Οι γονείς μου ήρθαν απ’ την Τουρκία. Η γιαγιά μου ξεκίνησε με τρία παιδιά και τον άντρα της, πέθανε στη φυλακή στην Τουρκία. Η γιαγιά μου είχε τρία παιδιά, στο δρόμο αρρωστήσανε και πεθάνανε τα δυο. Τα δύο πεθάνανε, έμεινε ο πατέρας μου. Ε, ήρθε εδώ, μεγάλωσε, έκανε, και μικρός παντρεύτηκε. Η μάνα μου δεκατεσσάρων χρονών, δεκαπέντε, πόσο ήταν που παντρεύτηκε... Πέντε έκανε, ένα αγοράκι και τέσσερα κορίτσια, το αγοράκι πέθανε. Εγώ είμαι η δεύτερη.
Εφτά χρονών ήμουν το ‘41, που σκοτώσαν τον πατέρα μου.
Εκείνη την ημέρα ήμουνα με τη γιαγιά μου στο μύλο. Πρώτα αλέθανε της χρονιάς τ’ αλεύρι και το τρώγαν όλο το χρόνο. Και κάθε φθινόπωρο αλέθανε. Και βλέπουμε, η γιαγιά μου βλέπει στα βουνά επάνω, ανθρώπους. Λέει: «Ελένη», λέει, «στα βουνά επάνω ανθρώποι είναι. Τι είναι αυτοί;» Ήταν Γερμανοί.
Ήρθαν στα σπίτια: «Άλε χοπ!», Άλε χοπ!», «Άλε χοπ!» πώς λένε οι Γερμανοί, μας βγάλανε απ’ τα σπίτια μας. Βγήκαμε, πήγαμε όλοι στην εκκλησία κοντά. Ο πατέρας μου κρύφτηκε.
Επήγαμε εμείς εκεί, εκείνοι εκεί είπανε: «Οι γυναίκες να πάνε χώρια κι οι άνδρες να πάνε χώρια». Και μετά, τους γυναίκες τους λένε: «Πάνε, πάρτε από τα σπίτια σας ό,τι μπορείτε».
Ήρθαμε στο σπίτι. Ο πατέρας μου βγήκε απ’ την κρυψώνα του κι ήρθε με εμάς που γυρίσαμε πίσω να πάρουμε πράγματα. Κι η μάνα μου λέει τον πατέρα μου:
«Βάλε γυναίκας λώματα», ρούχα. Τα λέω και στα ποντιακά…
Ο πατέρας μου δε θέλει.
«Θα το καταλάβουν», λέει «και θα σκοτώσουν εμένα και θ’ αφήσουν τους άλλους».
Σηκώθηκε, πήγε μαζί μας.
Ήρθαμε μέχρι τον μισό τον δρόμο, μας συναντάει ένας χωροφύλακας. Ήταν και χωροφύλακοι μαζί τους τότε. Και μας λέει: «Ζώα δεν έχετε; Κάρα δεν έχετε; Κάρα ζέψτε! Ζώα ζέψτε και φορτώστε πράγματα όσα μπορείτε, γιατί τα σπίτια θα τα κάψουνε». Γύρισε μετά ο πατέρας μου πίσω, πήγαμε πήραμε τον κάρο, φορτώσαμε υφαντά, στρώματα, έναν τενεκέ τυρί, βούτυρο... τον κάρο τον φουλαρίσαμε.
Και λέει η μάνα μου πάλι τον πατέρα μου:
«Έλα, φόρα τα ρούχα και μπες εδώ στα χαλιά από κάτω».
«Όχι», λέει, «αυτοί κοιτάνε με τα τηλεσκόπια», λέει, «και θα με δούνε», λέει.
Δεν ήθελε, πάλι δεν ήθελε. Ε, τι να τον κάνεις, δεν ήθελε. Ρώτησε: «Ο τάδες είναι εκεί; Ο τάδες είναι εκεί; Ο τάδες είναι εκεί;» Οι φίλοι του, οι γνωστοί του. Όλοι εκεί ήτανε. «Ό,τι γίνουν εκείνοι», είπε, «γίνομαι κι εγώ». Δεν έλπιζε εκατόν εξήντα άτομα να τα σκοτώσουνε. Δεν το ‘λπιζε.
