Ο ΜΑΝΤΙΝΑΔΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Ο ΜΑΝΤΙΝΑΔΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Περιγραφή
Ο Αριστείδης Χαιρέτης ή Γυαλάφτης, από τα Ανώγεια, εξηγεί πώς η αγάπη του για τη φύση, τη ζωή και τις γυναίκες, τον έκανε έναν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς μαντιναδολόγους της Κρήτης.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Νίκος Καλλέργης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Κινηματογράφηση
- Αγγέλα Σκουλά
Θα σε καλωσορίσω με μια μαντινάδα:
«Όποιος κι αν ‘ρθεί στον κόσμο μου, όσος φτωχός και να ‘μαι,
του δίδω την καρέθλα μου κι εγώ καθίζω χάμε».
Εγώ γεννήθηκα το ‘46. Γεννήθηκα στα Ανώγεια. Μεγαλώνοντας, άκουσα ότι τα κάψαν δυο οι Τούρκοι, μία οι Γερμανοί και μου ‘χει βγει η μαντινάδα, ας πούμε:
«Την ιστορία του χωριού να πω με λίγα λόγια,
ότι τα κάψαν τρεις φορές, και πάλι είναι Ανώγεια».
Εθυμούμαι εποχές, ας πούμε, που πήγαινε η μάνα μου με ένα μπουκαλάκι λάδι στον μπακάλη για να μου φέρει δύο φράγκα, τρία, ας πούμε. Κι ήμουνε πλούσιος, κι ήμουν ευτυχής, κι ήμουνα αλλού, όχι στη μιζέρια δηλαδή. Ενώ λίγα, με κουράζαν τα πολλά. Λίγα και με κουράζαν τα πολλά. Έντεκα χρόνων έφυγα από τα ζώα, πήγα κι έβρηκα τον πατέρα μου και μου λέει:
«Ήντα γυρεύεις επαέ;»
«Ήρθα να ‘μαστε μαζί, να βλέπουμε τις αίγες».
Δεν ξέρω να παίζω μπαλωθιές και δεν είναι τυχαίο. Δεν είδα πιστόλι στου πατέρα μου τα χέρια, δεν συζητήσαμε να πούμε: «Υπάρχουνε πιστόλια, το χουμε για κρίση, γιατί χρειάζεται». Όχι δεν μου ‘δειξε, δεν είδα. Μήπως δεν ξεκινούνε όλα από το σπίτι, ας πούμε;
«Πιστόλι στη μέση μου δεν έβαλα ποτέ μου,
γιατί είναι οι μαντινάδες μου, οι σφαίρες οι δικές μου».
Αλλά πιστεύω κι αν ειχε, και μαντινάδες να μην έβγανα, δε θα μου άρεσε το πιστόλι. Γιατί το πιστόλι σκοτώνει, δε δίνει ζωή, ρε γαμώτο.
Η πρώτη μου μαντινάδα είναι:
«Εξέφτισε η αγάπη μας σαν τον παλιό ασβέστη
κι από τον τοίχο της καρδιάς εντάκαρε και πέφτει».
Από τότε, είμαι μία πηγή που τρέχει, ενώ δεν βρέχει. Τότες ανακάλυψα, ας πούμε, ότι υπάρχει και θηλυκό φύλο. Νόμιζα ότι ήσανε όλα σέρνικα. Και ρωτώ τη μάνα μου:
«Τι είναι αυτή και δε φοράει παντελόνι;»
Λέει: «Γυναίκα».
«Α». Τότε μίλησε το θηλυκό φύλο μες στην ψυχή μου.
Η γυναίκα που παντρεύτηκα και με παντρεύτηκε ενοικοκύρεψε τον ψυχικό μου κόσμο, όχι το σπίτι. Μετά, το σπίτι. Κάνουμε δύο παιδιά. Για την εποχή που έκανα το στέφανο, προ τριάντα χρόνια, μεγάλο βήμα να φέρεις μία γυναίκα στα Ανώγεια αστεφάνωτος. Μεγάλη υπόθεση. Να λέει ο πατέρας μου:
«Παντρευτείτε, γιατί θα ποθάνω».
«Όταν πει μπαμπά η αγάπη να παντρευτούμε, θα παντρευτούμε. Όχι γιατί το λες εσύ». Με σεβασμό στον πατέρα μου και στη μάνα μου.
