Μανόλης Μπαρδάνης, εξήντα ετών παρακαλώ, γέννημα-θρέμμα της Απειράνθου. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου μεγάλωσα εκεί, δεκαοκτώ χειμώνες σ’ αυτό το χωριό, έχω πάρα πολλές αναμνήσεις, μνήμες, παιδικές, εφηβικές. Αλλά θα σου πω μια ιστορία αυτή τη στιγμή.
Στη σάλα μας, εκεί που κοιμόμαστε, δίπλα στην ντουλάπα, ήταν η συρταριέρα. Kαι πάνω στη συρταριέρα, έμελλε να μπει η πρώτη τηλεόραση που ήρθε στο χωριό. Πώς τώρα εμείς, φτωχοί, να έχουμε τηλεόραση; Ένας θείος, στρατηγός εν αποστρατεία και τα λοιπά, μας την έκανε δώρο. Φοβερό πράγμα, τηλεόραση! 1971-72, τηλεόραση στο χωριό;
Ασπρόμαυρη βέβαια. Άντε να πιάσεις τα κανάλια, άντε να ανεβαίνεις στην κεραία: «Ναι, εκεί!» «Όχι εκεί, γύρισε πιο δεξιά την κεραία…» ένας χαμός. Ο τεχνίτης ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου, ο τεχνίτης που έφτιαχνε τη -ο οποίος ήταν ένας φασίστας εκ των υστέρων, δηλαδή μάθαμε και τα λοιπά, ναι, κανονικός φασίστας- αλλά ήτανε τόσο καλός που ήταν αυτός που θα μας έπιανε τα κανάλια, ας πούμε, ξέρω ‘γω, και τα λοιπά...
Το βράδυ μαζευότανε όλοι, όλες οι γειτόνισσες για να δούνε δύο σειρές που παιζότανε: η μία σειρά ήτανε «Ο Άγνωστος Πόλεμος» του Φώσκολου παρακαλώ, ήταν η πρώτη αυτή που ξεκίνησε ο Φώσκολος κι «Οι Έμποροι των Εθνών» του Παπαδιαμάντη. Δύο σειρές που παιζόταν σε επεισόδια αργά το βράδυ και γινόταν ο χαμός. Όλες οι γειτόνισσες, και πιο μακριά από γειτονιά, μαζευότανε μέσα στη σάλα να δούνε τη σειρά.
Πώς καθόνταν όμως οι γειτόνισσες; Ερχότανε καμιά εικοσαριά να δούνε τη… δεν ήτανε, τέσσερις καρέκλες είχαμε όλες κι όλες, οι υπόλοιπες πού θα καθίσουνε; Τα κρεβάτια μας λοιπόν ήταν το κάθισμα για τις γειτόνισσες. Εμένα χωρούσαν πέντε: δύο στο εκεί που είναι τα πόδια, άλλες δύο πλάγια κι η μία ακριβώς καθότανε η μισή πάνω στο μαξιλάρι μου! Αυτό δεν θα το ξεχάσω, δεν μπορούσα να γυρίσω, ένιωθα την αριστερή της πλευρά όλη ν’ ακουμπάει πάνω στο μάγουλό μου και πάνω στο μαξιλάρι. Δεν μπορούσαμε να δούμε και τίποτα γιατί ήτανε μπροστά μου και δεν έβλεπα. Α και η τηλεόραση διαπασών! Κουφές οι πιο πολλές κι έπρεπε να είναι στη διαπασών, να ακούνε. Άσε που μύριζε το μαξιλάρι μου, το κρεβάτι, οι αναπνοές τους, γιατί τρώγανε σκόρδα για την πίεσή τους, τώρα εκεί που κοιμάσαι κάτι, ένας χαμός!
Και καλά όλα αυτά. Η συζήτηση μεταξύ τους; Να συζητάνε για τα αυτά που γινότανε και να τα περιγράφουνε. Να λεν τώρα για τον «Άγνωστο Πόλεμο». Ήτανε κατοχικό, στην περίοδο της κατοχής διαδραματιζόταν με τους Γερμανούς κατακτητές και τα λοιπά, γινότανε πόλεμος, σκοτωμοί, φασαρίες… καλά. Λέει:
«Μωρή, μα λες και θα το σκοτώσουνε το παλικαράκι;»
«Σώπα! Μα ο θείος του, ο Βαρτάνης, θα τον σώσει», κάνει η μια.
Είναι μέσα η γιαγιά μου, που είναι η αδερφή του δωρητή της τηλεόρασης, η οποία έχει μία έπαρση μεγάλη και μιλάει πάντα για τον αδερφό της, έτσι ας πούμε. Λέει: «Το όνομα Βαρτάνης του το δώσκανε για τον αδερφό μου, τον στρατηγό Βαρδάνη», Βαρδάνης ήταν το επώνυμο. Δεν δίνουνε σημασία στο κόρδωμα γιατί ακούγονται πυροβολισμοί και τα λοιπά.
Στους πυροβολισμούς λοιπόν στην τηλεόραση… άλλη έπιανε τα μάγουλά της και χτυπιότανε: «Ω Παναγία μου!» να κάνει, άλλη να βαράει τα τέτοια της, η αυτή που ήταν δίπλα μου, μού τίναζε κάτι με τον αγκώνα, κάτι ξυλιές, με είχε σακατέψει! Πώς να κοιμηθείς εκεί πέρα;
Η άλλη σειρά όμως, είχε την εξής φάση: είχε έρωτα και μοιχεία, είχε πάθος, κι είχε πράγματα πρωτόγνωρα για το χωριό να βλέπουνε. Θυμάμαι τον διάλογο:
«Όμορφη που ‘ναι η Αυγούστα η κακοθάνατη. Μωρέ μα θωρείς τήνε ω Νέζα;»
«Ια να δεις που θα την κλέψει ο Ενετός!»
«Ναι, κλέψιμο χρειάζεται; Δεν θωρείς πως τόνε γλυκοκοιτάζει;»
«Και θ’ αφήσει τον Αξώτη για τον Μάρκο;»
«Κι άμα το νιτερέσο του δεν δουλεύγει, ήντα να κάμει η καλότυχη;»
Και «κακακακα!» τα γέλια, να γελάνε… Ξαφνικά σταματάνε τα γέλια όμως. Ώχου, λέω, τέλειωσε, να κοιμηθώ. Μα Παναγία μου, θα κοιμηθώ! Ωραία, ωραία... αλλά δεν έβαζε τη μουσική τέλους, λέω τι γίνεται; Αλλά νιώθω κιόλας να τρέμει το κρεβάτι μου, να τρέμει, να σείεται. Λέω πάει, τρελάθηκα, σεισμός γίνεται, τι είναι αυτό το πράγμα;
Η γειτόνισσα η δίπλα κουνιόταν ολόκληρη, να σείει το μαξιλάρι μου. Αλλά και οι άλλες γειτόνισσες το ίδιο κάνανε. Λέω Θεέ μου, λέω, τί γίνεται; Σηκώνομαι να δω, τι βλέπουνε; Κάνω έτσι το κεφάλι μου και βλέπω… τον Μάρκο τον Σανούδο να φιλιέται παθιασμένα με την Αυγούστα! Πού να ξαναδούνε τέτοιο φιλί οι Απεραθίτισσες οι γριές; Τρέμανε όλες, σειόταν τα πάντα!
Εν πάση περιπτώσει σε κάποια φάση μπαίνει τέλος, τίτλοι μπαίνουνε, και τελειώνει η σειρά. Επιτέλους θα κοιμηθώ.