ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Περιγραφή
Η δεκατριάχρονη Ελένη Ρούσου πηγαίνει να παραθερίσει στο χωριό της μητέρας της, στην Κερύνεια, λίγο πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Καλλιόπη Τσακπουνίδου
Αφήγηση
- Ελένη Ρούσου
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Εγώ γεννήθηκα το 1961. Είχαμε μια πολύ καλή παρέα, είχαμε ξαδέλφια και φίλους που κάναμε πολύ παρέα. Παίζαμε δηλαδή, παίζαμε στις αλάνες, παίζαμε στο δρόμο, δεν υπήρχε και πολύς κόσμος να κυκλοφορεί, στις αυλές... δηλαδή ήταν τα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι, πάρα πολύ ωραία.
Το καλοκαίρι με τη μαμά μου πηγαίναμε και την αδερφή μου, πηγαίναμε δύο εβδομάδες στη γιαγιά μου, που ήταν σε ένα ορεινό χωριό της Κερύνειας, το οποίο δυστυχώς τώρα το έχουνε οι Τούρκοι. Kι όταν λέμε ορεινό χωριό, μη φανταστείς πολύ ορεινό, ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα, είναι τρία με τέσσερα χιλιόμετρα από τη θάλασσα, αλλά ήταν σκαρφαλωμένο στο βουνό. Ένα πάρα πολύ γραφικό χωριό και πηγαίναμε δύο εβδομάδες το καλοκαίρι. Πηγαίναμε βέβαια και το χειμώνα κάποιες φορές στη γιαγιά μου, δε μέναμε όμως εκεί πέρα. Πηγαίναμε, βλέπαμε τη γιαγιά μου και γυρνούσαμε. Πηγαίναμε όμως συχνά, δηλαδή δύο εβδομάδες το καλοκαίρι πηγαίναμε εκεί πέρα.
Δεν είχαμε αυτοκίνητο, έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο πρωί-πρωί 7μισι η ώρα να κατεβούμε στη θάλασσα και να γυρίσουμε το απόγευμα. Πηγαίναμε όμως, παρ’ όλ’ αυτά, και στη θάλασσα. Πηγαίναμε και σε ξαδέλφια που μένανε εκεί κοντά, στη θεία μου που έμενε σε κάποιο άλλο χωριό στην Κερύνεια. Περνούσε ευχάριστα σχετικά, η παραμονή μας στο Κάρμι, στο χωριό της μαμάς μου, το καλοκαίρι.
Επίσης, έχω εμπειρία σαν μικρή κι από το χωριό του πατέρα μου, το οποίο είναι επίσης στα κατεχόμενα. Το χωριό του πατέρα μου είναι σε ένα χωριό της Αμμοχώστου, σε πεδινή περιοχή. Εκεί πηγαίναμε πιο συχνά, γιατί ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας στη Λευκωσία, ήταν γύρω στο μισάωρο με το αυτοκίνητο, οπότε πολύ πιο εύκολα πηγαίναμε. Είχαμε πιο εύκολη πρόσβαση σε αυτό το χωριό. Πηγαίναμε πολύ συχνά, δηλαδή μπορεί να πηγαίναμε και κάθε βδομάδα. Μέναμε κιόλας εκεί, είχαμε παρέες εμείς, κορίτσια που ξέραμε εκεί πέρα. Οπότε πηγαίναμε και συχνά εκεί πέρα.
Έχω πολύ καλές αναμνήσεις κι από τις βόλτες μας που κάναμε εκεί πέρα κι από τους γάμους που έκαναν στο χωριό εκεί πέρα, οι οποίοι ήταν γάμοι πολύ ανοιχτοί με πάρα πολύ κόσμο, με τραπεζώματα κι ορχήστρα και χορούς. Έχω, επίσης, πολύ καλές αναμνήσεις.
Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις κι από τα δύο χωριά. Το καθένα με την ομορφιά του και με τον κόσμο που πηγαίναμε κι επισκεπτόμασταν. Ήταν και πλούσιο χωριό του πατέρα μου, ήταν δηλαδή από τα πλούσια χωριά, γιατί είχε τα χωράφια ήταν πολύ γόνιμα. Δηλαδή ο κόσμος καλλιεργούσε κι είχε αρκετά λεφτά κι ήταν στο δρόμο που πήγαινε στην Αμμόχωστο, στον παλιό δρόμο που πήγαινες στην Αμμοχώστο. Οπότε έχει και κίνηση κι ο κόσμος πηγαινοερχόταν πολύς και ήτανε πολύ κοντά στη Λευκωσία, που εμένα εγώ.
