Στο Πέρα γεννήθηκα, εδώ στην Πόλη. Τ’ ωραιότερο Πέρα του κόσμου που ήτανε παλιά, «το μικρό Παρίσι» το λέγανε, τόσο όμορφα ήτανε! Βγαίναμε τις Κυριακές και βλέπαμε έναν κόσμο θαυμάσιο, όλοι καλοντυμένοι, άντρες-γυναίκες. Δεν υπήρχε έτσι κόσμος που να ήταν κακοντυμένος, γιατί δεν αφήνανε να βγει έτσι στο Πέρα τον καθέναν… κι απ’ τις εκκλησίες όταν βγαίναμε, έβλεπες ένα στολίδι, κάθε Κυριακή. Τι να σου πω!
Τα ρούχα… είχε που φορούσανε ταγιέρ, είχε που φορούσαν φορέματα, είχανε με δαντέλες και με τέτοια, μεταξωτά. Και με τέτοια πηγαίναν για να κάτσουν, να πάρουν το τσάι τους, απαραίτητο το τσάι το απογευματινό. Οι άντρες με κοστούμια, τα παλτά, το καπέλο τους… κι οι άντρες όλοι με καπέλα. Είχε μικρά καπέλα, μεγάλα καπέλα, τον χειμώνα φορούσαν γούνινα καπέλα. Όλος ο κόσμος καπέλα φορούσε. Μ’ έλεγε η μαμά ότι για να πάμε να πάρουμε ψωμί να βγούμε έξω, χωρίς καπέλο δε βγαίναμε.
Είχε το Πέρα όλο καπελάδικα. Κι όλα ήταν Ρωμαίικα μαγαζιά. Όλα τα καπελάδικα, τα νυφικά που είχαμε, όλο το Πέρα ήταν Ρωμαίοι. Ήτανε όλοι δικοί μας άνθρωποι. Στο Πέρα που ήτανε οι καπελούδες, είχε εκεί το σαλόνι της η μαμά μου. Κι είχε καμιά δέκα- δεκαπενταριά κορίτσια που δουλεύανε, Ελληνίδες, κι ήμουνα όλο δίπλα μ’ εκείνες. Απ’ το σχολείο και μετά, ερχόμασταν στο μαγαζί. Και ράβανε, με δίνανε κι εμένα: «Κάνε λίγο αυτό», «κάνε εκείνο», «να, έτσι θα το κάνεις», «αλλιώς θα το κάνεις…» Και τ’ αγάπησα! Και με φώναζε η μάνα μου: «Πάνε εσύ να διαβάσεις, άσ’ τα αυτά, αργότερα για σένα!» Εγώ με το ζόρι πήγαινα, είχα δεθεί εκεί στη δουλειά. Έβλεπα που βγάζανε αριστουργήματα, κάτι θαύματα… τότε ήταν πολύ διαφορετικά τα καπέλα.
Το πρώτο καπέλο που έκανα από μόνη μου, δεν το ήξερε κι η μαμά, που απόρησε.
«Εσύ δεν πιστεύω να το κάνεις», λέει, «αυτό, τα κορίτσια σ’ το ‘καναν!»
«Όχι, λέω, μόνη μου το ‘κανα!»
Κι εγώ η ίδια απόρησα, λέω πώς βγήκε από το χέρι μου; Ήτανε μεγάλη καπελίνα κι είχα βάλει πάνω όλο στολίδια έτσι και βαλέτα, κι όσοι το βλέπανε, το θέλαν παραγγελία! Και λέει η μαμά: «Είδες τώρα τι με κάνεις;» Γιατί εγώ πήγαινα σχολείο ακόμα.
Ήμαστανε μικρά, λέγοντας, πάλι δώδεκα-δεκατριών χρονών, κι ήρθε του πρωθυπουργού η γυναίκα. Εμείς δεν το ξέραμε. Κι ήτανε, δεν ήταν ωραία, ήταν άσχημη εκείνης της εποχής. Εμείς κοιτάζαμε απ’ την πόρτα, η μαμά δε μας άφηνε όταν είχε μέσα κόσμο. Και να λέμε: «Αυτή τι άσχημη γυναίκα!» «Αυτή τι άσχημη γυναίκα!» Κι ό,τι την έβαζε, δεν της πήγαινε. Κι η μάνα μου τυραννιόνταν. Βάζει το ένα, «το αυτό θα σε πάει», «εκείνο θα σε πάει…» Κι όταν έβαλε το καπέλο, μπήκαμε εμείς μέσα.
