Είμαι ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Είμαι χορογράφος και σκηνοθέτης, κάποιες φορές και φωτογράφος κι είμαι διευθυντής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
H πρώτη ανάμνηση που έχω για μένα να χορεύω είναι βγαίνοντας από τον κινηματογράφο Παλλάς στο Παγκράτι, που είχα δει στην εφηβεία μου το «Πυρετός το Σαββατόβραδο». Η πρώτη αίσθηση που πήρα ήταν αυτή: ότι κάτι, κάτι υπάρχει σε αυτό το πράγμα που λέγεται χορός, το οποίο μάλλον με αγγίζει. Και που, βέβαια, σε εκείνη την περίοδο με τίποτα δεν μπορούσα να κωδικοποιήσω ότι είναι κάτι που με ενδιαφέρει να κάνω.
Θυμάμαι μετά ότι μου άρεσε να βλέπω μιούζικαλ, πάρα πολύ. Οπότε έγραφα βιντεοκασέτες με μόνο τα κομμάτια από τα μιούζικαλ τα χορευτικά και τα τραγουδιστικά. Είχα συρραφή από κασέτες τέτοιες, που τις έβλεπα μετά και τις ξανάβλεπα.
Τελείωσα το σχολείο, μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα το Οικονομικό. Κι εκεί μια φίλη μου, που ήταν χορεύτρια, ήθελε να κάνει ένα κομμάτι χορογραφίας σε έναν διαγωνισμό, στον διαγωνισμό της Ραλλού Μάνου. Οπότε συμμετείχα κι εγώ σε αυτό και κάπως βοήθησα κιόλας και στη δραματουργία. Το κομμάτι πέρασε στους τελικούς. Δεν πήρε βραβείο, αλλά εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι μ’ αρέσει η σκηνή. Μάλλον κατάλαβα από την αρχή ότι ο χορός ήταν ένα όχημα για να πω εγώ τις δικές μου ιστορίες. Παράλληλα συνέχισα τις σπουδές μου μεν, αλλά πλέον είχε, υπήρχε ένα ρήγμα μέσα μου: Αριστερά ή δεξιά; Σπουδές ή τέχνη;
Tην επόμενη χρονιά είχα το θράσος να κάνω μόνος μου μια χορογραφία κι έκανα την πρώτη μου παράσταση, το «Σώμα θυμήσου». Εκεί με είδε η Ζουζού Νικολούδη και μου είπε ότι πρέπει να σπουδάσω χορό, γιατί το έχω. Και πήγα κι έδωσα στην Κρατική Σχολή Χορού.
Πάω λοιπόν στην Κρατική να δώσω εξετάσεις κι είμαι πολύ χαρούμενος και ταυτόχρονα δεν ξέρω τι μου γίνεται. Δηλαδή, λέω τώρα: «Ωραία, θα δώσω εξετάσεις!» Δεν είχα καν παπούτσια χορού. Ήμουνα είκοσι δύο νομίζω, κάπου εκεί, δεν είχα χορέψει ποτέ κλασικό χορό. Παρ’ όλα αυτά, για κάποιον λόγο με περνάνε και στη δεύτερη φάση που ήταν αυτοσχεδιασμός. Κι εκεί ήτανε πια σαν να είμαι στο πεδίο μου. Δηλαδή έκανα ότι ήθελα, κινούσα το σώμα μου όπως ήθελα. Κι από αυτό, με πήρανε. Ο Ρέι Μπάρα, που ήταν ένας δάσκαλος που είχε έρθει για να διδάξει κλασικό μπαλέτο στην Κρατική Σχολή Χορού, είπε ότι: «Αυτός έχει κάτι πολύ διαφορετικό. Δε θα τον πάρουμε για χορευτή, μπορεί να μη γίνει και ποτέ χορευτής. Αλλά σίγουρα κάτι άλλο θα βγάλει απ’ αυτό».
