δεν έχω την εικόνα της, δεν κουβαλώ την εικόνα της μητέρας μου.
Ίσως αυτό να επισκιάστηκε από την παρουσία της γιαγιάς μου, η οποία συνέχισε να υπάρχει. Αλλά και όταν η μητέρα μου ήταν στη ζωή, πολύ καιρό ήταν στον κάμπο, δουλεύοντας κλπ. και πιο πολύ κοντά σε μας ήταν η γιαγιά, η οποία πήρε και τις μνήμες, τις λίγες αυτές, που μπορεί να είχε ένα παιδί σ΄ αυτή την ηλικία. Τις πήρε.
Το '43 που πήγα στο σχολείο ήμουν ένα ορφανό παιδί και πήγα στο σχολείο. Μόνο που πήγα έτσι λίγο, πώς το λέμε, λίγο περίεργα. Όλοι οι άλλοι είχαν ξεκινήσει το σχολείο κανονικά και εγώ συνέχιζα να μην πηγαίνω στο σχολείο. Εγώ τότε, θα ήμουν 6... 5 χρόνων.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Στα περισσότερα χωριά υπάρχει άτομο να αναλάβει το ρόλο του δασκάλου για τα πρώτα σχολικά έτη των παιδιών. Όμως, οι τάξεις του Γυμνασίου συνήθως παρακολουθούνται στο κοντινότερο μεγαλοχώρι ή πόλη. Έτσι, υπάρχουν φορές που τα παιδιά σταματούν το σχολείο, ή για να το συνεχίσουν περπατούν για ώρες μέχρι να φτάσουν στο Γυμνάσιο. Άλλες φορές, εάν η οικογένεια είναι πρόθυμη και έχει κάποιον συγγενή στην πόλη το παιδί μετακομίζει.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Πρόλαβα, εγώ πάαινα σχολειό. Πήγα τρεις τάξεις, πήρα το ενδεικτικό και εκείνη τη χρονιά με πήρε ο παππούς και ήρθαμε εδώ στον βάλτο. Ήταν μια δασκάλα. Ένα κορίτσι ήταν εδώ. Δεν ξέρω από ποιο χωριό ήταν. Ήφεραν άλλον σε χρόνο, στις επόμενες χρονιές. Από το Βελβεντό ήταν. Νίκο τον έλεγαν. Νίκο. Εγώ είχα γραφεί, κι άλλοι είχαν. Μερικοί δεν έρχονταν. Δεν ήθελαν να γραφούν.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Όταν το σχολειό ήταν να ξεκινήσει, εγώ προτιμούσα περισσότερο τα παιχνίδια κι έτσι δεν ξεκίνησα μαζί με τους άλλους, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δασκάλου. Μάλιστα συνήθιζα να πηγαίνω κάθε πρωί στο σχολείο, να μην μπαίνω μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, να μπαίνουν οι άλλοι μαθητές κι εγώ να ανεβαίνω σε μια μουριά και να παρακολουθώ τα μαθήματα που γινόταν στην τάξη από μακριά. Ο δάσκαλος συχνά έβγαινε στο κεφαλόσκαλο του σχολείου κι όταν εκείνος έβγαινε, εγώ πηδούσα κάτω απ΄ τη μουριά και έφευγα χωρίς να με προλάβει. Έτσι περνούσαν οι πρώτοι μήνες του πρώτου σχολικού έτους, και κάποια στιγμή, όταν ο πατέρας μου ήρθε από τα κτήματα που καλλιεργούσε στον κάμπο της Ημαθίας και ρώτησε τη γιαγιά μου: «Ο Βασιλάκης πώς πάει στο σχολείο;», εκείνη του είπε «Δεν πηγαίνει, παιδί μου, δεν πηγαίνει». Έβαλε τις φωνές κι εγώ τρέχοντας άνοιξα την πόρτα του σχολείου, ναι, χωρίς να τη χτυπήσω και είπα στο δάσκαλό μου: «Ήρθα να γραφτώ».