Πήγε μαζί μας, μέχρι εδώ. Ακριβώς, το θυμάμαι. Εδώ κοντά. Από εδώ κοντά πήραν τον πατέρα μου από εμάς. Πιο κάτω πήγαμε, χτυπήσανε τα πολυβόλα. Τους σκοτώσανε. Τότε όλοι φωνάξανε, τσιρίξανε: «Τους σκοτώσανε...» Παιδιά, γυναίκες, μάνες, όλοι...
Μετά μας πήγαν εμάς στα Κομνηνά, Πτολεμαΐδα πήγαμε τότε. Εκεί πήγαμε σε ένα χάνι. Ένα άδειο μαντρί, πώς να σε πω, ζώα δεν ήτανε μέσα, ‘ντάξει, αλλά όπως έχουν τις αποθήκες τώρα. Ήταν μια αποθήκη. Και τους γεμίσαν εκεί μέσα. Κι από εκεί πάλι είπαν: «Όποιος έχει συγγενούς να πάει όπου θέλει». Εμείς δηλώσαμε να πάμε στο Ζερβοχώρι. Καθίσαμε, πόσα χρόνια καθίσαμε, μετά ήρθαμε στο χωριό.
Το κάψανε το χωριό, όλα τα κάψανε, όλα τα ρημάξανε. Όλα τα ρημάξανε! Βρήκαμε τοίχους, ας πούμε, είναι τοίχοι που δεν καήκανε. Βάλαμε και κάτι λαμαρίνες και κοιμόμασταν εκεί κάτω στις λαμαρίνες κι εδώ ήταν οι αγελάδες κι εκεί κοιμόμασταν εμείς. Κι όταν κατουρούσανε, επάνω μας πετούσαν τα νερά. Τότε δεν κοιτούσες αριστοκρατικά πράγματα…
Πάλι μας κάψανε. Το ’44. Είχαμε επάνω κάτι τέσσερις-πέντε αντάρτες, που λέγανε, βγήκανε. Κι εκείνοι μας φάγανε.
Βαρούσαν τα κανόνια κι εμείς μόλις ακούγαμε τα κανόνια λέμε: «Ήρθαν πάλι οι Γερμανοί!» Φεύγαμε. Φύγαμε στο βουνό. Εκεί απάνω χάσαμε ο ένας τον άλλον. Πήγαινε με τα πρόβατα η γιαγιά μου, η μάνα μου πήγαινε με τα παιδιά, με την Αναστασία, με την Κυριακούλα, εγώ χώρισα. Ήταν ένας γείτονας εδώ, Γαράσαββα τον λέγανε, και με πήρε μαζί του και με το κορίτσι του. Πήγαμε, μπήκαμε σε μια τρύπα, σε μια κουφάλα που λένε, σε μια τρύπα μπήκαμε, εκεί μέσα. Βράδιασε.
Τη νύχτα λέει: «Θα φύγουμε», λέει αυτός, «θα πάμε στην Κόλαρτσα». Εδώ, σε ένα χωριό, η οικογένειά του ήταν εκεί. Εκεί που πηγαίναμε, ρίχνανε τις οβίδες, τις φωτοβολίδες. Έλεγε αυτός ο καημένος: «Σκυφτείτε κάτω, σκυφτείτετε κάτω, να μη σας βλέπουν! Σκυφτείτε κάτω να μη σας βλέπουν!» Σκυφτόμασταν. Πάλι ξεκινούσαμε, πάλι ρίχνανε, πάλι σκυφτόμασταν. Έτσι σκυφτά-σκυφτά-σκυφτά, πήγαμε στο χωριό.
Η γυναίκα του ήρθε στο δρόμο, φωνάζει από μακριά: «Σηκώστε τα χέρια!» λέει, «Παραδοθείτε!» λέει, «Σηκώστε τα χέρια!» λέει, «να μη σας σκοτώσουνε!» Κι εμείς σηκώσαμε τα χέρια και πηγαίνοντας... Οι Γερμανοί, όταν σηκώσαμε τα χέρια, άλλο δεν έκαναν απόπειρα να μας σκοτώσουνε.