Την επόμενη χρονιά ο Δήμος Αθηναίων σε αυτό το φεστιβάλ που λεγόταν «Δρώμενα» μπορούσες να δηλώσεις συμμετοχή ότι θες να κάνεις κάτι. Δίνανε ένα πολύ μικρό ποσό, το θέατρο, τους τεχνικούς κτλ. Αλλά για να το κάνω αυτό έπρεπε να φτιάξω μια εταιρεία. Κι έτσι ιδρύθηκε το Χοροθέατρο Οκτάνα. Διάλεξα τον τίτλο από το ποίημα του Εμπειρίκου «Οκτάνα». Γίναμε μια παρέα, ήμασταν παρέα ουσιαστικά, δηλαδή αν είχαμε και σπίτι μαζί, θα ήταν πολύ λογικό!
Όσο η ομάδα άρχισε να έχει μορφή και να αρχίζει να έχει πετυχημένες παραστάσεις, αρχίζουν κάποιες συμμετοχές μας σε κάποια ξένα φεστιβάλ.
Το ‘98 ήταν το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό, στην Τιφλίδα. Ήταν οι «Μέρες Ελληνικού Πολιτισμού» στη Γεωργία. Φαντάσου τώρα την αίσθηση που έχεις ότι θα κάνεις το πρώτο σου ταξίδι και μάλιστα ως δημιουργός πια, όχι ως ταξιδιώτης, και σε μια χώρα η οποία έχει μια τεράστια παράδοση στον κλασικό χορό, όπως κι όλη η Σοβιετική ένωση, μεγάλη παράδοση στον κλασικό χορό κι εσύ θα πας ίσως την πρώτη σύγχρονη παράσταση που μπορεί να παιχτεί. Νομίζω ήταν η πρώτη σύγχρονη παράσταση που παίχτηκε στην Όπερα της Τιφλίδας.
Εμείς θα ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα κοινό και μ’ ένα θέατρο τεραστίων διαστάσεων. Θυμάμαι ότι ήταν τα μπαλκόνια όλα χρυσά. Κι ανοίγει η αυλαία κι είναι όλο το θέατρο ανοιχτό, φωτεινό και σβήνει μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ είχα κρατήσει τα μάτια μου με τα δάχτυλά μου λίγο ανοιχτά για να μπορώ να δω, έτσι να κρυφοκοιτάξω αυτή την αίσθηση του… δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω, αλλά ήταν αυτό, το ότι σβήνει ο κόσμος κι αρχίζει ο δικός μας. Και ταυτόχρονα, η δική μας αγωνία.
Κάναμε την παράσταση. Ήταν Ορφέας και Ευρυδίκη, ήταν η ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Είχε και γυμνό εκείνη η παράσταση. Ήμουνα γυμνός στη σκηνή κι έτρεχα ουσιαστικά κι έπεφτα. Και πραγματικά είχα πολύ μεγάλη αγωνία πώς θα το αντιμετωπίσουν αυτό, πώς θα δεχτούνε αυτή τη συνθήκη. Επειδή ακριβώς η παράσταση είχε ένα ισχυρό βάρος και μια συναισθηματική φόρτιση όλο, το χειροκρότημα στο τέλος ήτανε σαν… αισθανόσουν, ρε παιδί μου, μια αποθέωση.
