ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΛΕΞΗ ΤΟ ΝΑ ΛΕΣ ΚΑΠΟΙΟΝ «ΠΑΤΕΡΑ»
ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΛΕΞΗ ΤΟ ΝΑ ΛΕΣ ΚΑΠΟΙΟΝ «ΠΑΤΕΡΑ»
Περιγραφή
Ένα παιδί χωρισμένων γονιών αναζητά την πατρική φιγούρα μεταξύ του βιολογικού του πατέρα και του πατριού του.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ορέστης Φακορέλλης
Αφήγηση
- Ο αφηγητής ζήτησε ψευδωνυμία
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Η μητέρα μου με έκανε εμένα στα είκοσι τρία. Έτσι όπως το βλέπω και με τις συζητήσεις που έχω κάνει με τη μητέρα μου κυρίως, αντιλαμβάνομαι ότι έμεινε έγκυος σε εμένα με τον πατέρα μου, βεβαίως και τον αγαπούσε κι είχαν μία σχέση μεταξύ τους, αλλά δεν πιστεύει ούτε κι η ίδια ότι ήταν ο ιδανικός άντρας για εκείνη. Κι ότι απλά μπήκε στη ροή να κάνει ένα παιδί.
Εντέλει, παντρευτηκαν οι γονείς μου. Δεν ήταν πετυχημένος γάμος. Μείνανε μαζί δύο χρόνια, με αποτέλεσμα εγώ να μη θυμάμαι καθόλου τους γονείς μου μαζί.
Mε τον πατέρα μου ουσιαστικά βρισκόμουνα όταν με έπαιρνε το σπίτι. Έλεγε ένα τυπικό «γεια» στη μητέρα μου, δε συζητούσαν καν πολύ μπροστά μου. Κι από όταν ήμουνα μικρός θυμάμαι να με παίρνει και να με πηγαίνει στο πάρκο για να παίξω, στα Goody's για να φάμε, σε παιδότοπους, στο οτιδήποτε τέτοιας φύσεως. Κι εντέλει, με τον πατέρα μου δεν είχαμε κάποια σοβαρή κουβέντα. Ιδιαίτερα σε αυτά τα παιδικά χρόνια, αισθανόμουνα ότι ο πατέρας μου ήταν σαν κάποιος μακρινός συγγενής, σαν ένας θείος, σαν κάποιος που δεν έχεις κάποια ουσιαστική σχέση, απλά τον φέρνει η μάνα σου στο σπίτι, κάπως έτσι.
Όταν ήμουνα κοντά στα τέσσερα-πέντε μπήκε στη ζωή μου ο πατριός μου. Σε εκείνα τα χρόνια, γύρω στα πέντε με έξι, είναι κι η μοναδική ανάμνηση που έχω με τους γονείς μου κάπου εκτός από το σπίτι μου, από την πόρτα του σπιτιού μου για να με πάρει ο πατέρας μου. Κι αυτή η ανάμνηση πάει κάπως έτσι: Είναι ότι μου λέει η μαμά μου: «Ξέρεις τι; Σήμερα, Θοδωρή, το πρωί, θα πάμε να σου κάνω εξετάσεις αίματος». Και μου λέει: «Θα είναι κι ο μπαμπάς σου». Εγώ παραξενεύτηκα πάρα πολύ γιατί δεν το έχω συνηθίσει αυτό. Δεν έχω συνηθίσει οι γονείς μου να βρίσκονται ταυτόχρονα σε κοινό χώρο.
Ήταν γενικά μια περίεργη ατμόσφαιρα, που κι εγώ δεν ήξερα πώς να την αξιολογήσω. Απλά υπήρχαν περίεργα περιστατικά που κάτι μου βγάζαν, που τότε δεν μπορούσα να γνωρίσω τι είναι. Και τα τελευταία χρόνια, με την ενηλικίωσή μου, είναι που έμαθα ότι ο πατέρας μου ουσιαστικά είχε πάει να κάνουμε κι οι δύο αυτό που μου παρουσίαζαν σαν τις εξετάσεις αίματος, που ήταν τεστ DNA. Κι αυτό είναι τα χρόνια που είχε γνωρίσει πλέον η μητέρα μου τον πατριό μου.
