Ελένη Σπιθάκη
Το 1964 κατέβηκε η αδελφή του άντρα μου από την Αθήνα, γιατί οι πόρτες μας ήτανε έτσι, απέναντι καθότανε. Ήρθε από την Αθήνα και ήρθε στο σπίτι να με δει και μου λέει: «Θες να πας στην Αυστραλία;» και αμέσως μου λέει: «Δως μου μία φωτογραφία σου».
Μαρία Ποιμενίδου
Ξαφνικά μου στέλνουν τα ξαδέρφια μου ένα γράμμα «Έχουμε ένα γαμπρό και ποια Μαρία θέλει να 'ρθει». Η μεγάλη η άλλη μου ξαδέρφη, Μαρία και εγώ Δαμασκοπούλου. Εγώ τότε μικρή ήμουνα, δεν με ενδιέφερε, άλλον ήθελα. Πώς να στο πω... αμέτι μουχαμέτι που λένε κι εδώ στη Μακεδονία.
Ελένη Τζαννή
Στα 19, ήρθε του ανδρός μου η μαμά και με ζήτησε από τους γονείς μου. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι, ήμουν το πρώτο παιδί και για να βοηθήσω την οικογένεια έφυγα το 1965 στην Αυστραλία.
Ελένη Σπιθάκη
Η μητέρα μου είχε τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι. Η πρώτη ήμουνα εγώ. Ο πατέρας μας ήτανε σαπουνοποιός, έφτιαχνε σαπούνι και το δίναμε σε διάφορα χωριά. Μέχρι που ήρθε το 1946 και φεύγοντας οι Γερμανοί κατεβήκαμε από το χωριό και ήρθαμε στο Ηράκλειο και μείναμε σε ενός θείου της μαμάς μας το σπίτι.
Η μητέρα τσι καθότανε απέναντι μας. Ερχότανε στη μητέρα τσι και με γνώριζε και μου πρότεινε να πάω στην Αυστραλία. Λέω: «Ποιόν έχετε στην Αυστραλία;». Λέει «Ο Βασίλης είναι στην Αυστραλία. Θες να πας;». Λέω: «Θέλω, δεν έχω τίποτα να με δεσμεύει».
Ήμουνα 29 χρονών, 29 ακριβώς. Και στέλνει γράμμα του άντρα μου στην Αυστραλία με τη φωτογραφία και του λέει: «Αυτή που θα πάρεις είναι αυτή η κοπέλα». Με ήξερε από το Δημοτικό που πηγαίναμε μαζί στο σχολείο, σε ένα θρανίο διαβάζαμε. Και στέλνει γράμμα του πατέρα μου και του γράφει: «Κύριε Γιώργο θέλω να μου κάνετε μια χάρη. Να με προτιμήσετε, όταν αποφασίσετε να παντρέψετε την κόρη σας και ο σύντροφός της θα είμαι εγώ» και πολλά άλλα τέτοια λόγια, ας πούμε, έλεγε στον πατέρα μου και ο πατέρας μου αμέσως δέχτηκε.
Μαρία Ποιμενίδου
Μέχρι 7 χρονών ήμασταν στην Αθήνα με τον μπαμπά μέναμε εκεί, μετά ο μπαμπάς μου έχασε τη δουλειά του και κατεβήκαμε στο χωριό, τον Πύργο. Ασχολείται με τη μελισσοκομία, με τα κτήματα, σταφίδα έχουμε εκεί πέρα, ελαιώνες πολλούς. Και μετά τελείωσα το δημοτικό εκεί πέρα και μπήκα στην Οικοκυρική Σχολή στην Αρχαία Ολυμπία 3 χρόνια.
Εν τω μεταξύ και άρχισε η αλληλογραφία με τα ξαδέρφια μου: «Θα τον γνωρίσεις, είναι καλό παιδί, τον ξέρουμε εμείς εδώ, είναι φίλος μας, τον κάναμε και κουμπάρο, να μας απαντήσεις. Θα περάσεις καλά, έχει τη δουλειά του, έχει το σπίτι του». Ψυκτικός ήτανε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Εν τω μεταξύ μου λέει ο θείος μου: «στη Βραζιλία έχεις τα ξαδέρφια σου» και μου είπαν οι δικοί μου «Πάνε» αλλά είχα το εισιτήριο επιστροφής, δηλαδή σε περίπτωση που αν δεν τα βρούμε, αν δεν γίνει τίποτα μου είπανε: «θα γυρίσεις πίσω, εισιτήριο έχεις της επιστροφής». Έ θα πάω, τι θα κάνω, θα πάω, γιατί ο μπαμπάς μου είχε 3 κόρες, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Και ξεκίνησα και πήγα το ’65.
Ελένη Τζαννή
Από μικρή πήγαινα στα χωράφια με τους γονείς, μετά έμαθα κομμώτρια στη Μυτιλήνη. Είμαστε πλανόδιοι τότε, με την τσάντα γύριζα σε όλα τα χωριά, δεν είχα κομμωτήριο. Τότε παλιά κάναν όλες, ανεξαιρέτως, οι γυναίκες ήταν η περμανάντ. Έπαιρνα καλά χρήματα.
Είχε πεθάνει η γιαγιά μου, ήρθε η πεθερά μου να συλλυπηθεί τη μαμά μου, για τον θάνατο της γριούλας, ήταν και λίγο συγγενείς. Είχα την πινακωτή, πέντε ψωμιά εκεί, έκανα και πίτα. Έφερα και την πεθερά μου, επάνω, λίγη πίτα, γιατί η μαμά ήταν εδώ με τη γριούλα και εγώ έκανα φούρνο κάτω και φούρνιζα. Η πεθερά μου τα κοίταζε όλα αυτά, τις κινήσεις αυτά που έκανα και όταν πήγε στο σπίτι, είχε φύγει ο Γιώργος τρία χρόνια, τον ήξερα, περνούσε με το ποδήλατο, αλλά ούτε αίσθημα είχα, τον έβλεπα δηλαδή από δω που περνούσε και έφευγε στον Παλαιόκηπο. Κι έγραψε γράμμα τον γιο της, ότι «Εγώ σου έχω κορίτσι τάδε, τάδε» με θυμόταν και εκείνος μικρούλα που ήμουν και «Θέλω να σου στείλω την Ελένη». Και απάντησε εκείνος, ότι «Να πας μητέρα να τη ζητήσεις, είναι και από εμένα δεκτό», δηλαδή με προξενιό.
