Λοιπόν, λέγομαι Ελένη Μαγγέλη. Είμαι απ’ την Αρχαία Επίδαυρο. Σκέφτηκα να σας πω μια ιστορία που έχει σχέση με την οικογένεια.
Πριν από 170-180 χρόνια, υπήρχε στην Επίδαυρο η πρώτη ταβέρνα, το Καπηλειό. Ανήκε στον Χρήστο τον Σακελίων. Ο Χρήστος ο Σακελίων ήτανε κρεοπώλης, είχε και κρεοπωλείο και ταβερνείο μαζί. Πήγαιναν όλοι εκεί και καθόντουσαν να πιούνε το κρασάκι τους. Εκείνα τα χρόνια δε χρειαζότανε να έχουν πολλά πλούτη, να έχουν πολλά χρήματα. Ένα κρασάκι, μια παρέα, μια συντροφιά, ήταν όλη τους η ζωή.
Ο προπάππους, απ’ ό,τι μου έχουν πει κι οι παππούδες του χωριού, ήταν ένας άνθρωπος πολύ σατράπης, πολύ σκληρός, αλλά είχε μία καρδιά μικρού παιδιού. Δεν άφηνε κανέναν να φύγει. Δηλαδή, μπορεί να είναι ο χειρότερος, εσύ θα του ανοίξεις το σπίτι σου κι αν δεν έχεις να του δώσεις χρήματα, θα του δώσεις λίγο τυρί, δυο ελιές, λίγο ψωμί, ένα ποτήρι κρασί και να σηκωθεί να φύγει.
Υπήρχε μία συμμορία ληστών στα βουνά της Κορινθίας, της Αρκαδίας και της Αργολίδας. Λεγόταν ο Λίγκος ο ληστής, έτσι ήταν το παρατσούκλι του. Είχε πάρει μαζί του τα ανίψια του. Αυτοί ήταν στα βουνά, τα λημέρια τους ήταν πάνω στα βουνά. Ο Λίγκος ο ληστής μαζί με τους άλλους, με τα πρωτοπαλίκαρά του, έκλεβαν, εκτός από τούς τοκογλύφους και τους πλούσιους, έκλεβαν τα μοναστήρια. Από ό,τι έχω ακούσει από την ιστορία, που μας την έλεγε η μητέρα μου συνέχεια, είχανε τάχα κλέψει κι εικόνες οι οποίες είχανε μεγάλη αξία. Υπήρχε ένας θησαυρός ο οποίος ήτανε κρυμμένος στη Στεμνίτσα, έξω από την Τρίπολη, σε μία σπηλιά μέσα, αλλά ποτέ δε βρέθηκε αυτός ο θησαυρός.
Οι ληστές τότε... όχι μόνο ο κόσμος δεν τους μίσησε, ίσως και να τους αγάπησε, γιατί προσπαθούσαν να μη βάψουν ποτέ τα χέρια τους με αίμα. Ναι μεν έκλεβαν, αυτά όμως που έκλεβαν τα έδιναν στους φτωχούς και βοηθούσαν ανθρώπους που δεν είχανε να περάσουν, δεν είχαν να ζήσουν, βοηθούσαν ανθρώπους που ουσιαστικά δεν είχαν ψωμί να φάνε. Βέβαια, όταν τα έκλεβαν απ’ τους πλούσιους και τους τοκογλύφους, τους έλεγαν: «Θα μας δώσετε ένα μερίδιο για να σας αφήσουμε να ζήσετε, αλλιώς δε θα σας αφήσουμε να ζήσετε».
Μια φορά, λοιπόν, η τότε κυβέρνηση ήθελε να εξαφανίσει αυτή τη συμμορία των ληστών. Έστειλε έναν ενωμοτάρχη απ’ το Ναύπλιον με δύο χωροφύλακες, γιατί ακούστηκε ότι ο Λίγκος ο ληστής ήτανε στο ταβερνείο του Χρήστου του Σακελίωνος, στην Παλαιά Επίδαυρο.
Ξεκίνησε ο ενωμοτάρχης με τους χωροφύλακες και κατέβηκε κάτω στο χωριό. Χτυπάνε την πόρτα, δεν απαντάει κανείς. Χτυπάνε πάλι την πόρτα, δύο φορές, πετάγεται ο Χρήστος ο Σακελίων κι είπε: «Δεν είναι εδώ πέρα κανένας ληστής». Ο προπάππους ήταν αδελφικοί φίλοι με τον ληστή. «Μα εμείς ξέρουμε ότι είναι μέσα!» Ο ληστής ανοίγει την πόρτα και λέει: «Παραδίδομαι. Αλλά, πριν να παραδοθώ, θα ‘ρθεις και συ μαζί μας, ενωμοτάρχη, μαζί με τους χωροφύλακες, να φάμε το κρέας που έχει φτιάξει στην μπογάνα η αδερφή του γέρο-Σακελίωνος».