Εκείνος μου υπέδειξε το τελευταίο θρανίου δίπλα σε κάποιον συμμαθητή και μου έδωσε ένα απόκομμα εφημερίδας κι ένα μολύβι- κι εκεί κοντά, όταν έφτασα εγώ, ρώτησα τον συμμαθητή μου: «Τι κάνουμε εδώ;» και εκείνος μου 'πε: «Να! Κυκλώνομε αυτό». Ήταν το γράμμα Κ. Το πρώτο γράμμα που έμαθα ήταν το γράμμα Κ. Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω γράμματα. Όμως, το σχολείο το αγάπησα και το τίμησα κιόλα.
Aυτή την περίοδο η Ελλάδα ζει την απόλυτη φτώχεια. Ζει την απόλυτη φτώχεια! Και την απόλυτη άγνοια! Η ελληνική επαρχία δεν έχει… Πρώτα πρώτα είναι απομονωμένη. Και το εισόδημα να είναι ελάχιστο. Και η άγνοια κι η αμορφωσιά να είναι στο μεγάλο βαθμό. Νομίζω ότι τα περισσότερα κοριτσάκια της δικής μου ηλικίας δεν πήγαν ούτε στην πρώτη δημοτικού. Αυτό δεν είναι πέτρινα χρόνια; Είναι πέτρινα χρόνια.
Έτσι πέρασαν τα πρώτα 3 χρόνια της Κατοχής. Οι νέοι του χωριού οργανώθηκαν όλοι. Τα παιδιά έγιναν αετόπουλα. Νέοι έγιναν Επονίτες και Επονίτισσες. Τα τραγούδια της Αντίστασης τραγουδιόταν από μικρούς και μεγάλους. Ο αέρας της λευτεριάς και ο πόθος ήταν διάχυτος στο χωριό.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η ΕΠΟΝ και τα Αετόπουλα είναι και αυτά σκέλη του ΕΑΜ, και το ’43 νεαροί σύνδεσμοι αναλαμβάνουν να κάνουν διαβιβάσεις σημειωμάτων μεταξύ καταφυγίων.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εγώ ήμουν 10 χρονών και με έβαλαν, είχαν και συνδέσμους αυτοί μεγάλους, αλλά είχανε και μας τους μικρούς. Και ισαπέρα σύνδεσμος πήγα στα χωριά. Σύνδεσμος και με άλλον και μοναχός. Έπαιρνες ένα σημείωμα και αυτό το σημείωμα τα πάαινες εκεί, σε εκείνον τον τόπο, στο Καταφύγι. Εκεί έδωνες αυτό και σ’ έδωνε ένα άλλο. Και από σκυλιά φυλαγόμασταν, από μαντριά. Περνούσαμε από μακριά. Δεν πααίναμε απ’ τον δρόμο ακριβώς να μας γαβγίξουν τα σκυλιά. Είχαμε τρόπο εκεί, είχαμε τρόπο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Οι Γερμανοί και τα σκυλιά όμως δεν είναι ο μόνος κίνδυνος που μπορεί να συναντήσουν παιδιά όπως ο Γιώργης που βοηθούν το ΕΑΜ.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εδώ ήταν ένα κόμμα που λεγόταν ανταρτικό και ένα κόμμα, αυτοί λέγονταν ΠΑΟτζίδες, η ΠΑΟ. Εμάς άμα μας έβρισκαν από αυτ’νούς, οι ΠΑΟτζήδες σκότωμα εμάς. Ίσια. Σφάξιμο. 25:25
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η λέξη ΠΑΟτζής χρησιμοποιείται από πολλούς κατοίκους της Βορείου Ελλάδας μετά το ’43 για να περιγράψει προδοτικές παραστρατιωτικές ομάδες ομοεθνών, εξοπλισμένες από τους Γερμανούς, που τρομοκρατούν τους ντόπιους. Η λέξη παραπέμπει στην Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση ή ΠΑΟ, αντιστασιακή οργάνωση με ισχυρή αντικομουνιστική ταυτότητα που ιδρύεται στην Θεσσαλονίκη λίγους μήνες πριν το ΕΑΜ από αξιωματικούς του στρατού. Το ’43, ΕΑΜ και η ΠΑΟ έρχονται σε ρήξη με το ΕΑΜ να κατηγορεί την ΠΑΟ για δωσιλογισμό, βασιζόμενη σε φιλικές σχέσεις που είχαν μέλη της όπως δήμαρχοι, νομάρχες και μητροπολίτες με τις γερμανικές αρχές. Οι οργανώσεις στρέφουν πυρά η μία στην άλλη και η ΠΑΟ εξουδετερώνεται. Επειδή μετά τη διάλυσή της, πολλά πρώην μέλη και ομάδες της ΠΑΟ εξοπλίζονται και συνεργάζονται ανοιχτά με τους Γερμανούς, η λέξη ΠΑΟτζής χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του δωσίλογου, του προδότη και του εγκληματία.