Μετά την παράσταση αυτήν την πήγαμε στον Μπατούμι. Θυμάμαι πραγματικά τη διαδρομή αυτή. Ήτανε… Νομίζω κάναμε εφτά-οχτώ ώρες για να πάμε από μια πόλη στην άλλη τότε, με ένα μικρό βανάκι ήμασταν. Όπου σταματάμε γιατί πέρναγε ένα ζώο, ο δρόμος ήταν κλεισμένος… ήταν μια πολύ έτσι περίεργη, δύσκολη διαδρομή. Θυμάμαι λιβάδια, τσάγια… Η παραλία του Μπατούμι είναι γεμάτη μανόλιες και μύριζε όλη η περιοχή μανόλιες. Τεράστια δέντρα και βότσαλα, θυμάμαι, στην παραλία…
Ήτανε μια περίοδος περίεργη για εκείνους, μεταβατική. Υπήρχε αυτή η μετάβαση απ’ τη μια συνθήκη την πολιτική, στην άλλη. Θυμάμαι ότι το βράδυ περπατάγαμε και στους δρόμους, από κάποιους πύργους υπήρχαν φώτα που γυρίζανε μέσα στην πόλη και κοιτάγανε, σκανάρανε την περιοχή από πάνω. Δεν υπήρχε φόβος ή κάτι, απλώς αισθανόσουνα μια περίεργη μεταβατική περίοδο στο Βατούμ, ενώ στην Τιφλίδα, που ήταν η πρωτεύουσα, τα πράγματα ήταν αρκετά πιο εξελιγμένα, ας πούμε.
Και πράγματι, τη μέρα της παράστασης μού είπαν οι άνθρωποι απ’ το φεστιβάλ ότι επειδή μπορεί να έρθει ο πρόεδρος της χώρας, αν μπορούμε να μην το κάνουμε γυμνοί τη σκηνή που ήταν γυμνή, ας πούμε, για να μη δημιουργηθούν θέματα. Και πράγματι το κάναμε έτσι. Κάναμε την παράσταση χωρίς να υπάρχει το γυμνό. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία κάποια μικρή στιγμή της παράστασης, αλλά το σύνολο της επαφής. Δηλαδή, πραγματικά η αίσθηση που είχαμε και σε εκείνη την παράσταση ήταν ακριβώς η ίδια, δηλαδή ένα ζεστό κοινό το οποίο βλέπει κάτι το οποίο δεν του είναι γνώριμο, αλλά ταυτόχρονα θέλει να το βιώσει. Σίγουρα κάποιους μπορεί να τους ενόχλησε στην πρώτη εκδοχή, αλλά αυτό είναι κι η ουσία, στην πραγματικότητα, του πράγματος. Δηλαδή, πρέπει ένας δημιουργός, θα φτάσει στο σημείο που θα υπάρξουν στιγμές που θα ενοχλήσει αυτό που κάνει.
Το 1999 κάνω το «Ring». Το Ring ήταν μια σαν σπονδυλωτή παράσταση, με μικρά-μικρά στιγμιότυπα μέσα σε ένα boxing ring. Με μια κυρία η οποία μοίραζε στον κόσμο ποπ κορν, πατατάκια… που ήταν μέρος στη διάρκεια της παράστασης, αλλά όπως ακριβώς γίνονται οι κοπέλες ανάμεσα στα rounds κλπ. Το οποίο παρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου πρώτα και μετά το πήγαμε στο Φεστιβάλ της Μπογκοτά, που ήταν το Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου. Εκεί λοιπόν, το 2000, στο φεστιβάλ αυτό, μας είδαν από το φεστιβάλ στη Βενεζουέλα και μας κάλεσαν την επόμενη χρονιά να ξαναπαρουσιάσουμε το ίδιο έργο.
Ξεκινάμε λοιπόν μια ομάδα δεκαπέντε άτομα, βάζουμε τις βαλίτσες μας, τα πραγματάκια μας, μπαίνουμε στο αεροπλάνο. Σκηνικά δε μεταφέραμε, τα φτιάξανε εκεί. Δηλαδή το ρινγκ το κατασκευάσαν εκεί κι εμείς πηγαίναμε όλα τα υπόλοιπα, όλα τα κουστούμια, τις μουσικές κτλ. Φτάνουμε λοιπόν στη Βενεζουέλα, στο Καράκας. Βγαίνουμε στο αεροδρόμιο περιμένουμε τις βαλίτσες… Καμία βαλίτσα. Ούτε μία.
