Εγώ μέχρι πότε θα μείνω στη θάλασσα; Μέχρι όταν κλείσω τα μάτια. Μου λένε μερικοί: «Δεν κάθεσαι;» Δεν μπορώ να κάτσω. Δεν μπορώ να κάτσω.
Νίκο με λένε. Eδώ, στις Σπέτσες, γεννήθηκα. Λοιπόν, είμαστε 5 αδέρφια εμείς και κάνουμε αυτή τη δουλειά από παιδάκια, όλοι. Ψαράς, άλλη δουλειά δεν ξέρω στη ζωή μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι δουλειά. Δουλειά σκυλίσια, μέρα-νύχτα.
Όταν ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών είχε ένα εργοστάσιο εδώ κάτω. Και πήγαινα και κουβάλαγα πάγο, πάγο, --είχαμε ένα μαγαζί εδώ πέρα στο λιμάνι, ο αδερφός μου και παίρναμε πάγο που παγώναμε τα ψάρια-- και το πήγαινα στα σπίτια και το πούλαγα. Και πολλές, τις περισσότερες φορές, δηλαδή, έπαιρνα ψάρια από δω, απ’ το λιμάνι, μου ’δινε ο αδερφός μου και πήγαινα, και πήγαινα και τα πούλαγα στη Χώρα. Και μόλις εκατάλαβα τον εαυτό μου, μέσα στο καΐκι.
Με τράβηξε η αγωνία, έχει αγωνία να πιάσεις ψάρια, πού θα τα πουλήσεις… Δηλαδή, είχε ζωή αυτό το πράμα, δεν είναι ότι είναι κάτι, όπως είναι μερικοί μισθωτοί, ας πούμε. Πάνε σ’ ένα μισθό, βρέξει-χιονίσει αυτό είναι. Εδώ πέρα είσαι είκοσι τέσσερις ώρες σταντμπάι. Κι όταν λύνεις το παλαμάρι και πας στη δουλειά, το ένα μάτι είναι ανοιχτό και τ’ άλλο κλειστό, πάντα έτσι είμαστε εμείς. Έχεις με φουρτούνες να κάνεις, έχει μια ζωή ζήλιο η ζωή, η ψαροσύνη. Είναι αρρώστια, αρρώστια. Ε, ναι, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει. Μου αρέσει όταν λεβάρω το δίχτυ απάνω και βλέπω και κουνιένται τα ψάρια. Αυτό μου αρέσει. Έχει αγωνία.
Μια φορά, είμαστε στην Αντίμηλο. Σηκώσαμε τα δίχτυα, πρωί. Ο καιρός ήτανε όστρια γάρμπης, αέρα πολύ. Λέμε, δευτερόπριμα θα πάμε για τις Σπέτσες, γιατί είχαμε ψάρι, το ψυγείο είχε γεμίσει κάργα κι είχαμε κι απάνω. Όπως ανοιγόμαστε, ανοιγόμαστε, έβαζε, έβαζε αέρα, έγινε κατακλυσμός. Θύελλα! Θύελλα, όταν λέμε θύελλα, θύελλα. Η θάλασσα στον αέρα σηκωνότανε. Απελπιστήκαμε, λέμε να γυρίσουμε πίσω. Πού να γυρίζαμε πίσω; Δεν μποράγαμε να γυρνάγαμε πίσω. Φύγαμε από κει, ανοίξαμε καμιά δεκαριά μίλια, δώσ’ του, δώσ’ του, το παλεύαμε, ξέρεις. Δευτερόπριμα αυτά.
Κάνουμε έτσι από μακριά και βλέπουμε τη Φαλκονέρα, να, έτσι, σαν βαρκάκι μικρό, ήτανε μακριά. Πού να γυρίζαμε να πηγαίναμε εκεί, δεν μποράγαμε. Ένας ήτανε δεμένος πίσω, με σκοινί κι οι άλλοι ήτανε γύρω-γύρω, βαστιόντουστε. Εγώ ήμουνα στη μηχανή, κοίταγα, να ’ταν η μηχανή εντάξει, πετρέλαια, όλα κείνα, γιατί έτσι και σου πάθει κάτι η μηχανή, τέρμα, πνίγηκες, πάει, βούλιαξες. Σκυλί ανήμερο, δουλεύε. Αλλά η θάλασσα είναι να έχεις καλή μηχανή. Άμα έχεις καλή μηχανή και την αγαπάς, μη φοβάσαι τίποτα.