Μπήκανε μέσα, λοιπόν, καθίσανε, φάγανε... αλλά επάνω στο τραπέζι, πες-πες, τον μεθύσαν τον ενωμοτάρχη! Ο ενωμοτάρχης σηκώνεται κάποια στιγμή και φεύγει με τους χωροφύλακας και πάει στο Ναύπλιο και λέει στους ανωτέρους του: «Δε βρήκα κανέναν, ούτε ληστή, ούτε τίποτα».
Έλα όμως που ένας εκ των δύο χωροφυλάκων ήθελε να πάρει τη θέση του ενωμοτάρχη... Και το μαρτυράει, ότι: «Ήπιαμε, φάγαμε κι ο ληστής, ο Λίγκος, ήτανε μέσα στο ταβερνείο του γέρο-Σακελίων». Η αστυνομία του Ναυπλίου τον ξήλωσε, του βγάλαν τα γαλόνια, του πήραν τη στολή, του πήραν και τα άρβυλα.
Ο ενωμοτάρχης γυρίζει κι έρχεται με τα πόδια απ’ το Ναύπλιον. Ένας απ’ τα πρωτοπαλίκαρα του Λίγκου του ληστή τον βλέπει στον δρόμο, το σφυράει στον ληστή και του λέει: «Ένας έρχεται», του λέει, «ξυπόλητος». «Τρέξε να τον πιάσεις και φέρ’ τον στα λημέρια μας». Τρέχουνε, λοιπόν, τον πιάνουνε. Ανεβαίνει επάνω, τον εγνώρισε ο Λίγκος ότι ήτανε ο ενωμοτάρχης. «Τι έγινε;» του λέει, «πώς κατάντησες έτσι;» «Τι να σου πω», του λέει, «"το και το" μου συνέβη, με ξηλώσανε, μου βγάλαν τα γαλόνια, μου πήραν τα παπούτσια κι ήρθα ξυπόλητος απ’ το Ναύπλιο. Τι θα κάνω εγώ τώρα;» του λέει. «Αυτή τη δουλειά ήξερα να κάνω». «Ένα και δύο, πάμε», του λέει, «στον γέρο-Σακελίων».
Κατεβαίνουν κάτω στο χωριό απ’ τα βουνά κι ο παππούς τον εβλέπει και λέει: «Τι έγινε;» Του λέει: «Γέρο-Σακελίων, θα δώσεις», του λέει, «σαν αντάλλαγμα, την αδερφή σου γυναίκα στον ενωμοτάρχη». Ο παππούς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν διαταγή τότε αυτό. «Να τη δώσω», του λέει. Την έδωσε. Του λέει του παππού: «Γέρο-Σακελίων, να σου πω και κάτι άλλο; Σαν αντάλλαγμα», του λέει, «για την αδικία που έγινε, τι θες να σου δώσω; Θες να σου δώσω την περιοχή Νησί; Θέλεις να σου δώσω», του λέει, «τα Κωλώτια; Θέλεις την Πίσσα»; Αυτά είναι μεγάλα στρέμματα με ελιές, είναι επάνω σε ράκη, σε βουνοπλαγιές, αλλά είναι με ελιές μέσα. Ο παππούς είπε: «Όχι, δε θέλω τίποτα από όλα αυτά. Θέλω», του λέει, «να πας και να ξεχρεώσεις την εφορία και να μην πληρώσει το χωριό μου, οι συγχωριανοί μου να μην πληρώσουν τίποτα».
Για πολλά χρόνια, μέχρι που ήρθε ο Μεταξάς, οι συγχωριανοί δεν πληρώνανε τίποτα στην εφορία. Τα ξεχρέωνε ο Λίγκος ο ληστής, γιατί το είδε αδικία αυτό που έγινε εκείνη την ημέρα.
Να μη στα πολυλογώ, παντρεύτηκε η αδερφή του παππού με τον ενωμοτάρχη, ήτανε πολύ αγαπημένοι, έκαναν οικογένεια, έκαναν εγγόνια. Από ό,τι μας έλεγε η μητέρα μου, ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι.
Αυτή η ιστορία με τον Λίγκο τον ληστή κι έχει γίνει δημοτικό τραγούδι, το όνομά του, κι έγινε και μία ταινία. Εμείς την είχαμε δει, γιατί την είχαν φέρει τότε στο χωριό. Υπήρχε ένας κινηματογράφος και φέρναν τέτοιες ταινίες και την είχαμε δει.
Αυτή είναι η συγγένεια που έχουμε με τον ενωμοτάρχη. Κι εγώ και τα αδέρφια μου σκεφτήκαμε: «Γιατί να μην έχουμε αυτή τη μεγάλη περιουσία;» Αλλά όμως, μεγαλώνοντας κι ωριμάζοντας, σκεφτήκαμε ότι νιώθουμε πολύ μεγάλη περηφάνια για τον παππού, γιατί δε σκέφτηκε κάτι για τον εαυτό του, κάτι που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σπίτι του, να μεγαλώσει την περιουσία του, παρά σκέφτηκε τους συγχωριανούς του.