Είμαι η Αγγελική Κυρίτση-Λυμπεροπούλου, εγγονή του Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, ο οποίος πνίγηκε το 1912, στις 15 Απριλίου, με τον Τιτανικό.
Ο παππούς μου ήταν Έλληνας που ζούσε στη Νέα Υόρκη από το 1900 κι είχε ένα εργαστήριο που έφτιαχνε χάλκινα χυτά αντικείμενα κι ήταν αρκετά χρόνια στην Αμερική. Αποφάσισε γύρω στο 1910 να γυρίσει στην Ελλάδα και να παντρευτεί μία από το χωριό του. Αυτός έκανε ένα παιδί, τον Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, κι αποφάσισε, αφού βάφτισε τον γιο του κι ήταν δύο μηνών, σε ηλικία τριάντα τριών ετών, να φύγει από την Ελλάδα, να πάει στην Αμερική, να τα πουλήσει όλα και να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα.
Όταν έφτασε στη Μασσαλία μαζί με τρεις συγχωριανούς, έμαθε ότι από την Αγγλία φεύγει ένα τεράστιο πλοίο που λεγόταν Τιτανικός, που έκανε μόνο δεκαπέντε μέρες να πάει στη Νέα Υόρκη, αντί για τρεις μήνες που έκαναν τα άλλα καράβια. Ακύρωσε τα εισιτήρια κι έκλεισε εισιτήρια με τον Τιτανικό, τρίτη θέση.
Έγραψε ένα γράμμα στη γιαγιά μου ότι άλλαξα τα εισιτήρια κι αποφασίζω να φύγω με το μεγαλύτερο και πιο γρήγορο καράβι του κόσμου: «Αγαπητή Αγγελική χαίρε, σε πέντε μέρες --ημερομηνία 25 Μαρτίου-- σε πέντε μέρες θα ταξιδέψουμε με το μεγαλύτερο κι ασφαλέστερο ατμόπλοιο του κόσμου. Είναι ο Τιτανικός. Κάνει το παρθενικό του ταξίδι. Να προσέξεις το παιδί να μην πέσει από τον μπαλκόνι».
Δυστυχώς όμως, το καράβι αυτό χτυπήθηκε από παγόβουνο. Επειδή δεν περίμεναν ότι αυτό το υπερσύγχρονο καράβι για την εποχή εκείνη θα συμβεί κάτι, δε διέθεταν ούτε φωτοβολίδες κινδύνου. Κι επειδή δεν είχανε φωτοβολίδες κινδύνου, έριχναν πυροτεχνήματα. Δίπλα από το Τιτανικό, την ώρα που άρχισε να βυθίζεται, πέρασε ένα κρουαζιερόπλοιο που λεγόταν Καρπάθια, το οποίο ήταν Ιταλικό. Δεν κατάλαβε τι γινόταν κι απομακρύνθηκε. Έτσι, ο Τιτανικός άρχισε να βυθίζεται σιγά-σιγά, οι άνθρωποι που ήταν μέσα, οι περισσότεροι πνίγηκαν.
Ο παππούς κατάφερε, επειδή ήξερε πολύ καλό κολύμπι, να μπει σε μία βάρκα μαζί με τρία άτομα. Και μετά από δύο μήνες βρέθηκαν πνιγμένοι, δεμένοι με τα σωσίβια, τα οποία είχαν φάει από την πείνα τους, μετά τη νεκροψία που έγινε στο στομάχι τους, από την πείνα τους τρεις μήνες μέσα στη θάλασσα, κι είχαν φάει τα σωσίβια κι είχαν δεθεί για να μπορέσουν να αντέξουν τη θαλασσοταραχή. Και τάφηκε στο Χάλιφαξ, του Καναδά.
Εδώ υπάρχει ένα γράμμα, το οποίο έστειλε ο αδελφός της γιαγιάς μετά το ναυάγιο, δύο μήνες. Αναφέρει: «Αδελφή Αγγέλω, εκ βάθους καρδίας, μάθαμε πριν δύο εβδομάδες πνίγηκε ο Παναγιώτης και τρεις άλλοι απ’ τον Άγιο Σώστη. Όμως, αδελφή Αγγέλω, δεν πνίγηκε μόνο αυτός, πήρε μαζί του άλλες δύο χιλιάδες ψυχές».
Η εταιρεία που είχε φτιάξει το καράβι, έδωσε πολύ μεγάλη αποζημίωση. Παρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη μία, έκανε ότι ήταν η χήρα του μακαρίτη και πήρε όλη την αποζημίωση. Τα μόνα αντικείμενα που πήρε πίσω η γιαγιά μου ήταν ένα ρολόι, ήταν το διαβατήριό του και μία ατζέντα που έγραφε τα χρέη που του χρωστούσαν διάφοροι χωριανοί. Τα γράμματα έχουν διαβρωθεί απ’ το νερό γιατί η ατζέντα ήταν πάνω του και βρέθηκε όταν ξεβράστηκε το πτώμα του στον Καναδά. Τα οποία είναι τα μόνα στοιχεία που έχουμε από αυτόν. Κι έχουμε ακόμα κι ένα καλλιτέχνημα που έχει φτιάξει σε αυτό το εργαστήριο.
Ο πατέρας μου ήθελε πάρα πολύ να μιλάει για αυτή την ιστορία. Τα μόνα στοιχεία που είχε από τον πατέρα του, τον οποίο δε γνώρισε ποτέ στην ουσία, δύο μηνών, δεν μπορείς να πεις ότι έχεις γνωρίσει κάποιο πρόσωπο, είναι ιστορίες που διηγιόντουσαν άλλοι στο χωριό που τον είχαν γνωρίσει.
Επειδή εντάξει, ήταν κάτι εντυπωσιακό από μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να υπάρχουν τέσσερις Έλληνες, από ένα χωριό ειδικά της Πελοποννήσου που λέγεται Άγιος Σώστης, εγώ είχα συγκινηθεί με την υπόθεση του Τιτανικού. Κι όταν ήμουν μικρή, γύρω στα δώδεκα-δεκατρία, μου άρεσε πάρα πολύ και βρήκα ένα παζλ, τον Τιτανικό. Το είχα απλώσει στο τραπέζι και το έφτιαχνα, το έφτιαχνα, το έφτιαχνα κι ένιωθα ότι μέσα σε αυτό το καράβι που έκανα σαν ήταν κι ο παππούς…