Στις 15 Ιουλίου, πέντε μέρες δηλαδή πριν γίνει Τουρκική εισβολή, που ήμασταν στο χωριό της μητέρας μου, το Κάρμι. Εκεί είχαμε πάει για ένα γάμο κι είχαμε μείνει και να κάνουμε και διακοπές. Κι εκεί ακούγαμε τι γινόταν στη Λευκωσία, αλλά δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε εύκολα, γιατί δεν υπήρχαν και τα τηλέφωνα που υπάρχουν τώρα. Στο χωριό υπήρχε ένα τηλέφωνο.
Στο σπίτι μας είχαμε τηλέφωνο, βέβαια, αλλά ο πατέρας μου, που ήταν στη Λευκωσία, δεν μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι κι είχε βγάλει κάποιες μέρες στη δουλειά του, στο υπόγειο, γιατί από κει που ήταν στο κέντρο της πόλης κι από εκεί ήταν επικίνδυνο να πάει στο σπίτι. Οπότε για κάποιες μέρες δεν μπορούσαμε να έχουμε επικοινωνία με τον πατέρα μου. Εμείς, βέβαια, σαν παιδιά, δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε αυτόν τον φόβο και την ανασφάλεια που αισθανόταν η μαμά μου. Εμείς λέγαμε εντάξει, ο πατέρας μας κάπου θα είναι. Δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε εμείς τόσο φόβο, όπως αισθανόταν η μαμά μου. Κι εκεί στην Κερύνεια, στο χωριό της γιαγιάς μου, απλώς ακούγαμε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Δεν ξέραμε πολλά πράγματα.
Είχαμε και κατ’ οίκον περιορισμό όμως και δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε, να φύγουμε δηλαδή από το χωριό της μαμάς μου, το Κάρμι και να πάμε στη Λευκωσία. Όταν σε δύο ή τρεις μέρες -δεν ξέρω, δεν θυμάμαι ακριβώς- άνοιξε, δόθηκε η δυνατότητα να μετακινηθούμε, φύγαμε. Εμείς θέλαμε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας με την αδερφή μου και λέει η μαμά μου: «Όχι, θα φύγουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι κάνει ο πατέρας σας και πού είναι». Κι η μαμά μου μάλλον φοβόνταν κι είπε ότι εμείς θα φύγουμε.
Ξυπνήσαμε 5 το πρωί με τους βομβαρδισμούς από τα αεροπλάνα. Κι εμείς παιδιά, ξυπνήσαμε, γιατί δεν ξέραμε τι ήταν κι ο πατέρας μου κι η μαμά μάς είπαν ότι έγινε τουρκική εισβολή. Και μετά αρχίσαμε να ακούμε τα ανακοινωθέντα και και και…
Όλα αυτά που ακολούθησαν, όλο αυτό το μεγάλο κακό που έγινε στην Κερύνεια, που κάναν απόφαση... Που θέλανε οι στρατιώτες να χτυπήσουν, οι Κύπριοι, οι Ελληνοκύπριοι, να χτυπήσουν τα καράβια και τους έλεγαν οι αξιωματικοί: «Όχι μη χτυπήσετε, περιμένετε να κάνουν απόβαση, να βγουν πρώτα και μετά». Έλα να βγουν πρώτα και μετά είναι αργά... Ήταν γιατί ήταν προδομένος ο αγώνας. Η Χούντα, δηλαδή, είχε φροντίσει να κάνει ό,τι έκανε και να κάνει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο για τα συμφέροντα των Τούρκων και δεν ξέρω τα συμφέροντα που είχε η Χούντα, δηλαδή ήταν ένας προδομένος αγώνας.
Εγώ, όμως, σαν μικρή δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό. Δεν μπορούσα να το χωρέσει το μυαλό μου ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο άσχημο και να ζοριστούμε τόσο πολύ κι ότι ήταν δυνατόν να πάρουν μέρη. Κι οι Τούρκοι στο τέλος έκαναν βόλτα, γιατί δεν είχαν αντίσταση, κι ακούγαμε το ανακοινωθέντα τα πολεμικά που έλεγε: «Ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλώνονται ομαλώς». Δηλαδή, πήγαμε προς τα πίσω, γιατί δεν υπήρχε αντίσταση. Οι Τούρκοι προχωρούσαν κι ανάμεσα στην πρώτη εισβολή και τη δεύτερη, δηλαδή 20 Ιουλίου ξεκίνησε η πρώτη, κράτησε τέσσερις μέρες -πόσο κράτησε;- και μέχρι στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι προχωρούσαν, γιατί δεν βρίσκανε καμία αντίσταση. Υποτίθεται υπήρχε κατάπαυση του πυρός, αλλά στην ουσία δεν υπήρχε. Οι Τούρκοι προχωρούσαν κι έπαιρναν και μέρη, τα οποία δεν είχαν σκοπό να τα πάρουν, κι έφτασαν έξω από τη Λευκωσία.