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Έναν, κατά δω είναι η Αγία Παρασκευή και έχει έτσι ανήφορον. Εκεί έβγαινε και εκεί κατέβαιναν από τούτους εδώ τους, από την Π.Α.Ο. και τον έπιασαν. Μόλις τον έπιασαν δεν πρόλαβε να το βάλει στο στόμα το σημείωμα και το πήρε και το διάβασε. Μόλις το διάβασε τον κάρφωσε στο δέντρο. Τον έμπηξε, έβγαλε το ξίφος και του το κάρφωσε. Τον κάρφωσε στο δέντρο, έτσι, αυτού εκειδά. Έτρωγαν κόσμο, πολύ κακοί ανθρώποι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το χωριό του Βασίλη και του Γιώργη επιβιώνει της κατοχής και κάπου εδώ κανονικά θα προχωρούσαμε στην αποφώνηση του σημερινού επεισοδίου. Όμως στην περίπτωση του Δάσκιου θα μείνουμε με τον Βασίλη για λίγο ακόμα ακολουθώντας τον μέχρι το 1947, καταμεσής του εμφυλίου.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Όταν οι Γερμανοί ύστερα από λίγο έφυγαν, όταν τελείωσε ο πόλεμος και η Κατοχή, πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τον αέρα της λευτεριάς, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος. Εξακολουθούσαμε να μένουμε στο χωριό. Άρχισαν να 'ρχονται οι αντάρτες και απ΄ την άλλη μεριά ο στρατός ο εθνικός ν΄ ανεβαίνει, για να φεύγουν οι αντάρτες κι εμείς να προσπαθούμε να κρυφτούμε ή να κρύψουμε. Θυμάμαι ας πούμε μια φορά που κουβαλούσαν όλη τη νύχτα με τα ζώα το σιτάρι. Να φύγει απ’ το σπίτι να το κρύψουν κάπου για να μην έρθει ο στρατός, να μη βρίσκουν ύστερα οι αντάρτες, ήταν μια πολύ συγκεχυμένη κατάσταση.
Στο τέλος της πέμπτης τάξης, το καλοκαίρι εκείνο, κάποια μέρα η καμπάνα χτύπησε. Εμείς ρωτήσαμε κι αναρωτηθήκαμε τι συμβαίνει, τι γίνεται και το μήνυμα ήρθε: πρέπει όλοι να φύγουμε, ν΄ αδειάσομε το χωριό.
Έτσι αναγκαστήκαμε όλοι να φύγουμε παίρνοντας τίποτα μαζί μας, τον εαυτό μας κι ό,τι φορούσαμε! Παρέα κι ένα γουρούνι που μπορούσε να περπατήσει. Τ΄ άλλα μείναν όλα εκεί. Μπήκαμε στο διπλανό χωριό, στα Ριζώματα, όπου και φιλοξενηθήκαμε για μερικές μέρες.
Το χωριό κάηκε! Το μάθαμε την επόμενη μέρα όταν είδαμε τις φλόγες και τους καπνούς από το χωριό, απ΄ τα σπίτια του χωριού, να ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Το χωριό κάηκε! Το χωριό κάηκε και κάηκε ολοσχερώς όλο! Εκτός από την εκκλησία, το σχολείο και 2-3 σπίτια ανθρώπων που ήταν πολύ φιλικά ταγμένοι με το καθεστώς που είχε επικρατήσει.
Ειδοποιήθηκε ο πατέρας μου και ήρθε από τον κάμπο, που ήταν και καλλιεργούσε τα χωράφια του, και ήρθε και μας πήρε από τα Ριζώματα μια μέρα και κατεβήκαμε με τα πόδια όμως, από τα Ριζώματα ως τη Βέροια, περίπου 40 χιλιόμετρα. Κατεβήκαμε στο ποτάμι στον Αλιάκμονα, περάσαμε τον Αλιάκμονα μ΄ ένα σάλι, με μια σχέδια. Δεν υπήρχε γέφυρα. Και συνεχίσαμε έτσι πηγαίνοντας προς τη Βέροια.
