Έχω γεννηθεί στην Τένεδο Τουρκίας το 1945. Τριών χρονών έφυγα από εκεί και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη, οικογενειακώς. Βγαίναμε στη γειτονιά εκεί, παίζαμε με τα παιδάκια, τα αγοράκια, τα κοριτσάκια, τα Αρμενάκια, τα καθολικά παιδιά, που μιλάγανε τότε γαλλικά. Εμείς μιλάγαμε ελληνικά, άλλα μιλάγανε τούρκικα… Υπήρχε ένα έτσι, μια ποικιλία από θρησκείες κι από εθνικότητες. Κι έτσι, ήταν καλά χρόνια.
Ε, κάποια στιγμή μετά αρχίζουν τα δύσκολα, όταν αρχίζεις και μεγαλώνεις και πας στο σχολείο. Εκεί αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι είσαι μειονότητα, όντως. Γιατί είναι η συμπεριφορά των Τούρκων δασκάλων που σε οδηγεί εκεί, να αντιλαμβάνεσαι ότι ναι μεν εσύ μπορεί να θεωρείς τον εαυτό σου Ρωμιό, χριστιανό ορθόδοξο κι όλα αυτά και νομίζεις ότι έτσι θα το θεωρούν κι οι άλλοι, αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο. Βιώνεις καταστάσεις που σε στεναχωρούν και σε ενοχλούν απίστευτα και προσγειώνεσαι, βέβαια.
Η πρώτη μου προσγείωση ήταν στη Γ΄ Δημοτικού, που είχα μια Τουρκάλα δασκάλα. Αυτή μας έκανε τούρκικα. Και δεν ξέρω τι έκανα, τι είπα, κάτι πρέπει να την ενόχλησε και με άφησε στην τάξη. Αδίστακτα, γιατί ήμουν καλή μαθήτρια, κατά τα άλλα. Κι αναγκάστηκα να κάνω τη Γ΄ Δημοτικού δεύτερη χρονιά. Κι αυτό είναι κάτι που το κουβαλάω, δηλαδή είναι κάτι που με πείραξε πάρα πολύ.
Το ‘55 που γίνανε τα Σεπτεμβριανά, ήμουν ακριβώς δέκα χρονών. Τότε μέναμε σε μια περιοχή που είχε κοντά την εκκλησία, την Ευαγγελίστρια. Αυτό που θυμάμαι και με έχει σημαδέψει είναι ότι 10 η ώρα το βράδυ, της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, πέσαμε για ύπνο κι ακούμε έναν περίεργο θόρυβο, γιατί το σπίτι μας ήτανε κοντά στη λεωφόρο. Έναν περίεργο θόρυβο από φωνές, έτσι, οχλαγωγία, από θόρυβο που σπάγανε πράγματα... Και λες: «Τώρα εδώ, κάτι περίεργο συμβαίνει». Σηκώθηκαν ο μπαμπάς, η μαμά, βγήκανε στη βεράντα να δουν. «Τι συμβαίνει, τι συμβαίνει;» Υπήρξε μια ανησυχία. Τότε νομίζω σε ένα τριώροφο μέναμε. Από κάτω μας, στον δεύτερο όροφο ήταν Ρωμιοί, δικοί μας και γνωστοί και συμπατριώτες και φίλοι και στο ισόγειο, νομίζω, ήτανε Τούρκοι. Κι είπανε: «Εντάξει, μη φοβάστε, εμείς εδώ είμαστε. Δε θα αφήσουμε να πλησιάσουν εδώ αυτοί».
Κι ακούς τώρα όλο αυτό, παιδάκι δέκα χρονών, είσαι στο κρεβάτι για ύπνο κι άντε τώρα να κοιμηθείς, έτσι; Ακούς λοιπόν αυτούς τους θορύβους και βέβαια υπάρχει μια ταραχή, ένας φόβος του άγνωστου. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Κάποια στιγμή, νομίζω η μαμά ή οι αποκάτω, οι υπόλοιποι που μένανε, είδανε από την εκκλησία που ήταν λοξά απέναντί μας, να βγαίνουνε φλόγες από τα παράθυρα της εκκλησίας. Κι είχανε μπει στην εκκλησία, τη σπάσανε και καίγανε μέσα πράγματα διάφορα, ξέρω ‘γω. Αυτό μας τρομοκράτησε ακόμα πιο πολύ και καταλάβαμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για εμάς.