Μόλις ερχότανε καμιά θάλασσα κι έμπαινε μέσα στο καΐκι, γέμιζε το καΐκι, τρέχαν οι άλλοι κι ανοίγανε τα δίχτυα, για να φεύγαν τα νερά απ’ τα μπούνια. Λέμε: «Θα το παλέψουμε έτσι κι όπου βγούμε». Λοιπόν, επέρασε το μεσημέρι, περάσαμε τη Φαλκονέρα κι ερχόμαστε. Τα μάτια εδώ είχανε γεμίσει αλάτι. Ξεραινόταν από πάνω σ’ ένα λεπτό. Τα δε βαπόρια που βλέπαμε μακριά, εμπαίνανε μέσα και ξεχνάγανε να βγαίνανε η πλώρη απάνω, τόσο φουρτούνα. Εμείς εκεί, αγάντα, τα μάτια μας δεκατέσσερα, εκεί.
Όταν έπιανε να ’πεφτε ο ήλιος, λέει ο αδερφός μου ο μεγάλος: «Ρε σεις», λέει, «για κοιτάχτε γραμμή εδώ, σαν φρύδι», λέει, «μου φαίνεται, δηλαδή, σαν νησιά λίγο, σαν στεριάς μου φαίνεται». Εμείς κοιτάγαμε, κοιτάγαμε... «Στεριάς είναι! Αγάντα!» λέμε, γραμμή εκεί και δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του. Λέει: «Στεριάς!» «Πού είμαστε, πού είμαστε;» Τακ, μετά ξεχωρίσαμε. Ήμαστε στον Πόρο. «Στο Μόδι είμαστε», λέμε, εντάξει, κατατοπιστήκαμε. «Γύρισε, δώσ’ του, βαθιά όμως!» Και πάμε στην Ύδρα, στον Κάβο, στη Ζούρβα. Απαγκιάσαμε. Μόλις πήγαμε από μέσα, απ! έμεινε. «Αχ», λέμε, «ήρθαμε».
Πρέπει να την προσέχεις. Να προσέχεις, να τη σέβεσαι και σε σέβεται κι η θάλασσα. Να ξέρεις πού θα πατήσεις.
Μια φορά, άκου να δεις, είχαμε ρίξει στην Αντίμηλο δίχτυα. Εκεί άξαφνα όπως ήμαστε, βλέπουμε ένα, έτσι, μπλε σκάφος. «Ρε, τι ’ναι τούτο, ποιος είναι τούτος; Ποιος είναι;» Ζυγώνουμε κοντά, ήταν ο Γουλανδρής, ο καπετάν-Νίκος. Πιάσαμε φιλία, δηλαδή κουβεντιάζαμε, του λέμε: «Έτσι κι έτσι, ένα τηλέφωνο μπορούμε να πάρουμε;» Λέει: «Δεν έχετε VHF;» «Όχι, δεν έχουμε VHF». Και λέει: «Αφού δεν έχετε VHF, θα πάρω τον γιο μου στην Αμερική να μου στείλει ένα από κει, να σας το κάνω δώρο». Εμείς, χαρά!
Λοιπόν, ήρθαμε εδώ στις Σπέτσες, ετοιμαζόμαστε να φεύγαμε για πάνου, να πηγαίναμε. Αποβραδίς, γρρρ! το τηλέφωνο, χτυπάει σπίτι μου. «Ναι;» «Είμαι», λέει, «από το Τουρκολίμανο, ο καπετάνιος», λέει, «του Γουλανδρή. Να ’ρθείτε», λέει, «στο Πασαλιμάνι, να βάλουμε το VHF». Πάμε πρωί-πρωί εκεί στο Τουρκολίμανο, μας το τακτοποίησε την κεραία που λες, μόλα εμείς. «Πού πάτε;» «Πάμε πάνω», του λέμε.
Χαρά εμείς! Δεν υπήρχε VHF σε ψαράδικο τότες. Δεν υπήρχε, το πρώτο VHF, που βάλαμε εμείς. Και πήγαμε πάλι στον Καλόγερα. Και μόλις εβράδιασε, μπουνάτσα. Λέμε: «Για να μιλήσουμε, να δούμε, θα μας ακούσουνε;» Αμέσως μας εμίλησε η κοπέλα απάνω, στο Ελλάς Ράδιο τότες. Μας εμίλησε. Λέμε: «Έτσι κι έτσι, στις Σπέτσες ένα τηλέφωνο». Πήρε, που λες, την ακούγαμε που της έλεγε, λέει: «Κάποιο πλοίο», λέει, «πέντε αδέρφια», λέει, «θέλει να μιλήσει. Κι η χρέωση σ’ εσάς. Δεχόσαστε;» Λέει η μάνα μου: «Ναι, δέχομαι». «Έλα καλέ, τι… Βρε παιδιά...» Ξέρεις τώρα, το πρώτο αυτό, να μιλάς από την άλλη άκρη του κόσμου, μας φάνηκε πολύ περίεργο, ας πούμε, είναι αυτό.