Στην πρώτη εισβολή το σπίτι μας ήταν ανάμεσα σε κάποια στρατόπεδα κι αυτό ήταν το αρνητικό, ότι ρίχνανε βόμβες γύρω-γύρω στα στρατόπεδα. Κάποιες, βέβαια, πήγαινε και σε άλλα μέρη. Υπήρχε ένα αντιαεροπορικό λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, το οποίο έκανε πάρα πολύ θόρυβο, τρομακτικό θόρυβο. Περνούσαν τα αεροπλάνα, τα πολεμικά πάνω από το σπίτι μας κι ήταν μία πάρα πολύ άσχημη εμπειρία για μένα. Θυμάμαι ότι είχα τον πατέρα μου, τον κρατούσα από το χέρι, αισθανόμουνα δίπλα στον πατέρα μου κάποια σιγουριά, αλλά και πάλι φοβόμουνα πάρα πολύ, δηλαδή ήθελα... και στο σπίτι έμπαινα για λίγο και μετά έβγαινα έξω. Πίστευα ότι έξω θα μπορούσα να προφυλαχτώ πιο καλά.
Τις πρώτες μέρες ήμασταν στη Λευκωσία, της πρώτης εισβολής που έγινε 20 Ιουλίου. Και πήγαμε στο χωριό του πατέρα μου, που ήταν αυτό της Αμμοχώστου, την Άσσια, έτσι λέγεται το χωριό. «Άσσια», με δύο σίγμα, και προφέρεται κάπως βαριά. Όταν τελείωσε όλο το κακό της πρώτης εισβολής, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Βέβαια, πολλές φορές τα βράδια ακούγαμε συνεχείς πυροβολισμούς και σηκωνόμασταν από το κρεβάτι. Δηλαδή, να ξαπλώνεις κι η ώρα 12, η ώρα 1, η ώρα 2 να ακούς να ρίχνουν πυροβολισμούς κι εμείς δεν ξέραμε τι γινόταν, πού έπρεπε να πάμε. Κι αυτό γινόταν και μετά τη δεύτερη εισβολή.
Ήμασταν δηλαδή εμείς σε συνεχή εγρήγορση, ήμασταν συνέχεια δηλαδή, είχαμε κάποιες βαλίτσες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να μπορέσουμε να φύγουμε. Αλλά να φύγουμε να πάμε που; Δεν ξέραμε πού ήταν αυτό που μπορούσαμε να πάμε, πού ήταν το πιο ασφαλές. Δηλαδή θέλαμε να φύγουμε, γιατί κι όλο αυτό να ακούς συνέχεια πυροβολισμούς και να μην ξέρεις τι γίνεται ήταν πάρα πολύ άσχημο, κι όταν είσαι κι ένα παιδί στα δεκατρία σου δεν ξέρεις γιατί γίνεται αυτό το πράγμα και τι πρέπει να κάνεις. Πώς να προφυλαχτείς. Βγαίναμε όλη η γειτονιά, μαζευόμασταν έξω από τα σπίτια μας και συζητούσαμε τι να κάνουμε.
Τελικά, δεν μπορούσαμε εύκολα να φύγουμε, γιατί κι υπήρχε μόνο ένας δρόμος που μπορούσαμε να πάμε κι εκεί από ό,τι άκουγα είχε πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλά αυτοκίνητα που πήγαιναν, οπότε δεν ήταν εύκολο να φύγεις. Και το άλλο βράδυ πάλι, δηλαδή γινόταν αυτό για πολλά βράδια.