Την επόμενη μέρα το πρωί που σηκωθήκαμε, δεν υπήρχε τίποτα στη θέση του. Ήταν όλα χυμένα στους δρόμους. Τα πάντα. Δεν υπήρχε ένα μαγαζί που να ήτανε όρθιο. Όλα, όλα. Ένα ζαχαροπλαστείο που ήταν εκεί, κοντά στο σπίτι μας κι ήταν Ρωμιός αυτός, Θεός σχωρέστον τον άνθρωπο, αφού του σπάσανε όλο το μαγαζί, πετάξανε κι όλες τις ωραίες του πάστες στον δρόμο. Και κλαίγαμε τις πάστες, γιατί ήμασταν και παιδάκια που πηγαίναμε και τις τρώγαμε κι ήταν υπέροχες τότε από γεύση.
Τις επόμενες μέρες που βγήκαμε, είδαμε ότι δεν υπήρχε τίποτα όρθιο. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε τίποτα όρθιο. Είχαν καταστραφεί τα πάντα. Και το σχολείο… Τίποτα δεν υπήρχε στη θέση του. Είχανε ρημάξει τα πάντα και το σχολείο και την εκκλησία, κάποια στιγμή είχαμε μπει και στην εκκλησία κι είδαμε σε τι κατάσταση ήταν. Φρικτά πράγματα. Και για ένα παιδάκι, τώρα, δέκα χρονών, αυτά καταγράφονται στη μνήμη και μένουν ανεξίτηλα. Δεν τα ξεχνάς ποτέ.
Εμείς δεν ξέραμε τίποτα, όλοι οι Ρωμιοί που ζούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη, δε μάθανε ποτέ ότι επίκειται να γίνει αυτό το πράγμα. Κατάφεραν και το κράτησαν κρυφό οι Τούρκοι, γιατί το διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, γιατί οι γείτονές μας οι Τούρκοι το ξέρανε. Αλλά εμείς δεν το μάθαμε ποτέ, κανείς, κανείς.
Είχε γίνει στρατιωτικός νόμος, είχανε αλλαγές κυβερνήσεων. Ήμουν Δημοτικό όταν κρεμάσανε τον Αντνάν Μεντερές, τότε που δήθεν αυτοί φταίγανε για τα Σεπτεμβριανά το ΄55 κι έγινε μια δίκη παρωδία και τους κρεμάσανε και μάλιστα τους απαγχόνισαν. Κι είχανε και φωτογραφίες στις εφημερίδες την επόμενη. Αυτά για εμάς τα παιδιά, ήταν σοκαριστικά πράγματα.
Aυτό είχε σαν συνέπεια να φύγουν πολλοί Ρωμιοί τότε απ’ την Κωνσταντινούπολη, γιατί καταστράφηκαν τα μαγαζιά τους, τα σπίτια τους και πολλοί αποφάσισαν να φύγουν, να έρθουν στην Ελλάδα ή να πάνε σε άλλες χώρες. Αλλά και πολλοί αποφάσισαν να μείνουν. Κι έτσι, φτιάξανε, επισκευάσανε τα μαγαζιά, τα σπίτια κλπ. επανήλθαν σιγά-σιγά όλα. Καθαριστήκανε βέβαια κλπ. όλα αυτά που είχανε, όλοι οι δρόμοι γεμίσει πράγματα, σπάσματα, έπιπλα, λάδια, ξύδια, τρόφιμα. Κι αυτό, νομίζω, ήταν και το μεγάλο λάθος, αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Έπρεπε να είχαν φύγει όλοι τότε.
