Όταν σου λέω ήμουν ασταμάτητη, ήμουν ασταμάτητη!
'46. Έκανα ιστιοπλοΐα πολύ. Ήταν όλες οι βάρκες με πηδάλια. Κι είχαμε άνδρες πηδαλιούχους όταν ξεκινήσαμε. Κάποτε ήρθε πια διαταγή να γίνουμε και γυναίκες πηδαλιούχοι. Κι επειδή εγώ ήμουν όλη την ώρα στον όμιλο κι επειδή ήμουν και πιο μικρόσωμη από κάτι τεράστιες που είχαμε, με κάναν την πηδαλιούχο του ιστιοπλοϊκού. Το 'κανα κι αυτό!
Κέρκυρα πήγαμε το ‘49 για Πανελληνίους Κωπηλατικούς. Και ξέρεις, πηγαίναμε με αρματαγωγά. Ήταν πολύ δύσκολα γιατί είχε πολύ άσχημο καιρό, αυτά τα βαπόρια είναι πλάβες από κάτω, είναι ολόισια. Είχαν δέσει επάνω σχοινιά χοντρά απ’ τη μια στην άλλη, εάν κάποιος έβγαινε έξω κι ήθελε να πάει επάνω να μπορεί να περπατήσει.
Έχω «νικήσασα νίκην πρώτην!» Το 'χω! Ο Παύλος ήταν διάδοχος και μας έδωσε τότε κι έχω μια φωτογραφία που μας δίνει τα διπλώματα ο Παύλος. Και μας κάναν μια δεξίωση… καλά! Σερβιτόροι, πράγματα, εντάξει! Καταλαβαίνεις τώρα ότι ύστερα απ’ τον πόλεμο αυτά όλα για μας…
'46 πια, πάω στον ιστιοπλοϊκό. Τραβάω κανονικά κουπί. Κανονικά, προπονήσεις. Και μια μέρα που καθόμουν βλέπω έναν από πάνω... βλέπω ένα παλικάρι που κατεβαίνει κι ο Τάκης λίγο θαρρείς και πηδούσε, περπατούσε έτσι... Κι έμεινα! Έμεινα! Έμεινα! Τον ερωτεύτηκα αμέσως!
Μου είπανε όλοι οι γύρω: «Αποκλείεται να σε θέλει εσένα. Ο Τάκης είναι!» Ήδη ανέβαινε στο μπάσκετ. Ήδη τον καλούσαν στην Αθήνα σε ματς. Άρχισε δηλαδή. «Εντάξει!» «Εντάξει!»
Ο ιστιοπλοϊκός τότε δεν ήταν χωρισμένος με τη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν μέχρι κάτω στη θάλασσα. Κάθε βράδυ πηγαίναμε οι δυο μας, καθόμασταν εκεί και κουβεντιάζαμε. Ώρες. Και θυμάμαι τον πρόεδρο, κάποιους άλλους, που κάναν δήθεν βόλτες να μας δούνε. Εμείς καθόμασταν και κουβεντιάζαμε. Αρκετό καιρό. Αρκετό καιρό. Αλλά... ερωτευτήκαμε.
Έπαιζε μπάσκετ. Ήταν το σέντερ-φορ της Ελλάδος. Πήγε το '52 στους Ολυμπιακούς με την Εθνική Ελλάδος. Ξες πως πήγαν στους Ολυμπιακούς; Σε δύο μέρες! Πήγαν με ένα αεροπλάνο μέχρι Πολωνία, νομίζω, και τους αλλάξαν και πήγαν ύστερα Φινλανδία. Κι όταν φτάσανε παίζανε και ματς! Μπορείς να κερδίσεις έτσι; Όλοι οι άλλοι ήταν εκεί.
