Τώρα θυμάμαι… ήτανε από την Κωνσταντινούπολη ο παππούς. Ο Άνθιμος. «Παππού» τον λέω, γιατί τον λέω τώρα και στα εγγόνια του. Ήτανε από την Κωνσταντινούπολη κι όταν φύγανε στον διωγμό αυτός, όλοι ήρθανε, η οικογένειά του, στην Κοκκινιά, στη Νίκαια. Αλλά εκείνος έφυγε και πήγε στη Γαλλία, ο παππούς ο Άνθιμος. Εκεί κάθισε οκτώ χρόνια. Είχανε σιδεράδικο. Ήταν μικρός στην ηλικία, με τον αδερφό του, και δουλεύανε σιδεράδες στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αποτελείωσε κι έγινε καλός τεχνίτης κι ήρθε στην Ελλάδα μετά από οχτώ χρόνια, απ’ την προσφυγιά. Από το ‘22, θα ήρθε κατά το ‘30. Παντρεύτηκε τη μάνα μας.
Μάνα Κωνσταντινοπολίτισσα. Μάνα αρχόντισσα. Ούτε… κι αν είχε φτώχεια, δεν ήξερε κανένας. Μία κυρία, μας είχε και μας έβγαζε έξω. Με τη διασκέδασή μας, από προπολεμικά. Μας έπαιρνε μαζί. Σε κινηματογράφο πήγαινε, στα θέατρα πηγαίνει, μας έπαιρνε, τα βόλευε να βλέπουμε πολιτισμό. Να βλέπουμε. Μας αγόραζε βιβλία, ενώ όλοι γύρω-γύρω ήταν άνθρωποι, παιδάκια που δεν πήγανε ούτε στο δημοτικό σχολείο. Βιβλία διαβάζαμε, μεγάλα βιβλία. Καθόμασταν γύρω-γύρω, μαγκάλι είχαμε. Ένα μεγάλο μαγκάλι, το άναβε και διάβαζε μία κι ακούγαμε όλες. Διαβάζαμε βιβλία. Όχι μόνο του σχολείου, πολλά βιβλία. Ήταν καλή μάνα. Καλή μάνα. Αρχόντισσα μάνα. Κυρία, κυρία η μάνα μας. Δε νομίζω να υπάρχει καλύτερη μάνα.
Μεγαλώναμε όπως πρέπει. Φτωχοί ήμασταν, ο πατέρας μου ήτανε τεχνίτης. Περνάγαμε καλά. Όταν ήμουνα νήπια, πρώτη τάξη, το ‘40 κηρύχτηκε ο Αλβανικός πόλεμος. Το ‘40 πια, δεν το λογαριάζει κανένας, ήτανε συμφορά για την Ελλάδα.
Ο πατέρας μου έκανε ό,τι μπορούσε και δε χάσαμε κανένα μέλος της οικογένειας από πείνα, από δυστυχία. Έπρεπε να πουλήσει λίγο, να πάρει εμπόριο λίγο, κάτι υφάσματα που ‘χε η μάνα για σεντόνια και τέτοια. κάτι από το σπίτι, κάτι από το παζάρι στο Μοναστηράκι. Να ξαναφύγει πάλι, να ξαναφέρει κάτι να φάμε, λίγο σταράκι, λίγο καλαμπόκι για τα παιδιά, δυο-τρία αυγά. Φασόλια φέρνανε. Βοήθησε πολλούς ανθρώπους. Μέχρι άνθρωπο πήρε από τους Γερμανούς, που θα τον εκτελούσανε. Γιατί ήξερε αυτά τα λίγα γαλλικά που ήξερε. Τα πολλά γαλλικά, γιατί διάβαζε κι εφημερίδα. Τέλος πάντων, ήτανε άνθρωπος ανεκτίμητος. Ανεκτίμητος πολύ άνθρωπος. Πολύ άνθρωπος.
Να πεθαίνει ο κόσμος μες στα χαντάκια. Άλλον βρίσκανε μπρούμυτα, άλλον ανάσκελα να βλέπει τον Θεό. Πείνα! Στη Νίκαια μέναμε. Δυστυχία! Ουρλιάζανε οι πεινασμένοι: «Έλεος!» «Βοήθεια!» «Δώστε μας!»
Εδώ στη Νίκαια να γίνονται οδομαχίες στη γειτονιά, να κυνηγάνε τον Γερμανό. Να σκοτώνουνε έναν Γερμανό, να μαζεύουνε σαράντα ανθρώπους να τους εκτελέσουνε. Να πηγαίνουνε νύχτα στα σπίτια όπου καταλαβαίνανε ότι ήτανε κάποιος που αγωνιζότανε, να τον εκτελούν με την οικογένειά του. Τα Ες-Ες να γυρίζουνε τη νύχτα, να μας κλείνουνε από τις οκτώ το βράδυ μέσα. Να μην μπορούμε να κυκλοφορήσουμε, όλα τα χρόνια της Κατοχής. Μετά, το ‘43, E΄Δημοτικού κλείσαν τα σχολεία. Κλείσαν τα σχολεία πια και μείναμε στα σπίτια μέσα κλεισμένοι.