Ο μπαμπάς μου ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Γιατί όταν γεννήθηκε η πιο μικρή η αδερφή μου, λέει: «Άντε τέσσερις Νικόλα τις έκανες τις κόρες σου». Και είπε ο μπαμπάς μου αυτή τη στιγμή μέσα στο τζάκι στην κουζίνα «Άντε τι να κάνουμε; Στέλνουμε και καμιά στην Αυστραλία». Και επειδή είπε αυτή τη λέξη, εμένα δεν ήθελε πρώτο παιδί να με στείλει στην ξενιτιά, έλεγε: «Όχι».
Εγώ εν τω μεταξύ είχα καλοθελήσει, ήμουν και περίεργη, ήθελα την περιπέτεια, δεν ήμουν κορίτσι αυτό… ήθελα να ανοιχτώ. Το ήθελα να φύγω.
Είδα και όνειρο ότι σήκωσα το Σταυρό, των Φώτων ήταν και φωνάζαν στο Πέραμα «Αυτή η κοπέλα έπιασε τον Σταυρό, και τον τύλιξε σε ένα κόκκινο πανί». Ξυπνάω το πρωί λέω: «Μαμά θα γίνει, θα αρραβωνιαστώ -λέω- είδα αυτό το όνειρο».
Φωνάξαν και την πεθερά μου εκεί που ήταν και με αρραβωνιάσαν, από μακριά. Δεν είναι η Αυστραλία να πεις ότι, άντε θα πάω στην Αυστραλία και μπαίνω μέσα στο καράβι και φύγε. Θα 'ρθει η βίζα σου, θα 'ρθουν Αυστραλοί γιατροί να σε περάσουν όπως σε γέννησε η μητέρα σου… 19 χρονών κοριτσάκια, 18 μας ξεγυμνώναν και μας περνούσαν... και τη μητέρα μου εξέταση και τον πατέρα μου και ύστερα εμένα, για να σε εγκρίνουν ότι θα φύγεις στην Αυστραλία, αν είσαι υγιής.
Και μετά αρχίσαμε αλληλογραφία: «Τι κάνεις αυτό; Πότε θα 'ρθω; Πότε θα 'ρθεις; Σε περιμένω με ανυπομονησία». Τώρα μια τέτοια αλληλογραφία, αγνή αλληλογραφία, όχι πονηρά πράγματα. Τα έχω ακόμα τα γράμματά μου απάνω.
Ελένη Σπιθάκη
Το φόρεμα των αρραβώνων μου, το έραψα εγώ. Το σχεδίαζα πρώτα στην κόλλα με το στυλό και μετά το ΄κοβα και το ‘κανα φόρεμα, κανονικό φόρεμα και το έβαλα στον αρραβώνα μου. Ένιωθα πάρα πολύ όμορφα, γιατί ήτανε εξαιρετικό φόρεμα. Θαρρώ πως το έχω ακόμα, το φύλαγα.
Έγινε η αρραβώνα το '64, τον Αύγουστο. Γίνανε οι αρραβώνες ένα βράδυ με τη φωτογραφία μας στο τραπέζι απάνω και είχε έρθει εδώ ο παπάς, ο Μπελαδάκης, και μας είχε ευλογήσει και είχαμε κάνει τραπέζι, είχαμε καλέσει κόσμο. Ο άντρας μου ήτανε στην Αυστραλία και εμείς εδώ. Και στο σπίτι τους και στο σπίτι μας έγινε η αρραβώνα με παπά, με κουμπάρους, με καλεσμένους, με τραπέζια, με γλέντι, με λύρα.
M’ άρεσε πάρα πάρα πολύ. Ήταν πολύ ωραίος άνθρωπος και καλός νοικοκύρης. Είχε ανάστημα 1,70. Ωραίος, με ωραία μαλλιά, ωραίο πρόσωπο, παχούλης λίγο, αλλά ήτανε κούκλος. Άμα σου πω κούκλος, κούκλος! Πολύ ωραίος άνθρωπος.
Σε ένα μήνα έφυγα και πήγα στην Αθήνα. Είχα μια αδελφή εκεί και έμενα μαζί της με μια θεία μας. Εκεί καθόμουνα ένα χρόνο, έφτιαχνα τα χαρτιά μου για να φύγω. Ένα χρόνο παιδευόμουνα. Επήγαινα στο Προξενείο, πήγαινα από ιατρικές εξετάσεις, από όλα. Διαβατήρια, ταυτότητες από την αρχή, λεπτομέρειες, λεπτομέρειες είχα πελαγώσει. Δεν μιλούσαμε, γιατί δεν είχα τηλέφωνο, αλλά γράφαμε γράμματα. Τα ‘χω όλα τα γράμματα. Έγραφε τέτοια ωραία γράμματα, τον αγάπησα από το γράμματα.
Όταν τελείωσα, λοιπόν, και έφτιαξα τα χαρτιά μου, ανέβηκε η μητέρα μου απάνω στην Αθήνα και με ετοίμασε. Μου ετοίμασε το μπαούλο με την προίκα μου και έφυγα 24 του Δεκέμβρη το 65’ μπήκα στο Υπερωκεάνιο «Australis».
Δεν ένοιωθα τίποτα, μόνο ήθελα να μπω στο πλοίο, να φύγω, να πάω να τον εσυναντήσω.
Μαρία Ποιμενίδου
Κοπέλα τότε ζητάγανε και προίκα πόσα της δίνεις, προικοσύμφωνο ένα χαρτί τόσα σεντόνια παίρνει, τόσες πετσέτες, τόσα αυτά, τόσα και λεφτά και κάνα χωράφι, ξέρω γω.