Πανικός! Να παιρνουμε την εταιρεία, να μη βρίσκουν πουθενά τις βαλίτσες, να μην ξέρουνε πουθενά πού είναι. Να πηγαίνουμε στον έλεγχο των αποσκευών, να μας λένε: «Δεν ξέρουμε, δεν υπάρχουν πουθενά οι βαλίτσες!» Δεν τις βρίσκουν πουθενά.
Μας παίρνουν με το αυτοκίνητο, πάμε στο ξενοδοχείο, μας αφήνουν. Πάω εγώ στο γραφείο του φεστιβάλ μαζί με τον παραγωγό. Να λέμε: «Ωραία, ας το πάρουμε από την αρχή. Τι θα γίνει αν δεν έχουμε βαλίτσες;» Δεν είχαμε τίποτα. Ούτε οδοντόβουρτσα, που λένε.
Επικοινωνούμε με την Ελλάδα, που ήταν κι άλλες οι ώρες τελείως, για να μας στείλουνε το υλικό, τις μουσικές της παράστασης. Ένα τραγούδι τότε ήθελε μια μέρα για να κατέβει μέσω ίντερνετ, δε γινότανε να έρθει υλικό μιάμισης ώρας, που ήταν η παράσταση. Κατεβάζαμε, μπλοκάραν τα συστήματα… Αρχίσαμε να τα ψάχνουμε ξανά, ένα-ένα τα κομμάτια, για να τα βρούμε σε δισκάδικα για να τα ξανά συνθέσουμε εκεί, ενώ ταυτόχρονα περιμέναμε να μας έρθουνε.
Τρομακτική απελπισία. Δεν έβγαινε, δεν μπορούσε να βγει με τίποτα. Χάθηκε η πρώτη παράσταση, δεν προλάβαινε να γίνει, γιατί βλέπαμε πια δεν ερχόταν τίποτα, ούτε τα ρούχα, ούτε τίποτα. Ακυρώσαμε την πρώτη παράσταση. Και κανονίσαμε επόμενη. Τίποτα ακόμα τα πράγματα. Κανένα νέο από την αεροπορική εταιρεία.
Είμαστε μια μέρα πριν όμως ακόμα. Και ξεκινάμε να ψάχνουμε ρούχα, νυφικά, κοστούμια, νυφικό που να μπορεί να το φορέσει άνδρας, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο το ζευγάρι, φτερά για το κεφάλι που φορούσε η κοπέλα που σέρβιρε τον κόσμο, αθλητικά παπούτσια, άλλα ρούχα που ήταν πιο έντονα, αλλά πιο απλά, που ήταν πιο σπορ… Βγήκαμε στη λαϊκή αγορά και σε πανηγύρια, σε μαγαζιά, σε καταστήματα κι αρχίσαμε και ψάχναμε απεγνωσμένα! Ευτυχώς, μας ειδοποίησαν από το φεστιβάλ ότι θα έχουμε τα φτερά της «Μις Βενεζουέλα», που ήταν «Μις Υφήλιος» κι υπήρχανε. Οπότε μας φέρανε τα φτερά εκείνα --τα οποία ήταν πιο εντυπωσιακά τα δικά μας, ομολογώ-- για να τα χρησιμοποιήσουμε! Κι ουσιαστικά, φτιάξαμε μια πιο απλή βερσιόν της παράστασης, μια μέρα πριν την παράσταση.
Κάποια στιγμή, έρχεται ένα νέο ότι τα ρούχα μας έχουνε φτάσει στο Μαϊάμι. Βρέθηκαν όλες οι βαλίτσες στο Μαϊάμι. Αλλά δεν ξέρουνε… Θα φτάσουν στο Καράκας, με το Κατάκας σε άλλη πτήση στο Μαρακαΐμπο, οπότε θα ήταν οριακό αν θα τα έχουμε στην πρώτη παράσταση εκείνη.
