Με λένε Μαρία Αναγνωστοπούλου, κατάγομαι από την Αμαλιάδα, σπούδασα στην Πάτρα Κοινωνική Εργασία, δηλαδή είμαι κοινωνική λειτουργός. Εγώ ήρθα στην Παραμυθιά το 1995. Γνώρισα τον σύζυγο μου τον Γιάννη τον Δημάκα στην Αθήνα κι αποφασίσαμε όταν καταλάβαμε ότι θέλουμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια, ότι η Αθήνα δεν ήταν ένα μέρος για να κάνεις οικογένεια, εμείς δεν βλεπόμασταν μεταξύ μας πώς θα βλέπαμε και τα παιδιά μας ή θα κάναμε μία φυσιολογική ζωή; Κι έτσι, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Παραμυθιά, γιατί ο Γιάννης είχε εδώ τους γονείς του.
Αφήνω την Αμαλιάδα, μία σύγχρονη πόλη, αφήνω την Αθήνα μία μεγάλη μεγαλούπολη, κι αποφασίζω, σαν εξερευνητής σχεδόν, να έρθω στην Ήπειρο και να ζήσουμε, να ξεκινήσουμε να στήσουμε την οικογένειά μας στην Παραμυθιά. Θα σας πω πώς ήταν να ζει μία νέα κοπέλα στην Παραμυθιά του ‘95, ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της ζωής όσον αφορά την κουλτούρα, τις συνήθειες και τη θέση της γυναίκας...
M’ άρεσε και φορούσα αυτά τα ινδικά φουστάνια τα αραχνοΰφαντα, μαντήλια, έδενα τα μαλλιά μου... αυτό, πώς βλέπετε στο Woodstock τις φωτογραφίες; Ένα τέτοιο πράγμα. Κι έρχομαι τώρα εγώ στην Παραμυθιά έτσι. Κι όταν με βλέπει η γιαγιά του Γιάννη μπροστά της -που περίμενε να δει τη νύφη, όπως με λέγανε τότε, να με γνωρίσει- με αυτά τα ινδικά φορέματα, μου λέει:
«Μπράβο μωρ’ τσούπρα μου, μπράβο! Με έχεις κάνει και χαίρομαι, πάρα πολύ χαίρομαι!»
«Γιατί μωρέ γιαγιά;» της λέω εγώ.
«Γιατί φοράς την παραδοσιακή σου τη φορεσιά!»
Νόμιζε ότι τα ρούχα αυτά που φορούσα, τα μακριά και το γιλέκο από πάνω, γιατί φορούσαμε και τα γιλεκάκια τότε τα στολισμένα με πετρούλες και με χαντρούλες, ότι αυτό ήτανε το ντύσιμό μου κι έχω έρθει από την Αμαλιάδα με την παραδοσιακή μου φορεσιά. Τι να σας πω!
Και βρίσκω δουλειά στο Κ.Α.Π.Η. της Παραμυθιάς, ζητούσαν κοινωνική λειτουργό.
Όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά στο Κ.Α.Π.Η., ένας φίλος του πεθερού μου του Σωτήρη έμαθε λοιπόν κι αυτό, ότι ο καλός του φίλος, ο γιος του, ας το πούμε έτσι, που τον μεγάλωσε, βρήκε κοπέλα κι ότι δουλεύει στο Κ.Α.Π.Η. Και θέλησε να ‘ρθει να με γνωρίσει. Έρχεται λοιπόν αυτός ο παππούς κι αφού δεν ήξερε πώς με λένε, ανοίγει την πόρτα κι αρχίζει να φωνάζει: «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» Εγώ μόνη μου είμαι στο Κ.Α.Π.Η., βγαίνω έξω, νομίζοντας πως ψάχνει το Κ.Τ.Ε.Λ. να πάει στα Γιάννενα. Του λέω: «Θα προχωρήσετε ευθεία, όπως κάνει ο δρόμος αριστερά δεν θα... τον ίδιο δρόμο θα πάρετε, θα το δείτε μπροστά σας το Κ.Τ.Ε.Λ. κι από κει θα φύγετε για τα Γιάννενα, δεν είναι εδώ το Κ.Τ.Ε.Λ., είναι λίγο παραπάνω».