Το ‘44 έγινε το μπλόκο στην Κοκκινιά. Ε, τότες ήτανε πια που την αποτελειώσανε τη Νίκαια.
Να είναι οι Γερμανοί να είναι κατεβασμένοι μέχρι τον δεύτερο δρόμο μετά, πριν τη μάντρα. Τη μάντρα του μπλόκου, που μαζεύανε και σκοτώνανε τους ανθρώπους. Αφού βασανίζανε με ξύλο, μετά τους πυροβολάγαν και τους σκοτώνανε. Κάνανε μεγάλο κακό οι Γερμανοί. Έναν Εγγλέζο τον κρεμάσανε στη μουριά.
Χτυπάγανε τις πόρτες, τις σπάγανε, μπαίνανε μέσα, παίρνανε τον άνθρωπο, τους ανθρώπους, δηλαδή. Εμείς τον πατέρα μας, η μητέρα μου δεν τον άφησε να πάει στο μπλόκο. Αν πήγαινε θα τον σκοτώνανε. Γιατί ήταν κι αυτός, αγωνιζότανε στην Αντίσταση. Σκοτώσαν τον φίλο του, σκοτώσαν τον άλλο φίλο του. Το μάθαμε, ακούστηκε. Και σκέφτηκε πως όταν πάει στο μπλόκο, θα τον σκοτώνανε και αυτόνα.
Είχαμε καταφύγιο και μέναμε όλοι μέσα όταν ήτανε οι σειρήνες. Ωραίο, με χώμα από πάνω. Με τσουβάλια με χώμα για τα βλήματα. Ο πατέρας μου έμπαινε στο καταφύγιο, έριχνε σκεπάσματα η γιαγιά, να πει ότι λιάζει ρούχα, να μην φαίνεται η πόρτα, μετά τα τραβάγαμε, μετά… ώσπου, έγινε τέσσερις η ώρα και πήρανε όμηρους όσους είχανε απομείνει.
Τους πήγανε στο Χαϊδάρι. Πήρανε τον θείο Ηράκλη, πήρανε τον Ντίνο, τους συγγενείς. Μετά, τον στείλανε στη Γερμανία. Ευτυχώς ο άνθρωπος γύρισε. Μπόρεσε και γύρισε, απ’ όταν μπήκαν οι Αμερικάνοι στη Γερμανία. Τους ελευθερώσανε. Αλλά οι πιο πολλοί, πήγανε για… αυτοί που μαζέψανε πριν τις 17 Αυγούστου, για το μπλόκο που μαζέψανε από την οδός Ιωνίας, αυτοί γίναν σαπούνι οι άνθρωποι. Τους βάλανε στα κρεματόρια.
Μεγάλο κακό το μπλόκο. Κάψανε σπίτια. Σπίτι πάρα σπίτι είχε νεκρό. Σπίτι παρά σπίτι είχε νεκρό. Μεγάλο κακό. Σκοτώσανε του κόσμου τα παλικάρια, γύρω-γύρω από τη γειτονιά μας. Φάγανε πολύ κόσμο. Θρήνος. Να κλαίμε, να γυρίζουμε να μάθουνε ποιος σκοτώθηκε, ποιος δεν σκοτώθηκε. Τα παιδιά, δικοί μας ανθρώποι. Από κει και πέρα, η Κοκκινιά ήτανε μέσα σ’ ένα πένθος. Μέσα σ’ έναν θρήνο.
Όταν, πια, ήρθε η Απελευθέρωση, πήγαμε κανονικά στα σχολεία τα παιδάκια όλα. Αλλά, δυστυχία. Ήταν τα Δεκεμβριανά, ήτανε άλλα πια ύστερα, από κει και πέρα. Μεγάλο κακό για την ηλικία τη δικιά μας. Μεγάλη δυστυχία. Και μετά από τον πόλεμο, ούτε δουλειές υπήρχανε, ούτε τίποτα. Τίποτα απολύτως. Με το ζόρι ο κόσμος τα ‘βγαζε πέρα. Για ένα μολύβι στο σχολείο, το έκλεβε από το ένα παιδί στο άλλο. Αν ξέχναγες στο διάλειμμα το τετράδιό σου, το ‘χανες. Λείπανε από τα παιδιά. Τέλος πάντων, οι κοπέλες οι άλλες, η μικρή και η μεγάλη, καταφέρανε να σπουδάσουνε. Να βγάλουνε δηλαδή το γυμνάσιο.
Ε, εγώ έμεινα με το δημοτικό και με μία τεχνούλα μοδιστρικής. Τέχνη, ας πούμε, που με βοήθησε πάρα πολύ. Κι έτσι ζήσαμε. Δουλέψαμε. Και λεύτερη δούλευα, και παντρεμένη δούλευα. Ήτανε καλή η τεχνούλα που ήξερα. Βοήθησε πολύ την οικογένεια, βοήθησε να φτιάξω κάτι για τα παιδιά, να έχουνε ένα κεραμίδι. Και ναι, χάρις των παιδιών μου, που είναι τόσο καλά παιδιά και με προσέχουνε και τα έχω κοντά μου, είμαι καλά.