Οι Τούρκοι κάθε τρεις λίγο, βγάζανε κι από κάτι εναντίον των Ρωμιών. Στην πολιτική υπήρχαν αναταράξεις διάφορες. Είχαμε στρατιωτικούς νόμους, μας απαγορεύανε απ’ το σχολείο να κυκλοφορούμε έξω, μας κλείσανε στα σπίτια. Περπατάς στον δρόμο, περνάει δίπλα σου ένας Τούρκος και σου λέει: «Μη μιλάς ελληνικά, εδώ είναι Τουρκία! Μίλα τούρκικα!» Αυτό επαναλαμβανόταν μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα τρόλεϊ, στα τρένα, ξέρω ‘γω. Μετά που σχολούσαμε από το σχολείο και βγαίναμε στην λεωφόρο του Πέρα και κάναμε και καμία βολτούλα να δούμε και τα αγόρια μας κι εκεί, συνέβαινε. Κι όπου πηγαίναμε, αν πήγαινες να καθίσεις κάπου, ας πούμε, σε ένα κέντρο, σε ένα αυτό, κοίταζες να δεις μήπως είναι Τούρκοι και θα σε ακούσουνε. Να μη μιλήσεις ελληνικά, γιατί μπορεί να γίνει και θέμα, δεν το ξέρεις αυτό. Αυτό ήταν κάτι που μας ενοχλούσε, αλλά όχι σε βαθμό που να σε αναγκάσει να φύγεις. Το υπομέναμε κατά κάποιον τρόπο, λες: «Εντάξει, μειονότητα είμαστε, θα τα υποστούμε αυτά».
Η μητέρα μου, Θεός σχωρέστην, δεν ήθελε να φύγουμε. Γιατί εκείνοι είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1922 με την οικογένειά της, που ήταν και πολυμελής οικογένεια, ήταν πέντε-εφτά-οκτώ άτομα και ταλαιπωρηθήκανε πάρα πολύ τότε. Ήταν δύσκολοι οι καιροί, το ΄22 μετά την Καταστροφή. Μένανε στο Κερατσίνι, νομίζω, κάπου εκεί, σε μια παράγκα, τέλος πάντων, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Κι έτσι η μαμά, επειδή είχε αυτή την κακή εμπειρία κι έλεγε: «Εγώ στην Ελλάδα δε θέλω να πάω».
Ένα περιστατικό όμως που μας σημάδεψε και μας πόνεσε πάρα πολύ και καταλάβαμε ότι πια δεν έχουμε ζωή, ήτανε όταν ήμασταν Γ΄ Λυκείου. Τότε, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μεικτά σχολεία, ήταν το Ζωγράφειο των αρρένων και το Ζάππειο των θηλέων. Γ΄ Λυκείου λοιπόν, οι τελειόφοιτες, είχε καθιερωθεί κάποια χρόνια πριν να ανεβάζουν μια τραγωδία. Κι όταν ήρθε η σειρά μας, αποφάσισε ο αείμνηστος ο Ρούσος, να ανεβάσουμε την Ελένη του Ευριπίδη.
Πρόβες, ιστορίες, αυτά… Μετά τα μαθήματα τώρα, έτσι; Σχολάγαμε 4 και μετά τις 4, ανεβαίναμε πάνω στο θέατρο –έχει ένα ωραίο θέατρο, το Ζάππειο– κι ανεβαίναμε και κάναμε πρόβες. Ήμασταν τότε τριάντα εννέα κορίτσια, σχεδόν οι τριάντα συμμετείχαν, γιατί ήταν κι ο χορός, οπότε ήταν αρκετές οι συμμετοχές. Γιατί μια τραγωδία είναι δύσκολη, δεν είναι εύκολη υπόθεση να ανεβάσεις. Κι αυτή ανέβαινε πάντα τον Μάιο, στο τέλος της χρονιάς, που καλούσαμε κόσμο, τους γονείς, τους δασκάλους, με προσκλήσεις, έτσι; Κι ερχόταν και βλέπανε, γιατί δεν υπήρχαν και τέτοιες ευκαιρίες τότε, εκείνα τα χρόνια.