Σκτεφτόμουνα, το σκεφτόμουνα, θα είναι; Θα είμαι; Τι να σου πω, «Πώς τον πήρες;» και «Πώς τον πήρες;» λένε. «Άνθρωπος είναι» λέω, κάθε μέρα με τα ξαδέρφια μου ήταν, αφού θα πάω θα μείνω και για 6 μήνες που λέει και εδώ στην Ελλάδα πρώτα γίνεται η αρραβώνα και μετά. Έτσι κι εγώ πήγα. «Θα πας εκεί, θα περάσεις καλά, δεν θα έχεις πρόβλημα» το ένα το άλλο είπαν, είπαν. Ετοιμαζόταν τα χαρτιά για να φύγω, γιατί δεν ήμουνα σε ηλικία για να πάω τουρίστρια, μόνο τουρίστρια έπρεπε να πάω, δεν γινόταν να μου κάνει πρόσκληση.
Αναχώρησα από τον Πειραιά, με πήγε ο μπαμπάς μου στην Αθήνα και πήγαινα και έκανα και τα χαρτιά μου και στο Προξενείο και εδώ και εκεί ό,τι χρειαζόταν. Πήγαμε στον Πειραιά, μπαίνω σε ένα καράβι στο «San Giorgio», ιταλικό, αλλά εκεί θα έμενε πέντε μέρες στην Ιταλία, για να περιμένουμε να ‘ρθει το άλλο το καράβι το μεγάλο. Και λέει ο μπαμπάς μου: «Να μη μείνει -λέει- πολλές μέρες μόνη κοπέλα» και το κανόνισαν πήγε Μασσαλία, Marsilia τότε, Γένοβα, Νάπολη, ένα βράδυ έμεινα στο ξενοδοχείο και με πήρε ο πράκτορας και την άλλη μέρα «Θα είσαι εδώ, εγώ το πρωί θα ‘ρθω να σας πάρω και θα κατέβουμε στο λιμάνι, στη Γένοβα». Και εκεί πήραμε το μεγάλο καράβι το «Φρεντερίκο Σε».
Ελένη Τζαννή
Κάθε μήνα πήγαινε το «Πατρίς», έφευγε για Αυστραλία, «Πατρίς» και «Ελληνίς» δύο καράβια. Παίρνεις το «Πατρίς», κόβουν οι κορδέλες από το «Πατρίς» που κρεμόταν, οι γονείς απ' έξω, κλαίνε, να ο κόσμος. Τότε όλα τα νιάτα της Ελλάδας είχαν φύγει Αυστραλία. Η Αυστραλία είναι η γη της επαγγελίας.
Δυο κορίτσια πήγαμε μαζί, είχαμε δίκλινη καμπίνα μέσα στο «Πατρίς». Κλειδώναμε και ξαπλώναμε, ό,τι θέλαμε τα δυο τα κορίτσια, κάναμε. Δεν είχαμε άλλη, δηλαδή, μέσα, να μπαίνουν, να βγαίνουν. Αυτοί ξέραν, ήταν νοικοκύρηδες και οι δύο, τα αδέρφια, δηλαδή οι αρραβωνιαστικοί μας. Μας είχαν σε καλή θέση. Εκείνοι πλήρωσαν τα εισιτήριά μας. Αφού εμείς πήραμε ένα μπαουλάκι, πήραμε και φύγαμε, τίποτα άλλο. Τα προικιά μου πήρα μαζί. Μου είχε και η μαμά κάτι αυτά, κάτι εσώρουχα, παλιά, που βάζαν οι γριές, ραμμένα εκεί στη μηχανή. Τα πήρα εγώ, πού να τα παρουσιάσω στην Αυστραλία αυτά τα εσώρουχα; Ένα μια φορά έβγαλα, το έδειξα στην κουνιάδα μου και γελάσαμε. Έπιασα τα νυφικά μου, τα σεντόνια μου, τα έπιασα, αυτά τα ρουχαλάκια μου, αλλά έκανα άλλες επιλογές εκεί.
Ελένη Σπιθάκη
Στο Australis ήτανε 3 χιλιάδες κόσμος μέσα, οι περισσότερες οικογένειες από το Λασίθι, από την Τύλισο, από τις Μοίρες, απ' το Τυμπάκι. Όλη η Κρήτη ήτανε. 3 χιλιάδες κόσμος. Ταξίδεψα 26 μέρες.
Μπαίνω στο πλοίο μέσα, μας πήγανε στην τραπεζαρία, μας εξηγήσανε ότι έχουμε ωραία φαγητά, ότι έχουμε καλοπέραση, να προσέχετε να μην γλιστρήσετε, να μην πάθετε, αν και είχε γιατρό στο πλοίο μέσα. Είχε σινεμά, εκκλησία, χοροεσπερίδες κάθε βράδυ και εμείς καθόμαστε, είχε παγκάκια γύρω-γύρω η αίθουσα και πηγαίναμε και καθόμαστε εμείς και βλέπαμε. Όχι ότι λαμβάναμε μέρος να χορέψουμε, απαγορευότανε γιατί ήτανε με εισιτήρια.
Το ταξίδι μέχρι το Άντεν ήτανε υπέροχο. Από το Άντεν και έπειτα είχαμε φουρτούνα. Τα σερβίτσια του πλοίου, που είχανε στα ράφια, φεύγανε από τη θέση τους, φεύγανε, πέφτανε κάτω. Έτσι πήγαινε το καράβι, έτσι. Βουτούσε μέσα στο νερό και ανέβαινε μετά ψηλά. Έτσι κρατήσαμε 10 ημέρες αυτή την φουρτούνα. Στο καράβι με βάλανε με μια κοπέλα από τη Ρόδο και αυτή αρραβωνιασμένη και πήγαινε και αυτή στο Σίδνεϊ. Τον ήξερε. Γείτονας και αυτός. Όλες ήτανε αρραβωνιασμένες με γνωστούς. Καμιά δεν ήτανε χωρίς να ξέρει τον άντρα τσι. Και έτσι ήτανε ευχάριστο το ταξίδι, πέρασα πάρα πολύ ωραία.
Στις βαλίτσες μου επήρα τα ρούχα που φορούσα, πήρα δώρα του αντρούς μου. Παπούτσια του είχανε πάρει και του κουνιάδου μου παπούτσια. Πήρα σοκολάτες Παυλίδου, που είναι στην Αθήνα ο Παυλίδης, επήρα τυριά, ανθοτύρους, ξηρούς καρπούς, τα σταφιδωτά. Αυτά πήρα. Εγέμισα τη βαλίτσα. Εντωμεταξύ εψώνισα βέβαια, έραψα εγώ δικά μου, με δικά μου χέρια, έραψα τα πράματα που ήθελα να βάλω εκεί.