Δηλαδή, δεν ήξερα τι είναι ο πατέρας. Δηλαδή, εγώ είχα πιο κοντά σαν πατέρα μου, πριν μπει στη ζωή μου ο πατριός μου, τον παππού μου. Και σιγά-σιγά όταν ξεκίνησαν να ζουν και μαζί ο πατριός με τη μητέρα μου, κι όταν ήμουν έξι χρονών αποκτήσανε κι ένα παιδί, εκεί είναι που έγινε η αλλαγή.
Εγώ έχω ελάχιστες αναμνήσεις να φωνάζω τον πατριό με το όνομά του ή να τον λέω «πατριό». Ήταν ο πατέρας μου. Κι έτσι μου έχει μείνει. Για μένα ήταν πάντα ο πατέρας μου κι ουσιαστικά σκεφτόμουνα ότι αισθανόμουν κι αμήχανα που έχω δύο άτομα που τους λέω «πατεράδες». Γιατί; Γιατί τον έναν τον αισθάνομαι και τον άλλον, δεν τον αισθάνομαι. Δηλαδή, αισθανόμουνα τον πατριό μου να τον πω «πατέρα» μου. Είναι τεράστια λέξη το να λες κάποιον «πατέρα».
Με τον πατριό μου… δηλαδή, όσο έκανε και δύο παιδιά με τη μητέρα μου στην πορεία, δεν έβλεπα καμία διαφοροποίηση στον τρόπο που συμπεριφέρεται. Ήταν λες κι ήμουν από πάντοτε το παιδί του, λες και τα αδέλφια μου δεν είναι ετεροθαλή. Αισθανόμουνα λες κι έχω την οικογένειά μου κι είναι αυτό.
Και μετά, με τον πατέρα μου ουσιαστικά δεν είχαμε άμεση επικοινωνία. Βγαίναμε, ΟΚ. Με έπαιρνε. Δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική κουβέντα. Είναι αυτά, ότι γέμιζε τον χρόνο γιατί έπρεπε να περάσουμε χρόνο μαζί, γιατί έπρεπε να βρισκόμαστε. Υπήρχε μία διαρκής αμηχανία. Κι ακόμα κι όταν πηγαίναμε και βλέπαμε κάποιους συγγενείς —σπάνια απ’ την πλευρά του πατέρα μου— υπήρχε γενικά αυτή η αμηχανία. Ήταν λες κι ήμουνα αυτό το παιδί απ’ αυτόν τον αποτυχημένο γάμο. Ήταν περίεργα τα βλέμματα. Μου έχει μείνει αυτή η αίσθηση. Αισθάνεσαι σαν να είσαι λίγο «το λάθος». Το οποίο δεν υπήρχε, βεβαίως, πουθενά αυτή η αίσθηση με την οικογένεια του πατριού μου ή με την οικογένεια της μητέρας μου. Ήταν λες και συνέχεια κλίνω απ’ την άλλη πλευρά και δεν μπορώ να αισθανθώ τον πατέρα μου κάτι παραπάνω, ως κάποιον που μας συνδέει το αίμα και τα γονίδια.
Και γενικά, ήταν ότι αισθάνθηκα ότι γενικά ο πατέρας μου έχει και καλύτερα πράγματα να κάνει, απ’ το να βρίσκεται μαζί μου. Δηλαδή, έχω ανάμνηση τώρα να μιλάω τηλεφωνικά με τον πατέρα μου περίπου σ’ αυτή την ηλικία…. πόσο να ‘μουνα; Έντεκα; Και να μου λέει:
«Ξέρεις τι, Θοδωρή; Σήμερα δεν μπορώ να σε πάρω».
Και λέω: «ΟΚ».