Στη δεύτερη εισβολή που έγινε, που έγινε 14 Αυγούστου, ο πατέρας μου μας είπε ότι: «Μην πάτε», λέει, «στο χωριό μου, στην Άσσια» γιατί μάλλον αυτός κάτι είχε ακούσει ότι θα γίνει. Κι όντως, τη δεύτερη εισβολή το πήραν αυτό το χωριό. Έμαθαν… Είπε: «Δε θα πάτε εκεί, θα πάτε κάπου αλλού». Και πήγαμε σε ένα άλλο χωριό, προς τη Λεμεσό. Εκεί είχαμε κάποιες συμμαθήτριές από το γυμνάσιο κι εγώ κι η αδερφή μου, οπότε μας φιλοξένησαν οι άνθρωποι. Οπότε εμείς φύγαμε και πήγαμε στη Λευκωσία και μετά από δύο ή τρεις μέρες -δεν θυμάμαι ακριβώς πώς- έγινε η Τουρκική εισβολή.
Και βέβαια κάποια στιγμή μοιράστηκε κι η Λευκωσία στη μέση και πας τώρα εκεί πέρα, πας στο κέντρο της πόλης, υπάρχουν οι κεντρικοί οδοί, οι εμπορικές οδοί που πήγαινες και περπατούσες κι έφτανες μέχρι πέρα και τώρα είναι κομμένη στη μέση. Κι από κει για να πας πρέπει να περάσεις στην άλλη πλευρά κι από τη στιγμή που άνοιξαν τα σύνορα και μπορούμε να πάμε πρέπει να δείχνουμε ταυτότητα-διαβατήριο για να πάμε, πού; Στην ίδια μας την πατρίδα! Είναι πάρα πολύ τραγικό, πάρα πολύ ζόρικο, αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα.
Είχαμε πάρα πολλούς συγγενείς -γιατί και το χωριό του πατέρα μου και το χωριό της μητέρας μου το πήραν Τούρκοι- κι είχαμε πολλούς και που πέθαναν, που τους σκότωσαν, και πολλούς αγνοούμενους. Από το χωριό του πατέρα μου πήραν πάρα πολλούς ανθρώπους και μεγάλης ηλικίας, τους πήραν κι εξαφανίστηκαν. Κάποιοι λένε τους έβγαλαν έξω από το χωριό και τους σκότωσαν. Κάποιοι άλλοι ότι ήταν στις φυλακές της Τουρκίας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε όμως τι έγιναν αυτοί οι άνθρωποι, αν ζουν. Αν ζουν, οι περισσότεροι θα έχουν πεθάνει, βέβαια, γιατί θα είναι μεγάλοι. Ίσως κάποιοι έμειναν εκεί πέρα, κάποιους τους σκότωσαν, κάποιοι ήταν στις φυλακές, δεν ξέρω. Πάντως από τη μεριά του πατέρα μου, από το χωριό του πατέρα μου, είχε πάρα πολλούς αγνοούμενους.
Από το χωριό της μητέρας μου, όχι τόσους πολλούς. Παρόλο που ήταν εγκλωβισμένοι, δηλαδή η ξαδέρφη που ήταν με τα δυο της τα παιδιά ήταν εγκλωβισμένοι μία βδομάδα, δέκα μέρες στο Κάρμι και τους είχαν οι Τούρκοι και τους πήγαιναν από δω κι από κει και δεν τους ελευθέρωναν στην αρχή. Και κάποια στιγμή, ευτυχώς, τους απελευθέρωσαν.
Κι η ξαδέρφη μου που είχε δύο αγόρια, τα οποία μπορεί να ήταν μικρά σε ηλικία, αλλά οι Τούρκοι τους είχαν από κοντά. Ειδικά τον μεγάλο μου τον ξάδερφο, ο οποίος ήταν δέκα χρόνων αλλά ήταν μεγάλος για την ηλικία του φαινόταν, τον είχε ο Τούρκος από κοντά με το όπλο, γιατί φοβόταν μην τυχόν κι αυτό το παιδί κάνει κάτι και κινδυνεύσουν οι Τούρκοι. Κι η ξαδέρφη μου καθόταν λίγο πιο πίσω και να βλέπει το παιδί να το έχει μπροστά ο Τούρκος και να το έχει με το όπλο.
Λέγαμε διάφορα, ο κόσμος έλεγε διάφορα. Τι θα γίνει; Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Οι μεγάλοι ήξεραν περισσότερα από μας κι έλεγαν ότι είναι προδομένος ο αγώνας κι ότι θα πάρουν οι Τούρκοι κάποια μέρη, αλλά κι αυτοί δεν πίστευαν ότι θα πάρουν τόσα μέρη κι ότι οι Τούρκοι θα έκαναν βόλτα. Εγώ όμως δεν πίστευα, δηλαδή δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου ότι ήταν αυτό το πράγμα τόσο κακό.