Στεναχωρέθηκα μέχρι που μπήκα στο καράβι, άμα μπήκα στο καράβι και έπειτα όλα ήτανε ευχής έργου.
Μαρία Ποιμενίδου
Εγώ δεν ήξερα να μιλήσω καθόλου. «Μαρία, συγνώμη» λέω μία άλλη κυρία «Κλάρα», «Πού πας;», «Αρτζεντίνα» μου κάνει, «Εγώ Σαν Πάολο, Σάντος, Σαν Πάολο». Ρωτάω «Πόσες μέρες θα κάνουμε μέχρι το Σάντος;», «12» είπε και χωρίς να ξέρω χωρίς να μιλάμε. Μου έδωσε την κάρτα ποιες ώρες θα ανεβαίνουμε για φαγητό. Και ήξερα τώρα και με τα νοήματα, γιατί μέναμε στην καμπίνα τέσσερα άτομα, γυναίκες.
Είχε εκκλησία και έμεινα κι εγώ έκθαμβη. Κομμωτήριο κάτω, μαγαζιά είχε, Λουδοβίκου σαλόνια, πίνακες ζωγραφικής, πού είμαστε εδώ πέρα λέω, που είμαστε. Όλο βόλτα κάναμε το καράβι, το βράδυ είχαμε σινεμά ναι αφού τρώγαμε, το σινεμά, όσο και να ‘ναι καταλάβαινες. Έτσι πέρασε οι μέρες αυτές, άλλα έγραφα, μου λέει μία ξαδέρφη μου: «Να έχεις ένα τετράδιο και να γράφεις, τι κάνατε σήμερα, τι φάγατε, τι είδατε», ξέρω ‘γω.
Μου ‘λεγε ο θείος μου: «Μη κανένας νεαρός σε πλησιάσει στο καράβι, πίσω σε γυναίκα θα πηγαίνεις, πίσω στη φιλενάδα σου».
Ελένη Τζαννή
«Αν κάνεις τίποτα μέσα στο καράβι, όλα τα λεν στους αρραβωνιαστικούς σας» και καθόμασταν τρυπωμένες κοντά στις γριούλες, θεία Ευφροσύνη και δεν ξέρω πώς λεγόταν... Πηγαίναν στα παιδιά τους αυτές και μας είχαν στο νου τους να μην παραστρατήσουμε. Γινόταν επάνω της τρελής, χοροί, τραγούδια, αυτά. Το τραπέζι ήταν 12 άτομα στην τραπεζαρία. Είχαμε πάρα πολύ καλό ταξίδι. Δηλαδή μας έλεγαν το πλήρωμα ότι «Το καλύτερο ταξίδι έχετε κάνει».
Από Αθήνα ξεκινήσαμε παραμονή των Φώτων και φτάσαμε 1η Φεβρουαρίου. Περνάς από διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα, βγαίνεις Τζιμπουτί μες στον Ινδικό ωκεανό και μετά τραβάς-τραβάς πιάνεις Ισημερινό. Στον Ισημερινό, αρχινάει το καλοκαίρι.
Ελένη Σπιθάκη
Φτάσαμε με το πλοίο στη Μελβούρνη και έβρεχε καταρρακτώδης. Στο λιμάνι περίμενε ο αδελφός του, ο Βασίλης, ο άντρας μου, οι κουμπάροι που μας στεφανώσανε, τα παιδιά τους, άλλοι κουμπάροι γνωστοί φίλοι του αντρούς μου.
Πήγα στο κομμωτήριο, χτενίστηκα, κατέβηκα κάτω και εγώ περίμενα πως θα τον δω στην προβλήτα μπροστά στο πλοίο, αλλά δεν τους άφησαν να μπούνε, απ' έξω σταματήσανε. Με είδε βέβαια αυτός, με είδανε οι κουμπάροι και του λέει: «Άντε βρε τυχερέ, άντε βρε τυχερέ πήρες την κούκλα».
Ήμουνα στην πένα. Ντυμένη ωραία. Φορούσα ένα ωραίο φόρεμα ροζέ χρώμα, ροζέ με μαύρα ανθάκια και μαντώ ροζ, σκέτο, ωραίο και το είχα ράψει εγώ. Αυτός, βέβαια, όταν με είδε ενθουσιάστηκε, ενθουσιάστηκε.
Ήτανε πρωί 11 η ώρα φτάσαμε στο Σίδνεϊ και το ίδιο βράδυ ακολούθησε πάρτι στο σπίτι. Είχαν διάφορους μεζέδες κάνει ο Βασίλης με τον αδερφό του, γιατί το κρέας εκεί είναι πάμφθηνο, πολύ φθηνό. Και είχαμε διάφορα, από σνίτσελ μέχρι κεφτεδάκια, μέχρι παστίτσιο, μέχρι ψητά, οφτά, στη σχάρα, πάρα πολύ ωραία. Να δεις πως μαγείρευε, ένα μαγείρεμα που εγώ που ήμουνα τόσο χρονών, 29 χρονών, δεν του μαγείρευα τόσο ωραία.
Μαρία Ποιμενίδου
Φτάνουμε -λέει- στο Σάντος αποβραδίς. Βλέπεις όλο νησάκια νησάκια» πριν να φτάσεις στο Σάντος, στο λιμάνι, βλέπω από μακριά «τι κολώνες είναι αυτές» λέω, τι κολώνες, ουρανοξύστες ήσανε, όλο ουρανοξύστες, χαθήκαμε. Αφού φτάσαμε, άραξε το καράβι τώρα τι να κάνω εγώ, ποιον θα βρω τώρα τόσο κόσμο. Από ψηλά ανέβηκα επάνω ψηλά όλοι περνούσανε από έλεγχο, πριν να κατεβούνε, εγώ βγήκα έξω να δω κάτω ποιον να δω τους δικούς μου να δω, μήπως δω κανέναν. Τι να δω κόσμο. Συγκινημένη, κλαίω «πού θα βρούνε τώρα;». Πάλι μπαίνω μέσα τουλάχιστον να σφραγίσουν το διαβατήριο να είμαι έτοιμη.