Μας ρωτάει: «Πώς είμαι;»
«Ε, με τα μούτρα σου, είναι και το καπέλο!»
Η μάνα μου πήγε να πεθάνει η καημένη, απ’ την ντροπή της! Λέει: «Είστε παιδιά», λέει, «και δε δίνω σημασία σ’ αυτό που είπατε». Αλλά εμείς ύστερα φάγαμε…
Στο Κεντρικό το σχολείο πήγαινα, μετά πήγα στο Γαλλικό, Notre Dame de Lourdes. Ε, και μετά γνώρισα τον άντρα μου, ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Παντρευτήκαμε στην Αγία Τριάδα. Τι κόσμο! Τι κόσμο, δεν μπορείτε να φανταστείς! Η βάπτιση των παιδιών μου έγινε μία… στην Παναγία. Θαυμάσια πράγματα! Δηλαδή, λέω, τα ζήσαμε εμείς αυτά τώρα που ζούμε έτσι εδώ, με δύο-τρία άτομα μόνο; Παλιά, η εκκλησία δε μπορούσες να μπεις μέσα απ’ τον κόσμο, τόσο ήμασταν χιλιάδες άτομα εδώ.
Η μαμά στο ‘86 πέθανε. Μες στο μαγαζί πέθανε η μαμά. Μέσα, τη ρίξαμε όλο καπέλα μέσα στον τάφο της. Γιατί τ’ αγαπούσε και πέθανε με ‘κείνα. Γιατί τα αγαπούσε, με τα καπέλα της να φύγει… Κι έπρεπε να το συνεχίσω εγώ το μαγαζί. Μια δύσκολη υπόθεση στο κεφάλι μου, βέβαια.
Πέθανε η μαμά κι άφησε ένα καπέλο ακάμωτο. Δεν ήξερα και πώς να το κάνω. Γιατί ήταν ένα δύσκολο ένα μοντέλο κι ήταν δικό της που το έβγαλε, το σχέδιο. Η γυναίκα τρελάθηκε, γιατί ήξερε που πέθανε η μαμά και τρελάθηκε: «Τι θα κάνω εγώ», λέει, «τώρα;» Πάντρευε τον γιο της κι έπρεπε να βγει κάτι καλό. «Τώρα κάηκα!» να λέει και να χτυπιέται η γυναίκα. Λέω: «Μη στεναχωριέσαι, εγώ είμαι εδώ, θα στο φτιάξω!»
Αλλά εγώ ξέρω τι πέρασα! Η αλήθεια, δύο μέρες τυραννήθηκα πάρα πολύ. Κι ήτανε δύσκολο, από ύφασμα, να μην το κάνω λάθος και το κόψω, κι ήταν πανάκριβο ένα ύφασμα… αφού έκλαιγα κιόλας. Λέω Θεέ μου, δώσε μου δύναμη να το φτιάξω αυτό, γιατί θα γίνω ρεζίλι! Θέλω να βγάλω τη μαμά, αυτή που πέθανε... να βγάλω το όνομα της σωστό! Κι αλήθεια, νόμιζες κι ήτανε η μάνα μου από πίσω και με βοηθούσε. Αισθανόμουνα ένα χέρι, σαν να με βοηθούσε. Δηλαδή πάντα, μέχρι τώρα, άμα δυσκολευτώ, αυτό αισθάνομαι.
Το ‘κανα που δεν το πίστευα ούτε εγώ! Η γυναίκα τρελάθηκε, λέει: «Εσύ το ‘κανες;» Και δεν το πιστεύανε ούτε τα παιδιά μου, ούτε ο άντρας μου. Γιατί κι ο άντρας μου, η αλήθεια, δεν ήθελε έτσι να είμαι, έτσι συνέχεια στο μαγαζί, ήθελε ν’ αφοσιωθώ στα παιδιά. Αλλά σιγά-σιγά μπήκα στο νόημα, μπήκα στο θέμα, έβαλα δύναμη, κουράγιο κι αγάπη.