Ο άνθρωπος απλά έκλεισε την πόρτα, γιατί ντράπηκε ίσως, από αμηχανία; Δεν ξέρω. Πήγε στο μαγαζάκι που είχε ο πεθερός μου και του λέει: «Έτσι και έτσι έπαθα με τη νύφη σου, εγώ πήγα να τη χαιρετήσω και να της πω καλωσόρισες και πώς να την έλεγα; Την είπα Γιάνναινα». Έτσι λέγανε τις γυναίκες τότε τις παντρεμένες, είχανε το όνομα του συζύγου! Και μου λέει ο πεθερός μου το μεσημέρι: «Εσένα έλεγε “Γιάνναινα”, εσένα έλεγε, εσένα ζήταγε». Αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική, δε θέλω να πω της... μόνο της θέσης της γυναίκας, αλλά και της νοοτροπίας γενικότερα.
Είναι περίοδος εγγράφων στο Κ.Α.Π.Η. κι έρχεται ένας παππούς να γράψει τον ίδιο και τη γυναίκα του. Δεν ήταν μπροστά η γυναίκα, είχε έρθει μόνος του.
«Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;» Με κοιτάει. «Πώς τη λένε;» του λέω. Με ξανακοιτάει.
«Μωρή», μου λέει.
«Τι εννοείς;» του λέω.
«Ξέρω γω;» μου λέει. «Εγώ “μωρή” τη φωνάζω, τώρα που μου λες, δε θυμάμαι το όνομά της. Για κάτσε μωρέ», μου λέει, «στη γειτονιά τη φωνάζουνε και “Μπούσαινα”, από το όνομά μου». -Μπούσης είναι ο Σπύρος. Μπούσης ο Σπύρος, η γυναίκα του
«Μπούσαινα»- «Ναι, “Μπούσαινα” γράψε».
«Καλέ μου», του λέω, «ούτε, ούτε “Μπούσαινα” ούτε “μωρή” τη λένε τη γυναίκα, έχει όνομα!»
«Δεν το ξέρω», μου λέει, «το όνομα της. Τι να σου πω, δεν το ξέρω».
Δεν το θυμότανε, δε θυμόταν το όνομα της γυναίκας του, γιατί όλοι τη φώναζαν κάπως διαφορετικά κι αυτός και φώναζε «μωρή».
Εγώ όμως το ‘βλεπα όλο αυτό και με ενοχλούσε, με ενοχλούσε, γιατί έβλεπα και τις πιο νέες γυναίκες να έχουν ενστερνιστεί σ’ αυτό τον τρόπο ζωής. Εμείς όταν αποκτήσαμε την πρώτη μας την κόρη τη Βάσια, κι ο Γιάννης έβαζε το μωρό στο μάρσιπο κι έβγαινε στην Παραμυθιά... το τι καζούρα έχει φάει! Εδώ τα καροτσάκια ήταν ντροπή να τα σέρνει ο σύζυγος, πάντα η σύζυγος είχε το καροτσάκι κι ο σύζυγος δίπλα για να βγούνε μία βόλτα ή να πάνε κάπου. Ήταν ντροπή να πιάσει ο άντρας το καροτσάκι.
Ήταν μία κυρία, η οποία είχε παντρευτεί, την είχαν παντρέψει, στα δεκαέξι της ή δεκαεφτά της χρόνια, πολύ νέα. Μέχρι που παντρεύτηκε είχε ρωτήσει πολλές φορές τη μαμά της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι η μαμά της έδινε πάντα την ίδια απάντηση: «Από τη μύτη». Και δεν είχε το σθένος να απαντήσει στο παιδί της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι όταν έμεινε έγκυος, της είπε της μάνας της:
«Καλά, εγώ τώρα το παιδί πώς θα το γεννήσω από τη μύτη;»
Κι η μάνα της τής είπε ότι: «Αυτό που σου έλεγα ήταν μία δικαιολογία, γιατί τα παιδιά δε γεννιούνται από τη μύτη, γεννιούνται από το “πράμα” σου», έτσι λέγανε τότε.
Κι η πρώτη φορά που αυτή η γυναίκα κατάλαβε τη γενετήσια λειτουργία, ήτανε στα δεκαεφτά της. Και πίστευε πραγματικά, το πίστευε, απ’ ό,τι μας είπε η ίδια, ότι τα παιδιά... μέχρι τα δεκαεφτά της πίστευε ότι γεννιούνται από τη μύτη.