Βλέπω στην πόρτα του καραβιού μπαίνουνε δύο, τρεις, τέσσερις, λέω αυτός θα είναι ο ξάδερφός μου, αυτός θα είναι ο Χρήστος ο γαμπρός, ας πούμε, κι ένας αστυνομικός. Ντράπηκα να χαμογελάσω και γυρίζω έτσι μήπως δεν είναι αυτοί. αλλά κάνω έτσι και ο ξάδερφός μου κατάλαβε, με πλησίασαν: «Τι κάνεις;». Περιμένανε 5-6 αυτοκίνητα ήταν κούρσες, η παρέα μας, η παρέα μας που είχανε τα ξαδέρφια του, Βραζιλιάνοι και άλλοι Έλληνες. Ε μόλις τον κοίταξα, έτσι, χαμογέλασε, χαμογέλασα και εγώ, με πλησίασε «Τι κάνεις;». Έμεινα κάγκελο και δεν μπορούσα να μιλήσω.
Με πήγανε στην αποθήκη αμέσως να πάρουμε το μπαούλο, γιατί έστειλε και η θεία μου ένα μπαούλο με διάφορα. Ανεβήκαμε μετά τη σέρρα, ε μείναμε σε ένα εστιατόριο, φάγαμε και φτάσαμε στο Σαν Πάολο.
Ελένη Τζαννή
1η Φεβρουαρίου πήγαμε, 13 Φεβρουαρίου παντρευτήκαμε. Η κουνιάδα μας δεν μας άφησε να μείνουμε στο ίδιο το σπίτι πριν παντρευτούμε με τα αδέρφια της. Μας είχε στο δικό της το σπίτι, σε ένα ντιβανάκι δυο κορίτσια, αυτές τις ημέρες που ήμασταν αρραβωνιασμένες. Πλαγιάζαμε εμείς, κατεβαίναμε το μεσημέρι που ήταν αυτοί στο εργοστάσιο, μαγειρεύαμε, κάναμε, καθόμασταν, αλλά το βράδυ πλαγιάζαμε στης κουνιάδας μου. Μας πρόσεξε δηλαδή η κουνιάδα μας πάρα πολύ, σαν να ήταν μάνα μας.
Με την πρώτη συννυφάδα μου, που πρωτοπήγα, τρώγαμε σε μια κατσαρόλα δυο χρόνια και τρώγαμε τέσσερα άτομα μέχρι να γίνουν τα παιδιά μας. Τόση αγάπη υπήρχε, τόση ομόνοια. Η ξενιτιά θέλει αγάπη.
Ο πεθερός μου ήταν στην Αυστραλία, είχε φύγει μαζί με τον Γιώργο, τον άντρα μου, ο πεθερός μου, ήρθε και η πεθερά μου και κοίταζε τον Στρατή εκείνη, τον γιο μου, και έπιασα δουλειά και εργαζόμουνα. Ήμουν κόφτρα. Γιατί δεν με άφησε ο Γιώργος να δουλέψω κομμώτρια, γιατί ζήλευε λιγάκι και έπρεπε να είμαι πάρα πολύ μοντέρνα, να βάφω νύχια, μέσα στα κομμωτήρια της Αυστραλίας. Και ήμουν κόφτρα, έπιασα σε εργοστάσιο. Όσα χρόνια κάθισα, που εργάστηκα, δούλεψα σε εργοστάσιο, τα Koala bay, εκεί στα αρκουδάκια και στα καγκουρό.
Ήταν τότε πάρα πολλοί Έλληνες είχαν αυτά, fish and chips, κάναν φρουτάδικα, ανοίγαν μαγαζιά. Εμείς παλεύαμε με τα εργοστάσια. Ήταν άλλη από την Πελοπόννησο, άλλη από την Κρήτη ερχόταν στο σπίτι το δικό μου, «Ελένη, έλα να βάλουμε πλυντήριο, να απλώσουμε τα ρούχα, να κάνουμε λουκούμια, να κάνουμε...», δηλαδή είχε ομόνοια ο Ελληνισμός. Δεν ήταν, δηλαδή, να ρθεις εσύ, να καθίσεις στον καναπέ και να περιμένεις να σε κεράσει η οικοδέσποινα και ν’ αυτό. Η μια πρόσφερε την άλλη.
Δεν έμαθα αγγλικά, επειδή δούλευα σε εργοστάσιο που ήμασταν Ελληνίδες όλο. Πιο πολύ καταλαβαίνω παρά μιλάω. Είχε χτυπήσει ο Στρατής το χέρι του και ήθελα να πάρω Dettol. Λέω: «Τι θα πω, βρε κορίτσια, άμα πάω μέσα στο φαρμακείο;». Μου λέει η Αυστραλέζα, η boss και οι άλλες που ξέραν, θα πεις: «One bottle Dettol please». Πήγα, μπήκα μέσα ήταν πέντε κοπέλες, υπάλληλοι. «Yes please?». Λέω: «One bottle Dettol please». Τίποτα. Ήρθε η μια, μαζευτήκανε και οι πέντε από πάνω μου. Dettol… Δεν το έβλεπα και να το δείξω κιόλας. Μα έλεγα: «My son χτύπησε το finger του, το δάχτυλο». Έπιασα να λέω αγγλικά ανακατωμένα, δεν ήξερα να τα πω και πολύ καλά. «My son -λέω- το finger», αυτό το δάχτυλό του, με λέει μια: «Understand»… Λέω: «Yes», λέει «Yes»… Με αρπά, μου φέρνει μια τσιμπίδα που βγάζουν τα φρύδια. Την αρπάω εγώ; Λέει: «This one?», λέω: «Yes». Πήγα στο εργοστάσιο με την αύριο, μου λένε: «Πήρες Helen το Dettol;». «Το πήρα -λέω- να αντί το Dettol έφερα μια τσιμπίδα για τα φρύδια». Πήγα μετά στο σούπερμαρκετ και το βρήκα και το πήρα.