Έχω πάρα πολύ καλή πελατεία. Έχω απ’ το θέατρο, είναι οι εφοπλισταί, οι γυναίκες εφοπλιστών, είναι απ’ τα προξενεία οι γυναίκες που έρχονται, έχω πολύ απ’ τα προξενεία, απ’ το γαλλικό απ’ το αγγλικό, απ’ το ιταλικό, προξένισσες, κι η αλήθεια όλες είναι ευχαριστημένες.
Σπανίως έτσι μια γυναίκα να είναι ευχαριστημένη απ’ όλα. Γιατί δεν ξέρουν τι θέλουνε, πρώτ’ απ’ όλα, δεν ξέρουν τι τις πάει! Δεν ξέρουνε. Θέλει μία γυναίκα κοντή είναι και θέλει να βάλει μεγάλη καπελίνα.
Τη λέω: «Θα χαθείς, μέσα εκεί, δε θα φαίνεσαι, πρέπει να βάλεις κάτι να σε δώσει μπόι»
«Όχι, εγώ αυτό θέλω!»
«Εγώ», λέω, «δε στο δίνω! Γιατί η μόδα είναι έτσι κι εγώ σαν μοδίστρα πρέπει να σε δείξω το σωστό τι πρέπει να κάνεις. Από μένα δεν παίρνεις καπέλο, άμα θες πάνε βρες αλλού! Εγώ αυτό δε στο δίνω, θες να κάνεις αυτό που σου λέω;»
Γιατί οι περισσότεροι για γάμο έρχονται εδώ. Οι Εβραίισες σε αυτά είναι πολύ τυπικές. Τα κάνουν όλα και πανάκριβα, κι όλα να είναι στην εντέλεια: το χρώμα ίδιο, το παπούτσι… πανάκριβα. Η αλήθεια κάνουν πολύ ωραίους γάμους, όλοι με καπέλα πάνε. Οι Τουρκάλες καθόλου δεν είναι, είναι ό,τι τους πεις. Οι Αρμένισσες αφήνουν σε μένα, κι εκείνες δεν πολύ αυτώνουνε, αλλά θέλουνε να ταιριάζει το χρώμα, να είναι ίδιο. Γι’ αυτό φέρνουνε τσάντες και παπούτσια και διαλέγουμε. Να, κι αύριο θα ‘ρθουνε κάποιες, έχουν στην Αγία Τριάδα εκκλησία θα γίνει ο γάμος, και θα ‘ρθουν αύριο να πάρουνε τα καπέλα.
Όλα τ’ αγαπώ τα καπέλα. Γιατί, αλήθεια, κάνω το ένα πιο ωραίο από το άλλο, όχι που θα το πω που το κάνω εγώ. Είναι χειροποίητα, δεν υπάρχει στην Πόλη άλλος να φτιάχνει χειροποίητα, φέρνουν έτοιμα αυτά, τα πουλάνε. Αλλά αυτά για να γίνουνε θέλει αγάπη, να τ’ αγαπήσεις, να τα κάνεις. Αν δεν υπάρχει από μέσα σου να βγει η αγάπη, δε γίνεται ωραίο.
Πάρα-πάρα πολύ τ’ αγαπώ το μαγαζί μου. Τα παιδιά μου ζούν στην Αθήνα και με φωνάζουνε: «Έλα, έλα, σ’ έφαγε αυτό το μαγαζί, παράτα τα πια!» Εγώ εδώ, κολλημένη. Με αγάπη έρχομαι, δηλαδή. Κι αποβραδίς λέω α, την άλλη μέρα θα κάνω αυτό! Κι έρχομαι με μια χαρά που θα το φτιάξω. Γιατί λέω αχ, θα κάνω αυτό το μοντέλο σήμερα, αχ θα κάνω εκείνο σήμερα, κι έως το βράδυ με χαρά το κάνω, κι όσο βγαίνει ωραίο, χαίρομαι ακόμα πιο πολύ. Δηλαδή έτσι, από μέσα μου, βγαίνει!
Είμαι η Κάτια η Κυρατζή κι έκανα το όνομα «Κάτια» φίρμα. Στις τηλεοράσεις, στα περιοδικά, σ’ όλα αυτά, είμαι σε όλα μέσα!