Τους μαζέψανε, τους πήρανε και τους πήγαν Πτολεμαΐδα πάλι. Ήταν ένας, έτσι ανάπηρος ήταν καημένος και πήγαινε μπροστά και τον σπρώχνανε. «Ίστε!», λέει, «Πάγω, ντο κουντάτε;» Ποντιακά, δηλαδή: «Τι σπρώχνετε;» λέει, «Πάγω!» Εκείνος ήτανε λιγάκι… Ήρθε η μάνα μου με πήρε.
Μετά έγινε ο Εμφύλιος.
Είχαμε γάμο εκείνη τη βραδιά στο χωριό. Οι αντάρτοι μάζεψαν την αφρόκρεμα, τη νεολαία, όλους, και τους πήγαν στο βουνό. Πήραν και τον γαμπρό κι αφήσανε τη νύφη μόνο. Δηλαδή παντρεύτηκε και δεν παντρεύτηκε! Τουλάχιστον ας παίρνανε κι εκείνη! Κι ήταν κι ο γαμπρός μου εκείνη τη βραδιά εκεί, της αδερφής μου ο άντρας. Επήρανε κι εκείνον.
Ήμουνα δεκατέσσερα χρονών, δεκαπέντε, κοιμόμουνα απάνω στα ταβάνια ξέρεις πόσον καιρό; Γιατί; Να μην έρθουν οι αντάρτοι να με πάρουνε! Άμα με έβρισκαν, θα με παίρνανε! Εγώ ήμουνα μωρό, θα με παίρνανε στο βουνό, τι θα πήγαινα να έκανα στο βουνό εγώ; Κοιμόμασταν εκεί απάνω κι οι αντάρτοι όταν περνούσανε από εκεί, ακούγαμε τις φωνές. Ήτανε, αυτό ήτανε καφενείο κι εμείς κοιμόμασταν επάνω στο ταβάνι. Πήρανε μια από τα Κομνηνά τότε, εκείνη τη βραδιά, κι η μάνα της έκλαιγε. Εμείς, ακούγαμε τη φωνή της εκεί επάνω. Και λέγαμε α, θα βρουν κι εμάς, θα μας πάρουν! Α, θα βρουν κι εμάς!
Αυτό που κάνανε οι αντάρτοι, δεν τους συγχωράω! Με τα παιδιά τι δουλειά είχανε; Κι εγώ από τότε έπαθα τα βρογχικά. Γιατί ήταν χαραμάδα, ήταν παλιά σπίτια, ήταν χαραμάδα, κοιμόμασταν επάνω στο ταβάνι, από εκεί έπεφτε χιόνι, τι θα έκανε; Αχ κορίτσι μου, εμείς τραβήξαμε πάρα πολλά...
Πάλι ήρθαμε στο χωριό μας, απ’ την αρχή. Τέσσερα κορίτσια κι η μαμά μου πέντε κι η γιαγιά μου έξι, έξι άτομα ήμαστε. Πάλι μπήκαμε στη σειρά. Μας κάψανε, μας σκοτώσανε, μας ρημάξανε. Πάλι μπήκαμε στη σειρά.
Η μάνα μου ήτανε νοικοκυρά, ας πούμε, δούλευε, έκανε, η γιαγιά μου… ήμασταν δουλευτιάροι, ας πούμε. Πηγαίναμε στο χωράφι, η μάνα μου πήγαινε, όργωνε, έσπερνε, έκανε... τι να κάνει; Παιδιά είχε, θα μεγαλώσει. Κι η γιαγιά μου μεγάλωσε, έκλαιγε τον γιο της… έκανε: «Ε! Κωνσταντίνε!» όταν έκλαιγε τον πατέρα μου, ας πούμε. «Ε!» Τα βουνά όλα γυρνούσε και φώναζε: «Ι! Εμένα τον γιο μου δεν τον σκοτώσανε οι Γερμανοί. Τον φάγανε οι χωριανοί!» έλεγε. «Ποιος ήξερε το Μεσόβουνο;»