ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΒΙΑΣΜΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΒΙΑΣΜΟΥ
Περιγραφή
Μια νέα κοπέλα μιλά για την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής της και για την πορεία της προς την επούλωση.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ελένη Λόζου
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Θάνος Ζαμπούκας
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Γιώργος Αθανασίου
Ήτανε το καλοκαίρι του 2015. Ήτανε ένας άνθρωπος που ήξερα, από μια κοινή παρέα, κι είχε τύχει να βρεθούμε σε κοινές παρέες και να μιλήσουμε. Ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Μου είχε φανεί πάρα πολύ όμορφος και πάρα πολύ ελκυστικός από την πρώτη φορά που τον είδα. Θεωρούσα ότι δεν πρόκειται να του αρέσω ποτέ, δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ να με κοιτάξει.
Εμένα λοιπόν το απωθημένο μου κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, το καλοκαίρι πριν πάω Γ΄Λυκείου. Μου ζήτησε να βγούμε και μου είχε πει μάλιστα ότι έχω ομορφύνει πάρα πολύ και θα ήθελε να βγούμε και να γνωριστούμε καλύτερα και να τα πούμε κι όλα αυτά. Οπότε φυσικά και θα έλεγα ναι, φυσικά κι ήμουν ενθουσιασμένη, φυσικά κι ένιωθα η πιο τυχερή κοπέλα του κόσμου. Και τελικά βγήκαμε.
Συναντηθήκαμε στο κέντρο, στην πλατεία, αρχίσαμε να περπατάμε. Εγώ είχα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα πηγαίναμε να καθίσουμε για καφέ, όπως γίνεται συνήθως στο πρώτο ραντεβού. Αρχίσαμε λοιπόν να περπατάμε και φτάσαμε στο στάδιο, που είναι ένα μέρος όπου πολύ συχνά πηγαίνουνε ζευγαράκια να καθίσουνε, γιατί είναι έτσι λίγο πιο απομακρυσμένα. Κι είχαμε καθίσει σ’ ένα παγκάκι και συζητούσαμε.
Στην αρχή ήταν πάρα πολύ χαλαρά, πάρα πολύ συνηθισμένη και φυσιολογική συζήτηση κι εγώ ένιωθα πάρα πολύ άνετα κι ότι περνάω πάρα πολύ καλά. Και κάποια στιγμή με φίλησε. Το οποίο επίσης ήτανε πάρα πολύ ωραίο στην αρχή. Ήταν κι από τα πρώτα φιλιά που έδινα στη ζωή μου.
Αυτός άρχισε να προχωράει και να με πιάνει περισσότερο και να είναι πιο διαχυτικός. Φυσικά ήμουνα μεγάλος φλώρος και φυσικά δεν ήθελα να με περάσει για φλώρο, γιατί έτσι γίνεται στα δεκαεξάχρονα. Κι ήτανε και μεγαλύτερος, οπότε στην αρχή καθόμουνα κι έλεγα ότι εντάξει, αυτός ξέρει τι κάνει, αποκλείεται να μου κάνει κακό αλλά μάλλον έτσι κάνουν τα cool παιδιά. Οπότε καθόμουνα.
Μέχρι που κάποια στιγμή, παράγινε διαχυτικός. Κυριολεκτικά τινάχτηκα, αλλά προσπάθησα να το παίξω και cool και του λέω: «Άντε, πάμε καμιά βόλτα». Και πήγα να βγω από το στάδιο και δεξιά κι αριστερά από την μεγάλη καγκελόπορτα έχει τοίχους. Οπότε αυτός ερχόταν από πίσω μου. Κι όταν ήμασταν πολύ κοντά στον τοίχο, με έπιασε από το λαιμό, με κόλλησε στο τοίχο και μου είπε ότι: «Εμένα δε μου ‘χει πει ποτέ καμία “όχι”!» Κι ουσιαστικά, με βίασε.
Δεν ήμουνα σε θέση να κάνω τίποτα, εννοώ να κουνηθώ, να φωνάξω ή να αντιδράσω. Και γιατί ήτανε αρκετά γυμνασμένος και πιο ψηλός από μένα, οπότε είχε περισσότερη δυναμη. Κάποια στιγμή τέλειωσε. Και του είπα ότι θέλω να φύγω.
Οπότε πήγα στο σπίτι μου, μόνη μου, κι ευτυχώς δεν ήταν κανένας από την οικογένεια μου εκεί. Και μπήκα να κάνω μπάνιο κι έκλαιγα πάρα πολύ. Και προσπαθούσα να... τριβόμουν με το σφουγγάρι κι ένιωθα ότι θα βγάλω το δέρμα μου και σιχαινόμουν πάρα πολύ τον εαυτό μου. Γι’ αυτό που έκανα. Γιατί θεωρούσα ότι ήτανε πάρα πολύ κακό και πάρα πολύ λάθος κι ότι εγώ έφταιγα που έγινε έτσι. Κι ότι θα μπορούσα να έχω φωνάξει. Να έχω φύγει. Κι ότι θα μπορούσα να μην έχω φορέσει φόρεμα. Ή να μην έχω πάει μέχρι το στάδιο. Γενικά, σκεφτόμουνα πάρα πολλά πράγματα κι όλους τους τρόπους με τους οποίους ήμουνα ένοχη γι’ αυτό που έγινε.