Ήρθαν Αμερικάνοι και τον είπαν: «Έλα στην Αμερική». Είπε: «Δεν μπορώ». Κάποτε είπε: «Δεν είμαι τυχοδιώκτης! Εγώ είμαι παίκτης». Αυτός ήτανε. Ένας Ιταλός τον φώναξε και του 'δινε πολλά χρήματα, και τόσα και τόσα… «Δεν κάνω παζάρι», του είπε, «δε θα 'ρθω! Ξέρω ότι θα γίνω, δεν είμαι, θα γίνω αλήτης. Το ξέρω. Θα αρχίσουν οι κοπέλες να τρέχουνε κάθε απόγευμα. Θα πρέπει να κάνω προπονήσεις και θα 'ρχονται -τα ξέρω αυτά- στο ξενοδοχείο. Έτσι γίνεται. Εγώ δεν είμαι τέτοιος!» Δεν είχε χρήματα. Δηλαδή, θα μπορούσε να πάρει αυτά τα πολλά χρήματα. Δεν το έκανε. Δεν πειράζει!
Όταν τελείωσαν τα ματς τους, τους είπαν να γυρίσουμε κι οι άλλοι εκστασίασαν. Είπαν: «Εμείς δε γυρίζουμε!» Ο Τάκης γύρισε. Κι είπαν τότε: «Αυτός πάει για τη Λίλη πίσω!» Το 'πανε! Ε, τι να κάνω;
Κάναμε ταξίδια ύστερα. Πήγαμε και μια φορά Παρίσι-Λονδίνο. Τότε εμείς φορούσαμε αυτά τα duffle coats. Έτσι τα λένε τώρα. Εδώ στην Ελλάδα τα λέγαμε «μοντγκόμερι» επειδή ο Μοντγκόμερι που 'χε έρθει στην Ελλάδα ύστερα απ' τον πόλεμο, τότε, φορούσε ένα τέτοιο. Πάω στο Λονδίνο εγώ και ζητάω μοντγκόμερι. Με κοιτάζανε οι κοπέλες: «Τι είναι αυτό;» Γιατί αυτό ήτανε ελληνική εφεύρεση. Δεν ήξερε αγγλικά ο κόσμος. Εδώ τα sleeping bags δεν τα ξέρανε «sleeping bag» στην Ελλάδα και τα λέγανε «σουλουμπάμιες».
Έδωσα, εν τω μεταξύ, εξετάσεις στην Τράπεζα Ελλάδος. Βέβαια, επειδή ήμουν μοναχοπαίδι κι ήμασταν σχετικά καλά, η μαμά μου: «Τι το θέλεις τώρα; Θα μου λείπεις!» Ύστερα από αυτά που περάσαμε στην Κατοχή, εγώ είπα: «Πρέπει να δουλέψω».
Στην τράπεζα φορούσαμε ποδιές, υποχρεωτικά. Μας δίνανε ύφασμα και σχέδιο. Με γιακαδάκι, κουμπιά μπροστά, τσέπες… κι ήμασταν όλες με τις ποδιές. Όλα μου τα χρόνια δούλεψα και Σάββατο. Είκοσι οκτώ χρόνια και δεν πρόλαβα τις αργίες της Κυριακής.
Εγώ δούλευα στο λογιστήριο που ήταν στο τρίτο πάτωμα. Τράπεζα Ελλάδος, μία είναι. Το ασανσέρ ήταν μόνο για τον διευθυντή. Εμείς ανεβοκατεβαίναμε με τα πόδια. Όλη τη σκάλα και δε βαριέσαι. Νέοι ήμασταν. Πέρασα δύο εγκυμοσύνες εκεί στο λογιστήριο. Γέννησα τον γιο μου Κυριακή και δούλευα και το Σάββατο. Ανέβαινα τη σκάλα εκείνη με μια τεράστια κοιλιά. Και την κόρη μου, πάλι έτσι. Ως το τέλος. Έτσι, για να δεις πώς δουλεύαμε.
Κι αγοράσαμε αυτό το διαμέρισμα. Όταν σου λέω ήμουν ασταμάτητη, ήμουν ασταμάτητη!