Άλλη μία πολύ θλιβερή ιστορία που μου είχαν εκμυστηρευτεί εκεί, σε συνεδρία του Κ.Α.Π.Η. Ήταν μία γιαγιά η οποία ήταν πάρα πολύ άσχημη, πραγματικά ήταν πάρα πολύ άσχημη... πώς βλέπεις αυτές τις μάγισσες, τις κούκλες μάγισσες; Είχε μία τέτοια μύτη, είχε βαθουλωμένα μάτια και σκελετωμένο πρόσωπο και σώμα. Ήταν πραγματικά... άμα την έβλεπες τρόμαζες. Είχε μείνει γεροντοκόρη, γιατί κανένας δεν ήθελε να παντρευτεί αυτή την άσχημη γυναίκα. Επειδή όμως είχε μείνει βάρος στον αδελφό της, γιατί τότε ο αδελφός έπρεπε να παντρέψει όλες τις αδελφές του, την είχε κλείσει σε μια αποθήκη και της πήγαινε φαγητό, νερό και ζούσε όλη της τη ζωή, λόγω της ασχήμιας της... σαν τον Κουασιμόδο που ζούσε στο καμπαναριό, η γιαγιά αυτή ζούσε στην αποθήκη. Της πήγαινε φαγητό, αλλά εκεί στην αυλή γύρω-γύρω. Δεν κατέβαινε στο χωριό, επειδή ήταν άσχημη.
Κι αυτή η γιαγιά... πέθανε ο αδελφός της κι έτσι βγήκε από το σπίτι κι ερχόταν σε μας μετά δειλά-δειλά να μας συναντήσει. Βρήκε την ευκαιρία, στα γεράματα της, να μπορέσει να γνωρίσει ό,τι έχει απομείνει από αυτόν τον κόσμο να γνωρίσει. Πολύ άσχημη ιστορία αυτή με τη γιαγιά... «Κωνσταντινιά», έτσι την έλεγαν, έχει πεθάνει. Αυτή ήταν η ζωή τότε.
Τότε, λοιπόν, πήγα στην υπεύθυνη της Ν.Ε.Λ.Ε. και της λέω: «Θέλω να κάνω κάποιες ομάδες γονέων». Ήθελα να δώσω στις γυναίκες και την άλλη οπτική, που δεν την ήξεραν, να τη μάθουν τουλάχιστον. Το προσπαθήσαμε και φτιάξαμε σε κάθε χωριό κι από μία ομάδα γονέων. Μέσα από την αφήγηση των ιστοριών της κάθε μίας, καταλαβαίνανε καταρχήν ότι δεν είναι μόνες κι ότι δεν είναι οι μόνες που έχουν περάσει αυτή τη ζωή που έχουν περάσει. Οι ανάγκες τους ήταν να μιλήσουν γι’ αυτό που τις απασχολούσε τις ίδιες. Και στην ουσία είχαμε μία ομάδα συμβουλευτικής γυναικών, κι έτσι ένιωθε μία ανακούφιση και μπορούσε να αλλάξει και κάποια πράγματα, αν το ήθελε. Κάθε γυναίκα έχει δύναμη και να προβάλει αυτή τη δύναμη απέναντι σε κάθε καταπιεστικό-κακόποιητικό στοιχείο.
Σήμερα η Παραμυθιά είναι πλέον μία σύγχρονη πόλη, ό,τι και να φορέσει κάποιος στο δρόμο, μέχρι να είναι γεμάτος από σκουλαρίκια, να φοράει μπότες το καλοκαίρι... Σήμερα πλέον ο κόσμος έχει φύγει κι από δω κι έχει δει και άλλα μέρη. Νομίζω αυτή η διαφορά είναι, ήτανε, ήταν ότι δεν έβγαινε ο κόσμος από τον τόπο του να δει άλλα πράγματα.
Η συμβολή μου, πιστεύω στην τρίτη ηλικία και στη νεανική ηλικία, όσον αφορά κυρίως το γυναικείο πληθυσμό της περιοχής -όπως το βλέπω τώρα από μακριά- ήταν μεγάλη και δεν το λέω μόνο εγώ. Ακόμα και τώρα όταν περνάω από το Κ.Α.Π.Η., που δεν δουλεύω εκεί, βέβαια δεν ζούνε, αλλά είναι κάποιες που τότε ήταν νέες και τώρα είναι μεγάλες σε ηλικία, με κοιτάνε μες στα μάτια, πολλές φορές δακρύζουν και μου λένε: «Πόσο καλό μας είχες κάνει τότε, πόσο καλό μας είχες κάνει, σε θυμόμαστε με τη μεγαλύτερη αγάπη».
Αυτά, για τη δική μου Θεσπρωτία, όπως την έζησα εγώ, όπως τη γνώρισα τότε. Και μέσα σε αυτά τα είκοσι εφτά χρόνια έχει αλλάξει τόσο πολύ, και πιστεύω πραγματικά ότι ένα πολύ πολύ μικρό λιθαράκι το έχω βάλει και εγώ για να αλλάξει.