ΛΗΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
ΛΗΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Περιγραφή
Το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, ένας νεαρός Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία παίρνει μια πολύ κακή απόφαση.
Ανήκει στη Συλλογή
7 Podcasts
ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Πένυ Βασιλάκη
Αφήγηση
- Βασίλης Σιαμέτης
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Μίνωας Κουτεντάκης
Επεξεργασία Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Ισιδώρα Χαρμπίλα
Έφτασα στη Γερμανία, εργάτης. Σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο δηλαδή, μέναμε τέσσερα άτομα, κάτι παρόμοιο όπως συμβαίνει τώρα με τους αλλοδαπούς εδώ, που βλέπεις. Μπάνιο δεν είχαμε μέσα, τουαλέτα είχε μία. Μπάνιο είχαμε στο εργοστάσιο, κάναμε στο εργοστάσιο μπάνιο. Το εργοστάσιο ήτανε υαλοβάμβακας κι ήταν μια δραματική εμπειρία, γιατί στην αρχή δεν μπορούσα να συνηθίσω τη φαγούρα απ’ τον γυαλοβάμβακα. Ντάξει, σιγά-σιγά, συνήθισα.
Ήταν Πρωτοχρονιά. Πήγα, έπαιξα χαρτιά. Αφού πήγα κι έπαιξα χαρτιά και τα ’χασα τα λίγα λεφτουδάκια που είχα, πάω, μου ’χαν μείνει ένα δίφραγκο μάρκα. Πάω να βγάλω τσιγάρα απ’ το αυτόματο. Απ’ τη θολούρα μου, απ’ το ξενύχτι, από τη στενοχώρια μου και τα λοιπά, ρίχνω το δίφραγκο και τραβάω, όπως είχε τις θήκες, τραβάω μία θήκη, η οποία ήτανε, φαίνονταν απ’ έξω, αλλά δεν έβλεπα εγώ ότι ήταν άδεια, δεν είχε τσιγάρα. Μου το ’φαγε το δίφραγκο. Τώρα τι κάνω;
Πείναγα. Δεν είχα τίποτα. Τι να κάνω κι εγώ, κατεβαίνω. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί —Έλληνα δεν έβρισκες να πάρεις δανεικά— οι Γερμανοί δεν το συζητάμε, αν σε δει να πεθαίνεις κάτω, δε σου δίνει ούτε νερό, όχι...
Το χιόνι ήταν μέχρι το γόνατο. Βλέπω μια γριούλα. Λέω τη λέξη «γριούλα», γιατί αυτή τη στιγμή… δηλαδή, η γυναίκα τότε ήταν πενήντα χρονών, αλλά εγώ την έβλεπα γριούλα ηλικιακά, αντιλαμβάνεσαι. Αυτομάτως, μου δημιουργήθηκε στο μυαλό να την κλέψω. Η πείνα είναι ο χειρότερος σύμβουλος, συν ότι δεν είχα τσιγάρο, συν, συν, συν.
Την ακολουθώ, λοιπόν, και κάποια στιγμή που γυρίζει στη γωνία στο Denhen Strasse —θυμάμαι σαν τώρα— λοιπόν, κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, Πρωτοχρονιά το πρωί, χιόνι, να μη με βλέπει άνθρωπος, της ρίχνω μία σπρωξιά στο χιόνι και της παίρνω την τσάντα.
Φεύγω τροχάδην, πάω στο σπίτι, αδειάζω την τσάντα, τα λεφτά. Ήταν 57 κι 60, 57 μάρκα κι 60 λεπτά. Τα άλλα τ’ άφησα όλα όμορφα κι ωραία μέσα.
Παίρνω τα λεφτά, κατέβηκα, πήγα, πήρα τσιγάρα, πάω σε ένα μπαρ, τα οποία «μπαρ» όχι με την έννοια τη δική μας, ήταν κι εστιατόριο. Λοιπόν, παρήγγειλα ένα σνίτσελ, όμορφα κι ωραία, μου ’φερε και συνοδευτικό μια σουπίτσα που ’χαν στην αρχή, έφαγα, καρδάμωσα όμορφα κι ωραία, τα τσιγάρα μου, ήπια, πήγα, κοιμήθηκα.
Την άλλη μέρα ξανά κλειστά, δεύτερη μέρα. Την τρίτη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ανοίξαν οι τράπεζες. Πάω, παίρνω λεφτά, παίρνω και την τσάντα και πάω στο Rathause, στη Δημοτική Αστυνομία που λέμε εμείς σήμερα εδώ, αλλά αυτοί είχαν Δημοτική Αστυνομία την εποχή εκείνη. Πάω. «Τι συμβαίνει;» μου λέει ο σκοπός. Λέω: «Στη Denhen Strasse τάδε, τάδε, έκλεψα από μια γυναίκα προχθές αυτήν την τσάντα». Γυρίζει, με κοιτάει, μου λέει: «Dumm, dumm; Τρελός;» «Nein», του λέω εγώ. Λέει ο αξιωματικός υπηρεσίας από μέσα, λέει: «Τι λέει;» Λέει «έτσι κι έτσι», λέει. «Για στείλτον μέσα». Πάω μέσα, λέω «έτσι, έτσι». «Για να δω», μου λέει. Κοιτάει το βιβλίο συμβάντων, που θα λέγαμε εδώ, πράγματι υπήρχε καταγγελία μέσα. «Καθίστε».
Παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα αυτήν. Τους ρώτησε: «Τον πιάσατε;» Λέει αυτός: «Όχι, ήρθε μόνος του».
Πήγε ένα περιπολικό, την έφερε τη γυναίκα, κάθισε. Εγώ καθόμουν εδώ, ας πούμε, αυτή εκεί. Με κοίταξε μ’ ένα ύφος, σαν να ’θελε εκείνη την ώρα να με φάει ζωντανό. Λέει: «Πόσα λεφτά είχες μέσα;» της λέει. Λέει αυτή: «Δε θυμάμαι, κάνα πενηντάρικο». «Nein», της λέω, «57 κι 60.» Τα ’χα γραμμένα και τι ήταν το καθένα. Μάλιστα. Μου λέει: «Γιατί το ’κανες αυτό;» μου λέει. Λέω: «Πείναγα». «Και γιατί δε μου ζήταγες να σου δώσω;» Λέω: «Αν σου ζήταγα, θα μου ’δινες;»
Δεν είπε «ναι», είπε μόνο τη φράση «ein minute bitte» κι έκατσε ένα λεπτό, παιδιά, έτσι, στο τραπέζι. Σηκώθηκε από ’κει που ήρθε, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου λέει: «Δε θα σου έδινα». Ούτε μήνυση, ούτε τίποτε.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αποκτήσαμε τέτοια φιλία που το Σάββατο —είχε δυο κόρες— κι όταν ήθελε να τις στείλει σε ντίσκο, επειδή στις ντίσκο έπρεπε να συνοδεύονται για να μπουν μέσα, μου ’χε εμπιστοσύνη να πάω τις κόρες της στη ντίσκο! Ποιον; Εμένα, που την έκλεψα!