Μαρία Ποιμενίδου
Στην αρχή τι ήτανε αφού δεν ξέρεις να μιλήσεις, μου λέει πήγαινε εκεί με τη γειτονιά τι να κάνω, «Τσάο Ντόνα Μαρία, Μπον Ντία Ντόνα Μαρία» αυτό ήτανε. Μπορώ να μιλήσω και τι να πω;
Ούτε αρραβώνες κάναμε, πήγαμε στο χρυσοχοείο και εμείς λέγαμε και έγραφε τις βέρες αυτός και τις βάλαμε κιόλας. Έμεινα 6 μήνες στον ξάδερφό μου, αρραβωνιασμένη, ας πούμε, και μετά έγινε ο γάμος. Πρώτα ο πολιτικός γάμος πρέπει να γίνει, γιατί δεν επιτρέπεται και εκεί βρήκαμε εμπόδια «είναι ανήλικη» λέει. Ε, κάποιος έκανε τη χάρη πήγαμε μαζί με τα ξαδέρφια μου λίγα πάλι αυτοκίνητα και σαν μάρτυρες και πήραμε το Okay. Ο παπάς ο Έλληνας δεν σε παντρεύει αν δεν έχεις τον πολιτικό γάμο, γιατί όταν κι άλλοι Έλληνες παντρευόσαντε με Βραζιλιέρα, ξέρω γω, ερχόταν εδώ ήταν ελεύθερος. Και έτσι κανονίσανε, η Επισκοπή εδώ πέρα, πρώτα ο πολιτικός, το σιβίλ που λένε, και μετά ο θρησκευτικός.
Έγινε ένα γλέντι στο σπίτι του συζύγου όλοι οι Έλληνες -πόσοι ήμασταν- 30 άτομα Έλληνες που ήρθαν άλλοι από μακριά. Πολύ συγκινητικό ήτανε, μόνη μου ήμουν εγώ, σκεφτόμουνα τους γονείς μου, νύφη που ήμουνα ξέρω ‘γω, μόνη μου ήμουνα τέλος πάντων... Την άλλη μέρα πήγαμε σε μία άλλη πολιτεία που είχαμε φίλους που ήταν από την Καστοριά. Και γλεντήσαμε και την Πρωτοχρονιά εκεί και ψήσαμε και περάσαμε ωραία. Μετά γυρίσαμε στο Σαν Πάολο και άρχισε η ζωή μας.
Εγώ είμαι στο σπίτι, ο σύζυγος, στην οφισίνα, οφισίνα ντιζελαντέρα, ψυγεία έκανε ψυκτικός, διάφορα ηλεκτρικά και έβαφε και πουλούσαν. Ήταν με τον αδερφό του εκεί.
Μετά πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία την ελληνική, όταν έμπαινες στην εκκλησία λες: «δόξα τω Θεώ μυρίζει Ελλάδα», αισθάνεσαι Ελλάδα, όλο Έλληνες εκεί πέρα. Μετά την εκκλησία, το συνηθίζαμε βγαίναμε έξω σε κλούμπι. Κλούμπι είναι ένα μεγάλο κτήμα περιφραγμένο. Εκεί έχει για κάθε οικογένεια κιόσκια με πάγκους και ψησταριά και πήγαινες χαρά Θεού. Μαζευόμασταν οι Έλληνες, όσοι θέλαμε, την Κυριακή στο κλούμπι τάδε και περνούσε η μέρα μας.
Μετά ήρθαν τα παιδιά πρώτη η Αγγέλα, σε ενάμιση χρόνο ήρθε η Τασούλα, Αναστάσια, και η Ντομινίκ, από δω είναι η Κυριακή. Μόνη και στο νοσοκομείο που ήμουν που γέννησα πάλι μόνη. Λέει: «Δεν μιλάει, να ρθούμε», «Όχι δεν χρειάζεται» του λέει ο γιατρός, 02.00 η ώρα τη νύχτα με πήγανε να γεννήσω την κόρη μου την μεγάλη. «Δεν χρειάζεται -λέει- να μείνεις», λέει ο γιατρός. Με ρώταγαν μετά «Πριμέρο είναι;», πρώτο είναι, τον κοίταζα. Ε, δεν αισθάνθηκα μοναξιά; Εδώ πέρα έλεγα και σε αυτές στη κλινική είστε έρχονται οι φιλενάδες σας με τα λουλούδια σας, με τα δώρα σας… εγώ τίποτα δεν είδα. Μόνο όταν γεννάς, καλά σου κάνουν ένα χρυσαφικό δώρο, σε κάθε γέννα το έχουνε αυτό, ένα χρυσαφικό. Ναι, αλλά όλη μέρα μοναξιά.
Τα δικά μας φαγητά έκανα. Μουσακάδες, στιφάδο τέτοια. Τα δικά μου τα γλυκά κάναμε και κουραμπιέδες και τα τσουρέκια και αυτά. Πότε τύχαινε μαζί το κάναμε το Πάσχα με τους Καθολικούς, πότε εμείς πιο μπροστά οι άλλοι πιο πίσω. Όταν ακούς την εκκλησία την ελληνική κάτω που είμαστε νταν-νταν η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα σε πιάνει μια συγκίνηση. Πού είμαστε λέω τώρα, κοίταζα, πού είμαστε; Ελλάδα συγκινείσαι, νοσταλγείς την πατρίδα σου. Εκεί ήσουνα μέσα σε ένα χάος, μες τους ξένους ξένη. Πνιγόμουν πού να πάω όλη την ημέρα.
Ελένη Σπιθάκη
Έφτασα στην Αυστραλία στις 9 του Απρίλη του 1965, στις 24 του Απρίλη παντρευτήκαμε την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα με τα δύο αδέρφια.
Έγινε ο γάμος και μετά το ίδιο βράδυ φύγαμε και πήγαμε στο Κατούμπα, σε ένα μέρος έξω από το Σίδνεϊ που λέγονται οι «Three Sisters», «Τρεις Αδερφές» λεγότανε το βουνό αυτό. Είμαστε και τα δύο ζευγάρια μαζί. Νοικιάζαμε ένα διαμέρισμα τριάρι, ας πούμε, και μέναμε και τα δύο ζευγάρια και μαγειρεύαμε πότε εκεί, πότε στην ταβέρνα τρώγαμε. Πέρασε η εβδομάδα, φύγαμε, πήγαμε στο σπίτι.
