Πολύ δύσκολα χρόνια. Σκληρός ο πόλεμος.
Ήταν τον Φεβρουάριο. Ήρθαν οι Γερμανοί, πέρασαν το πρωί από εδώ οι Γερμανοί και πήγαιναν προς τα Πελετά. Εν τω μεταξύ, ρώτησαν: «Ήταν αντάρτες εδώ;» και τους είπαμε όχι. Όταν φύγανε οι Γερμανοί, πλάκωσαν οι αντάρτες. Δεν είχε περάσει μιάμιση ώρα. Βάλαν τα κιάλια, τους είδαν οι Γερμανοί και ξαναγύρισαν.
Εγώ είχα πάει σε αγροτικό χωριό κάτω, στο Πηγάδι, και γύριζα με τα ζώα φορτωμένος. Κι όταν έφτασα εδώ στην πλατεία, έσκασε η πρώτη οβίδα. Εδώ επάνω, ακριβώς. Κι εγώ ήμουν εκεί χάμω. Ώσπου να πάω να ξεφορτώσω απάνω στου θείου μου το σπίτι, έσκασε και δεύτερη οβίδα. Πήγα στο σπίτι μας εδώ πέρα κι είδα τα πρώτα σπίτια να πιάσουνε φωτιά, να καίγονται, στην κάτω γειτονιά. Περνούσαν οι Γερμανοί, βάνανε φωτιά.
Όταν καίγονται εξακόσια σπίτια μαζεμένα, καίγονταν στρώματα μέσα, ρούχα, ο καπνός αυτός ήταν αποπνικτικός. Δεν μπορούσαμε ν’ αναπνεύσουμε κι είπα θα σκάσουμε, θα πεθάνουμε. Έπαιρνα χιόνι κι έτριβα τα μούτρα μου, για να μπορέσω να αναπνεύσω. Κάηκαν και ζώα μέσα. Δεν πρόλαβαν να τα βγάλουν έξω και κάηκαν και ζώα. Φουντάλωσαν όλο το χωριό.
Πέρασαν και «Γερμανοί» οι οποίοι ήταν Έλληνες, με γερμανική μπότα. Έλληνες. Ήταν ένας λόχος από τη Σπάρτη απ’ έξω, ο οποίος ήταν με τους Γερμανούς μαζί. Με τους Γερμανούς, μαζί. Και περνάει κάποιος και λέει:
«Τάδε», του λέει, «μήπως είδες τον τάδε;»
Και του ‘πε αυτός: «Δεν σου είπα ρε να μη μιλάς ελληνικά; Υπάρχει φόβος να μας σκοτώσουν εδώ!» Εγώ, μού ‘μεινε το όνομα αυτουνού.
Κάηκε το χωριό, μείναμε στον δρόμο. Όλο το χωριό. Τα σπίτια είχαν καμάρες και κοιμόμασταν μέσα στις καμάρες, στις καμάρες από κάτω. Εμείς προλάβαμε και βγάλαμε και λίγα στρώματα έξω και λίγα πράγματα. Μας έστρωσε η αδερφή μου η μεγάλη, η Σοφία, μας έστρωσε ένα στρώμα επάνω στο χιόνι και ξαπλώσαμε και μας εσκέπασε, για να μην ψοφήσουμε απ’ το κρύο.
Αρχίσαμε και προσπαθήσαμε όλοι να μαζεύαμε κάτι, ξυλεία, το ένα, το άλλο, πλάκες, για να αρχίσουμε να σκεπάζουμε το έστω κι ένα δωμάτιο, να μπούμε μέσα. Παιδάκι ήμουνα, δεκατριών χρονών, εκουβάλαγα οκτώ φορτώματα πλάκα την ημέρα από ένα νταμάρι εδώ, που βγάζανε. Ή ξυλεία φόρτωνα, ξυπόλυτος, γυμνός. Η μητέρα μου χάλασε ένα χιραμάκι για να μας φτιάξει από ένα παντελόνι με τον αδερφό μου, να ζήσουμε, να μην κρυώνουμε.
Κοιτούσαμε πώς θα μάσουμε κάνα χόρτο, να βγάλουμε κανέναν βολβό για να ζήσουμε, γιατί πολύς κόσμος πέθαινε από την πείνα. Είχαμε τρεις μήνες χωρίς μπουκιά ψωμί, χωρίς λάδι. Εγώ και δεκατριών χρονών που ήμουνα, ήμουνα κατσούφης, γιατί από την πείνα και την αβιταμίνωση, έδειχνα για έξι-εφτά χρονών.
Επήγα υπάλληλος σε κάποιον ντόπιο πατριώτη. Με κακομεταχειριζότανε, με χτύπαγε, με έβριζε: «Τεμπέλη!» «Κηφήνα!» «Το τρως χαράμι το ψωμί!» Δεν εμίλαγα, γιατί φοβόμουνα. Αν με έδιωχνε; Mου έδινε ένα παξιμαδάκι την ημέρα και πέντε-έξι ελιές. Αυτό ήταν το φαγητό που έτρωγα. Υπόφερα πολύ. Μέχρι που πέρασε η κατοχή κι η πείνα. Σκληρά χρόνια, σκληρά, πολύ σκληρά χρόνια.
Μετά από πολλά χρόνια, που πήγα στον Καναδά, πήγαινα στο καφενείο το ελληνικό να πάρω μια εφημερίδα. Ακούω, ήταν μια παρέα πέντε-έξι και δημοκοπούσαν. Και λέει ο ένας: «Ο Έλληνας θέλει ξύλο, θέλει βούρδουλα, θέλει δικτατορία, θέλει…» Και μπαίνει ο άλλος και του λέει: «Ρε συ…» του είπε το όνομά του, του λέει: «Δεν αφήνεις και κανέναν άλλονε να μιλήσει;»
Εγώ όταν άκουσα το όνομά του, πηγαίνω και του λέω:
«Είσαι ο κύριος τάδε;»
«Ναι. Εσύ ποιος είσαι;»
Του λέω: «Είμαι αυτός που έκαψες στον Κοσμά, την τάδε ημερομηνία, που είχες τη γερμανική μπότα κι ήσουνα με τα Ες-Ες».
«Δεν ξέρεις τι λες!» μου λέει.
«Ξέρεις πόσοι Κοσμίτες είναι εδώ», του λέω, «που τους ξεσπίτωσες, που τους έκαψες; Θα στο βράσουν το στάρι!» του λέω.
Και την ίδια βραδιά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπαρουσιάστηκε πουθενά.