Όταν φτάσαμε, εκεί είδα για πρώτη φορά αυτοκίνητο! Δεν είχα δει αυτοκίνητο ως τότε. Κι είναι και η πρώτη φορά που είδα ηλεκτρικό φως. Και μάλιστα μου φάνηκε περίεργο. Γύρισα το διακόπτη, κρακ, φως! Το ξαναγύρισα, σκοτάδι!
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η πυρπόληση αυτή δεν είναι αρκετή για να ξεγράψει το Δάσκιο απ’ τον χάρτη. Τα επόμενα χρόνια οι κάτοικοι του Δάσκιου με πείσμα και σκληρή δουλειά θα ξαναχτίσουν το χωριό τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εμείς τώρα, σαν άνθρωπος, δεν έχουμε, δεν έχουμε έτσι, πώς να σε πω, ταραχή καρδιά, ό,τι βλέπουμε δεν μας τρομοκρατεί. Αλλά μπορεί να ’ρθει και τώρα τέτοιο πράγμα. Να μην έρθουν τέτοια χρόνια είναι καλά. Να μην έρθουν τέτοιες μέρες, να μην έρθουν τέτοιες μέρες. Μέρα και νύχτα να παρακαλάς να ’χουμε ησυχία. Να ’χουμε ησυχία να μπορούμε τουλάχιστον το ψωμί της μέρας να το ’χουμε. Από εκεί απάν’ όπως θέλει ας είναι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Μακριά απ’ το Δάσκιο, βόρια των Πιερίων, ακόμα πιο βόρια απ’ τη Βέροια, στην άλλη πλευρά του Βάλτου. Εκεί θα είναι ο επόμενος προορισμός μας, εκεί που μια πόλη ξεχωρίζει πάνω σε ένα βράχο που την πέτρα του βρέχουν για αιώνες 12 καταρράκτες. Ο βράχος φλέγεται. Ο ουρανός αντιγράφει το πορφυρό χρώμα και οι καπνοί μπλέκουν με τα σύννεφα. Αυτή η φωτιά όμως δεν είναι ίδια με του Δάσκιου. Αυτή, έχει την υπογραφή του κατακτητή
ΒΑΣΙΛΗΣ: Έδωσα εξετάσεις μπήκα στην ακαδημία και τελείωσα και έγινα δάσκαλος, από κει και πέρα νομίζω η ζωή δεν έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πήγα στρατιώτης, είχα την τύχη να γίνω αξιωματικός, γνωρίστηκα και με τη γυναίκα μου… Και όταν διορίστηκα και άρχισα να κάνω οικογένεια δηλαδή, ο σκοπός μου ήταν και μέλημα μου ήταν οι σπουδές, έτσι μελέτησα και έδωσα εξετάσεις και πήγα στην μετεκπαίδευση, μετά ήθελα να πάω έξω απ’ την Ελλάδα πήγαμε Βρυξέλλες μείναμε εκεί, εκεί έκανα σπουδές στα μοντέρνα μαθηματικά δούλεψα ναι, και επιστρέφοντας τελείωσα και το Πάντειο πανεπιστήμιο και εργάστηκα στα Μελίσσια. Έκανα κάποια πράγματα που ήθελα, τα αγαπούσα πολύ και που πιστεύω βοηθούσαν τον τόπο, σπουδαία πράγματα δε τα κατάφερα να κάνω.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ακούσατε ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς του Ιστόρημα «Η Κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της». Για να μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο ακολουθείστε μας στο Spotify, τα Google και τα Apple podcast, ή οπού αλλού σας αρέσει να ακούτε podcasts, ενώ για περισσότερες προφορικές αφηγήσεις επισκεφτείτε τον ιστότοπό μας Istorima.org. Μέχρι την επόμενη φορά, μη ξεχνάτε να μοιράζεστε και να ακούτε ιστορίες. Μια ιστορία, αλλάζει πολλές.