Η μαντινάδα γεννάται, δε θέλει σκέψη, δε θέλει πίεση. Γεννάται, δεν παραγγέλνεται. Με ρώτηξανε πώς βλέπω τις μαντινάδες, ας πούμε. Οι μαντινάδες για μένα είναι... ποια μάνα γεννά και δεν αγαπά το παιδί της; Μία-μία που τη φέρνω στη ζωή, τη χαϊδεύω στη χέρα μου, φεύγει στους ουρανούς, πάει και βρίχνει τις άλλες. Αυτές οι πεταλούδες έχουν σχηματίσει μία ομπρέλα, όπου πάω με ακολουθεί. Το χειμώνα δε βρέχομαι, το καλοκαίρι δε λιάζομαι. Ετσά βλέπω τη ζωή. Εάν δεν έβγανα μαντινάδες, δε θα ‘θελα να γεννηθώ. Αν δεν εχόρευα, δε θα ‘θελα να γεννηθώ. Βγάνω μαντινάδες και χορεύω κι είμαι ευτυχής για τη ζωή που κάνω.
Εγώ στα Ανώγεια χρωστώ, δε μου χρωστούνε. Ας είναι καλά οι άνθρωποι, κάνανε γάμους, κάμανε αρραβωνιάσεις, κάνανε ξεφαντώσεις και ξόδεψα τη ζωή μου μες στο γλέντι, χορεύοντας, τραγουδώντας... Τα γλέντια, τα παλιά με τα σημερινά... μπορεί να χορεύουν πιο καλά οι νέοι, ας πούμε, ε; Ναι, αλλά η ευτυχία λείπει από το πρόσωπό τους. Ενώ οι παλιοί χορεύανε, ας πούμε, πες πιο κακά, ε; Ναι, αλλά στο πρόσωπό τους είναι ευτυχισμένοι.
«Ευχαριστώ τη μάνα μου -λέει- που μ’ έφερε να ζήσω,
γιατί αλλιώς δεν μπόρουνα τη φύση να γνωρίσω».
Με λίγα λόγια, o άνθρωπος που θα αγαπήσει και νιώσει συναίσθημα και βγει το δάκρυ τση χαράς, για μένα είναι πάρα πολύ τυχερός. Είτε πάρει, είτε χάσει.
«Ήντα ‘ναι αγάπη τελικά, τη σκέψη μου κουράζω, -χρόνια τώρα-
εσύ να πίνεις το νερό και εγώ να ξεδιψάζω».
Εάν δεν είσαι ευτυχής, ας πούμε, μόνος σου, να ‘σαι μόνος και να ‘ναι η σκέψη γεμάτη θετικά πράγματα και μες στους πολλούς να ‘σαι, πάλι μοναχός είσαι.
«Πέτε μου έναν άνθρωπο να τα ‘χει λύσει όλα,
γιατί εγώ δεν τα ‘λυσα, μα δε με νοιάζει κιόλα».
Η χαρά έχει γέλιο, ο πόνος έχει δάκρυ. Αυτά είναι αδέρφια και ζούνε και μαζί και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα ξεχωρίσει. Όταν μου ‘ρθεί η στιγμή να κλάψω, είτε στο μαγαζί είμαι, δεν έχω πρόβλημα, αε πούμε, και βγαίνει. Μια φορά έκλαιγα στο Μεϊντάνι, ας πούμε και μου λέει ένας:
«Γιατί κλαις;»
Του λέω: «Μία γυναίκα αγαπώ και κλαίω». Υπάρχει ωραιότερο πράγμα να κλαις για την αγάπη, για μία γυναίκα; Δεν υπάρχει. Λέει:
«Δεν είσαι άντρας, δεν», λέει, «οι άντρες», λέει, «δεν κλαίνε για την αγάπη».
«Τι λυπηρό είναι να αγαπάς και να σου λένε οι άλλοι,
δεν είσαι άντρας που ‘φηκες το δάκρυ να προβάλει».
Η ψηλότερη κορυφή του κόσμου είναι η απλότητα. Η απλότητα!
«Αυτός που βγαίνει στην κορφή να τον εδουνε οι άλλοι,
φαίνεται ακόμα πιο μικρός από απόσταση μεγάλη».
Εγώ είμαι χαμηλό βουνό. Τι είμαι, ας πούμε; Ψηλορείτης;
«Εγώ είμαι χαμηλό βουνό αλλά η την κορφή μου,
κανείς δεν την επάτησε χωρίς την εντολή μου».
Μόνο ο έρωτας κι η αγάπη. Κι αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι, ας πούμε. Μια είναι η ζωή. Γιατί φαγώνονται, γιατί πόλεμοι, γιατί; Το γιατί και δεν μπορώ να το βρω, ας πούμε.
«Ο άνθρωπος εις τη ζωή όσο ψηλά κι αν βγαίνει,
ο τάφος είναι χαμηλά και τον επεριμένει.
Όλοι περαστικοί ‘μαστε από της ζωής τους τόπους,
τι πιο ωραίο να ‘σαι απλός και να αγαπάς τσ’ ανθρώπους».