Αυτό το νησί το λένε Βελοπούλα. Στον χάρτη λέγεται Βελοπούλα. Εμείς εδώ πέρα το λέμε Παραπόλα. Παραπόλα. Ήταν ένας τσοπάνης εκεί, είχε πρόβατα, ζούσε εκεί. Κι όταν πήγαινε κάνα καΐκι, του λέγανε: «Θα ’ρθούμε την τάδε μέρα απάνου. Τι θέλεις να σου φέρουμε;» Κι έλεγε αυτός: «Απ’ όλα». Δηλαδή, πάρτε απ’ όλα και φέρτε. Και τονε βγάλανε «Παραπόλα». Πάρε απ’ όλα, δηλαδή. Και του έμεινε «Παραπόλα».
Πάμε μια φορά εκεί, στην Παραπόλα, με τέτοια μηχανή. Εκείνα τα χρόνια ήτανε, τη ζεσταίναμε για να πάρει μπρος, πετρογκάζι. Και δεν είχε. Μας έμεινε, μείναμε από πετρογκάζι. «Ρε γαμώτο, τι κάνουμε τώρα; Μείναμε». Και πάω απάνου στο φανάρι, ήτανε ο φαροφύλακας απάνου. Πάω στο φανάρι και του λέω: «Μήπως έχεις καμιά μπουκάλα πετρογκάζι, γιατί μείναμε, και να σ’ τη φέρω;» Λέει: «Ρε παιδιά, δεν έχω», λέει, «πετρογκάζι. Ένα γκάζι έχω», λέει, «που ψήνουμε καφέ. Σας κάνει ένα γκαζάκι;» Λοιπόν, έρχομαι κάτου, ανάβω το γκαζάκι αυτό, το βάζω κολλητά στο σημείο που ήτανε εκεί που ζέσταινε τη μηχανή, το λέγανε πυρόφουσκα αυτό. Το βάζω, που λες, κει πέρα, «φφφ!» εκείνο κει, φλόγα εκείνη κει, η φλόγα. Πιάνω, που λες, γυρίζω, «μπαπ μπαπ μπαπ μπαπ!» αμέσως πήρε. «Ρε, σωθήκαμε με τούτο το πράμα! Θα δουλέψουμε». Και δουλέψαμε, που λες, όλο το ταξίδι δουλέψαμε με το γκαζάκι.
Πάντα με τους φαροφύλακες είμαστε, είμαστε να, μαζί, αφού τα φανάρια για τον ψαρά είναι μία μεγάλη αυτή, παρηγοριά. Γιατί, όταν νυχτώνει εκειθές, είναι ρησίδα, δε βλέπεις το δάχτυλο, δε βλέπεις τίποτα. Ενώ όταν βλέπεις το φανάρι κι ανάβει, «Ααπ!» λες, «το φανάρι!» Σου δίνει μια ανακούφιση.
Ψαράς δεν είναι να είσαι «άντε, είμαι ψαράς», να έχεις μυαλό. Ο ψαράς είναι μεγάλος καθηγητής. Μπορεί γράμματα να μην ξέρει, αλλά δουλεύει το μυαλό. Το ψάρι δεν κάθεται εκεί να το πιάσεις, το ψάρι κουνιέται. Κι είναι πολύ πιο πονηρό από μας. Άμα δεν μπεις μέσα στο καΐκι να φας την μπουχαρίμα στα μούτρα, δηλαδή την αρμύρα, να αισθανθείς πώς σου έρχεται και πώς δε σου έρχεται, δεν είσαι έμπειρος στη θάλασσα. Αυτός για μένα είναι ψαράς.
Γιατί εμείς έχουμε πείρα, όλο το παν η πείρα είναι. Έχουμε πείρα και ξέρουμε πού θα πάμε. Τη δίνουμε σε δικούς μας ανθρώπους. Να, ο Κώστας πάλι. Θα τη δώσει την πείρα στον γιο του. Δε θα πα’ να τη δώσει στον άλλονε, για θα βγει μετά ο άλλος και θα του κάνει τον πονηρό. Τα λέω καλά, Κώστα; Την πείρα, λέει, την πείρα. Λέω, την πείρα που έχουμε θα τη δώσουμε σε δικό μας άνθρωπο, όχι σ’ ένανε άλλονε. Το μυστικό δεν το δίνεις στον άλλονε.
Κι εμείς, που είμαστε τώρα έτσι μεγάλοι, να, πόσο θα αντέξουμε; Μόλις φύγουμε εμείς, τέρμα, δεν υπάρχουνε ψαράδες. Δεν πάει κανένας. Δεν πάει κανένας. Έτσι είναι, τι να κάνουμε…