Αυτός, κάποια στιγμή με πηρε και τηλέφωνο και με ρώτησε -είναι γελοίο- με ρώτησε κάτι του τύπου: «Σ’ άρεσε μανάρα μου;» Τότε δεν ήταν καθόλου αστείο και τώρα γελάω γιατί μου φαίνεται εξαιρετικά θλιβερό. Και του είπα ότι είναι απαίσιος κι ότι δε θέλω να τον ξαναδώ ποτέ. Έσβησα τον αριθμό του, έσβησα τα πάντα. Κι από τότε δεν ξέρω και τι κάνει.
Ευτυχώς, δεν τον ξαναείδα. Βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι μετά έδωσα Πανελλήνιες κι έφυγα απ’ αυτή τη πόλη. Εκεί τέλειωσε το πρακτικό κομμάτι της ιστορίας.
Οι γονείς μου δεν το ξέρουν ακόμα. Ήταν κάτι που δεν είχα μοιραστεί με κανεναν. Γιατί είτε δεν ήθελα να δώσω διάσταση και να χρειάζεται να το θυμάμαι και να το συζητάω ξανά και ξανά, είτε γιατί ακόμα κι εγώ η ίδια τότε θεωρούσα ότι είμαι ένοχη. Οπότε δεν είχα κάνει τίποτα, δεν κινήθηκα ποτέ νομικά. Πολύ αργότερα, περίπου ενάμιση χρόνο μετά, το είπα στις δύο κολλητές μου.
Η αλήθεια είναι ότι απέφευγα για αρκετό διάστημα να μπαίνω στη διαδικασία γενικά να συναναστραφώ ανθρώπους που υπήρχε πιθανότητα να με δουν ερωτικά ή να τους επιστρέψω να το εκφράσουνε, γιατί ήθελα εντελώς να αποφύγω τη διαδικασία του να... όχι το να κάνουμε σεξ αν ήθελα κι εγώ... δεν ήξερα αν θέλω ή όχι και πώς είναι να θέλω, γιατί δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να το σκέφτεται. Ήθελα να αποφύγω πάλι το ότι αυτοί μπορεί να το διεκδικήσουνε. Όπως πολλές φορές το διεκδικούνε άνθρωποι με πολύ πιο ωραίο τρόπο κι αν εγώ δεν ήθελα, δεν ήξερα καθόλου πως να τους πω «όχι».
Αλλά από κει και πέρα κάποια στιγμή που άρχισα να σκέφτομαι ότι δε θέλω να σταματήσω τη ζωή μου εδώ κι ότι είναι κάτι που για τους περισσότερους ανθρώπους είναι κάτι πολύ ωραίο. Άρα δεν αποκλείεται να είναι και για μένα κάποια στιγμή. Μπήκα σε μια σχέση με έναν άνθρωπο που ήταν πολύ φροντιστικός, είχε πολλή κατανόηση και πολλή υπομονή και σίγουρα ήταν αυτό που με βοήθησε να δω ότι όντως το σεξ είναι κάτι πολύ ωραίο και μπορεί όταν θέλουμε κι οι δύο, να γίνεται, κι όταν κάποιος από τους δύο δε θέλει, να μη γίνεται. Νομίζω ότι εκείνο ήταν το στάδιο που έφτασα σε μια υγιή σχέση με το σεξ.
Είναι λίγο παράξενη η εικόνα που έχω ήδη γι’ αυτό. Πολλές φορές όταν το σκέφτομαι νιώθω σαν να είναι μια ιστορία που την έχει ζήσει κάποιος άλλος, απλώς είναι πολύ έντονες οι εικόνες μέσα στο δικό μου κεφάλι. Από κει και πέρα σίγουρα θεωρώ ότι έχω φτάσει σ’ ένα στάδιο που την πρώτη μέρα αυτής της εμπειρίας δεν πίστευα ποτέ ότι θα φτάσω κι ένιωθα πολύ κατεστραμμένη και πολύ τελειωμένη υπόθεση. Νομίζω ότι ιδανικά θα ήθελα όντως να το αφήσω πίσω μου κι ας πούμε να μη χρειάζεται καν με τους μελλοντικούς μου συντρόφους να το συζητάω. Όχι γιατί θέλω να το κρύψω, αλλά γιατί είναι κάτι που μερικές φορές είναι στη μέση και ζω την κανονική μου ζωή κι απλώς με συνοδεύει από πίσω. Ενώ θα μπορούσε να είναι μια ιστορία που ΟΚ, μένει στο παρελθόν. Όπως πολλές φορές είναι ο θάνατος ενός πολύ κοντινού προσώπου. Ένα διάστημα συνοδεύει τη ζωή σου ο θρήνος, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να τον αφήσεις πίσω σου και να συνεχίσεις την υπόλοιπη ζωή σου, χωρίς να σε μπλοκάρει αυτό σε κάποια πράματα. Αυτό θα ήθελα, ιδανικά, να γίνει.
Ακόμα κι η πιο μικρή καταγγελία βοηθάει το πρόβλημα. Αλλά θέλω να δείξουμε και μια κατανόηση στους ανθρώπους που δεν το έχουν κάνει. Ότι δεν είναι απαραίτητα κακοί, ούτε ο σκοπός τους είναι να το κρύψουνε, είναι κάποιες φορές απλώς να προστατεύσουνε τον εαυτό τους. Χωρίς όμως να πιστεύω ότι κάποιος που αποφασίζει μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια να πει κάτι γι’ αυτό, είναι πολύ αργά. Και μετά από εβδομήντα χρόνια δεν είναι πολύ αργά. Και πάντα έχει νόημα να γίνεται.