Κάνουμε πρόβες κανονικά. Κάναμε γενική δοκιμή το μεσημέρι όλο το έργο κανονικά για να είμαστε έτοιμοι για το βράδυ κι η παράσταση ήταν στις 8μισι η ώρα. Και μαθαίνουμε ότι το αεροπλάνο θα προσγειωθεί στις 7μισι! Και φεύγουμε και πάμε στο αεροδρόμιο. Και πάω στο αεροδρόμιο, πέφτω στα γόνατα και λέω: «Σας παρακαλώ, θέλω να πάω τώρα μέσα», γιατί κανονικά έπρεπε να ρθουν έξω οι βαλίτσες, «για να τις παραλάβουμε εμείς». Και θυμάμαι, πραγματικά, ότι βγαίναν οι βαλίτσες κι είχαμε μπει μέσα στη φυσούνα! Ποιος θα την πάρει, ποια θα πρωτομαζέψουμε! Και να τις πιάνουμε, να τις πετάμε, να τις μετράμε, να τις μετράμε και να λέμε: «Φτάνει!» «Φτάνει!» «Έλα!» «Έλα!» «Μια ακόμα!» Μια δεν ήρθε τελικά.
Τέλος πάντων, παίρνουμε τις βαλίτσες, τρέχουμε στο θέατρο. 8 και 20 είμαστε στο θέατρο, ανοίγουμε τις βαλίτσες, δίνουμε τις μουσικές να περάσουν ξανά τα αρχεία της μουσικής από την αρχή, φοράμε τα ρούχα και ξεκινάει με δέκα λεπτά καθυστέρηση η παράσταση. Και γίνεται πραγματικά η παράσταση και το μόνο που κρατήσαμε από τα ρούχα που είχαμε μαζέψει, ήταν τα φτερά της «Μις Βενεζουέλα».
Πήγε πολύ καλά, γιατί ήταν και μια παράσταση που ήταν πολύ έτσι, σου έφτιαχνε τη διάθεση με έναν τρόπο. Ουσιαστικά, η παράσταση ήταν για μας ένα πάρτι εκείνη τη στιγμή! Νομίζω ότι με πιο μεγάλο κέφι δε θα μπορούσες να κάνεις μια παράσταση, γιατί πραγματικά εκεί που νόμιζες ότι θα κάνεις κάτι που τελικά θα μπαλώσεις μια παράσταση, έρχονται όλα στη θέση τους και γίνεται η παράσταση με τον καλύτερο τρόπο.
Αν δεν είχα τον χορό, εγώ δε θα είχα διαμορφωθεί. Εννοώ ότι μέσα απ’ τον χορό άνοιξε ο δρόμος για να σκέφτομαι, άνοιξε ο δρόμος για να μαθαίνω, άνοιξε ο δρόμος για να ερευνώ, έμαθα ιστορία, έμαθα πολιτική… Ακόμα κι αυτές οι εμπειρίες, αυτές σε όλες τις χώρες, με κάνουν να δω με τελείως διαφορετικό τρόπο τον άνθρωπο. Δηλαδή, το να βλέπεις τον άνθρωπο στη Γεωργία, στη Σιγκαπούρη, στην Αίγυπτο, στην Κορέα, στη Βενεζουέλα, τη διαφορά ακόμα κι από τη μια πόλη στην άλλη, απ’ την πρωτεύουσα στην επαρχία… όλη αυτή η εμπειρία του κόσμου που δεν είναι Ευρώπη, με έκανε να σεβαστώ με τελείως διαφορετικό τρόπο τον άνθρωπο.
Ένα απ’ τα ζητούμενά μου είναι κι ως διευθυντής στο Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, να καταφέρουμε αυτή την αίσθηση των ταξιδιών και της γνώσης, να τη ζήσουμε και με το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Νομίζω ότι αν δεν υπήρχε ο χορός, μάλλον δε θα ήμουνα καλά. Δε θα είχα βρει τρόπο να ισορροπώ, να εκφράζομαι και να μπορώ να σκέφτομαι.