Η άλλη κοπέλα, που είχε πάρει τον αδερφό του ανδρός μου, είχε βγάλει την Πέμπτη Εμπορική και μιλούσε λίγα Αγγλικά. Εγώ δεν μιλούσα, αλλά έραβα και στο εργοστάσιο που έπιασα δουλειά έλεγε η Διευθύντρια του εργοστασίου: «Αγγλικά δεν μιλάει, αλλά μιλάνε τα χέρια της αγγλικά». Και με παρηγόρησε και κάθισα εκεί και δεν έφυγα να πάω αλλού. Ωραία - ήτανε, ωραία. Εκεί γνώρισα Ελληνίδες από διάφορα νησιά, από τη Ρόδο, από την Κω, από το Τσιρίγο, Τσιριγώτισσα.
Ευημερία, δουλειές πολλές, κόσμος πολύς, καλοί ανθρώποι. Δίπλα από του κουνιάδου μου το σπίτι ήτανε μία οικογένεια και ήτανε δύο αδερφές και ο άντρας της μίας. Και μας είχανε συμπαθήσει πάρα πολύ, γιατί μαγείρευα εγώ, έψηνα σουτζουκάκια, κεφτέδες, διάφορα τέτοια και μύριζαν και έλεγε του ανδρός μου: «Ωραία μαγειρεύει η γυναίκα σου, ωραία μαγειρεύει, γιατί μυρίζει πάρα πολύ το φαΐ τσι» και κάναμε παρέα, πηγαίναμε για τσάι. Αυτοί εκεί η αγάπη τους είναι το τσάι. Έπινα για να μην πούνε τώρα ότι δεν καταδέχομαι, αλλά δεν μ’ άρεσε.
Μείναμε λίγο καιρό εκεί στο σπίτι του κουνιάδου μου, μετά αγοράσαμε το σπίτι και πήγαμε εκεί. Γέννησα τη Ρένα μου το ’67, 16 Δεκεμβρίου. Ο άντρας μου δε εδούλευε νυχτερινά, τρία «σίφτια», έτσι λέγεται η νυχτερινή βάρδια και δούλευε τρεις-τέσσερις ημέρες συνέχεια και είχανε πάθει τα μάτια του και από εκεί κουράστηκα εγώ που έραβα και ήμουνα και έγκυος και είχα και το μωρό και ξαναμένω έγκυος μετά και του λέω: «Θα πάμε στην Ελλάδα και εγώ θα σου βρω δουλειά».
Ελένη Τζαννή
Εμείς τώρα, μας έλεγαν: «Θα βγάλεις 30 κομμάτια τη μέρα». Εμείς, οι Ελληνίδες και οι Ιταλίδες τα πήγαμε στα 80 και αυτό το υπόλοιπο που έβγαζες, στο δίναν μπόνους, στο δίναν extra φάκελο. Ενώ οι Αυστραλέζες δουλεύαν με το πάσο τους.
Οι Αυστραλέζες μας μαλώναν, όπως μαλώνουμε τώρα εμείς τους Αλβανούς, γιατί βγάζουν πάρα πολλή δουλειά και τους αυτό, έτσι μας κάνανε και εμάς. Μας λέγαν: «You are stupid», «Είστε ζώα, γιατί το πήγατε στο ύψος τη δουλειά». Κατάλαβες;
Μια φορά από το Sydenham station που έβγαινε από το τρένο μέχρι το εργοστάσιο. Και με πιάσαν και με σπρώχναν τέσσερα άτομα, δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Είχα και ένα box, ένα κουτί αρκουδάκια από το σπίτι να τα πάω στο αυτό και με σπρώχναν. Άσπρη πήγα στο εργοστάσιο από τον φόβο μου. Και μου λέγαν –καταλάβαινα- «you are stupid, καινούργιοι Αυστραλέζοι που ήρθατε εδώ.» «Υes, yes» έλεγα εγώ, που να αντιμιλήσεις; Θα με ρίχνανε σε κανένα στενό. «Yes, yes, yes» έτσι με έλεγαν «Χαζή είναι τούτη» και με παίζανε μέχρι όταν έπιασα αυτού πέρα μέσα στη λεωφόρο και είδα κόσμο, λέω: «Άντε τη γλίτωσα».
Ο Στρατής, επειδή δούλευα εγώ σαββατοκύριακο, το άφηνα το καημένο μοναχό του στην τηλεόραση, στα αυτά, στα κινούμενα σχέδια και βαρυγκωμούσε το καημένο. Έχει αγώνα η ξενιτιά. Δεν είναι να πας και να πεις ότι τα βρίσκεις όλα έτοιμα και έγινε η περιουσία.
Αποφασίσαμε και ήρθαμε και τον φέραμε 8,5 χρόνων τον Στρατή εδώ, για να μη γίνει Αυστραλός και μείνουμε για πάντα στην Αυστραλία. Κάναμε, κάτι κάναμε . Ό,τι κάναμε στην Αυστραλία που καθίσαμε -εγώ κάθισα 10 χρόνια, ο θείος ο Γιώργος κάθισε 14- κάναμε, κάτι κάναμε. Τρώγαμε τα δικά μου και ‘μέναν του ανδρός μου στην άκρη. Τα βάζαμε στην τράπεζα. Κάναμε επένδυση… ήρθαμε εδώ, αγοράσαμε. Αγοράσαμε ένα διαμέρισμα, αγοράσαμε πόσα κτήματα.
Ο Ελληνισμός που μένει, δεν θέλει να λες στους Αυστραλούς ότι φεύγεις για πάντα. Γιατί σου λέει έρχεται δουλεύει, κάνει αυτό και σηκώνεται και φεύγει. Λες ότι εγώ θα πάω και θα ξαναγυρίσω.
Ήρθα εδώ στο χωριό. Η μαμά λιποθυμούσε μόλις ήρθα και φώναζε: «Ελένη, Ελένη. Ελένη, κόρη μου, κόρη μου». Το σπίτι το είχαν εδώ. Το έχτισα, το φτιάξαμε. Ανακαίνιση μεγάλη στο σπίτι έκανα, πάρα πολλά έξοδα.
