Είμαι ογδόντα εφτά. Γεννήθηκα στα Βελανίδια Βοιών, που είναι κοντά στο Κάβο Μαλιά το τελευταίο χωριό. O πατέρας μου είχε ανεμότρατες και ζούσαμε από τη δουλειά του στον Πειραιά κι είχαμε αλιευτικά. Ένα από αυτά ήταν το «Σειρήνα».
Ήταν το ‘54, αν θυμάμαι καλά. Ένας φίλος του πατέρα μου, του λέει: «Μήτσο, τι κάνεις; Θέλουμε ένα καΐκι» -από το στρατό τον είχε φίλο- «θέλουμε ένα καΐκι να πάει πολεμοφόδια στην Κύπρο». Αυτός, φαίνεται, του είχε πει η οργάνωση. Η οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α, η οργάνωση, ασφαλώς. O πατέρας μου λέει: «Θα σου πω». Δεν του έδωσε απάντηση. Και το είπε στη μάνα μου. Εμένα δε μου το είχανε πει, η μητέρα μου όμως μου το είπε. Και τότε έπιασα τον πατέρα και συνεννοηθήκαμε με τον πατέρα μου να πάμε στην Κύπρο, προσφορά.
Εγώ ήθελα να πάω. Ήμουν νέος, ενθουσιώδης, ήθελα να προσφέρω κάτι το ελάχιστο, αυτό, στον αγώνα της Κύπρου. Kι ένα βράδυ πήγαμε στο Σούνιο σε ένα λιμανάκι, φορτώσαμε τα όπλα, ήταν εκεί. Τα όπλα είχε έρθει ένα αυτοκίνητο. Φορτώσαμε τα όπλα και ξεκινήσαμε για την Κύπρο.
Περάσαμε από πολλά νησιά, από τη Σύρο, από τη Σύμη, από διάφορα εκεί, στην πορεία μας για να πάμε στο Καστελλόριζο. Φτάσαμε στο Καστελλόριζο, η θάλασσα δεν ήταν καλή. Μείναμε στο Καστελλόριζο μερικές μέρες για να ηρεμήσει η θάλασσα, γιατί εμείς είχαμε τα πολεμοφόδια βάλει μέσα στο αμπάρι και μπροστά είχαμε κολώνες πάγου, ότι πάμε να ψαρέψουμε. Ήταν αλιευτικό το καΐκι, ανεμότρατα που λέτε. Βάλαμε τα όπλα στο βάθος κι από έξω βάλαμε κολώνες πάγου, εάν γινόταν κανένας έλεγχος πάμε για ψάρεμα, έχουμε πάγο.
Μόλις μπονατσάρισε, μου λέει ο καπετάν-Βαγγέλης: «Γιάννη», μου λέει, «πιάσε το τιμόνι, όλη τη νύχτα εσύ θα κυβερνάς». Ήξερε ότι, είχε εμπιστοσύνη πάνω μου. Φύγαμε ένα βράδυ, ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα, για να πάμε στην Κύπρο. Καΐκι ήταν, οκτώ μίλια την ώρα έκανε.
Και το πρωί που ξημέρωσε, είδαμε την Κύπρο. Λέει ο καπεταν-Βαγγέλης στον μηχανικό: «Η μηχανή αργά». «Τραβεσάρισμα» λέγεται αυτό. Ίσα-ίσα να προχωρεί το καΐκι. Πέρασε η μέρα, μόλις νύχτωσε ζυγώσαμε στην Κύπρο.
Μας περίμεναν, είχανε δώσει ένα σημείο οι Κύπριοι δίπλα στη Λεμεσό, στο φανάρι δίπλα. Τρομερό πράγμα. Και πήγαμε εκεί κι είχαμε ένα σινιάλο ότι είναι έξω. Και περίμεναν εκεί οι Κύπριοι, έξω, νύχτα, σκοτάδι. Και βγήκαμε με τη βάρκα, τους πήρα μέσα στο καΐκι γιατί κάτι θέλανε να φτιάξουν χαρτιά με τον καπετάνιο και μετά μεταφέραμε τα όπλα με τη βάρκα. Περιμένανε εκεί οι Κύπριοι και τα πήραν.
Αυτοί ήταν της οργάνωσης. Αλίμονο! Μάλιστα ο ένας φορούσε και στρατιωτικά, απορώ πώς φορούσε στρατιωτικά. Ήταν οι Εγγλέζοι τότε που κυβερνούσανε κι ήταν ο αρμοστής ο Χάρβιν, ο οποίος ήταν πολύ σκληρός. Ένα άλλο πλοίο που συνελήφθη, το πιάσανε, πήγανε δέκα χρόνια φυλακή. Άλλοι πεθάνανε από το ξύλο το πολύ, πόλεμος ήταν, δεν ήταν... Συνέπειες. Αλίμονο να μην έχεις συνέπειες άμα σε πιάσουν με αυτό το πράγμα, είναι παράνομο.
Αυτή ήταν η ιστορία. Μετά εμείς γυρίσαμε στον Πειραιά. Εγώ πήγα μόνο να βοηθήσω αυτό το λίγο για την πατρίδα, τίποτε άλλο. Για μένα είναι το ωραιότερο πράγμα στη ζωή μου! Κάθε μέρα το θυμάμαι! Κάθε μέρα!