Η τραγωδία του Ευριπίδη, η Ελένη, δεν ήταν από τις πολύ δραματικές, έτσι; Γιατί εξηγεί τη ζωή της Ελένης στην Αίγυπτο. Έναν μήνα πριν την παράσταση, είχαμε ετοιμάσει και τα ρούχα μας, γιατί ήτανε στην Αίγυπτο και θέλαμε να ντυθούμε αιγυπτιακά. Τα σκηνικά τα έφτιαξε μια συμμαθήτρια που ήταν ζωγράφος πολύ καλή, με ιερογλυφικά και με εικόνες από την Αίγυπτο. Τότε ήτανε μόδα κι η Κλεοπάτρα, η ταινία της Κλεοπάτρας με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που ήταν σουξέ. Κι είχαμε κι εμείς, μας είχε αρέσει αυτό κι είπαμε να φορέσουμε και να κάνουμε και το μαλλί μας έτσι, με φράντζα και με κορδέλες. Τέλος πάντων, όνειρα…
Μια-δυο μέρες πριν την τελική παράσταση, ανεβαίνει να παρακολουθήσει τις πρόβες η Τουρκάλα υποδιευθύντρια, που είχε διοριστεί λίγους μήνες πριν. Εκείνη την εποχή ήταν τα πράγματα με την Τουρκία πάρα πολύ δύσκολα, το ΄64, και θεώρησαν οι Τούρκοι του Υπουργείου Παιδείας καλό να διορίσουν στα ελληνικά σχολεία Τούρκους υποδιευθυντές, για να παρακολουθούν από κοντά τι συμβαίνει στα ελληνικά σχολεία.
Εμείς, επειδή τελειώναμε κιόλας, δεν πολυδώσαμε και πολλή σημασία. Ήτανε μια Τουρκάλα αυτή, μια γυναίκα, η οποία παραδόξως, όλες παρατηρήσαμε ότι το χρώμα στο πρόσωπό της ήταν πράσινο και μας είχε κάνει εντύπωση και το σχολιάζαμε. Και πιστεύαμε ότι αυτό το πράσινο προερχόταν από την κακία που είχε για εμάς.
Ανεβαίνει, λοιπόν, στην πρόβα και παρακολουθεί απ’ την πρώτη σειρά καθισμάτων την πρόβα. Για κακή μας τύχη, και πώς δεν το καταλάβανε κι ο Ρούσος πώς δεν το αντιλήφθηκε, σε έναν στίχο του χορού, είχε χορό από γυναίκες, αναφέρει ότι η Αφροδίτη, κοντά στην Αίγυπτο τότε που ήτανε, κάποια στιγμή, βγήκε, λέει, από τον αφρό των κυμάτων κοντά στην Κύπρο. Κι ακούει αυτή τη λέξη «Κύπρο» και πάει και μας καταγγέλλει στο Υπουργείο Παιδείας, ότι: «Ξέρετε, αυτοί εκεί πέρα, κάνουν θέατρα και μιλάνε για την Κύπρο».
Εμείς τώρα δεν έχουμε ιδέα, έτσι; Από όλα αυτά που συμβαίνουν πίσω από την πλάτη μας. Μετά από μια-δυο μέρες πρέπει να ήταν, δεν ήταν παραπάνω, φτάνουμε μέσα στην τάξη το πρωί, έρχεται η Κιμιατζή, η διευθύντρια τότε του Ζαππείου. Έρχεται λοιπόν, πρωί-πρωί, δε μας έκανε μάθημα η Κιμιατζή, οπότε λέμε: «Τώρα, η διευθύντρια πρωί-πρωί, τι θέλει;» Έρχεται λοιπόν. «Κορίτσια, καθίστε».
Ψυλλιαστήκαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, την είδαμε έτσι στεναχωρημένη. «Καθίστε, θα σας ανακοινώσω κάτι, αλλά μη στεναχωρηθείτε. Μας ήρθε εντολή σήμερα το πρωί από το Υπουργείο Παιδείας και μας απαγορεύουν να παίξουμε το έργο. Η παράσταση ακυρώνεται, δε θα δοθεί».
Η χαριστική βολή ήταν αυτό. Απίστευτο, αλλά αληθινό. Ήμασταν τριάντα εννέα μαθήτριες κι εκείνη την ώρα ξεσπάσαμε σε κλάματα κι οι τριάντα εννέα. Κι αυτές που παίζαν κι αυτές που δεν παίζαν. Γιατί ήταν τόσος ο κόπος, τόση η χαρά μας, τόση η προσπάθεια, όλο αυτόν τον χρόνο που πέρασε, για να κάνουμε κι εμείς κάτι που μας είχε αρέσει κλπ. κλπ. Κι από μια βλακεία εντελώς, έτσι; Επειδή αναφέρεται η λέξη «Κύπρος» μέσα, μας το κόψανε. Και μείναμε με τη χαρά μας.
Κι αφού κλάψαμε, κλάψαμε, κλάψαμε, εκείνη την ημέρα, ορκιστήκαμε όλες ότι τελειώνοντας το σχολείο, η επόμενη φάση θα είναι να βρεθούμε όλες στην Αθήνα. Και δώσαμε ραντεβού μια συγκεκριμένη ημερομηνία, μετά από λίγο καιρό, στην Ομόνοια. Κι είπαμε: «Θα πάμε εκεί, κι ας τρώμε και ψωμί και τυρί. Δηλαδή, δε μας νοιάζει, εδώ πλέον εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε».
Μέσα σε λίγους μήνες, οι περισσότερες μαθήτριες, φύγανε, ήρθανε στην Ελλάδα. Άλλες για σπουδές κι άλλες μόνιμα πια, γιατί δεν υπήρχε πια μέλλον, έτσι; Γιατί μετά από αυτό, έγιναν και τα επεισόδια στην Κύπρο. Κι αρχίσανε κι οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων. Το ΄64 αρχίσανε αυτά, εκείνη την περίοδο, λίγο πριν τον Μάιο που τελειώσαμε εμείς το σχολείο. Ερχόταν, την ώρα που τρώγανε, ας πούμε, ο κόσμος, η αστυνομία και τους έλεγε: «Ξέρετε, εσύ, κι εσύ κι εσύ, αύριο το πρωί φεύγετε». «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου…» «Όχι». Ήταν φρικτή πράξη, να τους λες: «200 δολάρια, τη βαλίτσα σου κι αύριο φεύγεις». Κι αφήνανε πίσω οι άνθρωποι τη γυναίκα τους, τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, την περιουσία τους, γιατί δεν μπορούσε να πάρει τίποτα μαζί του. Άλλοι είχανε μαγαζιά, άλλοι είχανε εργοστάσια, άλλοι είχανε τη δουλειά τους… Δηλαδή, άρχισε να ξηλώνεται πλέον η Ρωμιοσύνη.
Εμείς, βέβαια, δε φύγαμε αμέσως, γιατί η μαμά λίγο επέμενε να μην έρθουμε στην Ελλάδα. Αλλά κάποια στιγμή, μετά από δύο χρόνια σχεδόν, φύγαμε κι εμείς, το ΄66 κι ήρθαμε εδώ. Και καλά κάναμε, και κακώς δε φύγαμε και πιο νωρίς. Και μετά, συναντηθήκαμε, όντως έγινε το ραντεβού με τις συμμαθήτριες στην Ομόνοια, κάποια στιγμή. Κι όχι στην Ομόνοια, και παντού. Βρισκόμασταν παντού, γιατί όλες είχαν έρθει. Και κάθε φορά που συναντιόμασταν, το θυμόμασταν αυτό το περιστατικό και πολλές φορές ακόμα και τώρα, αν βρεθούμε και το συζητήσουμε, πάλι θα κλαίμε.