Επανήλθα στην αγροτική ζωή, μέχρι τώρα 75 ετών. Αγρότισσα απ’ τις λίγες, μέχρι το γύρας. Πρέπει να δουλεύω. Και μέχρι τώρα κομμώτρια. Όλες οι γριούλες τώρα που θέλουν, εδώ θα 'ρθουν να κουρευτούν. Και από εκεί παίρνω το δεκαράκι, το παίρνω και απ' αυτού, κατάλαβες;
Δηλαδή αυτό που κάνω μου αρέσει, η δουλειά μου αρέσει. Δεν ξέρω, ο χαρακτήρας μου είναι αυτός;
Μαρία Ποιμενίδου
Είχε πολλούς Έλληνες εκεί και πάμπλουτους και πάμφτωχους. Είχαμε και συνεταιρισμό με ένα κουμπάρο μας που είχε μακό. Και αυτοί γύρισαν, σαν και εμάς, στην Ελλάδα, στην Κόρινθο. Γύρισαν κι άλλες οικογένειες γύρισαν, άλλες ξαναπήγαν πάλι, δεν τα βρήκαν εδώ καλά.
Εν τω μεταξύ ο σύζυγος για να ‘ρθει εδώ έπρεπε να έχει πτυχίο. Ήταν ηλεκτρολόγος αλλά δεν είχε πτυχίο για να ‘ρθει εδώ πέρα να ανοίξει μαγαζί κάτι. Και πήγε 3 χρόνια στη σχολή, στη ΣΕΝΑΙ. Με την ποδιά το βράδυ την μπλε, έκλεινε το μαγαζί, πήγαινε στη σχολή για να μπορέσει να έχει κάποιο χαρτί να ‘ρθουμε εδώ.
Κι εδώ όταν ήρθαμε πάλι ξένοι ήμασταν. Κάπως έτσι αισθάνθηκα, δεν είχαμε γνωριμίες, ξένοι. Τα ξαδέρφια μου φύγανε από το χωριό μου, άλλοι πέθαναν, άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς. Και του λέω: «Πάμε να φύγουμε; Πάμε να φύγουμε πάλι;», «Για κάτσε -λέει- εμείς δεν ήρθαμε και πηγαίνουμε για να πετάμε τα λεφτά στη θάλασσα. Ήρθαμε στην πατρίδα» και μείναμε. Στην αρχή δεν ξέρεις που… μπαλάντσα είναι, μπαλάντσα, η ζυγαριά, φοβάσαι, θα τα βγάλεις πέρα. Εκεί είχαμε στρωμένη τη δουλειά, το φαΐ μας είχαμε, τη βόλτα, δεν μας έλειπε τίποτα αλλά ήταν η παρέα, η νοσταλγία. Όλη η μέρα πώς περνάει. Ήρθα σαν ξένη πάλι και προσπαθούσα να χτίσω μία συντροφιά. Προσπάθησα όμως στη Δράμα έκανα φιλενάδες, κυρίες, φιλενάδες έκανα, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς.
Εδώ θα μείνω τώρα, δεν μπορώ να φύγω πουθενά. Εδώ θα μείνω. Και στο χωριό μου να πάω, φύγανε, γεράσανε, πέθαναν. Εδώ με τα παιδιά μου κοντά. Πού να πας;
Ελένη Σπιθάκη
Φτάσαμε εδώ παραμονή Πρωτοχρονιάς και του Αγιασμού είχε πιάσει δουλειά στην αμερικανική βάση ο Βασίλης, αμέσως. Ο προϊστάμενός του του ‘λεγε: «Εσύ είσαι δικό μου παιδί, εγώ θέλω να σε υποστηρίξω πολύ». Τον αγαπούσε πάρα πολύ τον Βασίλη, γιατί ήτανε άξιος άνθρωπος, άξιος.
Γυρίσαμε στους γονείς μας. Η πεθερά μου ζούσε. Καλά τα πηγαίναμε, αλλά αυτή ήταν πολύ μίζερη. Και με πιάναν τα νεύρα, λέω: «Τι ήθελα εγώ να γυρίσω;».
Στον χρόνο απάνω, δεν είχαμε πάρει ακόμα το οικόπεδο και ετοιμάζαμε τα χαρτιά μας, γιατί στεναχωριόμαστε. Και τον ερωτήσανε στο προξενείο: «Γιατί θέλεις να γυρίσεις;». Λέει: «Γιατί έχω σπίτι». Λέει: «Αφού έχεις σπίτι να κάτσεις την Ελλάδα, να μην ξαναπάς στην Αυστραλία» του είπανε από το προξενείο. Και δεν μας αφήσανε. Εγώ στεναχωριόμουν για το σπίτι. Έχασα τις ευκολίες μου. Είχα στην αυλή, το πίσω μέρος του σπιτιού ήτανε κήπος και φυτεύαμε μελιτζάνες, μπάμιες, πιπεριές, μαϊντανό, άνηθο, ντομάτες και είχε και μία κρεβατίνα που όταν φύγαμε αφήσαμε 90 σταφύλια πάνω και κρεμότανε και σκεφτόμουνα αυτά και μου ήρθε τρέλα μου είχε έρθει. Μου ήρθε να τρελαθώ, λέω: «Τέτοιο σπίτι, που θα το ξανακάμω εγώ τέτοιο σπίτι;».
Με πρώτη ευκολία εξανάφτιαξα σπίτι. Με πρώτη ευκολία. Και με κήπο και με όλα.
Ελένη Τζαννή
Και θυμάμαι πολύ την Αυστραλία, έζησα πάρα πολύ όμορφα. Και βλέπεις το σπίτι; Ακόμα γεμάτο καγκουρό είναι!Έτσι είναι η ζωή μου. Όπου να δεις, καγκουρό έχω.
Μαρία Ποιμενίδου
Μήπως βλέπω και τις άλλες πάρθηκαν με αγάπη. Δεν μπορείς να προβλέψεις θα πάρω αυτόν και θα… δεν ξέρεις τι θα βγει στο τέλος. Καλός είναι πότε στραβώνει, στραβός πότε ισιάζει. Κανείς δεν ξέρει. Η πραγματική αγάπη μετά το γάμο φαίνεται, λέει, ο άνθρωπος.
Ελένη Σπιθάκη
Ήθελα πάρα πολύ να γίνει αυτό το προξενιό, με την καρδιά μου ήθελα. Ζήσαμε πολύ καλά μαζί και τον αναζητώ παρά πολύ, αλλά τι να κάνουμε που έτσι είναι η ζωή.