Στεναχωρήθηκα κι εγώ κιόλας. Δηλαδή, ήταν μία απόρριψη αυτό. Και τέλος πάντων, με βλέπει η μητέρα μου: «Εντάξει. Δεν πειράζει. Θα πάμε εμείς μια βόλτα με τον πατριό σου. Θα σε πάρουμε μαζί να πάμε έξω». Κι η πλάκα είναι ότι πετυχαίνω με τη μητέρα μου και τον πατριό μου, τον πατέρα μου με την τώρα γυναίκα του. Τους είδα και κοκάλωσα. Μου έχει πει ότι έχει κάτι σοβαρό να κάνει. Κι ήταν, ξες, μία απόρριψη ακόμα.
Γύρισα μετά σπίτι μου κι αισθανόμουν τόσο τυχερός... δε φαντάζεσαι. Μπήκαμε στο σπίτι μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αγκαλιάσω τον πατριό μου γιατί αισθανόμουνα πω πω, δεν μπορώ άλλο αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να αισθάνομαι έτσι με κάποιον άνθρωπο.
Και τώρα αυτό έρχεται σε αντιπαραβολή με το πώς λειτουργεί ο πατριός μου μαζί μου. Είναι ότι πάντα τον θυμάμαι να προσπαθεί να συμβάλει στον τρόπο που εγώ θα μεγαλώσω, με το καλύτερο: από το σχολείο, σε ποιο σχολείο θα πάω, να βρισκόμαστε οι δυο μας πάρα πολύ σε δραστηριότητες, να βγαίνουμε έξω, να παίξουμε μπάσκετ, να με πηγαίνει σε φίλους και να καθόμαστε εμείς, ο φίλος μου, οι γονείς του κι ο πατριός μου.
Θυμάμαι ότι μόλις είχα πάει πρώτη Δημοτικού —ουσιαστικά είναι κι απ’ τις πρώτες πολύ δυνατές αναμνήσεις— και να μου κάνει ο πατέρας μου, να μην έχει έρθει κάνει καν η μητέρα μου... —Είδες; Πάλι, «ο πατέρας μου»— ο πατριός μου, και να έχει αναλάβει και να μου έχει κάνει μόνος του πάρτι έκπληξη με όλους τους συμμαθητές μου, Α΄ Δημοτικού. Καλά, εγώ είχα πάθει σοκ, έτσι; Προφανώς, γιατί είναι κάτι το οποίο δεν το περιμένεις, γιατί έπαιζε ακόμα στα όρια του «ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι είναι;» Κι όταν βλέπεις τόσο μεγάλες κινήσεις…
Ή ότι ήταν και πάρα πολύ ωραίο να τον βλέπω να με μαλώνει. Δηλαδή, τον αισθανόμουνα πατέρα μου. Ήταν εκεί να με μαλώσει, να μου πει αυτό είναι σωστό κι αυτό δεν είναι, να μου βάζει κάποια όρια. Κι είχαμε και κόντρες. Δηλαδή, δεν είναι ότι απλά ήταν μία εύκολη σχέση, ξέρεις, είναι κάποιος ο οποίος δεν σε κοντράρει ποτέ γιατί σε φοβάται, γιατί είσαι πάντα «ο γιος που θέλει να κερδίσει». Ήμουν πλέον «ο γιος του», κανονικά. Δηλαδή, και θα τσακωνόμασταν. Και στο ξύλο έχουμε πλακωθεί...
Κι εντέλει κι εμένα αυτό μου έχει διδάξει. Δηλαδή, είναι... έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπω εγώ τη σχέση μου με τους ανθρώπους. Το πώς με έχει διεκδικήσει ο πατέρας μου κι έχουμε γίνει οικογένεια, το ότι μπορείς κι εσύ να φτιάξεις μία οικογένεια χωρίς να σε συνδέει το αίμα και τα γονίδια. Πιστεύω ότι με ώθησε στο να δω ότι ξέρεις τι; Η οικογένεια είναι κάτι που το χτίζεις, εντέλει.